Θλίψη ανατέλλει στην καρδιά μου. Με φοβίζει ο θάνατος.
ΓΚΙΛΓΚΑΜΕΣ
...Η ΣΥΝΕΙΔΗΣΗ TOΥ ΕΑΥΤΟΥ είναι ένα υπέρτατο δώρο, ένας θησαυρός πολύτιμος όσο η ζωή. Είναι αυτό που μας καθιστά ανθρώπους. Έχει όμως ένα πολύ ακριβό κόστος: την πληγή της θνησιμότητας. Την ύπαρξή μας θα σκιάζει για πάντα η γνώση ότι θα μεγαλώσουμε, θα ανθήσουμε και αναπόφευκτα θα συρρικνωθούμε και θα πεθάνουμε.
Η θνητότητα μας στοιχειώνει από το ξεκίνημα της Ιστορίας. Πριν από τέσσερις χιλιάδες χρόνια ο Βαβυλώνιος ήρωας Γκιλγκαμές στοχαζόταν πάνω στον θάνατο του φίλου του Ενκίντου με τα λόγια που παρέθεσα παραπάνω: «Σκοτείνιασες και δεν μπορείς να μ' ακούσεις. Όταν πεθάνω δεν θα είμαι άραγε κι εγώ σαν τον Ενκίντου; Θλίψη ανατέλλει στην καρδιά μου. Με φοβίζει ο θάνατος».
Ο Γκιλγκαμές μιλάει εξ ονόματος όλων μας. Όπως φοβόταν εκείνος τον θάνατο, το ίδιο συμβαίνει σε όλους μας — όλους ανεξαιρέτως, άντρες, γυναίκες και παιδιά. Για ορισμένους από εμάς ο φόβος του θανάτου εκδηλώνεται μόνο έμμεσα, είτε σαν γενικευμένη ανησυχία είτε μεταμφιεσμένος σε ένα άλλο ψυχολογικό σύμπτωμα. Κάποιοι άνθρωποι βιώνουν έναν ξεκάθαρο και συνειδητό χείμαρρο άγχους για τον θάνατο. Για άλλους πάλι από εμάς ο φόβος του θανάτου ξεσπάει σ' έναν τρόμο που αρνείται κάθε ευτυχία και κάθε επιτυχία.
Εδώ και πολλούς αιώνες στοχαστικοί φιλόσοφοι επιχειρούν να επιδέσουν την πληγή της θνητότητας και να μας βοηθήσουν να διαμορφώσουμε τη ζωή μας μέσα στην αρμονία και τη γαλήνη. Ως ψυχοθεραπευτής έχω δουλέψει με πολλούς ανθρώπους που αγωνίζονται ν' αντιμετωπίσουν το άγχος του θανάτου, κι έχω διαπιστώσει ότι η αρχαία σοφία, ιδίως η σοφία των αρχαίων Ελλήνων φιλοσόφων, αφορά απολύτως την εποχή μας.
Πράγματι, στη θεραπευτική μου δουλειά θεωρώ πνευματικούς μου προγόνους όχι τόσο τους μεγάλους ψυχιάτρους και ψυχολόγους του τέλους του δέκατου ένατου και των αρχών του εικοστού αιώνα —τον Pinel, τον Freud, τον Jung, τον Pavlov, τον Rorschach και τον Skinner— όσο τους κλασικούς Έλληνες φιλοσόφους, και ιδίως τον Επίκουρο. Όσο περισσότερα μαθαίνω γι' αυτόν τον εξαιρετικό Αθηναίο στοχαστή, τόσο πιο έντονα αναγνωρίζω τον Επίκουρο ως τον πρωτο-υπαρξιακό ψυχοθεραπευτή, και τις δικές του ιδέες θα χρησιμοποιήσω σε ολόκληρο το βιβλίο αυτό.
