Σάββατο 17 Μαΐου 2025

και δεν θα μας καίει...

 


Κάποιος που περπάτησε
μέσα στους λαβύρινθους του είναι του...

Κάποιος που φιλοξένησε ένα απροστάτευτο ζωάκι
στο δωμάτιό του...

Κάποιος που άπλωσε το χέρι
για να κρατήσει και να κρατηθεί...

Κάποιος που ξόδεψε όλο του το βλέμμα
για να σκεπάσει ένα μοναχικό παιδί...

Κάποιος που δρόσισε τα χείλη με νερό
κάποιου απ’τους ληστές
πάνω στο σταυρό...

Κάποιος που κοιμήθηκε για μια αιωνιότητα
σ’ένα παγκάκι
ανάμεσα στις φωνές των ανθρώπων
και τις ανάσες της νύχτας...

Κάποιος που δεν συκοφάντησε ποτέ
την τρυφερότητα...

Κάποιος που φοβήθηκε
που λεηλατήθηκε
που όλα τα αρνήθηκε…

μια μέρα θα συναντηθούμε
και θα έχει έναν ήλιο τόσο δυνατό
τόσο όμορφο
τόσο μεγάλο
που θα χαθούμε ολόκληροι στο φως του
και ακέραιοι
θα ξαπλώσουμε στη φωτιά του


και δεν θα μας καίει…


Παρασκευή 9 Μαΐου 2025

Οι περιπέτειες ενός σοφού σανυάσιν





1. Οι δύο αδελφές

    Ξημέρωμα ήταν και ο σοφός Τσου-Τσου καθόταν σιμά στο ήσυχο ποταμάκι, παιδί του Γάγγη, καθαρό και βλογημένο και διαλογιζόταν.  Τι όμορφη ώρα, γαλήνια, κανείς δεν διέκοπτε το άγιο έργο.  Κάποια στιγμή, ήχοι από πάφλασμα νερού, ταραχή και φασαρία ενόχλησαν το βύθισμα του γέροντα, άνοιξ' τα μάτια του, σμίξαν τα φρύδια του, πήγε να πει καμιά κουβέντα, ύστερα κρατήθηκε. Έψαξε με το βλέμμα του να ιδεί από που ερχόταν αυτή η κοσμοχαλασιά. Κι είδαν τα μάτια του το θέαμα που δεν έπρεπε να ιδεί κανείς και μοναχός ιδιαίτερα. Δυο όμορφες κοπέλες, θεόγυμνες, πλατσούριζαν χαρούμενα, κακάριζαν και έπαιζαν, απολαμβάνοντας το δροσερό νερό και τα χρυσά τους νιάτα.  Έσκυψε τη κεφαλή ο άγιος, κάτι μουρμούρισε, σηκώθηκε να φύγει. "Κοίτα που με βρήκε ο Μάρα και μούστειλε τις μικρές να με αναταράξουν, φτου!", είπε και μάζεψε τη κουβέρτα του που είχε απλώσει. Ευθύς αμέσως άκουσε όμως φωνή, σάστισε, γύρισε να ιδεί ποιος τον φωνάζει.
    - Ε, άγιε γέροντα, παππού! Μη φεύγεις, κάτσε, θέλουμε να σε δούμε!
    Η μια κοπέλα φώναζε, είχε βγει απ' το νερό κιόλας και πλησίαζε τον γέρο.
    - Κάλυψ' τη γύμνια σου γυναίκα! Μη με ζυγώνεις!, βρυχήθηκε ο Τσου-Τσου και έκλεισε τα μάτια.
    - Έρχομαι, ντύθηκα γέρο κι έρχομαι μαζί και η αδελφή μου.
    Πράγματι, οι δυο αδερφές, ντυμένες, δροσερές, με τις ωραίες κορακάτες πλεξούδες λυτές ακόμα να γυαλίζουν στον πρωινό ήλιο, τα μάτια όμορφα, τα χείλη κόκκινα, φλογερά.  Λιγνόκορμες, ψηλές, τις έλουζε ο ήλιος και χαιρόταν να τις βλέπει.
    - Τι θέλετε μωρέ κοπέλες, για τις γυναίκες άλλα, όχι αυτά που με στεναχωρούν εμένα. Γάμος, παιδιά και σπίτια, να τι είναι για σας, αφήστε με να φύγω.
    Η πιο μικρή απ' τις αδελφές, γύρισε στον παππού, επίμονη, πεισματάρα.
    - Κάτσε παππού, που πας; Το ξέρουμε, είσαι μοναχός από τα βόρεια μέρη, ψάχνεις μες στα σκοτάδια σου να βρεις το φως που είναι άσβεστο, πάει να πει την μόνη αλήθεια, κείνο που δεν μαραίνει ο χρόνος, κείνο που η Μάγια δεν το πιάνει. Κι εμείς, κοπέλες αλλά όχι κατώτερες από τους άντρες, δικαιούμαστε να ακούσουμε το κάτι τις, να μάθουμε τι υπάρχει και τι όχι.
    Ύστερα, πήρε σκυτάλη η μεγαλύτερη, να μην κρυώσει ο λόγος στ' αυτιά του γέρου.
    - Καλά τα λέει η μικρή γέρο-σοφέ, έτσι είναι κι ακόμα κάτι θέλω να σου πω. Γιατί οι γυναίκες για το σεξ υπεύθυνες να ικανοποιούν τον άντρα; Την τέχνη την ερωτική που οι σούτρες μας διδάσκουν εσείς οι ασκητές έχετε απαρνηθεί, γιατί όμως γέρο; Μπας κι είστε εσείς πιο βλογημένοι από μας τα θηλυκά; Ίδιοι θεοί δεν είναι για όλους;
    Άκουγε τα λόγια ο σοφός, κούναγε το κεφάλι. "Μπελά που βρήκα με τούτες εδώ τις αδερφάδες!", είπε να κάτσει όμως ξανά στον όχτο και να αποκριθεί, δεν ήθελε να φύγει καταδιωγμένος.
    - Μωρέ, κορίτσια είστε εσείς ή σερνικά; Ρωτήματα τέτοια δεν ακούς παρά μονάχα από μουστακεμένα χείλια. Σεις θέλετε να μάθετε λοιπόν γιατί του άντρα διαφορετικός απ' της γυναίκας ο δρόμος; Ανοίξτε αυτιά ν' ακούσετε, μαζέψτε τις πλεξούδες να μην κάτσει η φωνή μου στις τρίχες σας και δεν έμπει στο μυαλό σας. Αν ήμαστουν λοιπόν εσείς κι εγώ τα ίδια, τα σπίτια θα ρήμαζαν, οι δουλειές κατά διαόλου, παιδιά πως θα γινόντουσαν μωρέ; Ο Άγιος Βούδας δίδαξε για όλους μα όπως ο άντρας σπέρνει έτσι η κυρά γεννάει κι όπως ο άντρας αδύνατον να φουσκώσει απ' τη σπορά του νέου γόνου, έτσι η γυναίκα που ασχολείται με τα θεϊκά είναι μισή γυναίκα. Ωραία μαλλιά, κορμιά, καπούλια και άτριχο δέρμα έδωσε σε σας ο Νόμος, οι Θεοί. Στον άντρα έναν προορισμό, να βγει στον κόσμο, να ρωτήσει, να μάθει, να παιδεύεται, να γυρνάει το βράδυ με την τροφή στο στόμα, να την παίρνει η μάνα, το παιδί κι άιντε πάλι απ' την αρχή, δουλειά να μην μας λείπει. Έτσι με την τροφή της σάρκας, έτσι και με τούτη της ψυχής. Σεις πάλι, χτένισμα, βάψιμο, χάδι ερωτικό να αποκοιμιέται ο δαίμονας της σάρκας σαν ξυπνάει. Τι θες, τι τα γυρεύεις, άμα πουν κάτι οι Απάνω, μεις θα σηκώσουμε κεφάλι, οι ασήμαντοι;
    Άκουγαν τα λόγια οι κοπελιές, δείχνανε σκεφτικές, είχαν ρωτήματα. Μίλησε πρώτα η μεγάλη τώρα, άλλαξαν σειρά.
    - Και σεις οι μοναχοί, οι σανυάσιν όπως σας λένε, αφού υπάρχει ο Νόμος, οι Θεοί, τα πάντα ωραία καμωμένα, τι ζητάτε το λοιπόν, γιατί απαρνιέστε τη ζωή, τα ωραία φαγιά, τον έρωτα, τη σπιτική τη ζέστη; Τι ψάχνετε να βρείτε, κουρελήδες, άπλυτοι, γυρνάτε πεινασμένοι, ελεημοσύνες παίρνετε κι όλο εμάς ελέγχετε γιατί' μαστε στις απολαύσεις βουτηγμένοι;
    Πήρε σειρά η δεύτερη, να ακούει ο σοφός να ζαλίζεται.
    - Κι αυτό, όχι μονάχα. Εμάς τις γυναίκες λέτε ότι διάλεξε ο Μάρα να παίρνουμε μορφή δαιμονική, απειλή για σας, μας έχετε ξορκισμένες, βρίζετε άμα μας βλέπετε, να μην σας φύγει ο λογισμός απ' τους θεούς και πάει στη σάρκα. Τι το κακό μωρέ παππού έχει λοιπόν η σάρκα;
    Στέναξε, αργοφύσηξε ο Τσου-Τσου, κατάλαβε. "Με τούτες δεν τα βγάζω εύκολα πέρα. Είναι και δύο, εγώ μονάχος, Πρίγκιπα βόηθα!". Πήρε ανάσα πιο βαθιά, σήκωσε τη φωνή.
    - Βλέπω να μένω ως αργά σ' αυτό το χορτοτόπι, να σας ξηγάω κείνα που ακόμα κι εγώ καμιά φορά σαστίζω να ερμηνεύω. Για βάλτε όμως με το μυαλό, καλόγερο που λέει πως είναι αγνός και αμόλευτος να υποκύπτει στις φτηνές και χαμηλές ορέξεις! Κείνος που αναζητάει γυναίκες, το Ιερό πρέπει να είναι ιερός κι ο ίδιος. Κείνος που ζητάει το Αγνό πρέπει έτσι κι ο ίδιος. Κείνος που κυνηγάει το Πνευματικό, πνεύμα κι ο ίδιος. Γι' αυτό και ο αναχωρητής αγιάζει μακριά, όσο ψηλά καλύτερα, να λαχανιάζει ο δαίμονας, να τα βροντάει κάτω, να γυρίζει πίσω στα δώματα που είναι κουρνιασμένος.
    Σηκώθηκε απάνω η αδερφή η μεγάλη, αγριοκοίταξε τον σοφό, πέταξε την κουβέντα.
    - Εγώ λέω πως όλοι εσείς τεμπέληδες, ανίκανα κορμιά. Ούτε δουλειά, ούτε παιδιά, μονάχα ζήτουλες και έχει ο Βούδας! Σύρε μωρέ γέρο από δω, πάγαινε, μη μας βλέπεις και μολύνεσαι.
    Πετάχτηκε πάνω κι η μικρή, στο ίδιο τέμπο η φωνή της.

