Σάββατο 21 Νοεμβρίου 2015

Η δίψα για εκείνο που κρύβεται…


Αν πριν από τριάντα χρόνια, κάποιος μου ζητούσε μια καλή συμβουλή – κι επέμενε φορτικά, είναι η αλήθεια – θα του’λεγα: Πάψε να σκέφτεσαι και πιάσε να διαβάζεις. Και π ιο πολύ: Να μελετάς έπειτα εκείνο που διάβασες. Και τελικά: Την τρίτη φορά, κράτα και σημειώσεις. Κι αν έχεις την πολυτέλεια του χρόνου, στοχάσου κιόλας. Ναι, ίσως έτσι να κατέληγα. Δεν είμαι καθόλου βέβαιος αν θα είχα αυτό το ύφος πάντως αυτό θα ήταν το νόημα. Η ‘κεντρική ιδέα’ που λέγαν και οι δάσκαλοι της εποχής μου.

Αν σήμερα μου ζητούσε – πάλι πιεστικά και πιο πολύ τούτη τη φορά – μια ανάλογη συμβουλή – ‘καλής πνευματικής υγείας’ να την πω – θα ήταν: Κόψε το διάβασμα και πιάσε να στοχάζεσαι. Το πάψε να σκέφτεσαι δεν θα το άλλαζα. Γιατί άλλο πράγμα η σκέψη κι άλλο ο στοχασμός. Από σκέψεις δεν πάσχουμε. Ο νους έτσι κι αλλιώς στον τομέα αυτό λειτουργεί όπως το έντερο με τον περισσευούμενο εγκλωβισμένο αέρα. Τον αποβάλλει με τις γνωστές ηχητικές και… οσμηρές συνέπειες.

Τι γίνεται όμως με το στοχασμό; Που είναι το διαμάντι που έχει περάσει από χίλια κύματα για να πάρει τις γωνίες και τις έδρες του και την καθαρότητά του; Άνθρακα τον βρίσκεις στα έγκατα της γης και υπέρλαμπρο στολίδι γίνεται μια μέρα που το βλέπεις και το θαυμάζεις. Και παίρνει το φως από τη μια και στο δίνει αυτοκρατορικό ουράνιο τόξο από την άλλη. Φως κι έτσι κι αλλιώς. Όμως και όχι. Γιατί ο στοχασμός ό,τι προσλαμβάνει ακατέργαστο, θολούρα κι ίσκιο, το μεταβολίζει σε φάσμα χρωμάτων και λαμπερή βεντάλια που είναι ικανή σε μεταμορφώσει και μόνο με την ομορφιά της. Έτσι θα του’λεγα λοιπόν όποιου ζητούσε κάποια συμβουλή καλά και σώνει: Κάνε τη σκέψη σου ομορφιά και η ομορφιά θα σε σώσει, για να θυμηθούμε και τον μέγα Φίοντορ.

Κι ακόμα: Πρόσεχε πολύ με ό,τι διαβάζεις και κυρίως, με ό,τι μηρυκάζεις.

Ναι, το’γραψα κιόλας κάποια χρόνια πριν σε μιαν ανάρτηση κι αισθάνθηκα πως ζορίστηκαν αρκετοί και άλλοι το είδαν πολύ ευνοϊκά κι έξυσαν το κεφάλι τους. Η μεγαλύτερη ευεργεσία που έκανα κάποτε στον εαυτό μου ήταν που έκοψα το διάβασμα, λέει κάπου ο Νίτσε. Όλα αυτά τα ξένα εγώ είχαν καταπλακώσει το δικό μου και δεν έπαιρνα ανάσα. Και ξαφνικά, σήκωσα ξανά κεφάλι κάτω απ’τις πλάκες! Δεν λέω πως φτάσαμε ή θα φτάσουμε ποτέ στα ύψη και στα βάθη που άγγιξε ο γίγαντας αυτός αλλά και τι μας νοιάζει; Μήπως και τα δικά μας βάθη και ύψη είναι λίγα; Μου αρέσει που πολλές φορές αναρωτιόμαστε για τον Πλάτωνα, το Μαρξ και το Νίτσε και στα δικά μας τα νερά είμαστε ακόμα στα ρηχά. Έξω – έξω, εκεί που… πατώνουμε και δεν τολμάμε να ξανοιχτούμε μπας και πνιγούμε.

Άγνωστα τα πελάγη και οι κορυφές απάτητες του δικού μας πλανήτη και θέλουμε να κατανοήσουμε την παγκόσμια φιλοσοφία και τα ξένα σύμπαντα σε βάθος και σε πλάτος! Αν δεν είναι πράξη ύστατης διαφυγής και έσχατης δειλίας αυτό τότε τι είναι;

Γιατί νομίζω δεν είναι από τεμπελιά που αποφεύγουμε το στοχασμό. Είναι από δειλία. Να το παραδεχθούμε κάποια μέρα θα προσφέρουμε δωρεά στον εαυτό μας.

Μοιάζουμε δηλαδή με κείνον που λαχταράει τη θάλασσα αλλά δεν ξέρει να κολυμπάει. Βλέπει αλλά δεν τολμά. Ορέγεται αλλά δεν γεύεται. Κι αυτό από φόβο και δειλία, ίσως ακόμα και από δέος. Κι έτσι μένει στην ακρογιαλιά καιρούς ολόκληρους, ‘αδρανής και ατόφιος’.