Ο Επίκουρος γεννήθηκε το 342 π.Χ., λίγο μετά τον θάνατο του Πλάτωνα, και πέθανε το 270. Σήμερα οι περισσότεροι άνθρωποι γνωρίζουν το όνομά του μέσα από τη λέξη επικούρειος, που σημαίνει έναν άνθρωπο αφοσιωμένο στις λεπτές απολαύσεις των αισθήσεων (ιδίως στο καλό φαγητό και ποτό). Στην ιστορική πραγματικότητα όμως ο Επίκουρος δεν υποστήριζε την αισθησιακή απόλαυση. Πολύ περισσότερο τον απασχολούσε η κατάκτηση της γαλήνης (αταραξία).
Ο Επίκουρος ασκούσε την «ιατρική φιλοσοφία» και επέμενε ότι, όπως ο γιατρός θεραπεύει το σώμα, ο φιλόσοφος πρέπει να θεραπεύει την ψυχή. Κατά την άποψή του η φιλοσοφία είχε έναν μόνο αποδεκτό στόχο: ν' ανακουφίσει την ανθρώπινη δυστυχία. Ποια αιτία όμως βρίσκεται στη ρίζα αυτής της δυστυχίας; Ο Επίκουρος πίστευε ότι ήταν ο αδιάλειπτος φόβος μας για τον θάνατο. Το τρομακτικό όραμα του αναπόφευκτου θανάτου, έλεγε, εμποδίζει τον άνθρωπο να χαίρεται τη ζωή και διαταράσσει κάθε απόλαυση. Για ν' ανακουφίσει τον φόβο του θανάτου, ανέπτυξε πολλά δραστικά διανοητικά πειράματα, τα οποία μ' έχουν βοηθήσει ν' αντιμετωπίσω το προσωπικό μου άγχος θανάτου και μου έχουν προσφέρει τα εργαλεία που χρησιμοποιώ για να βοηθήσω τους ασθενείς μου.
Στις σκέψεις που παραθέτω στη συνέχεια, αναφέρομαι συχνά στις πολύτιμες ιδέες του Επίκουρου. Η προσωπική μου εμπειρία και το κλινικό μου έργο με δίδαξαν ότι το άγχος για τον θάνατο περνάει φάσεις εξάρσεων και υφέσεων σε όλη τη διάρκεια του κύκλου της ζωής. Τα παιδιά είναι αδύνατο να μην παρατηρήσουν, ήδη από την πολύ νεαρή τους ηλικία, το αχνοφέγγισμα της θνητότητας στον κόσμο που τα περιβάλλει - ξερά φύλλα, ψόφια έντομα και νεκρά κατοικίδια, γιαγιάδες και παππούδες που εξαφανίζονται, γονείς που πενθούν, απέραντες εκτάσεις με μνήματα νεκρών. Τα παιδιά ενδέχεται απλώς να παρατηρούν, να απορούν και, ακολουθώντας το παράδειγμα των γονιών τους, να παραμένουν σιωπηλά. Αν εκφράσουν ανοιχτά το άγχος τους, οι γονείς τους έρχονται σε εμφανώς δύσκολη θέση και, βέβαια, βιάζονται να τους προσφέρουν παρηγοριά. Μερικές φορές οι ενήλικοι προσπαθούν να βρουν παρηγορητικά λόγια, ή μεταθέτουν το όλο ζήτημα στο απώτερο μέλλον, ή ανακουφίζουν το άγχος των παιδιών με παραμύθια που αρνούνται τον θάνατο και μιλούν για ανάσταση, για αιώνια ζωή, για παράδεισο και επανένωση.
