Κυριακή 31 Ιανουαρίου 2021

Όταν τούμπαρε ο κώνος…

 

 

Είναι ένα θέμα η δύναμη της αλήθειας και ένα άλλο, εντελώς άλλο, η αλήθεια της δύναμης. Τα πράγματα φαίνεται να λειτουργούν κάπως έτσι στη διαχρονία του ιστορικού γίγνεσθαι: όποτε δεν έπειθε το ένα, χρησιμοποιείτο το άλλο. Και όταν δεν έπειθε τίποτε, επιβαλλόταν η απόλυτη σιωπή. Είτε φυσικά είτε… μεταφυσικά. Αυτό συνέβη με τον ελληνορωμαϊκό κόσμο. Την άλκιμη εποχή του ελληνικού θεωρήματος, έπειθε η αλήθεια. Στη σιδερένια εποχή του ρωμαϊκού μιλιταρισμού, έπειθε η δύναμη. Κι έπειτα τα σκέπασε όλα ο ανισοσκελής χριστιανικός σταυρός. Η σιγή, η καταχνιά, η αυτοπαθής στροφή στον ένδον κόσμο. Ο ορθός Λόγος έπρεπε να βρει έναν άλλο δρόμο για να κατέλθει όπως ο κεραυνός που αναζητά πάντα τον καλό αγωγό για να χτυπήσει.

Ας θυμηθούμε τα δυο σχήματα που κάποτε ‘συνομίλησαν’: Στον προχριστιανικό κόσμο έχουμε την πορεία άνθρωποςà μύηση à θείο. Στον Χριστιανικό –κατ’ουσίαν Παύλειο- κόσμο έχουμε την πορεία: Θεός à χάρις à άνθρωπος. Ο Νίτσε το ονόμασε κάποτε ‘μεταξίωση’ των αξιών… κάποιος απλούστερα θα έλεγε ότι τούμπαρε ο κώνος και ακουμπάει στη μύτη του… ενώ κάποτε με την πνευματική του εργασία ο άνθρωπος πάσχιζε να κατακτήσει τις Ολύμπιες κορυφές, ο Παύλος μας γείωσε μια και καλή. Ό,τι κι αν κάνει ο άνθρωπος, άλλος αποφασίζει. Και πάει και τέλειωσε.

Σε αυτό τον… τουμπαρισμένο αξιακά κόσμο, παλεύουμε 2000 χρόνια τώρα να… ισιώσουμε, να προσανατολιστούμε, να ορθοτομήσουμε το Λόγο, να προκόψουμε… δεν είναι παράξενο που πασχίζουμε κουτουλώντας οι διαφωτιστές πάνω στους χριστιανούς και οι δημιουργιστές πάνω στους δαρβινικούς, οι μαρξιστές πάνω στους δεξιούς και οι αναρχικοί πάνω στους α-πολιτικούς. Και γενικά όλοι πάνω σε όλους…

…και τούτο το θέμα έχει πολλές πτυχές ακόμη…

 

Τετάρτη 20 Ιανουαρίου 2021

επάνω και από τη φύση ακόμη…

 

Τ

ίνος θα του πήγαινε άπλαστες ορεινές μάζες, σωριασμένες τη μια πάνω στην άλλη σε δεινή αταξία με τις πυραμίδες τους από πάγο ή τη θολή ανταριασμένη θάλασσα κλπ. να τα αποκαλέσει υψηλά; Όταν όμως το θυμικό, με το να αφήνεται θεωρώντας την κρίση του, και αδιακρίτως της μορφής που αυτή παίρνει, να το παρασύρουν η φαντασία κι ένας λόγος, ο οποίος συνδεόμενος με τη φαντασία χωρίς συγκεκριμένο σκοπό, δεν κάνει άλλο από το να την επεκτείνει, [όταν λοιπόν με τον τρόπο αυτό το θυμικό], βρίσκει όλη την ισχύ της φαντασίας κατώτερη των ιδεών της, τότε κρίνοντας αισθάνεται ήδη εξυψωμένο… Με αυτό τον τρόπο η φύση στην αισθητική μας κρίση δεν κρίνεται υψηλή ως υποβάλλουσα τάχα φόβο αλλά επειδή ανακαλεί μέσα μας την ικανότητά μας (η οποία δεν είναι φύση) να βλέπουμε όλα όσα μας μέλλον (αγαθά, υγεία και ζωή) ως μικρά και συνεπώς τη δύναμή της (στην οποία υποτασσόμαστε ως προς αυτά τα πράγματα) για μας και την προσωπικότητά μας ανεξαρτήτως αυτών ως κράτος στο οποίο δεν είναι ανάγκη να υποταχθούμε, εάν διακυβεύονται ύψιστες αρχές μας καθώς και η τήρηση ή η καταπάτησή τους. Έτσι, η φύση ονομάζεται εδώ υψηλή επειδή εξυψώνει τη φαντασία στην παράσταση τέτοιων περιπτώσεων στις οποίες το θυμικό μπορεί να αισθητοποιήσει στον εαυτό του το ύψος του οικείου του προορισμού επάνω και από τη φύση ακόμη

 Immanuel Kant, Κριτική της Κριτικής Ικανότητας

(οι επισημάνσεις δικές μου)

 

Είναι πολύ χαρακτηριστική τούτη η στροφή που σε αυτήν αντιδρά ήδη ο Καντ καθώς ‘βλέπει’ τη θύελλα που έρχεται και που σάρωσε τα πάντα στον αιώνα που τον διαδέχθηκε και που διαρκεί ως και σήμερα όσον αφορά στην επικράτηση του θυμικού στην κρίση και αξιοδότηση του Υψηλού… για το νεωτερικό και τον μετανεωτερικό άνθρωπο, εμάς δηλαδή, αυτό έφτασε στα ακροσύνορά του κι έγινε αντικειμενικότητα τέτοια που να μην χρειάζεται πια κατηγορίες και κατηγορήματα ούτε υποκείμενα και αντικείμενα… απλά, υφίσταται, δρα ως δύναμη της φύσης και καθορίζει με άλογο τρόπο τα πάντα… με έναν λόγο απλό, μας πήρε και μας σήκωσε κάποτε σε όλους τους τομείς και σήμερα παλεύουμε να μαζέψουμε τα αμάζευτα…

Δευτέρα 18 Ιανουαρίου 2021

Νεολιθική νυχτωδία στην Κροστάνδη

 


Εἴθε νὰ μὴν ὑπῆρχα
μαβὴς ὁ χτύπος τῆς καρδιᾶς, ἀλητεία.
Κι ἂν εἶπα τὶς προάλλες τὴ ζωὴ ἀντίρρηση τοῦ σκούληκα
δὲν ἔπαψε νὰ φουγαρίζει μέσα μου χαώδης
ἡ ἀπελπισία.
Θὲς τὸ ζῷο θὲς ὁ ἅγιος τίμημα ἡ ἀπουσία.
Κορφόνυχα μὲς στὴ φωτιὰ σὲ ταραχώδη θράκα
χρονάκια μου καὶ χρόνια
ἔκανα ῾γὼ τὸ μπόι μου βλαστοβολώντας ὕψος
χωρὶς νὰ συμβουλεύομαι
κακοὺς ὀνειροκρῖτες καὶ θολὰ μαντεῖα.
Δὲν ἀναμέτρησα κινδύνους, ἀποτεφρώθηκα.
Πίστεψα στὰ χρυσάνθεμα ὁρκίστηκα στὴ χλόη
κι ὅπως ρεκάζει ἐπιστήθιος ἄνεμος ἀπὸ βροχερὰ
συμπεράσματα
στὰ ἐρυθρὰ χαλάσματα τοῦ ἥλιου ξαναφαίνομαι
κι ἀνιστορῶ τὰ ρόδινα νεφρά μου.


Νίκος Καρούζος, "Νεολιθική νυχτωδία στην Κροστάνδη".

(Απόσπασμα).

Τρίτη 5 Ιανουαρίου 2021

όχι για πολύ ακόμα…

 


Κανένας δεν μάς περίμενε αδελφέ μου στις Σκαιές Πύλες.
Υπήρχε μια ιδιαίτερη ησυχία σε τούτο τον τόπο της αναχώρησης. Μια ησυχία που ορίζουν ο χρόνος και η απουσία χρόνου.

