Σάββατο 29 Ιουλίου 2023
Δάχτυλα
Τετάρτη 26 Ιουλίου 2023
"Δεν υπάρχουν ανθρώπινα δικαιώματα..."
[Οι υπογραμμίσεις δικές μου]
«Δεν υπάρχουν ανθρώπινα δικαιώματα. Για να το πούμε ακριβέστερα: εν έτει 1998 δεν υπάρχουν ανθρώπινα δικαιώματα και κανείς δεν μπορεί να γνωρίζει αν θα υπάρξουν στο μέλλον. Η διαπίστωση αυτή είναι αναπόδραστη αν επιθυμούμε να ορίσουμε την έννοια του ‘δικαιώματος’ και του ‘ανθρώπινου δικαιώματος’ αυστηρά, αδιαφορώντας απέναντι σε πολιτικές – ιδεολογικές σκοπιμότητες. ‘Δικαίωμα’ δεν είναι κάτι που απλώς διάγει βίο φαντάσματος μέσα στα κεφάλια των φιλοσόφων ή που ευδοκιμεί στα χείλη των προπαγανδιστών. Στην ουσία του δικαιώματος ανήκει εξ ορισμού η δυνατότητα να απαιτείται και να επιβάλλεται. Και ως ‘ανθρώπινο δικαίωμα’ επιτρέπεται να θεωρείται μονάχα ένα δικαίωμα το οποίο απολαμβάνουν όλοι οι άνθρωποι μόνο και μόνο επειδή είναι άνθρωποι, δηλαδή χωρίς τη διαμεσολάβηση εξουσιαστικών αρχών και συλλογικών υποκειμένων (π.χ. εθνών και κρατών) που, από εννοιολογική και φυσική άποψη, είναι στενότερα από την ανθρωπότητα ως σύνολο. Επιπλέον, ένα γνήσιο ανθρώπινο δικαίωμα θα πρέπει να ισχύει και να απολαμβάνεται παντού όπου υπάρχουν άνθρωποι, δηλαδή παντού όπου επιθυμεί να εγκατασταθεί καθένας. Ώστε σε τελευταία ανάλυση δεν υπάρχουν ανθρώπινα δικαιώματα δίχως απεριόριστη ελευθερία κίνησης και εγκατάστασης δίχως αυτόματα νομική εξίσωση όλων των ατόμων με όλα τα άτομα χάρη στην οικουμενική ισχύ μιας νομοθεσίας. Όσο ο Αλβανός π.χ. δεν έχει στην Ιταλία τα ίδια δικαιώματα με τον Ιταλό, μπορούμε stricto sensu να μιλάμε για πολιτικά και αστικά, όχι για ανθρώπινα δικαιώματα. Βεβαίως, τα κράτη μπορούν να βαφτίζουν ορισμένα τουλάχιστον από τα δικαιώματα, τα οποία δίνουν στους πολίτες τους, ‘ανθρώπινα δικαιώματα’, όμως η έκφραση αυτή θα είχε νόημα μόνον εάν το κράτος επεφύλασσε αποκλειστικά στους δικούς του υπηκόους τον χαρακτηρισμό ‘άνθρωπος’, όπως κάνουν μερικές πρωτόγονες φυλές. Γιατί σε ενάντια περίπτωση κανένα κράτος δεν μπορεί να εγγυηθεί ότι δικαιώματα, όπως π.χ. το δικαίωμα της σωματικής ακεραιότητας ή της ελευθερίας του λόγου, είναι δυνατό να τα απολαύσουν άτομα που βρίσκονται έξω από τα σύνορά του. Και αντίστροφα: κανένα κράτος δεν μπορεί, χωρίς να αυτοδιαλυθεί, να αναγνωρίσει σε όλους τους ανθρώπους ανεξαιρέτως ορισμένα δικαιώματα που θεωρούνται ως πολιτικά ή αστικά δικαιώματα, π.χ. το δικαίωμα του εκλέγειν και εκλέγεσθαι ή το δικαίωμα της ελεύθερης εγκατάστασης.
