Παρασκευή 26 Ιουνίου 2015

Αθηναϊκοί περίπατοι


Εμμανουήλ Ροΐδης

Αθηναϊκοί περίπατοι[1]


Π
ολύ περισσότερον παρ’ όσα από τον καιρόν του Αμπού έως σήμερον έτυχε να διαβάσω εις τον ξένον τύπον υβριστικά διά την Ελλάδα, μ’ έκαμαν να εντρέπωμαι αι κατά τας παραμονάς των Ολυμπιακών αγώνων συστάσεις των ιδικών μας εφημερίδων, προς την αστυνομίαν και τους οικοκυραίους, να επιμεληθούν προς χάριν των ξένων την καθαριότητα των δρόμων και να φροντίσουν να μη βρωμούν αι μάνδραι και να μην είναι τα πεζοδρόμια παραρτήματα μακελλείων και λαχανοπωλείων. Όλα αυτά εζητούντο ως και όταν επρόκειτο να επισκεφθούν τας Αθήνας οι αυτοκράτορες Δον Πέτρος και Γουλιέλμος, ως μέτρα έκτακτα, με την υπόμνησιν μάλιστα ότι δεν θα παρετείνοντο επί πολλάς ημέρας αι τοιαύται περί καθαριότητος ενοχλήσεις. Τι άλλο δύναταί τις εκ των συστάσεων τούτων να συμπεράνει παρά μόνον ότι, καθώς οι Τζιφούτηδες της Βλαχίας αλλάζουν και κυνηγούν τας ψείρας των μόνον κατά τας μεγάλας των θρησκευτικάς εορτάς, ούτω και οι κάτοικοι των Αθηνών μόνον εις εκτάκτους περιστάσεις πρέπει ν’ αναπνεύουν άοσμον αέρα, και να μη γλιστρούν εις αίματα και να μη σκοντάπτουν εις σάπια πορτοκάλια και λείψανα γάτων και ορνίθων;
     Μη βιασθείτε να με κατατάξητε εις το γένος των αναμασητικών ζώων αν σας ομιλώ διά την κατάστασιν των αθηναϊκών δρόμων. Ούτε καμήλα είμαι ούτε επικήδειος ρήτωρ διά να μου αρέσουν τα αναμασήματα. Τούτο όμως εσυλλογίσθην, ότι μετά τους Ολυμπιακούς αγώνας οι Αθηναίοι, εξιπασθέντες από την λαμπρότητα της πανηγύρεως, την συρροήν του τόσου κόσμου, την παρουσίαν του βασιλέως και των πριγκίπων, τας σημαίας, τα σαλπίσματα, τας φωτοχυσίας, τας μουσικάς και του Λούη τας τιμάς, εκατάντησαν όλοι αθλομανείς. Η Πλάκα, προ πάντων, όπου κατοικώ, έγινεν όλη ένα είδος Σταδίου. Καθ’ ημέραν κινδυνεύω ν’ ανατραπώ από υποψηφίους μαραθωνοδρόμους ή να σπάσουν οι δισκοβόλοι την κεφαλήν μου. Διά να σχηματίσετε ιδέαν του βαθμού εις τον οποίον έφθασεν η αγωνομανία, αρκεί να σας είπω ότι κάθε απόγευμα περί την δύσιν του ηλίου ημπορεί ο διαβάτης να καμαρώσει περί τον πλάτανον της Πλάκας και το φανάρι του Διογένους, εκτός των παίδων και νεανίσκων, και κάμποσα, όχι μόνον μικρά αλλά και αρκετά μεγάλα αγοροκόριτζα να σηκώνουν βάρη, να πηδούν, να ρίπτουν δίσκους και να τρέχουν, χωρίς φόβον να δείξουν το χρώμα της καλτσοδέτας των, συμμεριζόμεναι, ως φαίνεται, τας περί εξισώσεως των δύο φύλων προοδευτικάς ιδέας της Εφημερίδας των Κυριών.
