A r t h u r R i m b a u d
Έγραφα σιωπές, νύχτες, σημείωνα το ανέκφραστο.
Ακινητοποιούσα ιλίγγους...
Για τον Ρεμπώ...
" ...Ήταν θραύσμα, αυτό ενός μετεώρου, που φλόγισε χωρίς αφορμή άλλη από την παρουσία του, που ξεπήδησε από μόνο του και έσβησε..."
(Μαλλαρμέ)
"...Όμως αυτό που κάνει μοναδική την ποίησή του, είναι ακριβώς ο άμεσος χαρακτήρας της, η συστηματική προσπάθεια να μεταδώσει αμέσως το όραμα, ξεχνώντας όσο είναι δυνατόν, ό,τι είχε μάθει προηγούμενα...
...Ο Ρεμπώ δεν είναι ούτε απατεώνας, ούτε θαυματοποιός. Μόνο ένας ποιητής που δοκίμασε όσο πιο έντιμα μπορούσε να ΔΕΙ..."
(Claude Edmonte Magny)
"...Τούτη τη στιγμή παλιανθρωπίζω όσο μπορώ. Γιατί; Θέλω να γίνω ποιητής και δουλεύω όσο μπορώ να γίνω οραματιστής. Δε θα καταλάβετε τίποτα και δε θα μπορούσα σχεδόν να σας εξηγήσω. Πρόκειται να φθάσω στο άγνωστο με την απορύθμιση όλων των αισθήσεων. Οι πόνοι είναι δυσβάσταχτοι, μα πρέπει να είσαι δυνατός, να έχει γεννηθεί ποιητής, και αναγνώρισα στον εαυτό μου έναν ποιητή. Δεν είναι διόλου δικό μου το λάθος. Είναι σφάλμα να λέμε: σκέφτομαι. Θα έπρεπε να λέμε: Με σκέφτονται. Συγνώμη για το λογοπαίγνιο. Εγώ είναι ένας άλλος..."
(Γράμμα στον καθηγητή του Ζώρζ Ιζαμπάρ, Μάιος 1871)
"...Η πρώτη σπουδή του ανθρώπου που θέλει να είναι ποιητής, είναι η γνώση του εγώ του, ακέρια. Αναζητεί την ψυχή του, την επιθεωρεί, την εμβάλλει εις πειρασμόν, την μαθαίνει. Μόλις τη μάθει, πρέπει να την καλλιεργήσει! Αυτό φαίνεται απλό: σε κάθε εγκέφαλο πραγματοποιείται μια φυσική ανάπτυξη. Τόσοι εγωιστές αυτοανακηρύσσονται δημιουργοί. Είναι πολλοί αυτοί που αποδίδουν στους εαυτούς τους τη νοητική τους πρόοδο!...
...Λέω πως πρέπει να είσαι οραματιστής, να γίνεις οραματιστής.
Ο Ποιητής γίνεται οραματιστής με μια μακριά, απέραντη και λογικευμένη απορύθμιση όλων των αισθήσεων,
όλων των μορφών έρωτα, οδύνης, τρέλας. Ψάχνει ο ίδιος, εξαντλεί μέσα του όλα τα δηλητήρια, για να κρατήσει μόνο την πεμπτουσία τους. Άφατο μαρτύριο, όπου έχει ανάγκη από όλη του την πίστη, από όλη του την υπεράνθρωπη δύναμη, όπου γίνεται ανάμεσα σε όλους, ο μέγας ασθενής, ο μέγας εγκληματίας, ο μέγας καταραμένος και ο ύψιστος Σοφός!...
...Ο Ποιητής λοιπόν, είναι στ'αλήθεια, ένας κλέφτης της φωτιάς. Έχει φορτωθεί την ανθρωπότητα, ακόμα και τα Ζώα. Πρέπει να κάνει νιώσουν, να ψαύσουν, να ακούσουν τα εφευρήματά του. Αν αυτό που κουβαλάει από εκεί κάτω έχει μορφή τότε δίνει κι αυτός μορφή. Αν είναι άμορφο, τότε δίνει κι αυτός άμορφο. Να βρει μια γλώσσα. Άλλωστε, αφού κάθε λόγος είναι ιδέα, θα'ρθει ο καιρός μιας παγκόσμιας γλώσσας..."