Η κατάσταση στον σημερινό κόσμο είναι σαφής: δεν επιτρέπεται σε όλους τους ανθρώπους, υπό μόνη την ιδιότητά τους ως ανθρώπων, να κατέχουν όλα τα δικαιώματα (είτε αυτά λέγονται πολιτικά και αστικά, είτε λέγονται ανθρώπινα) ανεξάρτητα από το που γεννιούνται ή το που βρίσκονται. Ανθρώπινα δικαιώματα, τα οποία θα άξιζαν πράγματι αυτό το όνομα, θα μπορούσε να χορηγήσει μονάχα ένα παγκόσμιο κράτος, προς το οποίο όλα τα άτομα θα βρίσκονταν σε ίση και σε άμεση σχέση, δηλαδή θα αποκτούσαν άμεσα όλα τους τα δικαιώματα από αυτό ως τον εκπρόσωπο ολόκληρης της ανθρωπότητας. Μόνον όποιος εκπροσωπεί ολόκληρη την ανθρωπότητα, μπορεί και να θεωρήσει τον κάθε άνθρωπο υπό μόνη την ιδιότητά του ως ανθρώπου, ανεξάρτητα από φυλετικά ή εθνικά κατηγορήματα, και να του χορηγήσει ανθρώπινα δικαιώματα. Η εγκαθίδρυση ενός παγκόσμιου κράτους στο μέλλον και επομένως η καθιέρωση ανθρωπίνων δικαιωμάτων, δεν μπορεί να αποκλεισθεί…
…Είναι δυνατόν να μην εγκαθιδρυθεί ένα παγκόσμιο κράτος, αλλά παρόλα αυτά να επικρατήσει καθολικά το ηθικο-κανονιστικό περιεχόμενο εκείνου που ονομάζουμε σήμερα ‘ανθρώπινα δικαιώματα’ γιατί όλα τα κράτη ανεξαιρέτως θα το καθιστούσαν γνώμονα και οδηγό προκειμένου να διατυπώσουν τα πολιτικά και αστικά δικαιώματα που παραχωρούν στους υπηκόους τους. Αυτό σημαίνει: τα ηθικά αιτήματα μπορούν να ικανοποιηθούν και χωρίς να καταφύγει κανείς στη ρητορική των πανανθρώπινων δικαιωμάτων και όποιος θεωρεί τούτην εδώ κενή δεν ανήκει σώνει και καλά σε όσους χαίρονται όταν γίνονται αυθαίρετες συλλήψεις και βασανιστήρια, όπως αφήνουν συχνά να εννοηθεί οι οπαδοί της οικουμενικής ηθικής.
Συμπέρασμα: η πρόταση ‘δεν υπάρχουν ανθρώπινα δικαιώματα’ είναι αυτονόητη αν δεν την συγχέουμε με κανέναν τρόπο και σε κανένα επίπεδο με τις προτάσεις ‘δεν είναι ορθό να υπάρχουν ανθρώπινα δικαιώματα (με την ηθική-κανονιστική έννοια)’ και ‘δεν θα υπάρξουν ποτέ ανθρώπινα δικαιώματα’. Η πρόταση ‘δεν υπάρχουν ανθρώπινα δικαιώματα’ επιβεβαιώνεται άλλωστε καθημερινά από την πολιτική, νομική και αστυνομική πρακτική της ίδιας της ‘Δύσης’, η οποία προσπαθεί να παρακάμψει τις οδυνηρές έσχατες συνέπειες της δικής της προπαγάνδας περί ‘ανθρωπίνων δικαιωμάτων’ εμμένοντας στην κρίσιμη διάκριση ανάμεσα σε ανθρώπινα και πολιτικά δικαιώματα και δίδοντας το προβάδισμα στα δεύτερα, δηλαδή αρνούμενη να αναγνωρίσει όλα τα δικαιώματα σε όλους τους ανθρώπους υπό μόνη την ιδιότητά τους ως ανθρώπων. Τα ‘ανθρώπινα δικαιώματα’ ασκούνται πάντοτε με την επιφύλαξη των (εθνικών, ‘ευρωπαϊκών’, κ.α.) κυριαρχικών δικαιωμάτων. Το κάθε κυρίαρχο κράτος ή η κάθε κυρίαρχη εξουσία έχει το δικαίωμα να συλλαμβάνει ανθρώπους από άλλες χώρες μόνο και μόνο επειδή αυτοί εισέρχονται ή παρεπιδημούν δίχως άδεια στην επικράτειά της, όμως δεν έχει π.χ. το δικαίωμα να τους ξυλοκοπήσει, γιατί η ίδια διακηρύσσει το ανθρώπινο δικαίωμα της σωματικής ακεραιότητας –λες και η σύλληψη καθ’εαυτήν δεν αποτελεί eo ipso άρση του δικαιώμτας του ατόμου να διαθέτει το σώμα του όπως θέλει! Με αυτή τη συνταγή η Δύση νομίζει ότι ‘δύναται δυσί κυρίοις δουλεύειν’, όμως το κάνει με αντίτιμο την λαθραία εισαγωγή των αρχών και της πρακτικής του ‘κράτους δικαίου’ μέσα στο χώρο των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Οι παράνομοι μετανάστες, οι οποίοι απελαύνονται, υφίστανται βέβαια τη μοίρα τους σύμφωνα με τις (μεταβλητές) διατάξεις του ‘κράτους δικαίου’, όμως δεν την υφίστανται επειδή δεν είναι άνθρωποι, παρά επειδή δεν είναι Γάλλοι, Έλληνες, Γερμανοί, κλπ. Στην