Ο φόβος του θανάτου φυσιολογικά λειτουργεί υπογείως από τα έξι περίπου χρόνια ως την εφηβεία, τα ίδια χρόνια που ο Φρόυντ προσδιόρισε ως την περίοδο της λανθάνουσας σεξουαλικότητας. Έπειτα, στη διάρκεια της εφηβείας, το άγχος θανάτου ξεσπάει με ένταση: συνήθως οι έφηβοι σκέφτονται πολύ τον θάνατο. Μερικοί αυτοκτονούν. Πολλοί σημερινοί έφηβοι μπορεί ν' αντιμετωπίζουν το άγχος θανάτου με το να γίνονται κυρίαρχοι και νομείς θανάτου στη δεύτερη ζωή που ζουν στα βίαια βιντεοπαιχνίδια. Άλλοι αψηφούν τον θάνατο με μακάβριο χιούμορ και με τραγούδια που τον σαρκάζουν, ή βλέποντας ταινίες τρόμου μαζί με φίλους. Τα πρώτα χρόνια της δικής μου εφηβείας πήγαινα δυο φορές την εβδομάδα σ' ένα μικρό σινεμά πολύ κοντά στο μαγαζί του πατέρα μου και μαζί με τους φίλους μου κάναμε συναυλία από στριγκλιές στις ταινίες τρόμου, ενώ μας ξετρέλαιναν και οι αναρίθμητες ταινίες για τη βαρβαρότητα του Δευτέρου Παγκοσμίου πολέμου. Θυμάμαι το σιωπηλό ρίγος π ου ένιωθα για το εντελώς τυχαίο γεγονός ότι γεννήθηκα το 1931 και όχι τέσσερα χρόνια νωρίτερα όπως ο ξάδελφός μου ο Χάρρυ, ο οποίος σκοτώθηκε στη σφαγή της απόβασης στη Νορμανδία.
Μερικοί έφηβοι αψηφούν τον θάνατο παίρνοντας ακραία ρίσκα. Ένας από τους ασθενείς μου –ένας άνθρωπος με πολλές φοβίες και μ' έναν διάχυτο τρόμο πως ανά πάσα στιγμή θα συνέβαινε κάποια μεγάλη καταστροφή- μου είπε ότι στα δεκαέξι του είχε αρχίσει να κάνει ελεύθερες πτώσεις από αεροπλάνο και μάλιστα το είχε δοκιμάσει πολλές φορές. Τώρα, κοιτάζοντας προς τα πίσω, πιστεύει ότι αυτό ήταν ένας τρόπος να διαχειριστεί τον μόνιμο φόβο του για τη θνητότητά του.
Όσο περνούν τα χρόνια, οι εφηβικές ανησυχίες για τον θάνατο παραμερίζονται από τα δύο μείζονα καθήκοντα ζωής των νεαρών ενηλίκων: να ακολουθήσουν μια καριέρα και να ξεκινήσουν μια οικογένεια. Αργότερα, έπειτα από τρεις δεκαετίες, καθώς τα παιδιά φεύγουν από το σπίτι και αρχίζουν να διαφαίνονται σημάδια του τέλους της επαγγελματικής σταδιοδρομίας, ξεσπάει πάνω μας η κρίση της μέσης ηλικίας, και το άγχος θανάτου εκρήγνυται ξανά με μεγάλη ένταση. Αγγίζοντας πια την κορυφή της ζωής μας και κοιτάζοντας το μονοπάτι που βρίσκεται μπροστά μας, νιώθουμε φόβο που δεν είναι πια ανηφορικό αλλά κατηφορίζει προς την παρακμή και τη συρρίκνωση. Από το σημείο αυτό και μετά, οι ανησυχίες μας για τον θάνατο δεν απομακρύνονται ποτέ από τη σκέψη μας.