   - Έτσι είναι αδελφούλα μου, γέρασε τούτος εδώ αποστρέφοντας το βλέμμα απ' της γυναίκας τα μεριά να μην τονε λερώσουν. Λες και δεν είναι ιερό ο άντρας να γίνεται πατέρας και η γυναίκα μάνα. Λες και δεν είναι ιερό το αγόρι άντρας να γίνεται, η κοπελιά γυναίκα. Βλέπεις μωρέ τίποτες ιερό στου γέρου αυτού την όψη; Μονάχα ένα βλέπω εγώ. Υποκρισία, να μας λείπει αυτή!

    Τα μάζεψαν και με δυο δρασκελιές έφυγαν οι γυναίκες. Έμεινε μόνος ο Τσου-Τσου να κουνάει το άσπρο κεφάλι. Κι ύστερα, σηκώθηκε, άκεφος πια, πικραμένος να πάρει πάλι τα δρομιά. "Σήκω τεμπέλη, καλά σε είπε η κοπελούδα, σήκω άθλιε γέρο σε άλλο τόπο να σε δουν, να ρίξουν ξεροκόμματο, να πεις κάποια ωραία λόγια, έμπορας κι εσύ, με άλλη πραμάτεια, σήκω λοιπόν, πάρε τα πόδια σου, καλά σου κάναν σήμερα, δυο θηλυκά σε φέρανε καπάκι!".

***


2. Το Κοέν του τρομερού καλόγερου Τσι-Ρι-Λιο.

    Καθόταν στα σκαλάκια του Ναού ο γερό-σοφός Τσου-Τσου φύσαγε και ξεφύσαγε, η ζέστη τον είχε πειράξει. Γύρα του καμιά εικοσαριά μοναχοί, νέα παιδιά, με μάτια καρφωμένα πάνω του περίμεναν με τ' αυτιά ανοιχτά να ακούσουν τον ωραίο λόγο, μεστό σε γνώση και αφορμή διαλογισμού. Έφερε ένα αμούστακο παλικαράκι, δόκιμο τον είχαν, για αγγαρείες και δουλειές, μια κούπα με δροσερό νερό, έβρεξε τα χείλη του Τσου-Τσου, πήρε τα πάνω του, σβάρνισε με το βλέμμα ένα γύρω τα μοναστηροπαίδια, αναστέναξε. Λίγο πριν βγει η κουβέντα απ' το σοφό του στόμα, ο πιο μεγάλος απ' τα μοναχόπαιδα, είπε στον γέροντα.
    - Σοφέ, σεβαστέ, άγιε γέροντα, με λαχτάρα περιμένουμε ν' ακούσουμε τον μελιστάλαχτο, όλο σοφία λόγο απ' το στόμα σου. Τύχη μεγάλη που σ' έφερε ο δρόμος σου απ' το παμπάλαιο μοναστήρι μας. Κάθε σου λέξη και μια βελονιά στο κέντημα της γνώσης. Κάθε σου φράση και μια σούτρα των Θεών στ' αυτιά μας. Και πριν ακούσουμε τα όσα εσύ θες να μας πεις, ερώτηση έχω, να τολμήσω να την φανερώσω;
    Κατένευσε ο Τσου-Τσου, πήρε το θάρρος το παιδί, συνέχισε.
    - Έχουμε μάθει απ' τα βιβλία γι' άλλες θρησκείες, πέρα στη Δύση γέροντα, μεγάλες ισχυρές. Για δυο κυρίως πλαντάζει ο κόσμος. Η μια ο Χριστιανισμός, του Δάσκαλου Ιησού, η άλλη του Μωάμεθ γέννα, Μουσουλμανισμός λέγεται. Καμιά φορά αναρωτιέμαι, γιατί ο κόσμος έχει χωριστεί και κομματιάστηκε σε τόσες δοξασίες, μία δεν είναι η Αρχή, αυτή που λέμε Χωρίς Αιτία Αιτία των Όλων; Γιατί να τα μπερδεύουμε έτσι οι ανθρώποι δάσκαλε σοφέ;
    Σήκωσε το κουρασμένο βλέμμα ο ασκητής, κοίταξε το παιδί, θυμήθηκε τα δικά του νιάτα, όλο ρωτήματα κι αυτός τότε, βόγκηξε, πήρε σειρά να μιλήσει.
    - Αχ, καλά μου παιδιά, είστε τυχεροί, το ξέρω, όχι όμως γιατί πάτησα το πόδι μου στο αρχαίο αυτό μοναστήρι -ανάγκη εσείς από ξωμάχους σαν και μένα δεν έχετε. Μα γιατί έχετε δασκάλους άξιους, θρεμμένους με της αλήθειας την τροφή που αμάσητη ακόμα έχετε στο στόμα αλλά λίγο το λίγο κατεβαίνει στης ψυχής τον στόμαχο και θα οδηγηθείτε στο δρόμο το σωστό, χωρίς περιπλανέματα, χωρίς άδικο κόπο. Κι ας έρθω τώρα στο ερώτημα. Να, σαν και τότε, που ήμουνα παιδί κι εγώ, αμούστακο βλασταράκι μοιάζεις κι εσύ και όλοι σας. Όλο γιατί, και πώς και απαντημό έψαχνα από τους πρεσβυτέρους, ας είναι όλοι καλά εκεί απάνω. Το λοιπόν, έτσι όπως κάθομαι μαζί σας και τα λέμε, μού' ρθε στο νου μια ωραία ιστορία να σας πω ένα Κοέν ας πούμε, από τα άγουρα τα δικά μου χρόνια, όταν ο διάσημος Τσι-Ρι-Λιο, ο τρομερός καλόγερος που μ' είχε τότε και με βύζαινε το γάλα της αλήθειας απ' τα μαστάρια του τα πλούσια. Κι ακούστε τι μου είπε ο μακαρίτης. Έχετε τ' αυτιά ανοιχτά, τον νου σας εδώ πέρα;
    Νεύσανε όλα τα παιδιά το 'ναι', γέλασε ο Τσου-Τσου, άρχισε να ιστορεί.
    - Ήταν λοιπόν, που λέτε, ένα πρωινό μαζί στου ουρανού το δάσος, το μυριόδεντρο, κάτω από έναν πλάτανο απειρόχρονο, ξαπλωμένοι οι τρεις τους.  Ο Ιησούς, ο Μωάμεθ κι ο Γκαουτάμα, ο δικός μας. Φίλοι; Όχι δα! Εχθροί; Ούτε κι αυτό, απλά συτντρόφιαζαν πότε πότε, έτσι, πίναν και κανά κρασί, να περνάν οι αιώνες, να μην βαριούνται. Κείνη τη μέρα όμως, ο Προφήτης κι ο Ιησούς είχαν κι οι δυο τους μπόλικα σύννεφα στο λογισμό, δεν τους χωρούσε ούτε ο Ουρανός, λες και δεν είχαν ικανοποίηση από τα έργα τους σαν ζούσαν. Βδοκιμούσαν οι θρησκείες τους, αυγάτιζε το πλήθος των πιστών αλλά αυτοί, εκεί, αμίλητοι, κατσουφιασμένοι. Μονάχα ο δικός μας δεν χαμπάριαζε, στη στάση του λωτού απ' το πρωί ως το βράδυ.
    "Τι έχεις μωρέ Οβραίε και στενάζεις;", έσπασε της σιωπής την ομίχλη ο Μωάμεθ και έριξε το άγριο, μαύρο βλέμμα του στον Ιησού. Ο Γκαουτάμα ακόμα τίποτα, μιλιά.
    "Τι θες να έχω βάρβαρε;", τον αποπήρε ο Ιησούς. "Χύνονται τ'ασκέρια σου στης γης, σφάζουν τα πρόβατά μου, με ρωτάς τι έχω; Είναι θρησκεία μωρέ αυτή που σκαρφίστηκες, να την χαίρεσαι!", είπε ο Ναζωραίος κι άχνιζε η κεφαλή του.
    Πετάχτηκε απάνω ο οξύθυμος Άραβας και έβγαλε τη χατζάρα απ'το χρυσό θηκάρι του. Κι ο Πρίγκιπας, ακόμα τίποτα, έβλεπε, άκουγε, μιλιά.
    "Τι'πες μωρέ γκιαούρη για τους βλογημένους μου;", έκραξε ο Προφήτης και σπίθες βγαίναν απ' τα μάτια του σκίζαν τον αγέρα τ' Ουρανού. "Πόλεμος, δεν το ήξερες; Πόλεμος Ιερός είν' τ' ονομά μου! Τζιχάντ, που πάει να πει, για μένα να τα δίνεις όλα άμα έχεις το θράσος μια μέρα να ανέβεις εδώ πάνω για ν' αράξεις. Πόλεμος κι όχι αγάπες και λουλούδια και νερόβραστα κρομμύδια τα δικά σου!". Γύρισε το βλέμμα ο Ιησούς, τον κοίταξε, δεν έδωσε σημασία.
    "Θηκάρωσε τη χατζάρα σου κι ο πόλεμος είναι στο κεφάλι σου απ' την ώρα που γεννήθηκες, τρελούλιακα! Έκανα τόσο μόχτο μωρέ, σαρκώθηκα, δίδαξα, με κορόιδεψαν, με σπάσανε στο ξύλο να τους λέω 'αγαπάτε αλλήλους', μέχρις σταυρώθηκα, όλα τα πέρασα, έφτυσα αίμα, κι ήρθες εσύ να μου τα κάνεις όλα ρόιδο, τι να σου πω, μεγάλος μπελάς ξεφύτρωσε με την δική σου φύτρα! Φτού!".
    Τ' άκουσε αυτά ο Πολεμιστής, του ανέβηκε το αίμα στο κεφάλι, πήγε να ρίξει μια στον Ιησού να τον ξεκάνει, ώσπου ακούστηκε η φωνή, η γλυκιά, η γάργαρη, σαν δροσερό νερό του πιο παλιού απ' όλους, του δικού μας, του Άγιου Τιθαγκάτα.
    "Βάλε το ωραίο σου σπαθί Μωάμεθ στο θηκάρι, άφρισες απ' το κακό σου και οι διαλογισμοί μου πήγαν περίπατο. Τσάμπα ο κόπος δηλαδή. Ας έχει. Τι σού' ρθε σήμερα να αρχίσεις τις απειλές στον γλυκό Γαλιλαίο; Δίκιο δεν έχει από τους δυο κανείς σας, αλλά εσύ δεν τρώγεσαι αδελφέ μου! Με το παραμικρό σηκώνεις τη χατζάρα για να μας κάνεις τι; Ξέχασες μωρέ ότι είμαστε αθάνατοι; Έλα λοιπόν, κάθισε πάλι να σε δει η σκιά, να ησυχάσεις. Καλά τα λέω εγώ, ούτε 'αγάπη', ούτε 'μίσος', η γνώση φέρνει την χαρά, την δραπέτευση απ' τον πόνο".
    Άκουσε τα λόγια αυτά ο Προφήτης, έβαλε τη σπάθα στο κρεβάτι της να αράξει, έπεσε κάτω πάλι, οι σπίθες κάνανε φτερά, διαλύθηκαν.
    "Πως έχεις τον τρόπο μωρέ Ινδέ να με καταφέρνεις έτσι, μπράβο σου, σε παραδέχομαι. Να μην κοιτάζω μόνο αυτόν τον άπιστο από δω και μου ανεβαίνει η πίεση. Με σένα δε με νοιάζει, απέχουν οι χώρες μας πολύ, έχει για όλους χώμα να σπείρουμε, αυτός εδώ ο χαζοκούταβος με πολεμάει ακόμα".
    Γύρισε ο Ιησούς το βλέμμα στον Γκαουτάμα, του χαμογέλασε γλυκά.
    "Σ' ευχαριστώ που διέκοψες το ιερό σου έργο Πρίγκιπα και μέρεψες τούτο την ξέφρενη γκαμήλα της ερήμου. Δε λέω, πλανεμένοι είστε κι οι δυο, η αλήθεια Εγώ, εσείς απλές της όψεις, αλλά εσένα πάντα σε αγαπούσα πιο πολύ καλέ Γκαουτάμα. Βασιλικό το αίμα βλέπεις πήρες τρόπους κι αγωγή. Γι' αυτόν εδώ, ας μην τα λέμε. Φίδι της Αραπιάς, φαρμακώνεσαι και που τον βλέπεις μόνο!"
    Τ' άκουσε πάλι αυτά ο Προφήτης, γύρισε στον Γκαουτάμα αλαφιασμένος.
    "Τον ακούς, τον ακούς μωρέ φακίρη; Τι να του κάμω τώρα, πες μου εσύ, τι να τον κάμω; Μια χαψιά; Θα βαρυστομαχιάσω!"
    Και τότε ακούστηκε φωνή από ψηλά, βροντερή σαν χίλιοι κεραυνοί και πέσαν στο χώμα οι τρεις τους κρατώντας τα κεφάλια τους.
    "ΣΚΑΣΤΕ ΜΩΡΕ! Σκάστε πανάθεμά σας! Ούτ' ένα μεσημέρι δεν μπορώ να κοιμηθώ! Μου φαίνεται θα σας ξαναστείλω εκεί χάμω, άιντε, σας βαρέθηκα, τεμπέληδες, κοπρίτες!".
    Ακολούθησε ύστερα άγριο μουγκρητό, μια ανασαιμιά, θύελλα ξεσηκώθηκε που κόντεψε να ξεριζώσει τον μυριοχρονίτη πλάτανο! Πέρασε λίγη ώρα, μέρεψε η κατάσταση. Σηκώθηκε πρώτος απ' το χώμα ο Προφήτης, κοίταξε τον Ιησού, φωτιά τα μάτια του, φωτιά η φωνή του.
    "Συ τα φταις τρελο-σταυρωμένε! Πάω να πιω κανά ρακί στο καπηλειό να μην σε βλέπω και μου' ρχεται σκοτοδίνη!"
    Σήκωσε τις πατούσες του ο Προφήτης, βήματα τεράστια, βαριά, χολωμένα, εξαφανίστηκε.
    Σηκώθηκαν ύστερα κι οι άλλοι δυο. Είπε ο Ιησούς στον Σοφό Γκαουτάμα.
    "Λίγο ακόμα και μ' έβλεπα ξανά εκεί κάτω, ούτε ψύλλος στο κόρφο μου αδελφέ!"
    "Τι τα θες, τι τα γυρεύεις, παρά τρίχα τη γλιτώσαμε. Τι λες τώρα, πάμε για μια παρτίδα σκάκι;"

***


3. Η καλή πόρνη Κα-Βλο-Ρα-Πα-Νο

    Εκείνη την ημέρα, ο ξακουστός σοφός Τσου-Τσου, πέρναγε από το πανδοχείο του Κα-Ρπα-Ζια. Ένιωσε δίψα ο εσχατόγηρος σοφός και σκέφτηκε να δροσιστεί ολίγον κι ύστερα να συνεχίσει το δρόμο του. Μπήκε στο πανδοχείο του καλόκαρδου Κα-Ρπα-Ζια και εκάθησε πρώτο τραπέζι δίπλα στο μπαρ. Τον είδε ο πανδοχέας, τον πλησίασε.
    - Καλώς όρισες μεγάλε, ξακουστέ σοφέ. Σκλάβος σου, δώσε διαταγή.
    - Νερό ήρθα να πιω, ευγενικέ Κα-Ρπα-Ζια να δροσιστεί το σώμα μου μα βλέπω με κερνάς με τους καλούς σου λόγους δροσερό νερό και για την ψυχή μου. Να' σαι καλά.
    Έφυγε ο Κα-Ρπα-Ζια, επέστρεψε αμέσως με την κούπα το δροσερό νεράκι.
    - Την δροσιά του να' χεις παιδί μου, ευχήθηκε ο γέρων και κατέβασε το νερό με την μία.
    - Τώρα που ήπιες και δροσίστηκες γέροντα, μου επιτρέπεις να σε ρωτήσω κάτι που το στοχασμό μου έχει μπερδέψει;
    - Ο γέρο-σοφός Τσου-Τσου δεν αρνήθηκε ποτέ στους καλούς ανθρώπους. Αν δεν ρωτήσεις δεν μαθαίνεις. Τα γέρικα αυτιά μου σε ακούνε.
    - Φτάσαν και στο χωριό μας τα μαντάτα για μια μακρινή θρησκεία γέροντα, διαφορετική απ' τη δική μας, Χριστιανισμό τη λένε και σαν πανούκλα ξαπλώνεται, έχει σκεπάσει το μισό της Γης. Ξέρεις εσύ σοφέ Τσου-Τσου τι είναι αυτό το πράγμα;
    - Όπως το είπες πανδοχέα περίεργε. Πανούκλα, πανούκλα νέε μου, να προσέχεις!
    Σκοτείνιασε το βλέμμα του αθώου πανδοχέα, μα επέμεινε να μάθει κι άλλα.
    - Συμπάθα με σοφέ, εσύ τα ξέρεις μα εγώ, άνθρωπος με νου φτωχό, θέλω απλά τα λόγια να τα καταπίνω καλύτερα. Πες μου σοφέ, τι λέει αυτή η θρησκεία, γιατί είπες ότι είναι πανούκλα;
    Σήκωσε το κουρασμένο βλέμμα του ο γέροντας, το κάρφωσε ολόισια στον πανδοχέα. Φύσηξε, ξεφύσηξε, αποφάσισε να μιλήσει.
    - Αγάπη, αγάπη λέει αυτή η θρησκεία, λιγόμυαλε Κα-Ρπα- Ζια, αγάπη, αδελφοσύνη, αιώνια ζωή, γι' αυτό σου λέω, πανούκλα, άσε με τώρα, συγχύστηκα!
    Έσκυψε το κεφάλι ο πανδοχέας, έφυγε μουρμουρίζοντας, "αγάπη, αδελφοσύνη, αιώνια ζωή!", κρύφτηκε τελικά πίσω απ' τον πάγκο του.

    Νέα κοπέλα, ελευθερίων ηθών, προκλητικά βαμμένη, είδε τον γέροντα, σκέφτηκε: "για να'ναι γέρος έχει λεφτά, οι νέοι είναι αχαΐρευτοι". Πλησίασε τον κουρασμένο γέροντα κάθισε δίπλα του έχοντας σε θέα κοινή τα ωραία της πόδια.
    - Καλημέρα παππού, του είπε.
    Σήκωσε ο Τσου-Τσου το βλέμμα, είδε το νέο κορίτσι, έστρεψε αλλού το βλέμμα.
    - Σύρε από δω παιδί μου, αλλού να δώσεις την πραμάτεια σου, νερό ήρθα να πιω, μη με πειράζεις!
    Επίμονη η κοπέλα, πεισματάρα, είπε να μη το βάλει κάτω.
    - Ξέρω παππού, φοβάσαι τις αρρώστιες. Μεγάλος άνθρωπος είσαι, δε σε παρεξηγώ. Η Κα-Βλο-Ρα-Πα-Νο όμως είναι καθαρή, με ξέρουν όλοι στο χωριό θα περάσεις μπέικα!
    Είδε και καλοείδε ο γέροντας τα τροφαντά ποδάρια της Κα-Βλο-Ρα-Πα-Νο, έγλειψε τα χείλη του, πάλευε μέσα του.
    - Και πόσο πάει το μαλλί μικρή μου;
    - Ένα ασημένιο και μια ολόκληρη ώρα θα σε ξεβγάλω απ' τους συννεφιασμένους λογισμούς σου, παππούλη, έχε μου εμπιστοσύνη!

    Είδε την σκηνή ο Κα-Ρπα-Ζια, θύμωσε, όρμηξε στην κοπέλα να την φάει.
    - Φύγε από κει βρομιάρα, μαγαρίζεις και τον αγέρα που αναπνέει αυτός ο αγνός 'σανυάσιν', δρόμο σου λέω!
    Τρόμαξε η κοπέλα, σηκώθηκε, είπε κάποια κακή κουβέντα στον πανδοχέα, εξαφανίστηκε.
    - Συμπάθα με σοφέ, τώρα την είδα, αλλιώς δεν θα την άφηνα να σε πλησιάσει.
    - Εντάξει, εντάξει Κα-Ρπα-Ζια, είπε ο σοφός και σηκώθηκε να φύγει μουρμουρίζοντας. "Τι κακό είν' αυτό; Παντού τα ίδια παθαίνω! Κει που πάει να γίνει η δουλειά μπαίνουν οι άλλοι να με 'σώσουν' και άιντε πάλι, εμπρός καλά μου ποδαράκια να πάμε αλλού, που δεν μας ξέρουν για σοφούς, μπας και ιδούμε Βούδα πρόσωπο!".

***


4. Ο καλός φακίρης Κου-Ρα-Μα-Να

    Έφτασε ένα πρωινό σε πολυάριθμη, πολύβουη πολιτεία ο σοφός Τσου-Τσου και περνώντας από πλατεία κεντρική, είδε κόσμο μαζεμένο, φωνές ακούγονταν, κυράδες, ευγενείς κι άλλοι μυριάδες.
    - Όπου μαζεύεται κόσμος πολύς, εγώ από την άλλη!, μονολόγησε ο σοφός γέροντας, μα ήθελε δεν ήθελε έπρεπε να διασχίσει την πλατεία.
    Στο κέντρο της πλατείας ήταν ένας λιγνόκορμος, μαυριδερός φακίρης κι έκανε πράγματα εντελώς απίστευτα που ο κόσμος είχε κοκαλώσει και κοίταζαν σαν χαζά τα μάτια. Πότε ρουφούσε κάτι τεράστιες σπάθες που νόμιζες ότι ο άνθρωπος αυτός δεν είχε λάρυγγα αλλά σπηλιά και εξαφανίζονταν οι κάμες, πότε κατάπινε φωτιές θεόρατες και τις έσβηνε μέσα του, πότε αγκάλιαζε δέκα μοχθηρές κόμπρες και τις χάιδευε λες κι ήταν προβατάκια άκακα. Έκατσε και έβλεπε ο Τσου-Τσου και κούναγε το κεφάλι του. Κάποια στιγμή τον γνώρισε ένας ευγενής και τον κάλεσε με τ' ονομά του.
    - Άγιε αναχωρητή, εσύ'σαι, δεν λαθεύω εγώ, καλώς όρισες στην ωραία πόλη μας. Βλέπεις μπροστά σου τον γιόγκι Κου-Ρα-Μα-Να, Ινδός, απ' τα μέρη του Θείου Τιθαγκάτα, πάει να πει άγιος άνθρωπος. Την σάρκα του έχει κάνει λάστιχο, πόνος δεν τον ακουμπάει, οι Ντέβας τον προστατεύουν, τι γνώμη έχεις;
    Φλύαρος πολύ ο ευγενής, κούρασε τον σοφό, αποφάσισε να μιλήσει μπας και τον αποφύγει.
    - Τον βλέπω τον Ινδό, τον βλέπω και στεναχωριέμαι.
    - Μα, γιατί σοφέ; Μήπως επειδή εσύ είναι αδύνατον να κάνεις τα ίδια;
    Σαν άκουσε τα λόγια αυτά ο σοφός, γιόμισε αίμα το κεφάλι του, σπίθες έβγαλαν τα μάτια του, αγρίεψε η φωνή του.
    - Ντροπή μωρέ! Αυτά μωρέ μας δίδαξε ο Γκαουτάμα, να πίνουμε σπαθιά και να γελάει ο κοσμάκης; Πάγαινε από δω άρχοντά μου, σαλτιμπάγκος δεν γεννήθηκα εγώ να φέρνω γέλια με ανταμοιβή λίγες δεκάρες.
    Τα'πε αυτά, ανακουφίστηκε ο σοφός, έκανε να φύγει. Μα αμέσως, ο φακίρης τον είδε, τον γνώρισε και τα παράτησε όλα, πήγε κοντά του 
    - Άγιε Τσου-Τσου, τι ευτυχία στα μάτια μου να σε ξαναβλέπω!
    - Φύγε από μπρος μου, αλμπάνη, κόκορα! Κάποτε σε θυμάμαι καλό ασκητή στα θεία βουνά, μήνες νηστικό, φτωχό, στη Ωραία Οδό, στο Διαμαντένιο Δρόμο. Τι άθλια καταντήματα είν' αυτά, όσα έμαθες τα ρίχνεις στα σκυλιά να σε φιλέψουν μια μπουκιά ψωμί;
    - Πάντα ιδιότροπος, πάντα φαρμακερός, χειρότερος από τις κόμπρες που γητεύω. Στάσου, μην παίρνεις φόρα, ένα λεπτό, το θέαμα τελειώνει, καρτέρα με να σου τα εξηγήσω όλα!
    Είπε αυτά ο φακίρης, γύρισε στο πόστο του, συνέχισε τα θαυμάσια. Ύστερα από λίγη ώρα τελείωσε, μάζεψε στο σαρίκι του ό,τι είχε ο καθένας να του δώσει, ο κόσμος διαλύθηκε. Πιο κει, ο Τσου-Τσου, περίμενε, μέσα του βαθιά αγαπούσε τον Ινδό, τον ήξερε από χρόνια. Μάζεψε ο Ινδός την πραμάτεια του, έκλεισε τα κοφίνια με τα ιερά τα φίδια και ήρθε κοντά στον γέρο.
    - Όσα που κάνω για ωραίο σκοπό γέρο Τσου-Τσου. Όλα μου τα είπε ο Πρίγκιπας, ο Άγιος Βούδας! Έχει σκοπό στο νου Του! Άκουσε τη βλαστήμια ο σοφός, πετάχτηκε, αλαφιασμένος πάνω.
    - Σκάσε μωρέ, κλείσε το στόμα σου θεομπαίχτη! Βάζεις στις λέξεις σου τ' όνομα Εκείνου για να βλογήσεις τις άθλιες πράξεις σου!
    - Μη λες πολλά σοφέ μου, ηρέμησε, δεν τέλειωσα ακόμα. Σου' πα, έχει σκοπό στο νου Του. Πριν χρόνια, στο δάσος το αγιασμένο ήμουνα, διαλογιζόμουν στ' άκρα της αντοχής μου κι ακόμα παρά πέρα και μ' επισκέφτηκε ένα βράδυ στον ύπνο μου ο Γκαουτάμα, ταράχτηκα άγιε σοφέ, καταλαβαίνεις. Ήτανε όμορφος, ολόφωτος, πάνω σε χιλιοπέταλο λωτό, αλλά πολύ θλιμμένος.
    - Γιατί μωρέ να' ναι θλιμμένος ο Πρίγκιπας; Κει πέρα που είναι δεν υπάρχει θλίψη.
    - Θλιμμένος, άκου που σου λέω σοφέ. Και το γιατί μπορεί να σε παραξενέψει. Εμφανίστηκε λέει πρόσφατα στη Δύση νέα θρησκεία. Ο Ιησούς από τη Ναζαρέτ την ίδρυσε, έχεις ακούσει;
    - Λες να μην ξέρω; Και λοιπόν;
    - Είναι μεγάλη, ωραία η ιστορία σοφέ, κι άκου πως έχει.
    Κόντρα στην κόντρα βρίσκονταν εκεί στων Ντέβα την χώρα ο Ιησούς με τον δικό μας και όλο καβγάδες και εντυπωσιασμούς. "Εγώ ίδρυσα θρησκεία μεγάλη, χιλιάδες, αμέτρητοι με προσκυνάνε", έλεγε και ξανάλεγε στον Ιησού, εκείνος έσκαγε, πλάνταζε, ο νους του δεν το χώραγε ότι είναι πίσω απ' τον δικό μας.
    - Ποιος στα' πε αυτά μωρέ ονειροπαρμένε;
    - Ο ίδιος ο Ιδρυτής σου λέω, σώπα!
    - Συνέχισε λοιπόν.
    - Βάλαν μια νύχτα το λοιπόν το στοίχημα. "Κι εγώ θα ιδρύσω θρησκεία χοντροκοιλαρά, καλύτερη απ' τη δική σου. Περισσότεροι οπαδοί σε μια μου λέξη απ' όσους έχεις συ ως σήμερα θα κάνω!", περηφανεύτηκε ο Ιησούς. "Πάει το στοίχημα;" την μπήκε στον δικό μας. "Πάει, κανέναν δεν φοβάμαι", απάντησε ο Πρίγκιπας κι ο Ιησούς σαρκώθηκε, τον γέννησε κάποια Μαρίκα σε στάβλο της Βηθλεέμ, έτσι νομίζω είναι τα ονόματα. Κι αργότερα, σαν σπούδασε, έμαθε, έπηξε το μυαλό του, σύρθηκε, βρήκε μαθητές, δίδαξε τα δικά του και ύστερα...
    - Τι έγινε ύστερα μωρέ, να δω τι θ' απαντήσεις.
    - Έβαλε και τον σταύρωσαν οι Ρωμαίοι, να δούνε όλοι πως ο Γιος του Θεού πεθαίνει για τους ακαμάτηδες τους ανθρώπους. Πέθανε και τον θάψανε που λες. Μετά τρεις μέρες όμως, έκανε κάτι που ούτε ο πιο καλός φακίρης δεν έχει καταφέρει. Έδιωξε τη πόρτα του τάφου του, αναστήθηκε θα πει, και εμφανίστηκε με σάρκα και οστά ξανά στους μαθητές του!
    - Τι σόι βλακείες είναι αυτές που λες βρε άμυαλε βλαμμένε; Σαν γίνει η σάρκα χώμα πάει, η ψυχή μονάχα, το Ατμα δηλαδή υπάρχει και γυρνάει πίσω, στα χωράφια των Θεών. Κι άντε ξανά, σαρκώνεται, να γυρνάει ο Σαμσάρα, έτσι τα ξέρουμε τα άλλα είναι αιρέσεις.
    - Κι όμως καλέ μου κι άγιε σανυάσιν, έτσι έγινε, όπως στα λέω. Κόσμος πολύς, χιλιάδες πίστεψε λοιπόν, αυτός είναι ο Θεός ο γνήσιος, οι άλλοι ψεύτικοι, μπακιρένιοι. Και ο Σάκια-μούνι έφριξε, είδε το στοίχημα πως πάει να χάσει και διάλεξε χίλιους άγιους, από πενήντα χώρες να κάνουν πράγματα πολλά, περίεργα, θαυμαστά να μπει η καρδιά των οπαδών στη θέση της.
    - Γι' αυτό μωρέ τα κάνεις όλα αυτά; Αλήθεια λες ή γεννάει ο νους σου ανοησίες;
    - Γι' αυτό Τσου-Τσου, κι έλα μαζί μου, μάθε την τέχνη να υπηρετήσεις κατά το σωστό τον Ωραίο Πρίγκιπα.
    Αυτά είναι όσα γίναν κείνη την σημαδιακή μέρα και από τότε ο σοφός Τσου-Τσου ακολουθεί τον θαυμαστό φακίρη και από αναχωρητής με κούπα και μαγκούρα έγινε βοηθός, κρατάει τα κοφίνια, πλένει τα ρούχα, μαζεύει τα δεκάρικα που ρίχνουν οι αφεντάδες.
    Άγιε Γκαουτάμα, ευλογημένο το όνομά σου!

***

Τρίτη 29 Απριλίου 2025

δεν χάνονται...

 

Τι είναι αυτό που κάνει έναν άνθρωπο εξερευνητή; Τι τον σπρώχνει να φύγει; Να μακρυνθεί, να χαθεί;

Συζητούσαν για ώρες. Ήταν φίλοι, κάτι περισσότερο… πολλά χρόνια τώρα. Ο ένας έβρισκε ανάπαυση στο στοχασμό του άλλου. Χρειάζονταν μόνο λίγα λεπτά κάθε φορά για να αισθανθούν αυτό το πρωτογενές ρίγος της μεγάλης φιλίας, της βαθιάς αγάπης που πολύ σπάνια ευλογεί τους ανθρώπους. Κι είχαν πάντοτε ερωτήματα ανήσυχα όταν αντάμωναν. Και μια γλυκύτητα ειρήνης όταν χώριζαν.
 
Τα ερωτήματα δεν τίθονταν για να απαντηθούν. Δεν έχουν αυτό το λόγο ύπαρξης ποτέ τα ερωτήματα. Τα σημαντικά και μεγάλα ερωτήματα τίθενται για να τα ψελλίσεις, να τα ακούσεις, να γευτείς το μέγεθός τους… να πάρουν τις διαστάσεις τους αφού εκφωνηθούν, να καταλάβουν το ζωτικό τους χώρο… κάποτε, μερικά από αυτά θα απαντηθούν, ίσως ελάχιστα, ίσως κανένα…

Τι είναι αυτό που δεν βρίσκει καταφυγή στο τώρα, στο εδώ και αναζητά πάντα έναν άλλο χώρο, έναν άλλο τρόπο, έναν άλλο κόσμο;

Η σπουδαιότητα της φιλίας δεν είναι μονάχα η συγκλονιστική αίσθηση πως δεν είσαι, έστω για λίγο, έστω και σε κάποιο βαθμό μόνος… είναι πως έχεις μια γέφυρα επικοινωνίας και μια τράπεζα κοινωνίας με μια ψυχή που μπορεί να πάλλεται σε συνήχηση με τη δική σου… τούτο και μόνο αρκεί για να σιγήσει τους φοβερούς δαίμονες που θορυβούν μέσα σου, τούτο και μόνο αρκεί κάποιες φορές για να αισθανθείς την ίδια τη ζωή και το αρχαιώνιο ρίγος της.

Τι νοηματοδοτεί το βίο αν όχι η ίδια η διακινδύνευσή του; Να συσσωρεύεις διαρκώς και να στερεώνεις οικοδομήματα του ψεύδους… το ένα πάνω στο άλλο… το ένα πιο σαθρό από το άλλο… δεν μπορεί να είναι αυτό… τι αξιοδοτεί το βίο αν όχι ο κρυφός πόθος να τον ακυρώσεις; Να τον εκτοξεύσεις σε μια άλλη διάσταση; Να τον πυροδοτήσεις με το δικό σου, ολόδικό σου πυρ και να τον αναλώσεις;

Περνούσαν τα χρόνια, μεγάλωναν, άλλαζαν όμως όσα τους έδεναν βάθαιναν και αποκτούσαν μια ποιότητα παράξενη και εντελώς καινούργια. Δεν έρχεται η φθορά ποτέ όταν ανάμεσα σε δυο ανθρώπους δεν έχει υπάρξει η συντριβή της απογοήτευσης, η ήττα της προδοσίας, η περιπέτεια της εγκατάλειψης. Δεν θα νικήσει η φθορά όταν ανάμεσα σε δυο ανθρώπους δεν έχει εκμαυλιστεί η ιερότητα του βλέμματος, δεν έχει δηωθεί το άβατο της εμπιστοσύνης, δεν έχει απαλλοτριωθεί το πιο μυστικό δωμάτιο της σιωπής… δυο άνθρωποι που μοιράστηκαν τις φωνές του κόσμου και επιβίωσαν έχουν καλές ελπίδες να περπατούν μαζί για χρόνια. Δυο άνθρωποι που μοιράστηκαν τη τρομερή σιωπή της ύπαρξης και δεν δείλιασαν, δεν έφυγαν, δεν λιποτάκτησαν… θα είναι μαζί για πάντα…

Τι κάνει το βήμα μας τόσο βαρύ, τόσο αβέβαιο; Αν το νόμισμα για να πληρωθεί τούτη η αγωνία ήταν ένα σύμπαν, θα στο προσέφερα ευχαρίστως αδελφέ μου… ίσως να μην το έχω κι όμως, επειδή ακριβώς είσαι κοντά μου, το διεκδικώ…
 
Σκέψου μονάχα, κάθε φορά που ανταμώνουμε, το σύμπαν αυτό αλλάζει… με έναν περίεργο, όμορφο, μουσικό τρόπο… για λίγο, για λίγο έστω, εμείς είμαστε οι πρωτουργοί τούτης της κοσμογένεσης… για πολύ λίγο έστω, το χώμα θα το πλάσουμε στα δικά μας χέρια… κι αν όταν χωρίσουμε ο πύργος χαλάσει και διαλυθεί, όσα βιώσαμε έγραψαν στη ψυχή μας.
 
Και δεν χάνονται.

Αφού σου μιλώ ακόμα και το ρίγος σπάει τούτες τις συλλαβές… όχι, δεν χάνονται…


Unfinished symphony
Ben Goossens 

Δευτέρα 21 Απριλίου 2025

Τ. Σινόπουλος - Ο καιόμενος

 

Τάκης Σινόπουλος
 
 
πηγή: Αλ. Αργυρίου, Ιστορία της Ελληνικής Λογοτεχνίας [τ. Στ'], εκδ. Καστανιώτη



Παρασκευή 18 Απριλίου 2025

Η Δίψα...


Ο απογευματινός περίπατός τους είχε καταλήξει στην κορυφή του λόφου, στα χαλάσματα του παλαιού κάστρου. Από δω η θέα αληθινά έκοβε την ανάσα. Μπροστά τους απλωνόταν ένας ορίζοντας γεμάτος από θαύματα. Κάτω απ’τα πόδια τους η χώρα με τα ευγενικά της σπίτια. Πιο κει το μικρό λιμανάκι με τις λιγοστές βάρκες. Πέρα η θάλασσα απλωνόταν όσο τολμούσε να την μετρήσει το βλέμμα. Κάπου στο βάθος μια σκιά. Βουνοκορφές. Ένα νησί που ίσα διαγραφόταν. Φαινόταν μακρινό, σαν ψεύτικο.

Κάθισαν σιωπηλοί στις πέτρες του ερειπωμένου κάστρου και πάλεψαν να κλείσουν στη ψυχή τους τη μαγεία της στιγμής. Δύσκολο να χωρέσεις τόση ομορφιά. Νομίζεις πως δεν την αξίζεις και μόνο που τη θαυμάζεις.

Η αύρα που ερχόταν από δυτικά ήταν ψυχρή όμως κρατούσε ακόμα η ζέστη της ημέρας. Το χώμα ήταν θερμό, χάιδευε το χέρι σαν έλαιο ακριβό.

Εκείνος πήρε στη χούφτα του λίγο και το μοιράστηκε μαζί της. Χαμογέλασαν.

«Θυμήθηκα τώρα που ανεβαίναμε το μονοπάτι για το κάστρο ένα παλιό σου κείμενο», του είπε κάποια στιγμή εκείνη. «Δεν ξέρω γιατί. Ήταν για τη Δίψα, την Ευελιξία και το Βλέμμα. Θυμάμαι πόσο πολύ με είχε κεντρίσει αυτό το κείμενο. Ήταν στις αρχές της γνωριμίας μας», συμπλήρωσε και τον κοίταξε.

«Ναι, το θυμάμαι», της απάντησε.

«Πιάσαμε τότε να το αναλύουμε όμως μείναμε μονάχα στις βασικές γραμμές. Μου είπες πως δεν έπρεπε ακόμα να εμβαθύνουμε. Πως θα το συνεχίζαμε μετά από καιρό, όταν θα ερχόταν η ώρα. Νομίζω πως είχα πειραχτεί τότε. Πίστεψα πως δεν με θεωρούσες έτοιμη να το μοιραστείς μαζί μου»

«Όχι ακριβώς. Διαφορετικά δεν θα στο έδινα. Απλά δεν είχε έρθει η κατάλληλη στιγμή να το αναπτύξουμε. Όσα θα λέγαμε θα έμοιαζαν ακατάσχετη φλυαρία. Από τότε όμως άλλαξαν πολλά»

«Άρα σήμερα μπορούμε να το ξαναπιάσουμε;», τον ρώτησε και τον κοίταξε σαν μικρό παιδί που περιμένει ανυπόμονα. Την κοίταξε κι εκείνος.

«Τώρα νομίζω πως μπορούμε να πιάσουμε οτιδήποτε», της απάντησε χαμογελώντας και της χάιδεψε τα μαλλιά.
«Ωραία. Ξεκινάω εγώ λοιπόν!», είπε εκείνη με ενθουσιασμό. «Ξέρω πως αναφέρεις αυτά τα τρία σαν άξονες… σαν βασικούς άξονες στην πνευματική αναζήτηση… αν το λέω σωστά… μαζί και σαν τρεις κρίκους αρμοζόμενους… κι οι τρεις δημιουργούν κάτι σαν τρίγωνο από κύκλους… κάπου αλλού τους αναφέρεις – αυτό το σχήμα με παραξένεψε περισσότερο να σου πω την αλήθεια – σαν τρεις αθλητές στη σκυταλοδρομία… ο ένας αφήνει την σκυτάλη για τον επόμενο… αλλά με μια βασική διαφορά… κι αυτή για να πω την αλήθεια, δεν μπορώ να την ανακαλέσω τώρα», είπε και δεν μίλησε άλλο»

«Καλά τα θυμάσαι», άρχισε να της λέει εκείνος. «Η διαφορά είναι πως οι αθλητές αυτοί δεν τρέχουν σε ένα στίβο, γραμμικά, ο ένας μετά τον άλλο. Τρέχουν για να παραδώσουν τη σκυτάλη και επιστρέφουν για να την παραλάβουν ξανά. Συνεργάζονται σε μια αέναη σκυταλοδρομία σε πολλαπλά επίπεδα. Δεν σταματούν ποτέ. Κι ο καθένας δεν είναι ίδιος με τους άλλους. Δεν είναι τρεις όμοιοι αθλητές. Είναι πολύ διαφορετικοί. Στο χρόνο, στο χώρο, στις ποιότητες, στη δράση. Όλη τούτη την κίνηση δεν μπορεί να την κατανοήσει εύκολα παρά μονάχα όποιος έχει διανύσει πολλά χιλιόμετρα στην Ατραπό κι έχει δοκιμαστεί σκληρά από αποτυχίες και χτυπήματα. Απογοητεύσεις και διαψεύσεις. Είναι μια σύνθετη κίνηση που ένας νέος στην περιπέτεια της Γνώσης την αισθάνεται απλά σαν συνεχή θόρυβο, σαν άσκοπη φασαρία εντός του. Γι αυτό δεν προχωρήσαμε πολύ τότε. Θα ήταν άγονο και δεν θα σε βοηθούσε καθόλου. Όλα αυτά τα χρόνια όμως διάβασες και σκέφτηκες πολύ. Μιλήσαμε πολύ και εργάστηκες περισσότερο. Τώρα ακολουθείς το δρόμο σου και δεν έχεις ανάγκη κανέναν», είπε και πήρε λίγο ακόμα χώμα στα χέρια του.

Εκείνη έμεινε για λίγο σιωπηλή.