κρίσιμη αυτή περίπτωση αποφασιστικό αποδεικνύεται το κριτήριο της εθνικότητας, όσα κι αν ισχυρίζεται η ρητορική της Δύσης περί ‘αξιοπρέπειας του ανθρώπου’ κλπ. Το ‘κράτος δικαίου’ εμφανίζεται εδώ καταχρηστικά ως φύλακας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και συμπεριφέρεται εξ ίσου ανακόλουθα όσο και ένας οπαδός του ηθικού οικουμενισμού, ο οποίος όταν βρίσκεται σε μια ξένη χώρα και αντιμετωπίζει δυσκολίες, προκειμένου να διευκολυνθεί δεν τηλεφωνεί… στην ανθρωπότητα αλλά στην πρεσβεία της χώρας εκείνης που έχει εκδώσει το διαβατήριό του…
…Ήδη την εποχή του Ψυχρού Πολέμου η προγραμματική επιστράτευση των ‘ανθρωπίνων δικαιωμάτων’ εναντίον του ‘ολοκληρωτισμού’ δεν εμπόδισε τις στενές συμμαχίες του δυτικού στρατοπέδου με ωμές δικτατορίες. Η πολύ διαφορετική συμπεριφορά των ΗΠΑ π.χ. έναντι της Σαουδικής Αραβίας και του Ιράν, μολονότι και οι δυο αυτές χώρες αντιμετωπίζουν κατά τον ίδιο τρόπο τα ‘ανθρώπινα δικαιώματα’, μαρτυρεί ότι η Δύση δεν εννοεί να ξεκόψει από τις παραδόσεις της στο σημείο αυτό. Βεβαίως, τα διδακτικά παραδείγματα είναι πολυάριθμα. Ας περιοριστούμε λοιπόν σε μια γενική παρατήρηση. Η πολιτική εκμετάλλευση των ‘ανθρωπίνων δικαιωμάτων’, δηλαδή η χρήση τους ως μέσου πίεσης και επέμβασης, είναι αναπόδραστη ήδη λόγω του γεγονότος ότι τα τέτοια ‘δικαιώματα’ μπορούν να επιβληθούν μονάχα από τους ισχυρότερους πάνω στους ασθενέστερους, το αντίστροφο όμως είναι αδύνατον να γίνει, ούτε είναι δυνατόν στην περίπτωση αυτή να υπάρξουν οποιεσδήποτε θεσμικές ρυθμίσεις…
…Μετά την κατάρρευση της Ουτοπίας της Ανατολής η εξημερωμένη πλέον δυτική ‘Αριστερά’ έχει εγκολπωθεί την Ουτοπία της Δύσης, δηλαδή την ουτοπία μιας παγκόσμιας κοινωνίας που τείνει προς την αρμονία πάνω στη βάση των ‘ανθρωπίνων δικαιωμάτων’. Διάφοροι ‘αριστεροί’ και μάλιστα πρώην κομμουνιστές ή φιλοκομμουνιστές, επιστρατεύουν σήμερα ποικίλες εκλογικευτικές ακροβασίες προκειμένου να προσαρμόσουν την ‘προοδευτική’ τους συνείδηση στην πραγματικότητα όπως αυτή διαμορφώθηκε μετά την αμερικανική νίκη στον Ψυχρό Πόλεμο. Η παθιασμένη ομολογία πίστεως στα ‘ανθρώπινα δικαιώματα’ τους προσφέρει τη δυνατότητα να στήσουν γέφυρες συμβιβασμού ανάμεσα στο παρελθόν και στο παρόν χωρίς να εξευτελισθούν φανερά, γιατί αυτήν την ομολογία πίστεως στην ιδεολογία του πρώην εχθρού την καλύπτουν πίσω από την δήθεν εμμονή στο αρχικό ‘ανθρωπιστικό ιδεώδες’ της ‘δυτικής Αριστεράς’. Έτσι, η ίδια εκείνη ‘Αριστερά’, η οποία χτες ακόμη έπαιζε το ρόλο του ‘χρήσιμου ηλίθιου’ (Λένιν) στις διάφορες εκστρατείες ειρήνης του Κρεμλίνου και δεν υπέφερε την έκφραση ‘ανθρώπινα δικαιώματα’ όταν αυτή έβγαινε από τα χείλη του Reagan και της Thatcher –η ίδια εκείνη ‘Αριστερά’ αποτελεί σήμερα τον ‘χρήσιμο ηλίθιο’ των πολυεθνικών εταιρειών και του οικουμενιστικού αμερικανισμού. Κίνητρά της είναι η πολιτική αφέλεια και τα χειροπιαστά κοινωνικά οφέλη, αν και σε πολύ διαφορετικές δόσεις και μίξεις εκάστοτε. Βέβαια, πολλοί ‘αριστεροί’ τρέφουν ακόμα την ψευδαίσθηση ότι εκπροσωπούν την αντίθεση προς το ‘σύστημα’, μόνο και μόνο επειδή ενίοτε επικαλούνται την ιδεολογία του συστήματος ενάντια στην πραγματικότητά του. Έτσι πορίζονται τον άσπιλο μανδύα, τον οποίο κατόπιν φορούν επιδεικτικά. Όμως η ιδεολογία του συστήματος, δηλαδή η συνείδησή του, αποτελεί εξίσου μέρος του όσο αποτελεί και η πρακτική του, δηλαδή η κοιλιά του. Και υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις ότι εδώ η κοιλιά κοιμάται λιγότερο από τη συνείδηση που την κατευθύνει.