Ο ουρανός ήταν εχθρικός, σκοτεινός και λάβρος. 
Είχες ένα βλέμμα γλυκό, παιδικό, ήρεμο. Δεν σε ενοχλούσε εσένα ποτέ ό,τι γινόταν έξω. Δεν έδωσες ποτέ σου σημασία στις μεταβολές της φύσης, στα παιχνιδίσματα του ανέμου, στα ερωτικά καλέσματα της θάλασσας. Δεν μπορούσε εύκολα να σε ξεγελάσει τίποτε που οι αισθήσεις μακαρίζουν και οι οφθαλμοί ερωτεύονται. Το παλίμβουλο της φύσης φρόνημα εσένα δεν σε άγγιξε ποτέ.
Ήξερες πως όλα βρίσκονται μέσα μας. Ήξερες πως ό,τι δεχόμαστε και ό,τι αρνιόμαστε, ό,τι ονοματίζουμε και ό,τι αποσιωπούμε, ό,τι χαρίζουμε κι ό,τι μάς δωρίζουν είναι μικρές ψηφίδες σε ένα παλίμψηστο που κάποτε θα διαβρωθεί, θα σπάσει, θα χαθεί. Για πάντα.
Σε κρατούσα από το χέρι σα να ήσουν μικρό παιδί. Κι εσύ δυσφορούσες και με άφηνες. Ήθελες να περπατήσεις μόνος σου, ήθελες να τρέξεις σε τούτα τα λιγοστά τελευταία μέτρα ως το Μεγάλο Κατώφλι. Μα εγώ δεν μπορούσα να σε αφήσω και σ’έπιανα πάλι. Αιχμάλωτο για πάντα σε ήθελα, δικό μου κι αυτό ποτέ σου δεν μού το συγχώρησες.
Και σε τούτες τις φοβερές πύλες δεν μάς περίμενε κανείς.
Ολόγυρα ένα σκληρό, αμείλιχο τοπίο. Ένα τοπίο αγέλαστο, πανάρχαιο, σιωπηλό.
Ανάσαινες βαριά τώρα κι ένιωσα την καρδιά μου να σφίγγεται. Τι ερχόταν τώρα; Τι μάς περίμενε; Μα για τα όσα άφηνες πίσω σου είχες προ πολλού αδειάσει την ψυχή σου και δεν ενδιαφερόσουν. Ούτε για μένα πια ενδιαφερόσουν καθώς το βήμα σου γινόταν ολοένα και πιο ανυπόμονο. Ήθελες να γνωρίσεις τι συμβαίνει, ήθελες να ψηλαφήσεις το αναπόδραστο, να κοινωνήσεις το αιώνιο. Η ψυχή μου ζήλεψε την αγέρωχη στάση σου, το γενναίο σου πνεύμα. Δεν ήσουν εσύ που φοβόσουν, εγώ ήμουν.
Σαν φτάσαμε κάτω απ’τις Πύλες άρχισε να πνέει ένας παράξενος, ζεστός άνεμος. Δεν έκανες καμιά κίνηση να προστατευτείς. Γύρισες μονάχα και με κοίταξες για μια στιγμή μού άφησες το χέρι και προχώρησες. Νόμιζα πως θα διαλυθώ σε όλα μου τα εκατομμύρια κύτταρα από τούτο τον αποχωρισμό μα σε κοιτούσα στέρεος ακόμα και όρθιος να διαβαίνεις θαρρετά το πιο φοβερό κατώφλι της Ύπαρξης.
Λίγο πριν σε χάσω μέσα στο στροβιλισμό αυτού του λίβα που κατέκαιε το πρόσωπό μου, γύρισες και με κοίταξες ξανά, για στερνή φορά. Δεν μού χαμογελούσες, δεν είπες τίποτα. Κι ύστερα χάθηκες μέσα στο πέρασμα που οδηγεί τα ανθρώπινα πλάσματα από το μερικό στο Όλο και από το πολλαπλό στο Εν…
Έμεινα κάμποση ώρα, δεν ξέρω πόση, ακίνητος και περίμενα… δεν ήξερα τι… πού να γυρίσω, είπα, πού να πάω… σκέφτηκα να κινήσω κι εγώ μπροστά, να σ’ακολουθήσω, να χωθώ κι εγώ μέσα στην νεκροδίνηση αυτή που μαινόταν ολόγυρα μα σιγά σιγά έπαυε.
Έκλεισα τα μάτια και με την απόφαση να πυργώνεται μέσα μου έκανα ένα βήμα μπρος… κι άξαφνα μια τρομερή δύναμη με τίναξε προς τα πίσω και βρέθηκα ξαπλωμένος πάνω σ’αυτό το ξερό, άνυδρο χώμα.
Άρχισε να βρέχει… ένα γκρίζο, βρομερό ψιλόβροχο… οι σταγόνες πέφταν στο κεφάλι και στα χέρια και με έκαιγαν…
Σηκώθηκα, γύρισα το σώμα μου αργά και πήρα το δρόμο της επιστροφής…

Όχι για πολύ αδελφέ μου, είπα μέσα μου…
όχι για πολύ ακόμα…



Time Gate
sulaiman almawash