Δεν είναι εύκολο να ζει κανείς κάθε στιγμή έχοντας ολοκληρωτική συνείδηση του θανάτου. Είναι σαν να προσπαθείς να γυρίσεις τα μάτια σου στον ήλιο: για πολύ λίγο μπορείς να το αντέξεις. Επειδή δεν μπορούμε να ζήσουμε πετρωμένοι από φόβο, γεννάμε μεθόδους για να μαλακώσουμε τον τρόμο του θανάτου. Προβάλλουμε τον εαυτό μας στο μέλλον μέσα από τα παιδιά μας. Γινόμαστε πλούσιοι, διάσημοι, επεκτεινόμαστε όλο και πιο πολύ. Αναπτύσσουμε καταναγκαστικές προστατευτικές τελετουργίες. Ή ασπαζόμαστε μια αδιάσειστη πίστη σ' έναν τελικό σωτήρα. Ορισμένοι άνθρωποι -με υπέρτατη εμπιστοσύνη στην άτρωτη φύση τους- ζουν ηρωικά, συχνά χωρίς να σέβονται την ασφάλεια ούτε τη δική τους ούτε των άλλων. Άλλοι πάλι επιχειρούν να υπερβούν την οδυνηρή κατάσταση διαχωρισμού που προκαλεί ο θάνατος συγχωνευόμενοι - μ' έναν αγαπημένο, με μια ιδεολογία, με μια κοινότητα, μ' ένα Θείο Ον. Το άγχος θανάτου είναι η μητέρα όλων των θρησκειών, οι οποίες, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, επιχειρούν να καταλαγιάσουν την αγωνία του πεπερασμένου της ύπαρξής μας. Ο θεός, όπως έχει διατυπωθεί διαπολιτισμικά, όχι μόνο καταπραΰνει την οδύνη της θνητότητας μέσα από ένα όραμα αιώνιας ζωής, αλλά και μετριάζει την εναγώνια απομόνωση προσφέροντας μια αιώνια παρουσία, και παρέχει ένα ξεκάθαρο πρότυπο για μια ζωή με νόημα.
Ακόμα όμως και με τις πιο αφοσιωμένες, τις πιο αξιοσέβαστες άμυνες, ποτέ δεν μπορούμε να καθυποτάξουμε απόλυτα το άγχος του θανάτου: είναι πάντα παρόν, καραδοκεί σε κάποια κρυφή ρεματιά του μυαλού. Πιθανότατα, όπως λέει ο Πλάτων, δεν μπορούμε να πούμε ψέματα στο πιο βαθύ μας κομμάτι.
Αν ήμουν πολίτης της αρχαίας Αθήνας γύρω στο 300 π.Χ. (μια εποχή που συχνά ονομάζεται χρυσός αιώνας της φιλοσοφίας) και βίωνα έναν πανικό θανάτου ή έβλεπα έναν εφιάλτη, σε ποιον θα στρεφόμουν για να καθαρίσει ο νους μου από τα πλοκάμια του φόβου; Είναι πολύ πιθανό ότι θα έκανα μια βόλτα ως την αγορά, ένα μέρος της αρχαίας Αθήνας όπου βρίσκονταν πολλές από τις σημαντικές σχολές φιλοσοφίας. Θα περνούσα έξω απ' την Ακαδημία που είχε θεμελιώσει ο Πλάτων ( Λογοτεχνική αδεία ο Γιάλομ τοποθετεί την Ακαδημία του Πλάτωνα μέσα στα όρια της Αρχαίας Αγοράς, ενώ βρισκόταν στον Κολωνό, μέσα στο ιερό άλσος του Ακάδημου. Σ.τ.μ.) και που τώρα τη διηύθυνε ο ανιψιός του, ο Σπεύσιππος. Θ' άφηνα πίσω μου το Λύκειο, τη σχολή του Αριστοτέλη, μαθητή κάποτε του Πλάτωνα, αλλά πολύ απομακρυσμένο φιλοσοφικά από εκείνον για να οριστεί διάδοχός του. Θα προσπερνούσα τις σχολές των Στωικών και των Κυνικών και θ' αγνοούσα τους διάφορους περιπλανώμενους φιλόσοφους που θ' αναζητούσαν μαθητές. Τέλος θα έφτανα στον Κήπο του Επίκουρου κι εκεί νομίζω ότι θα έβρισκα τη βοήθεια που θα ζητούσα…
Απόσπασμα από το βιβλίο του IRVIN D. YALOM: «ΣΤΟΝ ΚΗΠΟ TOY ΕΠΙΚΟΥΡΟΥ - ΑΦΗΝΟΝΤΑΣ ΠΙΣΩ ΤΟΝ ΤΡΟΜΟ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ»
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ: ΕΥΑΓΓΕΛΙΑ ΑΝΔΡΙΤΣΑΝΟΥ - ΓΙΑΝΝΗΣ ΖΕΡΒΑΣ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΑΓΡΑ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου