Τετάρτη 30 Ιουνίου 2021

Άσωτος

 


Λοιπόν να ξέρεις
δε σε φοβάμαι εσένα γιε μου
γιατί μια μέρα
και τούτο να κρατήσεις όπως σήμερα
στο λέω
μια μέρα θα γυρίσεις
και θα΄χεις τον ουρανό στα μάτια
και άμμο απ’τις ερήμους που περπάτησες
στα φθαρμένα σου σανδάλια
και τη δροσιά απ’τα φιλιά των γυναικών
στα δυο σου χείλη
και βιωμένο πόνο από τη μοναξιά
την εγκατάλειψη
τη πείνα και τις κακουχίες
σε κάθε κύτταρό σου
σε κάθε αμυχή της σάρκας σου
και θα’χεις συσσωρεύσει γνώση και σοφία
και εμπειρίες πολύτιμες
και οι εκδορές σου με το αίμα ξεραμένο θα’ναι
αλλά στο άγγιγμα πάντα θα πονάνε
μα για τον αδελφό σου
γι αυτόν έχω στο στήθος μου το βάρος
που προτιμά την ησυχία της γλυκερής ασφάλειας
από την περιπέτεια να ζήσει
να μεγαλώσει, να γεράσει
στο πεπερασμένο, το εφικτό
το λίγο
απ’το να κλέψει ακτίνες του ήλιου της αυγής
για να ζεσταίνει το κορμί του
και νερό να πίνει απ’τα ποτάμια
για να πορεύεται ως το βράδυ
για κείνον πάντοτε θ’ανησυχώ
που θα ξυπνήσει μια μέρα
γέρος
όπως εγώ είμαι τώρα
και θα πονάει παντού μα όχι απ’του σώματος αρρώστιες
αλλά απ’του μυαλού και της ψυχής τις κατηγόριες
πως ενώ μπορούσε δεν το τόλμησε
πως ενώ του έπρεπε, δεν θάρρεψε
πως ενώ το έβλεπε, δεν το άγγιξε
και τότε
σε ξορκίζω γιε μου
να τον σπλαχνιστείς τον μεγαλύτερο αδελφό σου
και λίγο απ’τον ουρανό σου να του δώσεις
λίγη απ’τη φλόγα της ψυχής σου
λίγο απ’το απέραντο του ορίζοντά σου
κι από του βλέμματός σου
την ελπίδα
τη χαρά
την αγάπη
πως κι αύριο και πάντα
αδελφός σου θα’ναι
και άλλος ποτέ κανείς
δεν θα στον δώσει πίσω ακέραιο
αν στον απρόσβλητο κόσμο
κόσμο που διάλεξε να ζει
τεμαχισμένος σου ψελλίσει ένα πνιχτό
συγχώρεσέ με’
και μόνος
πιο μόνος απ’όσο έζησε ποτέ
στην αγκαλιά σου ξεψυχήσει…
 
 

Παρασκευή 25 Ιουνίου 2021

δεν χάνονται...

 


Τι είναι αυτό που κάνει έναν άνθρωπο εξερευνητή; Τι τον σπρώχνει να φύγει; Να μακρυνθεί, να χαθεί;

Συζητούσαν για ώρες. Ήταν φίλοι, κάτι περισσότερο… πολλά χρόνια τώρα. Ο ένας έβρισκε ανάπαυση στο στοχασμό του άλλου. Χρειάζονταν μόνο λίγα λεπτά κάθε φορά για να αισθανθούν αυτό το πρωτογενές ρίγος της μεγάλης φιλίας, της βαθιάς αγάπης που πολύ σπάνια ευλογεί τους ανθρώπους. Κι είχαν πάντοτε ερωτήματα ανήσυχα όταν αντάμωναν. Και μια γλυκύτητα ειρήνης όταν χώριζαν.
 
Τα ερωτήματα δεν τίθονταν για να απαντηθούν. Δεν έχουν αυτό το λόγο ύπαρξης ποτέ τα ερωτήματα. Τα σημαντικά και μεγάλα ερωτήματα τίθενται για να τα ψελλίσεις, να τα ακούσεις, να γευτείς το μέγεθός τους… να πάρουν τις διαστάσεις τους αφού εκφωνηθούν, να καταλάβουν το ζωτικό τους χώρο… κάποτε, μερικά από αυτά θα απαντηθούν, ίσως ελάχιστα, ίσως κανένα…

Τι είναι αυτό που δεν βρίσκει καταφυγή στο τώρα, στο εδώ και αναζητά πάντα έναν άλλο χώρο, έναν άλλο τρόπο, έναν άλλο κόσμο;

Η σπουδαιότητα της φιλίας δεν είναι μονάχα η συγκλονιστική αίσθηση πως δεν είσαι, έστω για λίγο, έστω και σε κάποιο βαθμό μόνος… είναι πως έχεις μια γέφυρα επικοινωνίας και μια τράπεζα κοινωνίας με μια ψυχή που μπορεί να πάλλεται σε συνήχηση με τη δική σου… τούτο και μόνο αρκεί για να σιγήσει τους φοβερούς δαίμονες που θορυβούν μέσα σου, τούτο και μόνο αρκεί κάποιες φορές για να αισθανθείς την ίδια τη ζωή και το αρχαιώνιο ρίγος της.

Τι νοηματοδοτεί το βίο αν όχι η ίδια η διακινδύνευσή του; Να συσσωρεύεις διαρκώς και να στερεώνεις οικοδομήματα του ψεύδους… το ένα πάνω στο άλλο… το ένα πιο σαθρό από το άλλο… δεν μπορεί να είναι αυτό… τι αξιοδοτεί το βίο αν όχι ο κρυφός πόθος να τον ακυρώσεις; Να τον εκτοξεύσεις σε μια άλλη διάσταση; Να τον πυροδοτήσεις με το δικό σου, ολόδικό σου πυρ και να τον αναλώσεις;

Περνούσαν τα χρόνια, μεγάλωναν, άλλαζαν όμως όσα τους έδεναν βάθαιναν και αποκτούσαν μια ποιότητα παράξενη και εντελώς καινούργια. Δεν έρχεται η φθορά ποτέ όταν ανάμεσα σε δυο ανθρώπους δεν έχει υπάρξει η συντριβή της απογοήτευσης, η ήττα της προδοσίας, η περιπέτεια της εγκατάλειψης. Δεν θα νικήσει η φθορά όταν ανάμεσα σε δυο ανθρώπους δεν έχει εκμαυλιστεί η ιερότητα του βλέμματος, δεν έχει δηωθεί το άβατο της εμπιστοσύνης, δεν έχει απαλλοτριωθεί το πιο μυστικό δωμάτιο της σιωπής… δυο άνθρωποι που μοιράστηκαν τις φωνές του κόσμου και επιβίωσαν έχουν καλές ελπίδες να περπατούν μαζί για χρόνια. Δυο άνθρωποι που μοιράστηκαν τη τρομερή σιωπή της ύπαρξης και δεν δείλιασαν, δεν έφυγαν, δεν λιποτάκτησαν… θα είναι μαζί για πάντα…

Τι κάνει το βήμα μας τόσο βαρύ, τόσο αβέβαιο; Αν το νόμισμα για να πληρωθεί τούτη η αγωνία ήταν ένα σύμπαν, θα στο προσέφερα ευχαρίστως αδελφέ μου… ίσως να μην το έχω κι όμως, επειδή ακριβώς είσαι κοντά μου, το διεκδικώ…
 
Σκέψου μονάχα, κάθε φορά που ανταμώνουμε, το σύμπαν αυτό αλλάζει… με έναν περίεργο, όμορφο, μουσικό τρόπο… για λίγο, για λίγο έστω, εμείς είμαστε οι πρωτουργοί τούτης της κοσμογένεσης… για πολύ λίγο έστω, το χώμα θα το πλάσουμε στα δικά μας χέρια… κι αν όταν χωρίσουμε ο πύργος χαλάσει και διαλυθεί, όσα βιώσαμε έγραψαν στη ψυχή μας.
 
Και δεν χάνονται.

Αφού σου μιλώ ακόμα και το ρίγος σπάει τούτες τις συλλαβές… όχι, δεν χάνονται…


Unfinished symphony
Ben Goossens 
 
 

Παρασκευή 18 Ιουνίου 2021

Ραντίζοντας με αιωνίωση...

 


Η πρώτη φορά που ‘ο κύβος ερρίφθη’ ήταν με την πτώση του Εωσφόρου από το χτύπημα του Αδωνάι.
Η δεύτερη ήταν με την πτώση του Άβελ από το χτύπημα του Κάιν.
Η τρίτη ήταν με την πτώση του ελληνικού κόσμου από τα αλλεπάλληλα χτυπήματα στον ίδιο τον εαυτό του.

Στις απαρχές όλων των Μεγάλων Μύθων, ο άνθρωπος δεν είναι Άνθρωπος. Είναι απλά ένα έρμαιο της Μοίρας ή της Τύχης ή του εαυτού του. Στην αυγή όλων των μύθων, ο άνθρωπος δεν μετέχει της εξέλιξης αλλά άγεται και φέρεται από Δυνάμεις και Δράσεις που δεν ελέγχει. Κι όμως, στη μυθολογία της φρίκης, ο άνθρωπος πρωταγωνιστεί, συνειδητοποιείται, άρχει, ελέγχει. Στην δίνη της φρίκης, ο άνθρωπος γίνεται Αυτός και αντιμάχεται τη φθαρτότητά του.

Η φρίκη της αιωνίωσης απέναντι στη φρίκη της φθοράς.

Πως το αντιλαμβάνεται κανείς αυτό; Είναι δύσκολο να περιγραφεί, να εντοπιστεί, να ιχνηλατηθεί ακόμα. Βλέπουμε τις δράσεις όπως κανείς παρακολουθεί το τσουνάμι να ορθώνεται και να ορμάει καταπάνω του. Για λίγα δευτερόλεπτα το θηριώδες φαινόμενο που τον υπερβαίνει, είναι τόσο γοητευτικό που μένει αδρανής και αρνείται την οποιαδήποτε αντίδραση. Κάποια στιγμή, αφυπνίζεται, ‘συνέρχεται’, αποφασίζει να μην θυσιαστεί χωρίς κάποια μορφής μάχη.

Οι Τρώες χάνουν την πόλη τους από την κόπωση και όχι από την ευφυία των Αχαιών.
Οι μαθητές ‘χάνουν’ τον διδάσκαλο Ιησού από δειλία και νωθρότητα κι όχι από την μοχθηρή πονηρία των Σανχεντρίν.
Οι σταυροφόροι χάνουν την Ιερουσαλήμ από την ακηδία τους κι όχι από την υπεροχή του Σαλαδίνου.

Έρχεται κάποια στιγμή που το αόρατο χέρι του Αγνώστου στεφανώνει με την εύνοιά του τη φρίκη και ο θρήνος των θνητών δεν αρκεί για να το αποτρέψει.

Η πρώτη μελαγχολική αστοχία ήταν η καταδίκη του Σωκράτη πάνω στα ερείπια της αθηναϊκής δημοκρατίας. 
Η δεύτερη ήταν η θεοποίηση του Αλέξανδρου από τους ιερείς του Άμμωνα Δία πάνω στα ερείπια του φαραωνικού μυστικισμού.
Η τρίτη ήταν η θεοποίηση της λογικής στα ερείπια της εσωτερικής αναπνοής.


Και το υπέρλαμπρο άρμα της σκοτεινής και ζωφώδους φρίκης περνούσε πάντα δίπλα τους και τους ράντιζε με την αιωνίωση…

Κυριακή 13 Ιουνίου 2021

στην περιοχή του ανθρώπου…


Η επιστροφή, η κάθε επιστροφή, έχει τη χλομάδα της συγκατάβασης και την αποκοτιά της λήθης. Δεν θα μπορούσε να είναι αλλιώς.
Ο χρόνος ό,τι σου παίρνει στον κανόνα, στο δίνει στην εξαίρεση.
Όλα όσα απαρνήθηκε κανείς στα νιάτα του, όσα έδωσε μάχες για να τα συντρίψει, να τα εκμηδενίσει, να τα αφανίσει, να τα γελοιοποιήσει, είναι μοιραίο να τα γευτεί πολλά χρόνια, πολλές εποχές μετά… και δεν θα έχουν την αγριάδα του τότε αλλά την στυφή, άνυδρη γεύση του τώρα…
Η επιστροφή, η κάθε επιστροφή, έχει το κωμικό προσωπείο της ανάμνησης και το τραγικό πρόσωπο της μνήμης.
Έχει τη μελαγχολική συγκίνηση του ανταμώματος και τη θλιβερή όψη της γήρανσης. Της ασύμμετρης, άνισης γήρανσης. Το σώμα είναι ο Άτλαντας που κουβαλάει στους ώμους του ένα σύμπαν και η ψυχή, νέα και θαλερή ακόμα, αρνείται να αναγνωρίσει ό,τι υπέκυψε στο χρόνο. Και οι μνήμες απασφαλίζονται και η επίθεση ξεκινάει. Και το να πεις ‘ήμουν ανέτοιμος’ είναι ψέμα. Και το να ισχυριστείς ‘ήμουν αθωράκιστος’ είναι ψέμα. Και το να πεις ‘ήμουν αθώος’ είναι η μισή αλήθεια.
Η άλλη μισή κρύβεται σε όλο αυτό τον πόνο που έχεις μαζί σου.

Ξέρω ότι είσαι μακριά κι όμως τώρα είναι που θέλω να σου μιλήσω, λες και απευθύνεσαι στον ασχημάτιστο ακόμα ορίζοντα του αύριο. Ξέρω ότι έφυγες για πάντα κι εγώ με παιδιάστικο πείσμα ποθώ όλο τούτο να το ακυρώσω.
Ξέρω ότι χαθήκαμε αλλά είμαστε εδώ… ακόμα. Κι αυτό δεν το λες… δεν τολμάς να το ψελλίσεις. Το σκέφτεσαι κι είναι το φορτίο το ακριβό αντίτιμο της κάθε νύχτας δίχως… εκείνο.

Και λοιπόν; Δεν μπορείς να κάνεις πολλά… ίσως τίποτα…
Περπατάς συντροφιά με τους ήχους των βημάτων σου και αυτό έχεις κερδίσει με ηράκλειο μόχθο, με αμέτρητα λάθη, με γενναίες αρνήσεις.
Και λοιπόν;
Έχεις ένα βράδυ ακόμα να γεράσεις ανενόχλητος από τον ήλιο…

Ξέρω ότι είσαι μακριά κι όμως τώρα είναι που θέλω να σου μιλήσω…

Και μετά…
Πάντοτε θυμάσαι… πάντοτε θα θυμάσαι
να επιστρέφεις στη φωλιά σου… στον οίκο των αέναων μεταβολών… στο καταφύγιο του ολόδικού σου απείρου…

στην περιοχή του ανθρώπου…


Hurt

Τρίτη 8 Ιουνίου 2021

Καταχνιά

 Brothers By Hans Wolfgang Müller

 

Πώς έγινε αλήθεια

έτσι να ζήσουμε

που είχαμε

το κάθε μας λεπτό

τόσο ακριβό

[και μυστικά]

τόσο μεγάλο

που το γνωρίζαμε μονάχα εμείς οι δυο

και συνωμοτικά γελούσαμε

με κάθε νέα ρυτίδα στον καθρέφτη

 

που είχαμε τόσο ανεπίγνωστη

της μοναξιάς τη δήωση

που την επικαλούμασταν

κρυφά μα διαρκώς

κάποτε κάποτε μάλιστα

σαν εξαρτημένοι

που τρέφονται μονάχα

απ’την καταχνιά τους

 

και πώς έγινε αλήθεια

να βγαίνω απ’το σπίτι αυτό

λαθραία σχεδόν

κάθε πρωί

με το αβέβαιο βάδισμα

ενός ανθρώπου που δεν ξέρει

αν ο ήλιος που πάνω του λάμπει

μπορεί να τον κάψει

ή να τον θεραπεύσει

 

να τον διαλύσει σε στάχτες

ή να τον γεννήσει ξανά…

 

μακάρι να μην πίστευα τόσο

αδελφέ μου

στη μαγεία των λέξεων

αληθινά στο λέω

 

ίσως τώρα να ήσουν δίπλα μου

εδώ

 

κι εγώ ας έμενα για πάντα πλέον

στη σιωπή…

 

Δευτέρα 7 Ιουνίου 2021

Akaufaciyâ...

 

«οι άνθρωποι που κατοικούν στα βουνά»



Είναι υπέροχο
να σ’αγνοεί η Daiva

Ως κι ο Μεγάλος Βασιλιάς
που ο ήλιος των ανθρώπων
ανατέλλει και δύει
στο πρόσωπό του
δεν έχει λέξη να προφέρει για μας

κανείς δεν ξέρει να του πει
πώς ξημερώνει κάθε αυγή
ο νέος ήλιος στο βλέμμα των μανάδων μας
και πώς χαράζει τα ιερά αυλάκια του ο χρόνος
στα μέτωπα των γερόντων μας

κι ακόμη δεν ξέρει να του πει
πώς λούζουν ψιθυρίζοντας
στη βραδινή βροχή
τα όμορφα μαλλιά τους οι γυναίκες μας
πριν αφεθούν στα χάδια των αντρών τους

κι ούτε ποτέ θα μάθει ο Μέγας Βασιλέας
πώς ανασαίνουν κάθε δειλινό
αποκαμωμένα απ’το παιχνίδι
τα παιδιά μας

και τα τραγούδια των μικρών μας κοριτσιών
τις μυστικές τους ώρες
ποτέ ο Υπέρτατος Αφέντης δεν θ’ακούσει

είμαστε αόρατοι

στα πανάρχαια σπήλαια
των αδελφών μας βράχων
γεννιόμαστε
και στους γκρεμούς των κρυμμένων μας βουνών
τα πρώτα μας όνειρα
με τις σκιές των λουλουδιών
τα μοιραζόμαστε

και στα υψίπεδα που δεν ορίζει άλλος
παρά το αιώνιο βλέμμα των προγόνων
και οι κατεβασιές των αητών
χαράζουν το αδύνατο στους ορίζοντες

σε τούτα τα ιερά υψίπεδα
ερωτευόμαστε

και στα φαράγγια
που οι υλακές των λύκων τα πρωινά
μουδιάζουν τα πόδια των δειλών
εκεί ανδρωνόμαστε

κι ύστερα από το πέρασμα ημερών μεγάλων
που θηλάζουν όλα τα χρώματα του ανθρώπου
και άλλοτε στο χαμόγελο
κι άλλοτε στον πόνο
κουρνιάζουν τη σκέψη του

ύστερα από χιλιάδες νύχτες
που αγωνιούμε για τον πυρετό
στα στήθια των σεβάσμιων
ή τραγουδούμε τον έρωτα που πυρώνει τα χείλη
και μεθάει τα σκέλια

έρχεται Εκείνη η μέρα
που στις αθέατες κορυφές
των χιλιόχρονων βουνών μας
μονάχοι
λέμε στο κουρασμένο σώμα
μείνε αδελφέ μου εσύ εδώ
να σ’αγκαλιάσει η Μάνα
κι άλλους να δώσεις, πιο άξιους από μένα

και με το πνεύμα ελεύθερο πια
να απλώνεται στα ασύνορα λιβάδια τ’ουρανού
πέρα από τους ποταμούς στα βορινά
πέρα από τις στέπες και τις ανοιχτωσιές της δύσης
πέρα απ΄τα αφιλόξενα της ανατολής κάτασπρα βουνά
κι ως κάτω, στον αδελφό ωκεανό, στο νότο

στο Ταξίδι του Ανέμου αφηνόμαστε
και με το Φως του Αρχαίου Πατέρα
και την Πνοή των Ονείρων

χαμογελώντας

ένα γινόμαστε…

Παρασκευή 4 Ιουνίου 2021

κι αυτό ήταν…

 

Κι αυτό που ήταν να γίνει έγινε

 

δεν δραματοποιεί τίποτε το Αχανές

έχει καρφωμένες τις ώρες πάνω απ’τα σώματα

και τα σώματα πάνω απ’τις μέρες

έχει μια ανάσα παγερή για όλους

και για κανέναν βλέμμα

 

κι αυτό που ήταν να γίνει έγινε

και η σιωπή πλημμύρισε τα πάντα

 

πόσο περίεργο

αυτό που ήταν κάποτε ακριβό

τώρα τίποτε δεν αξίζει

κι εκείνο που κάποτε αφθονούσε

και δεν του έδινε σημασία κανείς

τώρα είναι ατίμητο

 

τόσο που αναρωτιέσαι

πόσο μεγάλο και απρόσιτο έγινε

για να χωρά στις ώρες των ανθρώπων

 

αλλά στης ειμαρμένης τους νόμους

τους αιώνιους

δεν έχει θέση η εξαίρεση

η συμπόνια, το ‘γιατί’…

τα ‘ίσως εάν’, τα ‘μα όμως’

 

κι ό,τι ήταν να γίνει

έγινε

 

κι αυτό ήταν

 

Opportunities By Alireza Bagheri Sani