Ας πούμε ότι το διάβασμα αυτό μπορεί να σου προσφέρει: ένα σπρώξιμο να πέσεις κι ας μην ξέρεις να κολυμπάς! Το διάβασμα σε προγυμνάζει, σε ετοιμάζει και τελικά σου δίνει τη σπρωξιά να πέσεις. Όμως, το κολύμπι - και αργότερα η βουτιά στα βαθιά- είναι δική σου υπόθεση. Γιατί το να είσαι με το νερό ως τα γόνατα δεν είναι η λύση.

Έχεις μπροστά σου τη μεγάλη πρόκληση κι εσύ απλά δροσίζεσαι. Αν δεν γευτείς το βίωμα ως τα εσώτερά σου μένεις με την αίσθηση μονάχα. Και ζηλεύεις και μισείς ακόμα όσους το απετόλμησαν.

Όμως, το ξέρεις, στα βάθη είναι η αλήθεια κι όχι στο πλατσούρισμα και στις διαφυγές των παιχνιδιών στα αβαθή και στα στεγνά. Και η δίψα για την αλήθεια είναι πιο βασανιστική κι απ’αυτή του σώματος που χωρίς νερό, αφυδατωμένο, νεκρώνεται σε μια βδομάδα. Η δίψα για εκείνο που κρύβεται εκεί και σε καλεί από τότε που σαρκώθηκες. Και δεν θα πάψει ποτέ να σε καλεί ν’αφήσεις τις ασφάλειες της παραλίας.

Με ρίσκο βέβαια, με κίνδυνο μα περισσότερο με την υπόσχεση επιτέλους, να βιώσεις, τελικά…
να ζήσεις!

Μα τότε, θα μου συμπληρώσεις, η ωραία συμβουλή αλλάζει: Πάψε να στοχάζεσαι και ζήσε!

Κι έτσι είναι, πώς αλλιώς!

Με τη διαφορά πως όποιος έχει φτάσει σε τούτο το κατώφλι, δεν έχει ανάγκη από συμβουλές και γνώμες και απόψεις.
Μονάχα βιώνει ολόκληρος

Και σιωπά…


Νοε2015

Τρίτη 17 Νοεμβρίου 2015

Amor fati


Κι έτσι λοιπόν βρίσκομαι εδώ
Μονάχος
Απέναντι στο Όλο

Τι έμελλε να γίνω
το αγνοώ

βούτηξα στον ποταμό
του σκοτεινού Εφέσιου
κι αλλιώτικος βγήκα
στην απέναντι όχθη

κι όμως
ξανά ο ίδιος
τον άκουσα να λέει θυμωμένος

Τι σκόπευα να γίνω
ακόμη το αγνοώ

Και δεν θυμάμαι
αν κάποτε σκεφτόμουν

Όσο που τέντωνα το τόξο
για να δοκιμάσω
της χορδής τη γενναιότητα
όχι γιατί έπρεπε να σπάσω πρώτα
κι έπειτα να τεντωθώ ξανά
μα γιατί η δύναμη τυραννιέται μόνον
από εκείνον που τη δυναστεύει

Λοιπόν ο Ιθακήσιος βασιλιάς
καλά το είχε στοχαστεί
και ντροπαλός εστάθη
μπροστα στη Ναυσικά

από το βλέμμα του
κρατώ ένα νεύμα
ψίθυρος αύρας βραδυνής
σ' ερημικό ακρογιάλι

Γιατί στη συστολή την κερδισμένη
στο εργαστήρι της σιωπής
η αποκοτιά κλίνει το γόνυ
αφού μπροστά της ορθώνεται η σοφία

Τι μου έπρεπε να γίνω
αδιαφορώ

Αφρόντιστος μια μέρα
όρμηξα στον ποταμό του Εφέσιου μονώτη
άλλος που μπήκα στο ανήλικο νερό
κι άλλος που βγήκα
στην αρχαία όχθη

κι όμως
τον άκουσα να λέει

ο ίδιος πάντα


Νοε2015

Τρίτη 10 Νοεμβρίου 2015

Γκαθέλα του σκοτεινού θανάτου



Θέλω να κοιμηθώ τον ύπνο των μήλων,
ν'απομακρυνθώ απ'των κοιμητήριων την ταραχή.
Θέλω να κοιμηθώ τον ύπνο του παιδιού εκείνου
πούθελε την καρδιά του να σταματήσει στη θάλασσα την ανοιχτή

Δε θέλω να μου επαναλαμβάνουν πως οι νεκροί δεν χάνουν το αίμα
πως το σαπισμένο το στόμα ξακολουθάει να ζητάει νερό.
Δε θέλω να μαθαίνω τα μαρτύρια που δίνει η χλόη,
μήτε του φεγγαριού με το φιδίσιο το στόμα
που ενεργεί πριν από την αυγή.

Θέλω να κοιμηθώ μια στιγμή,
μια στιγμή, ένα λεφτό, έναν αιώνα
μα όλοι να ξέρουν πως δεν πέθανα εγώ
πως είναι ένας στάβλος από χρυσάφι στα χείλια μου
πως είμαι ο μικρός φίλος του ανέμου του δυτικού
πως είμαι ο απέραντος ίσκιος των δακρύων μου.

Σκέπασέ με την αυγή μ'ένα βέλο,
επειδή θα μου ρίξει από μυρμήγκια μαχαίρια,
και τα παπούτσια μου μούσκεψε με σκληρό νερό
για να γλιστρήσει του σκορπιού της η τσιμπίδα.

Επειδή θέλω να κοιμηθώ τον ύπνο των μήλων
για να μάθω ένα λυγμό που να με καθαρίσει απ'το χώμα
επειδή θέλω να ζήσω μ'εκείνο το σκοτεινό παιδί
πούθελε την καρδιά του να σταματήσει στη θάλασσα την ανοιχτή.

Φ.Γ. Λόρκα