Τα ‘ανθρώπινα δικαιώματα’ είναι πολιτικό εργαλείο μέσα σε μιαν πλανητική κατάσταση, η πυκνότητα της οποίας καθιστά βέβαια απαραίτητη τη χρήση οικουμενιστικών ιδεολογημάτων, μέσα στην οποία όμως η δεσμευτική ερμηνεία των ιδεολογημάτων αυτών συνεχίζει να εναπόκειται στις διαθέσεις και στα συμφέροντα των ισχυρότερων εθνών. Τα ‘ανθρώπινα δικαιώματα’ υπόκεινται στην επαμφοτερίζουσα λογική αυτής της κατάστασης και αντικατοπτρίζουν τις αντιφάσεις και τις εντάσεις που σημαδεύουν κατά τρόπο δραματικό την παγκόσμια κοινωνία. Γι’ αυτό ο αγώνας για την ερμηνεία τους αναγκαστικά θα μετατραπεί σε έναν αγώνα μεταξύ ανθρώπων γύρω από ό,τι θεωρεί εκάστοτε ο καθένας τους ως δικό του αναφαίρετο δικαίωμα. Αυτός ο αγώνας περί ερμηνείας έχει αρχίσει από καιρό ανάμεσα σε ‘Βορρά’, ‘Νότο’ ή ‘Δύση’ και ‘Ανατολή’ και οξύνεται στο βαθμό που τα δισεκατομμύρια του ‘Νότου’ ή της ‘Ανατολής’ ερμηνεύουν όχι τυπικά, παρά υλικά τα ‘ανθρώπινα δικαιώματα’, απαιτώντας μιαν ουσιαστική ανακατανομή του παγκόσμιου πλούτου χωρίς να τους ενδιαφέρει η ηθική των χορτασμένων. Όπως η εσωτερική λογική του ‘ελεύθερου εμπορίου’, έτσι και η εσωτερική λογική των ‘ανθρωπίνων δικαιωμάτων’ θα στραφεί σύντομα εναντίον της Δύσης και τότε αυτή θα εγκαταλείψει τις σημερινές ιδεολογικές της θέσεις. Είναι βέβαια πολύ αμφίβολο αν και έτσι ακόμα, θα μπορέσει να κερδίσει τους τρομακτικούς αγώνες κατανομής, οι οποίοι θα συγκλονίσουν τον 21ο αιώνα»
Παναγιώτης Κονδύλης, Ανθρώπινα Δικαιώματα: εννοιολογική σύγχυση και πολιτική εκμετάλλευση [στην ενότητα Τα Ηθικά Επιχρίσματα της Φιλελύθερης Ουτοπίας]. Από το βιβλίο: Από τον 20ο στον 21ο αιώνα. Τομές στην πλανητική πολιτική περί το 2000. Θεμέλιο, Αθήνα, 1998
Πέμπτη 13 Ιουλίου 2023
Το παραμύθι του Αδάκρυτου
Κωστής Παλαμάς
Ο Δωδεκάλογος του Γύφτου
ΛΟΓΟΣ ΙΑ΄
ΤΟ ΠΑΡΑΜΥΘΙ ΤΟΥ ΑΔΑΚΡΥΤΟΥ
Ένα παραμύθι τη γιομίζει
της ψυχής μου τη σπηλιά,
και σκληρό είναι σα λιθάρι
και τα λόγια σου βαριά
σα μολύβι.
ένα παραμύθι με συντρίβει.
Πια δεν ξέρω, δε θυμάμαι.
το είχα κάπου εγώ ακουστό,
ή μην είμ’ εγώ που το’ ζησα,
μια φορά κι έναν καιρό;
Μα λιθάρι εσύ κι αν είσαι,
βροντοκύλησε, λιθάρι,
στης ψυχής μου τη σπηλιά.
και μολύβι, εσύ κι αν είσαι,
λιώμα γίνε μες στου γύφτου
τη φωτιά.
-Είχ’ έναν πατέρα, και είχε
μια μητέρα, ακριβογιός.
και ήταν όπως είναι τ’ άστρο
στη φουρτούνα μιας νυχτός.
Και του πήρανε δασκάλους
και τον πήγανε παντού
και του φώτισε μια γνώση
πρωτογρίκητη το νου.
Κι ένιωσε όπου νιώθουν οι άλλοι
μια καρδούλα να χτυπά,
του θεού την καταφρόνια,
του θηριού την απονιά.
Του πατέρα και της μάνας
έκραξε –ω φωνή στριγγιά!
-‘Είμ’ ο Αδάκρυτος, και θέλω!’
- ‘Να, παιδάκι μας, φλωριά!’
Και την άλλη αμέσως μέρα,
με τα χέρια του αδειανά:
-‘Είμ’ ο Αδάκρυτος, και θέλω!’
- ‘Να, παιδάκι μας, φλωριά!’
Κι ύστερ’ από λίγο, πάλε
γυρευτής, ακριβογιός:
-‘Είμ’ ο Αδάκρυτος, και δώστε!’
Και του δώσαν ένα βιός.
-‘Είμ’ ο Αδάκρυτος, και φέρτε!’
-‘Πάνε, γιε μας, τα φλωριά!’
-‘Μέσα μου μιαν άβυσσο έχω!
Θέλω!’
-‘Να παιδί μας, να!
Πάρε, σύνεργα, στρωσίδια,
ό,τι αγνάντια σου βρεθεί,
το ψωμί μας απ’ το ράφι
κι απ’ την πόρτα το καρφί’.
Και ξανάτρεξε. –‘Είμ’ ο γιός σας,
κι όλο θέλω, δεν μπορώ’.
-‘Να, παιδάκι μας, το σπίτι’.
Και το ρούφηξε κι αυτό.
Κι όταν ξαναπήγε, του είπαν
κλαίγοντας οι δυο ψυχές:
-‘Δυο κορμιά ξερά μας μείναν,
κάμε τα κι αυτά ό,τι θες’.
Και τα πήρε τράβα τράβα
στο παζάρι τα κορμιά
και στα πούλησε για σκλάβους
βασιλιά!
Απ’ τα γρόσια της μητέρας
φορεσιά αποχτά χρυσή,
και απ’ τ’ ασήμι του πατέρα
έν’ αράπικο φαρί.
Και σα φεύγανε πια οι μέρες,
και δεν είδαν να φανεί
κύρης και μητέρα οι σκλάβοι
το μονόκλωνο παιδί,
το παράπονο τους πήρε
και ξανάδωσε ο καημός
κι έγινε του τέκνου ο πόθος
δακρυοποταμός
Περνάει ο ρήγας και ρωτάει:
-‘Γιατί κλαίτε, σκλάβοι, εσείς;’
-‘Κλαίμε για τον ακριβό μας,
για τον ήλιο της αυγής,
κλαίμε για τον ακριβό μας
που μας πήγε για φλωριά
και μας πούλησε για σκλάβος
και μας πήρες βασιλιά,
και δε φάνηκε από τότες,
ω η χαρά και η παντοχή!’
Πιάνει ο ρήγας και προστάζει:
-‘Φέρτ’ εμπρός μου το παιδί!’
-‘Είσ’ εσύ του ολέθρου η φύτρα,
του γονιού σου ο χαλαστής,
και μου στέκεις καβαλάρης
με φορέματα γιορτής,
και τα δάκρυα πάντα σπέρνεις,
και ποτέ δε τάχεις;
-‘Ναι!’
Πιάνει ο ρήγας, γραφή γράφει
και του λέει: ‘Αρχοντονιέ,
πάρε τη γραφή και σύρε,
φτέρο γίνε και αστραπή,
δέκα μέρες, δέκα νύχτες,
δίχως γνώμη και πνοή,
και σταμάτησε στη χώρα
του αδερφού μου του τρανού
που μαυρολογάει στα πλάγια
του αιματόχρωμου βουνού,
δώσε τη γραφή στα χέρια
τ’ αδερφού μου του ρηγός,
και καρτέρα’.
-‘Η προσταγή σου!’
Κι έφυγε γοργός.
Όχι θέλημα ρηγάδων,
όχι σκλάβου υποταγή
με τ’ ανεμοπόδαρο άτι
σέρνει τον, ταξιδευτή.
Μέσα του μια μοίρα κάπου
αιστάνεται, τον οδηγεί
προς απάντεχο ένα τέλος,
προς μιαν άγνωρη πηγή.
Κάτι μέσα, όχι προστάζει,
τον τινάζει και τραβά
για σε ανέβασμα σα θάμα,
για σε ολόβαθα γκρεμά.
Κάμπους διάβηκε, φαράγγια,
και ποτάμια και δρυμούς,
και προσπέρασε από τόπους
άγγιχτα κι από λαούς,
κι ήτανε το πέρασμά του
σαν το πέρασμα του νου
που σε τίποτε δε στέκει
και περνάει από παντού,
μόλις ψάχνει κάθε εικόνα,
κάθε ιδέα αλαφρά αλαφρά,
κι όλα ευτύς τα παρατάει,
και γλιστράνε, περιττά,
γιατί πάει όπου μιαν έγνοια
ωκεάνια τον τραβά
να βυθίσει μια για πάντα
τ’ αβυσσόθρεφτα φτερά.
Κι όταν ήρθε από της έρημος τ’απέραντα
καβαλάρης να περάσει,
στο μαυριδερό του απάνου το άτι
με στολή ξεχώριζε χιονάτη,
και του ρήγα η προσταγή
με την κόκκινη χρυσόβουλη γραφή
χάραζε από μέσα από τον κόρφο του,
και τη νόμιζες πως ήτανε
σμαλτωμένο τάσι.
Κι όταν ήρθε από της έρημος
τ’ απέραντα να περάσει,
φύγανε στα ολόβαθα από σύγνεφα
πυρωμένα δάση,
τα κοράκια κάτι κράζανε τ’ ανήσυχα
στα κυκλογυρίσματά τους,
και ψηλάθε ξαγναντεύαν γυπαητοί.
και ταράχτη ένας μαΐστρος και μουρμούρισε
προς τα βούρλα, προς τους βάτους,
κι αποκάτου απ’ τις σταχτιές τις αψηφιές
παραμόνευαν οι οχιές,
και στον ήλιο αναγαλλιάζοντας
ακαμάτρα η σαύρα σείστηκε
κι έκραξε κι αυτή: ‘Για δες!’
Κι ήταν οι χλωρότοποι μακριά
με τα ολόλευκ’ ανθοζύμωτα χωριά.
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
Κι όταν όλα βουβαθήκαν,
όλα, στην ερμιά των όλων,
απ’ το βόγγο της γκαμήλας
ως τη δέηση του μουεζίνη.
κι όταν του απολείψαν όλα,
κι απ’ τον ανεμόσαρκο ασκητή,
και ίσα με το πέρασμα τ’ αργό
του καραβανιού που αφήνει
μια γλυκιά αρμονία μακροσυρτή
και ήχων και χρωμάτων και ίσκιων
από ταξιδεύτρες κυματόστηθες
μισοσκεπασμένες μαυρομάτες
κι από πιστικούς που ακολουθούν
στα μακριά ραβδιά τους ακουμπώντας
ακαμάτες,
κι από τη ζωή την πατριάρχισσα
που την κάνουν προς τα βράδια
πιο ιερή και πιο μακαρισμένη,
σε φλογέρες ψέλνοντάς τη
λαλητάδες πεζολάτες.
κι όταν πια δεν είχε συντροφιά
μήτε τα περάσματα τ’ αστραφτερά
των αγρίων αλόγων που περνούν
σαν κυνήγι να τους έστησε ο σιμούν,
ένιωσε στα σπλάχνα του ο Αδάκρυτος
κάποια δείλια, κάποιο νύστασμα,
και το ξύπνημα μιας Λάμιας.
κι αυτή η Λάμια ήταν η δίψα.
Κι έβγαινε από τα ποτάμια,
κι ως τα πόδια του έφερνε νεροσυρμές,
και ήταν όλα οράματα.
κι έβλεπε πηγές που ήταν αχνός
και φαντάσματ’ άπιαστα από νερομάνες.
και στα σπλάχνα του γιγάντεψε
του νερού το καρδιοχτύπι,
του νερού που όλο το νείρεται,
και που πάντα του απολείπει.
Και τ’ αράπικο τ’άλογο τότε
κατ’ αυτόν το κεφάλι γυρίζει,
και του λέει: ‘Πανηγύρι
μου είν’ ο δρόμος, φαγί μου είν’ ο λίβας,
και πιοτό μου κι ο αχνός που ανυψώνει τον
το τρανό το λιοπύρι.
Εμπιστέψου και γύρε σε μένα,
και νοητάκι είμ’ εγώ, και το μάτι
το δικό σου δε βλέπει
κάτι πέρα που εγώ τ’ αγναντεύω.
στο ξεδίψασμα πάμε, κι ακόμα ομπρός.
εκεί πάμε που πρέπει!’
Στο νοητάκι εμπιστεύεται. γέρνει,
και τραβάει, κι αντρειεύεται. Να το
το δροσάτο λιβάδι,
τα χρυσά φοινικόδεντρα πέρα,
και στο δρόμο τ’ αλόγου του ολόμπροστα
το βαθύ το πηγάδι.
Και στα σπλάχνα του μέσα είν’ η δίψα
πιο βαθιά. Μαύρο μάτι, και φτάνει
απ’ τον κόσμο τον κάτου
και γυαλίζει και βλέπει τον, μάτι
μιας ζωής που είν’ ολόμακρα ανέγγιχτη
το νερό να! μπροστά του.
Και σκοινί και σταμνί τα γυρεύει
για μια στάλα νερό, και δε βρίσκει
το νερό πώς να πιάσει.
και του λέει τ’ άλογό του: ‘Θυμήσου
το χρυσόβουλο απάνου στον κόρφο σου
που φαντάζει σαν τάσι’.
Το χρυσόβουλο αδράχνει, κι εκείνο
ξετυλίγεται, ανοίγει, και λόγια
του χτυπάνε γραμμένα:
‘Σκότωσέ τον νιό που σου φέρνει
το πιττάκι. τον ξέρασε η κόλαση
και τον έστειλ’ εμένα.
Καταπάνου του θέλω να γγίξω,
κι είμαι ανήμπορος. Πές μου! ποιος είναι,
και να τρέμω με κάνει;
Δε λυγάει το δικός σου το χέρι
καμιά δύναμη. τρέξε. απ’ το χέρι σου,
αδερφέ μου, ας πεθάνει!’
Τον αφέντη αλλού φέρνει, εκεί όπου
σε ποτάμια γυρτή και σε λίμνες
καστροπύργωτη χώρα
σιδερόντυτη αστράφτει στον ήλιο,
τα πλατιά τ’ ουρανού φοβερίζοντας.
και του λέει: ‘Στάσου τώρα!’
Και της χώρας κυβερνήτης
ήταν ένας βασιλιάς
κι είχε κόρη την Αγέλαστη,
και την είχε απ’την αγάπη
κάποιας ζωτικιάς.
Κι ήταν όμορφη ως ο τίγρης
κι όμορφη ως η αστραπή,
κι ήταν όμορφη ως η θάλασσα
και σαν όλα που πνοή τους
η καταστροφή.
Κι ήταν ήσυχη σαν όλα
τα βαθιά και τα σκληρά,
σαν το μπλάβο τ’άδειο απάνου μας,
σαν το μάρμαρο στον ήλιο
που λαμποκοπά.
Κι απ’τη μάνα της νου πήρε,
νου και κείνη ξωτικό,
και ξηγούσε και τ’αξήγητα,
σα να μην της είχε η πλάση
τίποτε κρυφό.
Κι όποιος έβλεπε την όψη
της Αγέλαστης κυράς,
λαβωμένος απ’τον Έρωτα
κι απ’το Χάρο λαβωμένος
έπεφτε με μιας.
Κι ο πατέρας της προστάζει
Βασιλιάς και διαλαλεί:
‘Όποιος θέλει την Αγέλαστη,
καλώς να’ρθει, όποιος κι αν είναι,
κι από κάθε γη.
Φτάνει μόνο να γνωρίζει,
φτάνει να της πει
κάποιο ξένο παραμάντεμα
που δεν μπόρεσε ως την ώρα
να’βρει ξηγητή.
Κι αν η κόρη το ξηγήσει,
πάει, ξεγράφτηκε ο γαμπρός.
κι αν εκείνη δεν μαντέψει το,
τότε αυτός δικός της άντρας
και δικός μου ο γιός’.
Τρέξανε τα παλληκάρια,
και τα νιάτα από παντού
και πεζοί και καβαλάρηδες,
και του θρόνου τα καμάρια
και του χρυσαφιού.
Κι ήρθαν Μάγοι απ’τους Χαλδαίους
κι απ’το Νείλο λειτουργοί,
και διδάχοι του Εφταποτάμου,
και σοφοί από την Ελλάδα
την αρμονική.
Μαντολόγοι και προφήτες
και ηρώοι και ραψωδοί
και οι αφροί και τ’ανθοβλάσταρα,
κι ήρθαν ως κι από τη Θούλα
την ολακρινή.
Και τ’αξήγητα της φέραν
και τ’αμάντευτα οι γαμπροί,
κι όσα οι σφίγγες κι όσα οι σίβυλλες.
και δεν έμεινε κανένα
που να μην το βρει.
Και τα στόματα που ανοίγαν
σε χρησμούς και σε ρητά,
τα σφαλούσε ο μπόγιας πίσω της.
κι η μαντεύτρα η καταλύτρα
πάταε σε κορμιά.
Και η μαντεύτρα η καταλύτρα
σα μια πλάση ήταν χλωρή,
σα μια πλάση ηλιοφεγγόβολη
στους βυθούς της που φωλιάζαν
λάβες και σεισμοί.
Μα ξημέρωσε και η μέρα,
και της Μοίρας διαλεχτός
καβαλάρης να κι ο Αδάκρυτος,
της Αγέλαστης κι εκείνος
γυρευτής γαμπρός.
Να κι ο Αδάκρυτος μπροστά της,
να γαμπρός και να κριτής!
Κι εσύ Αγέλαστη, προσμένεις
να τον καταπιείς.
Και τα μάτια σου σαν τρύπες
δείχνονται βαθιές,
μέσα τους του Άδη οι φλόγες,
κι από μέσα τους οι ζωές,
όλες οι ζωές των άξιων
που τις έσβησες εσύ
στην παρθένα σου όψη χύνουν
Μέδουσας πνοή.
Αλλ’ ο Αδάκρυτος δεν βλέπει,
κι αν τα βλέπει τ’αψηφά.
και το στόμα του σαλεύει,
το αίνιγμα ξεσπά:
‘Στον Πατέρα καβάλα,
τη μητέρα μου φορώ,
κι ήπια, για να ξεδιψάσω
με το Χάρο μου νερό!’
Κι εσύ Αγέλαστη, κερώνεις,
και απορείς και δεν μπορείς,
και είν’αξήγητος ο λόγος,
και ήρθε ο νικητής.
Και για πρώτη φορά κάτι,
σάμπως χέρι αφεντικό,
σου τ’αδράχνει το κορμί σου
το βασιλικό.
Το αίνιγμα ξαφνίζει εσένα,
τ’άλυτο, και γονατάς,
ή ο αμάντευτος λεβέντης
σ’έγειρε, και πάς;
Κι όπως πίσω σου τον μπόγια
τον κρατάς ξεσπαθωτό,
πίσω του κι αυτός κρατώντας
πιο τρομαχτικό
κάποιον πόθο μακελλάρη,
κατά σένα τον τραβά
να σου πάρει όση κι αν κρύβεις
χάρη ξωτικιά.
Και σπαράζεις και φωνάζεις:
‘Βασιλιά πατέρα, ωιμέ!
είμ’ η Αγέλαστη για κείνον,
κι είν’αυτός για με!’
Τ’αντρειωμένο το ζευγάρι
σε κρεβάτι ερωτικό
κάτι αχόρταγο το σμίγει
σαν τ’αγρίμια στο δρυμό.
Και τα λόγια αντιλαλήσαν
τ’αξεδιάλυτα οι σπηλιές
και του γάμου τους τραγούδι
το’ψαλλαν οι κοπελιές:
Στον Πατέρα μου καβάλα,
τη μητέρα μου φορώ,
κι ήπια, για να ξεδιψάσω,
με το Χάρο μου νερό.
-Μας προσμένει ο πατέρας, καλέ μου,
και στεφάνια ο λαός του σου πλέκει,
κι αγιοκέρια σ’ανάφτει.
-Χλιμιντράει τ’άλογό μου, καλή μου,
και του δρόμου τα μάκρη τα ορέγεται
κι ανυπόμονα σκάφτει.
-Μας προσμένει ένας θρόνος, καλέ μου,
του πολέμου τα κέρατα ηχούνε,
της ειρήνης οι λύρες.
-Μας προσμένουν ταξίδια, καλή μου,
στις ερμιές από κόσμους απάτητους
με πρωτόγραφτες μοίρες.
-Την αγέλαστη πλάση, καλέ μου,
στάσου εδώ να τη σπείρουμε οι δυό μας,
που μ’εμένα θα μοιάσει.
-Των αδάκρυτων πάμε, καλή μου,
κάπου εκεί τη φυλή να γεννήσουμε
που θ’αλλάξει την πλάση.
Για να φτάσω στην άφταστη γέννα
την καρδιά μου την έκαμα πέτρα,
την ψυχή κοιμητήρι,
το νου σαΐτα, τη θέληση λάμια,
κι όλα τα’φαγα εγώ πρωταρχίζοντας
από μάνα και κύρη.
Στους γονιούς μου τους γέρους που σβήσαν
ευλογώντας το γιό τους τον μπόγια
πάμε τάφο να υψώσω.
Και του ρήγα του αλλόφυλλου πάμε,
το δικό μου το μνήμα που γύρεψε,
μνήμα εγώ να του δώσω!
-Ποιος μπροστά μου στηλώνεται;
-Εγώ είμαι. το δικό μου ονειρεύτης χαμό,
κι όμως να’μαι! Δεν έστερξε τ’όνειρο,
απ’τον Άδη δεν έφυγα εγώ.
Βασιλιά, κατά σένα γυρίζω,
της εκδίκησης ήρθα σπαθί,
την Αγέλαστη φέρνει ο Αδάκρυτος,
ταιριασμένοι του ολέθρου οι θεοί.
Στόμα, σώπα, μίλα μαχαίρι!...
Να! μπροστά μου συρμένος, νεκρός…
Κι ο λαός του σκυφτός τη κορώνα του
μου προσφέρει, κιοτήδων λαός.
Δεν τη θέλω. Δεν ήρθα να γίνω
σε ραγιάδες ραγιάς βασιλιάς.
Ο λαός μου είν’αλλού. Τώρα θρόνος μου
το κοντρί στα πλατιά της ερμιάς.
Στης καλής μου τα σπλάχνα σαλεύει
μιας χιλιόζωης ο σπόρος ζωής.
Είμαι η σάλπιγγα εγώ μιας ανάστασης
κι είμαι η σκάλα που αρχίζει απ΄τη γης
και που χάνεται πέρα από τ’άστρα.
μιας σοφίας το χέρι είμ’εγώ,
κι αν ο Αδάκρυτος είμαι, είμ’ ο αθόλωτος,
η ματιά μου τρυπάει τον Καιρό.
Κι η απονιά κι η σκληρότη μου πόδια
για να φτάνω σωστά και γοργά.
και πατέρα και μάνα τους πούλησα
από πείνα ιερή μυστικιά.
Κι αν εμένα με διώχνει η κατάρα,
κι αν το κρίμα με δέρνει, και τι;
Πατητάδες, πατάτε με αλύπητα,
για να γίνει τ’αγνό το κρασί!
Είμ’ εγώ πατριάρχης του Γένους
που άσμιχτο, ανέγγιχτο, πάντολμο, ξένο
πάει, περνάει και δε μένει,
κι απαράλλαχτο πάντα φαντάζει,
και του κόσμου μεγάλο κάποιο άλλαμα,
σε νυχτέρι υφαντής, αργοϋφαίνει.
Απ’ το είναι του κι απ’ την ορμή του
θα τα σπείρει παντού τα σημάδια
του δικού του τού διάβα.
λίγο λίγο η χαρά θα φουντώσει
του σκληρού, του γερού και τ’ αδάκρυτου,
όπου χαύνη ζωή κι όπου σκλάβα.
Μες στους γύρους των κύκλων τα πάντα
φεύγουν, έρχοντ’, αλλάζουν, είν’ ίδια.
και μια μέρα θα φτάσει
ραγισμού και σεισμού για τα πάντα,
και, ω παιδιά μου, εσείς μόνο θα μένετε
ορθοί στύλοι, κρατώντας την πλάση!
***