(Γράμμα στον Πωλ Ντεμενύ, Μάιος 1871)
Η σοφία μου είναι περιφρονημένη όσο και το χάος. Τι είναι το δικό μου Μηδέν μπροστά στο ξάφνιασμα που σας περιμένει;
(Εκλάμψεις, Ζωές - Ι)
Σε μια σοφίτα μέσα όπου με κλείδωσαν στα δώδεκά μου χρόνια, γνώρισα τον κόσμο, έγινα λαμπρό παράδειγμα της ανθρώπινης κωμωδίας. Σ'ένα κελάρι μέσα, έμαθα την ιστορία. Σε κάποιο νυχτερινό γιορτάσι, σε μια πολιτεία του Βορρά, αντάμωσα μ'όλες τις γυναίκες των παλιών ζωγράφων. Σε μια γέρικη στοά του Παρισιού, με δίδαξαν τις κλασικές επιστήμες. Σε ένα εξαίσιο αρχοντικό, κυκλωμένο απ'όλη την Ανατολή, έφερα σε αίσιο πέρας το απέραντο έργο μου και έγινα ο ένδοξος αναχωρητής. Ανατάραξα το αίμα μου. Πήρα άφεση αμαρτιών για το χρέος μου. Ούτε να το σκέφτομαι πια δεν πρέπει. Είμαι στ'αλήθεια μεταθανάτιος και δεν έχει πια θελήματα...
(Εκλάμψεις, Ζωές - ΙΙΙ)
Ας μου νοικιάσουν πια τούτο το μνήμα το ασβεστωμένο, με τις ανάγλυφες ραβδώσεις του τσιμέντου -βαθιά πολύ μες στη γη.
Ακουμπάω στο τραπέζι τους αγκώνες, η λυχνία φωτίζει δυνατά τις εφημερίδες που σα χαζός ξαναδιαβάζω, τα αδιάφορα βιβλία.
Σε μια τεράστια πάνω απ'το υπόγειο σαλόνι μου απόσταση, σπίτια στήνονται, σωρεύονται οι καταχνιές. Η λάσπη είναι ή κόκκινη ή μαύρη. Πολιτεία τερατόμορφη, νύχτα δίχως τελειωμό!
Λιγότερο ψηλά, περνούν οι υπόνομοι. Στα πλάγια, μόνο το πάχος της υδρόγειας σφαίρας. Βάραθρα ίσως, γαλάζιου ουρανού, πηγάδια φωτιάς. Σ'αυτά τα επίπεδα ίσως να ανταμώνουν οι σελήνες με τους κομήτες, να σμίγουν οι θάλασσες με τα παραμύθια.
Τις ώρες της πίκρας, φαντάζομαι σφαίρες από σάπφειρο, από μέταλλο. Είμαι ο αφέντης της σιωπής. Γιατί τάχα κάτι σα φεγγίτης να χλομιάζει στη γωνιά
(Εκλάμψεις, Παιδικά χρόνια - V)
Τούτη τη φορά είναι η Γυναίκα που είδα στην Πολιτεία, που της μίλησα και που μου μιλά!