«Όμως, όλα ξεκινούν από τη Δίψα. Σωστά;»

«Βέβαια», συμφώνησε αμέσως εκείνος. «Η Δίψα είναι η πρωτογενής ανάγκη της ύπαρξης να λάβει τις συντεταγμένες της. Όσο δεν τις έχει, τόσο εκείνη μεγαλώνει, γίνεται βασανιστική, μαρτυρική. Σε σάρκα και πνεύμα. Στο συναίσθημα και στο όνειρο. Στην αγωνία και στην καθημερινή ζωή. Στις σχέσεις και στη μοναχικότητα. Στην ποίηση και στον πόλεμο. Παντού. Η Δίψα δεν ικανοποιείται με τίποτα όσο η ύπαρξη είναι χωρίς συντεταγμένες. Οι μεγαλύτερες επιτεύξεις δεν αρκούν για να τη σβήσουν. Μοιάζει όλο τούτο με τη δίψα του σώματος αλλά είναι πολύ βαθύτερη, μεγαλύτερη, αρχαιότερη. Και φυσικά γεννά το καλό και το κακό μέσα μας. Γεννά τα πάντα. Τους θεούς και τους δαίμονες. Την ιστορία και το χρόνο. Τις μεγάλες ανακαλύψεις και τους φόνους. Τα θαύματα και τις μικρότητες. Όλα τα γεννά εκείνη και παραμένει ενεργή. Ό,τι κι αν κάνει ο άνθρωπος για να την εξευμενίσει. Αν δεν κατανοήσει κανείς τι είναι η Δίψα, δεν μπορεί να κατανοήσει τίποτε. Ή σχεδόν τίποτε. Δεν μπορεί, για παράδειγμα να κατανοήσει τη δράση των αρχέγονων εκείνων ενεργειών που οι έλληνες ονόμασαν θεούς –κι οι έλληνες δεν είχαν δώδεκα αλλά χιλιάδες θεούς. Όσα φαίνονται παράλογα και γελοία για τον αμύητο, για τον μυημένο της αρχαιότητας ήταν ξεκάθαρες δράσεις. Ενεργειακές εναντιοδρομήσεις και πολύρροπες και πολύτροπες που μοιάζουν με ωκεανό μέσα στον οποίο όλοι γεννιόμαστε και όλοι πεθαίνουμε. Ωκεανό ενεργειών και δυνάμεων που μας χτυπούν απ’όλες τις μεριές. Όπως τα κύματα. Αν φανταστεί κανείς τον εαυτό του σε μια θάλασσα και σε σημείο που το χτυπούν όλοι οι άνεμοι ταυτόχρονα, ίσως εικονίσει μέσα του το γεγονός. Όλα αυτά είναι γεννήματα της Δίψας. Κι ό,τι ακριβώς διψά στο σύμπαν, διψά και μέσα του».

«Κι εκεί ακριβώς δρα η Ευελιξία;»

«Η Ευελιξία δεν είναι απλώς η σθεναρή ‘παθητική’ αντίστασή μας για να μην μας καταπιεί η Δίψα. Είναι ολόκληρος ο οπλισμός μας. Ό,τι έχουμε και δεν έχουμε για να πολεμήσουμε κάτω απ’τα τείχη της Τροίας. Μπορεί ο πόλεμος να μοιάζει μάταιος και δέκα χρόνια τούτα τα τείχη κράτησαν απόρθητη την αρχαία πόλη, όμως εμείς ακόμα δεν είμαστε έτοιμοι για τον Δούρειο Ίππο. Κάποιοι αναρωτιούνται εύλογα γιατί οι Αχαιοί έκαναν δέκα χρόνια για να σκεφτούν το ‘στρατήγημα’ του Αλόγου που θα έμπαινε στα σωθικά της πόλης»

«Δεν ήταν έτοιμοι;»

«Δεν είναι μόνο ο βαθμός επίγνωσης που έλειψε από τον ‘Οδυσσέα’, τον άνθρωπο – αρχέτυπο της Σοφίας. Ήταν βέβαια και ο χρόνος. Ο καιρός, η ώρα. Αυτό που γίνεται όταν πρέπει να γίνει. Δεν το ξέρουμε αυτό το ‘πότε’. Δεν μπορούμε να το καθορίσουμε από πριν. Ξέρουμε όμως όταν συμβαίνει. Δεν αρκεί μονάχα ο χρόνος, χρειάζεται και τρόπος. Και η ‘αποκάλυψη’ αυτή για τον έξυπνο –αφυπνισμένο, μυημένο Οδυσσέα – ήταν δράση της Ευελιξίας. Το σημείο τομής το αποκαλύπτει το Βλέμμα. Ο Οδυσσέας, ένας άνθρωπος που γεννήθηκε δυο φορές – η δεύτερη στο στερέωμα του μαύρου ήλιου – δεν θα μπορούσε να ‘σκεφτεί’ τον Δούρειο Ίππο αν δεν είχε το Βλέμμα»

«Η δράση και των τριών αξόνων ταυτόχρονα!»

«Ακριβώς, είναι η στιγμή του απόλυτου συντονισμού. Η Δίψα – πόλεμος για την άπαρτη μυριόχρονη πόλη, η Ευελιξία με το σχέδιο του Ίππου, το Βλέμμα για την λύση του μεγάλου αινίγματος. Εάν δεν δει κανείς με μυητικές ορίζουσες την Ιλιάδα, μια κι αυτήν πιάσαμε απόψε, όλα στον Όμηρο μοιάζουν σχεδόν εξωφρενικά, παράλογα και ανόητα. Ένας ποταμός αίματος, ένα ατελείωτο μακέλεμα αναρίθμητων πολεμιστών χωρίς κανένα αντίκρισμα. Γιατί, μην ξεχνάμε, η Ιλιάδα δεν τελειώνει με το πάρσιμο της Τροίας»

«Αυτό το αφηγείται ο Οδυσσέας, ναι, στους Φαίακες»

«Η Ευελιξία είναι λοιπόν, για να επανέλθουμε στα καθ’ημάς, η διαρκής και ατελεύτητη εγρήγορση του είναι μας να ανταπεξέρχεται ικανοποιητικά στο παράλογο της Δίψας. Και το Βλέμμα είναι το πέρασμά μας από τις αλλεπάλληλες Συμπληγάδες στη διάρκεια του βίου μας. Γιατί όταν περάσουμε μια φορά μας περιμένουν κι άλλες, κι άλλες… ως το πέρας…»

Έμειναν για λίγη ώρα σιωπηλοί κάτω απ’τα ερείπια του κάστρου και ο ήλιος κόντευε πια να κάνει τη μεγάλη του βουτιά στη σκοτεινή θάλασσα. Ολόγυρά του ένα στεφάνι από πορτοκαλί φωτιά που εκπύρωνε το στερέωμα. Το θέαμα ήταν πέρα από περιγραφές.

«Χμμ…», είπε εκείνη επανερχόμενη, «κι οι αθλητές που δίνουν και παίρνουν τη σκυτάλη;» 

«Αυτό αφορά περισσότερο τη δική μας Δίψα. Αν είμαστε ‘κατ’εικόνα και ομοίωση’. Και είμαστε. Η δίψα για οτιδήποτε μικρό και καθημερινό που εκφράζεται ως βουλητική δύναμη, απόφαση για επίτευξη στόχων, η ευελιξία για να επιτυγχάνουμε τους στόχους, το βλέμμα για να έχουμε διαρκή εποπτεία… Μονάχα που όσο κατεβαίνουμε σε επίπεδα, όλα γίνονται πιο ψηλαφητά, χάνουμε τη γενική εικόνα, είμαστε ισοϋψείς με την αθλιότητα και το ευγενές και δεν διακρίνουμε καθαρά… άλλωστε και η δική μας δίψα γεννά τους δικούς μας δαίμονες, τους δικούς μας ήρωες και τις δικές μας ‘Ιλιάδες’. Μπορεί να μην έχουμε φτερά για να πετάξουμε αλλά τα δικά μας τα φτερά είναι το βλέμμα. Τότε ανασηκωνόμαστε και μπορούμε πια να δούμε…»

Του κράτησε το χέρι. Είχε σουρουπώσει πια για τα καλά και η αύρα είχε φουσκώσει. Ψύχραινε. Στη χώρα κάτω άναβαν τα φώτα στα παραθύρια των σπιτιών.

Σηκώθηκαν για το δρόμο της επιστροφής.

«Είναι δύσκολο το θέμα τούτο… χρειάζομαι δουλειά ακόμα», του είπε σφίγγοντας το κορμί της στο δικό του.

Δεν της απάντησε μονάχα έφερε το ένα του χέρι αγκαλιά στον ώμο της και άρχισαν να κατηφορίζουν σιωπηλοί στο μονοπάτι…