     Καλά θα εκάμνατε να στείλετε εκεί κανένα από τους ρεπόρτερ σας να περιγράψει αυτά τα σπαρτιατικά παιγνίδια, διότι αξίζουν τον κόπον. Εγώ ήθελα μόνον να σας υποδείξω ότι, αφού από τόσα έτη βοά όλος ο κόσμος κατά του κονιορτού, της λάσπης τω λάκκων και της δυσωδίας και ματαίως αγωνίζεται όλος ο τύπος να φέρει εις θεογνωσίαν του δημοτικούς μας άρχοντας και την αστυνομίαν, καλόν ίσως θα ήτο ν’ αποταθεί σήμερον προς διόρθωσιν του κακού εις την αγωνομανίαν, να προσπαθήσει δηλαδή να πείσει τους φιλάθλους ότι χωρίς πνεύμονας υγιείς αδύνατον είναι να υπάρξουν μυώνες ισχυροί· ότι εφόσον εξακολουθούν ν’ αναπνέουν τας αναθυμιάσεις της Πλάκας, της Βάθιας, της Παλαιάς Αγοράς, του Ροδακιού και του Βαθρακονησίου, χάνουν τον καιρόν των γυμναζόμενοι και ονειρευόμενοι τας δάφνας του Λούη, του ροφώντος καθαρόν αέρα εις το Μαρούσι, ή των αθλητών της Αμερικής, όπου σκουπίζονται οι δρόμοι τετράκις την ημέραν και καταδικάζονται εις βαρύ πρόστιμον οι ρίπτοντες από το παράθυρον, όχι κοφίνια σκουπιδιών, αλλά και μίαν μαραμένην ανθοδέσμην. Το επιχείρημα τούτο είναι ίσως το μόνον δυνάμενον να συγκινήσει τους αγωνιστάς μας, αφού ούτε περί της υγείας των πολυφροντίζουν ούτε φαίνεται να τους ενοχλεί πολύ η ακαθαρσία.
     Οι πανηγυρισταί της Θείας Προνοίας συγκαταλέγουν εις τα ευεργετήματα αυτής την επιδεκτικότητα των αισθήσεών μας να καταντούν με τον καιρόν και την συνήθειαν αναίσθητοι εις τα δυσάρεστα θεάματα, ακούσματα και μυρίσματα. Και έχουν μέγα δίκαιον. Πρόχειρον τούτου απόδειξιν μας δίδουν οι ενορίται του Αγίου Γεωργίου, των οποίων, ως εσυνήθισαν τ’ αυτία την ρινοφωνίαν του ψάλτου, ούτω πλησιάζουν και οι οφθαλμοί να συνηθίσουν την νεοχάρακτον επί του τοίχου του ναού εξάπηχυν εκείνην γελοιογραφίαν, ήτις τόσον πολύ τους εσκανδάλισε κατά τας πρώτας ημέρας. Η όσφρησις προ πάντων είναι εξ όλων μας των αισθήσεων η επιδεκτικωτέρα να μεταβληθεί διά της έξεως εις αναισθησίαν. Γνωρίζετε βεβαίως το περίφημον ποίημα του Βωδελαίρ, «Το ψοφίμι» (La charogne), με την ανοικτήν κοιλίαν, όπου βόσκουν κοπρόμυγες, μαμούνια, σκώληκες και ασκαρίδες. Ο ποιητής εύρισκε τρόπον να μυρίζεται το πράγμα τούτο «ως άνθος» και όλοι τον ενόμισαν τρελόν, δέκα έτη πριν τρελαθεί. Το κατόρθωμα του Βωδελαίρ δύναται βεβαίως να θεωρηθεί ως εξαιρετικόν, ουδεμίαν όμως επιδέχεται αμφισβήτησιν ότι ούτε οι ζωογδάρται, ούτε οι ταμπάκηδες, ούτε οι σκουπιδοξύστες, ούτε οι βαλσαμωταί ορνέων, ούτε οι κάτοικοι των οδών «Αίαντος» και «Πρωτογένους» ενοχλούνται πολύ από την ποιότητα του αέρος τον οποίον αναπνέουν. Η μύτη των καταντά με τον καιρόν στωική. Το κακόν είναι ότι δεν ηυδόκησεν η Θεία Πρόνοια να καταστήσει και τους πνεύμονας ημών επίσης επιδεκτικούς να εξοικειωθούν με τα μολύσματα της ατμοσφαίρας.