Ήμουν σ'ένα δωμάτιο, χωρίς φως. Ήρθαν και μου είπαν πως Εκείνη ήταν σπίτι μου: Και την είδα, στην κλίνη μου, ολόδικιά μου, χωρίς φως! Πολύ συγκινήθηκα πολύ-πολύ, γιατί ήταν το πατρικό μου σπίτι, γι'αυτό και μια κατάθλιψη με συνεπήρε! Ήμουν με τα κουρέλια μου εγώ, κι εκείνη, μια κοσμική κυρία που δινόταν: κι έπρεπε και να φύγει! Μια κατάθλιψη χωρίς όνομα: Την άρπαξα, την πέταξα από το κρεβάτι, γυμνή σχεδόν. Και, στην άφατή μου αδυναμία, έπεσα πάνω της και σύρθηκα μαζί της μέσα στα χαλιά, χωρίς φως! Η λυχνία της οικογένειας πορφύρωνε, το ένα μετά το άλλο, τα διπλανά δωμάτια. Τότε, η γυναίκα, χάθηκε! Κι έχυσα δάκρια τόσα, όσα ποτέ Θεός δεν ζήτησε!...
(Οι ερημιές του Έρωτα)
Όταν ο κόσμος περιοριστεί σ'ένα μοναδικό μαύρο δάσος για τα τέσσερα έκπληκτα μάτια μας -σε μια ακρογιαλιά για δυο πιστά παιδιά -σε ένα μουσικό σπίτι για τη φωτεινή μας συμπάθεια- θα έρθω να σε βρω.
Όταν δεν υπάρχει πια παρά ένας γέροντας μόνο, ήρεμος και ωραίος κυκλωμένος από μιαν ανείπωτη πολυτέλεια -και πέφτω στα γόνατά σου.
Όταν θα έχω πραγματώσει όλες τις μνήμες σου όταν θα είμαι εκείνη που ξέρει να σε αλυσοδέσει -θα σε πνίξω...
(Φράσεις)
Μικρό παιδί ακόμα, θαύμαζα τον ασυμβίβαστο κατάδικο, που γι'αυτόν, οι πόρτες του κάτεργου μένουν πάντα κλειστές. Επισκεπτόμουν τα καπηλειά και τα φτηνά επιπλωμένα δωματιάκια που η παρουσία του είχε αγιάσει. Έβλεπα με τη δική του ιδέα το γαλάζιο ουρανό και την ολάνθιστη δουλειά της εξοχής. Οσφραινόμουν τη βαριά, μοιραία σκιά του στις πολιτείες. Είχε πιο πολλή δύναμη από έναν άγιο, πιο πολλή λογική από έναν ταξιδευτή -και τον εαυτό του, τον εαυτό του μόνο! σαν μάρτυρα της δόξας και του λογικού του.
Στους δρόμους πάνω τις χειμωνιάτικες νύχτες, χωρίς λημέρια, χωρίς ρούχο, χωρίς ψωμί, μια φωνή έσφιγγε την παγωμένη του καρδιά: Αδυναμία ή δύναμη; Να'σαι είναι η δύναμη. Δεν ξέρεις ούτε που πας, ούτε γιατί πας, μπες παντού, αποκρίσου σε όλα. Δε θα σε σκοτώσουν περισσότερο από ό,τι ήσουν πτώμα. Το πρωί είχα τόσο χαμένο βλέμμα και τόσο νεκρό ύφος ώστε αυτοί που συνάντησα ίσως και δεν με είδαν.
Στις πόλεις μέσα, η λάσπη μου φανερωνόταν ξάφνου μαυροκόκκινη, σαν τον καθρέφτη όταν το φως περιδιαβαίνει στο διπλανό δωμάτιο, σαν το θησαυρό μέσα στο δάσος! Καλή τύχη, φώναξα κι έβλεπα το θησαυρό μέσα στο δάσος! Καλή τύχη, φώναξα, κι έβλεπα μια θάλασσα από φλόγες και καπνό στον ουρανό! Κι αριστερά, δεξιά όλα τα πλούτη να λαμπαδιάζουν σαν μυριάδες αστραπόβροντα!
Όμως το όργιο και η συντροφιά με τις γυναίκες μού ήταν απαγορευμένα. Ούτε καν ένας σύντροφος. Έβλεπα τον εαυτό μου μπροστά σ'ένα μανιασμένο πλήθος, αντίκρυ στο εκτελεστικό απόσπασμα, κλαίγοντας από το κακό μου που δεν μπόρεσαν να καταλάβουν, και συγχωρώντας! -Σαν την Ιωάννα της Λωραίνης!- "Ιερωμένοι καθηγητάδες, δάσκαλοι, κάνετε λάθος που με παραδίδετε στην δικαιοσύνη. Δεν ανήκα ποτέ σε τούτο το λαό. Δεν ήμουν ποτέ Χριστιανός. Είμαι από τη φυλή που τραγουδούσε μες στα βασανιστήρια. Δεν καταλαβαίνω τους νόμους. Δεν έχω την αίσθηση της ηθικής, είμαι ένα κτήνος. Λάθος κάνετε..."
Ναι, κλείνω τα μάτια στο δικό σας Φως. Είμαι ένα κτήνος, ένας γέρος. Όμως εγώ μπορεί και να σωθώ. Είσαστε ψευτονέγροι, εσείς οι μανιακοί οι άγριοι, οι τσιγκούνηδες. Έμπορα, είσαι νέγρος. Δικαστή, είσαι νέγρος. Ήπιες από γλυκό ποτό αφορολόγητο, από τη φάμπρικα του Σατανά.
-Τον λαό αυτό, τον εμπνέει ο πυρετός και ο καρκίνος. Οι σακάτηδες και τα γερόντια είναι τόσο αξιοσέβαστα, που ζητούν να τα βράσουμε.
-Το πιο έξυπνο είναι να φύγουμε από τούτη την ήπειρο, όπου τριγυρίζει η τρέλα για να προμηθεύει ομήρους σ'αυτούς τους κανάγιες. Εγώ μπαίνω στην αληθινή Βασιλεία των Υιών του Χαμ.
Ξέρω ακόμη τη Φύση; Ξέρω τον ίδιο τον εαυτό μου;
-Φτάνουν οι λέξεις. Θάβω τους νεκρούς μες στην κοιλιά μου. Κραυγές, τύμπανα, χορός, χόρευε, χορός, χόρευε! Και δε βλέπω την ώρα που σαν ξεμπαρκάρουν οι Λευκοί, εγώ θα πέσω στην ανυπαρξία.
Πείνα, δίψα, κραυγές, χορός, χόρευε, χορός, χόρευε!
(Μια εποχή στην κόλαση, Κακό αίμα)
Ξαναβρέθηκε! Τι;
Η αιωνιότη.
Είν'η θάλασσα μιχτή
Με τον ήλιο.
Ψυχή μου αθάνατη
Κράτα το τάμα σου
Κι άσε τη νύχτα μόνη
Και τη μέρα να φλέγεται
Λοιπόν λυτρώνεσαι
Από τις εκλογές του ανθρώπου
Απ'τις κοινές λαχτάρες
Πετάς σαν το...
-Ποτέ πια απαντοχή
Αίνος ποτέ
Υπομονή και γνώση
Σίγουρο το μαρτύριο
Δεν έχει επαύριο
Σατινένιες θρακιές
Η φλόγα σας
Λέγεται χρέος
Ξαναβρέθηκε! Τι;
Η αιωνιότη
Είν'η θάλασσα μιχτή
με τον ήλιο
(Αλχημεία του λόγου)
Τι δουλειά! Όλα θέλουν γκρέμισμα, όλα θέλουν σβήσιμο μες στο κεφάλι μου! Αχ! Πόσο ευτυχισμένο είναι το παιδί το παρατημένο σε μια γωνιά, μεγαλωμένο στην τύχη, που φτάνει στην ηλικία του άντρα χωρίς να του έχουν χώσει καμιά ιδέα ούτε δάσκαλοι, ούτε οικογένεια. Καινούριο, καθαρό, χωρίς αρχές, χωρίς έννοιες -αφού ό,τι μας διδάσκουν είναι τρίχες- και ελεύθερο, ελεύθερο απ'όλα!