Τετάρτη 17 Αυγούστου 2022

sui et Dei et rerum conscious...

 

«…Επειδή λοιπόν η συνείδηση είναι φύσει συνείδηση των ανεντελών ιδεών που έχουμε, συγκεχυμένων και ακρωτηριασμένων, σε αυτήν εδράζονται δυο θεμελιώδεις ψευδαισθήσεις: 1) Η ψυχολογική ψευδαίσθηση της ελευθερίας: εφόσον η συνείδηση δεν συγκρατεί παρά μόνο αποτελέσματα τις αιτίες των οποίων κατ’ουσίαν αγνοεί, μπορεί να νομίσει πως είναι ελεύθερη, και προσφέρει στο πνεύμα μια φαντασιακή εξουσία επί του σώματος, ενώ δεν ξέρει καν τι ‘δύναται’ το σώμα σε συνάρτηση με τις αιτίες που το κάνουν πραγματικά να ενεργεί. 2) Η θεολογική ψευδαίσθηση της σκοπιμότητας: εφόσον η συνείδηση δεν συλλαμβάνει το conatus ή την όρεξη παρά μόνον υπό μορφή παθημάτων που καθορίζονται από τις ιδέες των παθήσεων, μπορεί να νομίσει πως αυτές οι ιδέες των παθημάτων, καθόσον εκφράζουν τα αποτελέσματα των εξωτερικών σωμάτων στο δικό μας, είναι στ’αλήθεια πρωταρχικές, είναι πραγματικά τελικά αίτια, και, πως, ακόμη και στους τομείς όπου δεν είμαστε ελεύθεροι, ένας προνοητικός Θεός διευθέτησε τα πάντα σύμφωνα με τις σχέσεις μέσων – σκοπού. Τότε η επιθυμία φαίνεται να είναι δεύτερη ως προς την ιδέα του πράγματος που κρίνεται καλό.

Ακριβώς επειδή η συνείδηση είναι ανάκλαση της ιδέας και έχει απλώς και μόνον όση αξία έχει η πρώτη ιδέα, η συνειδητοποίηση δεν έχει αφ’εαυτής καμία δύναμη. Και όπως το ψευδές ως ψευδές δεν έχει μορφή, η ανεντελής ιδέα δεν ανακλάται χωρίς να αποδεσμεύσει ό,τι θετικό εμπεριέχει: είναι ψευδές το ότι ο ήλιος είναι διακόσια πόδια μακριά αλλά είναι αληθές ότι βλέπω τον ήλιο στα διακόσια πόδια. Αυτός ακριβώς ο θετικός πυρήνας της ανεντελούς ιδέας μέσα στη συνείδηση μπορεί να αποτελέσει τη ρυθμιστική αρχή για να γνωρίσουμε το ασυνείδητο, δηλαδή για να ερευνήσουμε τι δύνανται τα σώματα, για να καθορίσουμε τις αιτίες και να σχηματίσουμε τις κοινές έννοιες. Και από τη στιγμή που θα φτάσουμε σε τέτοιες εντελείς ιδέες, προσαρτάμε τα αποτελέσματα στις αληθινές τους αιτίες, ενώ η συνείδηση που έχει γίνει ανάκλαση της εντελούς ιδέας είναι ικανή να ξεπεράσει τις ψευδαισθήσεις της σχηματίζοντας για τις παθήσεις και τα πάθη που δοκίμαζε διαυγείς και ευδιάκριτες έννοιες. Ή μάλλον αντικαθιστά τα παθητικά παθήματα από ενεργητικά παθήματα, τα οποία απορρέουν από την κοινή έννοια και δεν διακρίνονται από τα παθητικά παρά μόνον από την αιτία, άρα μέσω μιας διάκρισης λόγου. Αυτός είναι ο στόχος του δευτέρου είδους γνώσης. Και το αντικείμενο του τρίτου είναι να αποκτήσουμε συνείδηση της ιδέας του Θεού, του εαυτού μας και των άλλων πραγμάτων, δηλαδή να κατορθώσουμε ώστε οι ιδέες αυτές, όπως είναι στον Θεό, έτσι να ανακλώνται και σ’εμάς (sui et Dei et rerum conscious)…»

 Ζιλ Ντελέζ, Σπινόζα – Πρακτική φιλοσοφία