     Δεν εννοώ βεβαίως ότι όλοι οι μετερχόμενοι ακάθαρτα επαγγέλματα και όλοι οι γείτονες κοπρώνων αποθνήσκουν από φθίσιν, κακοήθη πυρετόν, κοιλιακόν τύφον ή σηψαιμίαν, αλλά μόνον ότι δεν έχομεν δίκαιον να περιφρονώμεν τόσον πολύ τους ιατροστατιστικούς πίνακας, εκ των οποίων προκύπτει ότι εις όλας τας πόλεις της Ευρώπης ο αριθμός των νόσων και ο μέσος όρος της ανθρωπίνης ζωής διαφέρει πολύ κατά τα επαγγέλματα και τας συνοικίας. Δεν έχω πρόχειρον τον Bouchardat[1], διά να σας παρατάξω αριθμούς και τι λέγει περί της ευρωστίας των équarisseurs[2], των boyaudiers[3], των chiffonniers[4] και των άλλων καταδικασμένων εκ του επαγγέλματός των ν’ αναπνέουν εις το Παρίσι αθηναϊκόν αέρα· δεν βλέπω όμως και την ανάγκην ν’ αναζητήσω ξένα παραδείγματα, αφού πρόχειρα και πειστικώτατα είναι τα δικά μας. Σοφός καθηγητής του πανεπιστημίου μας μου έλεγε, προ τινων μηνών, ότι εις μόνην την περισσοτέραν ακαθαρσίαν του Γαζοχωρίου, της Αγίας Τριάδος, και εν γένει των κάτω μαχαλάδων, πρέπει ν’ αποδοθεί ο μεγαλύτερος αριθμός των προώρων θανάτων. Εύκολον και ασφαλέστατον μέσον αποδείξεως θα ήτο η επί τη βάσει της επιγραφής των επικηδείων πλακών ή σταυρών εξακρίβωσις του μέσου όρου της ηλικίας εις την οποίαν απέθανον οι αναπαυόμενοι εις το κοιμητήριον της Βάθιας και οι ευτυχήσαντες ν’ αναπνεύσουν καθαρώτατον αέρα πριν ενταφιασθούν εις το Α΄ νεκροταφείον. Η διαφορά θα ήτο, πιστεύω, μεγάλη, αφού και εκ πρώτης όψεως προξενεί αλγεινήν έκπληξιν εις τον επισκέπτην του λαϊκού Β΄ νεκροταφείου το μέγα πλήθος των παιδικών και νεανικών σταυρών.
     Αλλά σκοπός μου σήμερον δεν είναι να θρηνήσω επ’ αυτών, αλλά μόνον να υποδείξω ότι η σημερινή αγωνομανία παρέχει εις τον τύπον μοναδικήν ευκαιρίαν να την εκμεταλλευθεί υπέρ της καθαριότητος και της ευπρεπείας των δρόμων της πρωτευούσης. Την ελπίδα επιτυχίας ενισχύει η σύμπτωσις ότι η αγωνιστίτις αύτη επέσκηψεν οξυτέρα επί των κατοικούντων τας ρυπαράς συνοικίας. Τούτους πρόκειται ο τύπος να πείσει όχι ότι κινδυνεύει το στήθος των από φθίσιν, αφού δεν τους μέλει περί τούτου, αλλ’ οι μυώνες των από ατροφίαν, και μάταιον είναι να γυμνάζονται, να τρέχουν, να δισκοβολούν και να βλέπουν εις τον ύπνον των ολυμπιακά βραβεία, εφ’ όσον εξακολουθούν να τρέφουν τους πνεύμονάς των με τελμάτων, σφαγείων και βόθρων αναθυμιάσεις.   


περ. Εστία, 22.5.1896


[1] Γάλλος χημικός και φαρμακοποιός (1806-1886)

[2] τεμαχιστές σφαγίων

[3] χορδοποιοί  (η βρώμα, επειδή οι χορδές κατασκευάζονταν από τα εντόσθια των ζώων.)

[4] ρακοσυλλέκτες



[1] Άρθρο του πάντα καυστικού και απολαυστικού Εμμ. Ροΐδη στο περ. Εστία λίγο μετά το πέρας των πρώτων θερινών Ολυμπιακών Αγώνων της Αθήνας (25 Μαρτίου έως 3 Απριλίου 1896 ή 6-15 Απριλίου με το Γρηγοριανό Ημερολόγιο).

Δεν υπάρχουν σχόλια: