Παρασκευή 26 Αυγούστου 2016

πριν τη δύση του κόσμου...



...ανταμωθήκαμε πριν τη δύση του κόσμου... αυτού του μεγάλου κόσμου που δεν τον διαλέξαμε αλλά μας γέννησε και μας άφησε έκθετους με έναν σπηλαιώδη αρχέγονο τρόμο να κυλάει στα κύτταρά μας... κι όμως εσύ, δεν είχες ποτέ τούτο το φόβο στα μάτια σου... το βλέμμα σου είχε την μελαγχολική ησυχία της καλοκαιρινής νύχτας κι έμοιαζε με το βάδισμά σου... με κάθε σου βήμα ένιωθα πως γεφυρώνεις τα ορατά με τα αόρατα... με κάθε σου βήμα, αισθανόμουν πως ως και ο χρόνος υποκλινόταν και σε ακολουθούσε... με κάθε σου βήμα δεν απομακρυνόσουν από κάτι μα πάντα, ζύγωνες τα πάντα... κι έμοιαζε το βλέμμα σου με το άγγιγμά σου... αισθανόμουν πως όλα περίμεναν τα δάχτυλά σου για να ορθώσουν ανάστημα, να διεκδικήσουν το χώρο τους, να λάμψουν τα χρώματά τους, να ανθίσουν... κι έμοιαζε το βλέμμα σου με την ανάσα σου... ήταν η πρωτανάσα της Δημιουργίας, η σπλαχνική, ζεστή πνοή που φιλιώνει τη βροχή με το χώμα και τη ροή του αφρισμένου έφηβου ποταμιού με την μεγάλη αγκαλιά της αρχαίας θάλασσας...

...ανταμωθήκαμε, για λίγο μονάχα, πριν τη δύση αυτού του απέραντου κόσμου... ενός κόσμου που δεν τον ζητήσαμε και δεν τον προσδοκούσαμε... κι όμως βρεθήκαμε κάτω απ'τον καυτό του ήλιο... απροστάτευτοι ως και από τους λογισμούς μας... ανυπόδητοι και πένητες... ελεύθεροι μονάχα να γνωρίζουμε το πέρας και όχι την αρχή...

...και ο έρωτας που κάποια μέρα μας μέθυσε κι έπαιξε για λίγο με τα σώματα και τα μυαλά μας, δεν άφησε παρά μονάχα ναούς ρημαγμένους πίσω του... κίονες θαμμένους στην άμμο, πλάκες με ακατανόητα ιερογλυφικά, γραφές του είναι που πια κανείς δεν μπορεί να μεταφράσει...

...και τα μεγάλα, μοναχικά μας βράδια, ταξιδεύουμε... περιπλανόμαστε σε κείνες τις περιοχές του Αχανούς που ίσως κάποτε αξιωθούμε να γνωρίσουμε... ονειρευόμαστε με τα μάτια ορθάνοιχτα και την καρδιά να βροντάει... και περιμένουμε... τον μεγάλο αυτό κόσμο να ξαναγίνει ένας μικρός σβώλος, ένας κόκκος αστρόσκονης που δεν θα έχει κρατήσει τίποτε απ'τον παλιό κόσμο...

...αλλά θα υπόσχεται τη γέννηση ενός καινούργιου! 

empty world by nileshwoosye

 

Τετάρτη 24 Αυγούστου 2016

Εκείνο που σκοτώσαμε το πενθούμε μόνο εμείς...



(Πολλά είχαν προηγηθεί… συζητήσεις, σιωπές, βλέμματα αθώα, βλέμματα ένοχα… αδιάφορο… στην αληθινή ζωή ‘δραματουργική συνέχεια’ δεν υπάρχει…)


Ευτυχώς η ποίηση δεν έχει ανάγκη τους ποιητές, της είπα και αρνήθηκα να την κοιτάξω στα μάτια. Δεν λέω πως απέφυγα απλώς. Γιατί είναι φορές που το βλέμμα στερεώνει την αλήθεια βαθύτερα απ’το λόγο ή το άγγιγμα ακόμη.

Και δεν αντέχεται…

Η ποίηση είναι ένας ολόκληρος κόσμος.

Ή μάλλον, είναι ο ίδιος ο πρώτος Κόσμος που γέννησε όλους τους κόσμους.

Κι ο κόσμος δεν έχει ανάγκη κανέναν από μας… υπήρχε πριν και θα υπάρχει μετά… έστω και σακατεμένος… γιατί τον παραλάβαμε καθαρότερο απ’όσο θα τον παραδώσουμε… τον παραλάβαμε αγνό και τον μολύναμε… τον παραλάβαμε όμορφο και τον ασχημύναμε… είναι ντροπή να σκεφτόμαστε πως υπάρχουμε εμείς και ο κόσμος… στην ουσία υπάρχει μόνον ο Κόσμος… εμείς είμαστε ένα θλιβερό και ρυπογόνο συστατικό του… ένα εξελικτικό λάθος, μια νοσηρή εξαλλαγή, ένα καρκίνωμα… γι αυτό και θ’αφανιστούμε σύντομα και η Φύση θα γιορτάζει.

Δεν έλεγε τίποτε μονάχα με άκουγε σκεπτική. Ξέρω πως είναι αυτό. Σκεπτικός θα πει, αναλογίζομαι και ανασυγκροτώ κάθε στιγμή τον ίδιο τον εαυτό μου… σαν ένα ολόγραμμα που τρεμοπαίζει και ξαναδυναμώνει… χάνεται κι έρχεται κάθε στιγμή.

Ποτέ δεν είμαστε εδώ ή εκεί… σταθερά, ολόκληροι, άρτιοι… το σώμα ίσως… μα η καρδιά είναι αλλού και ο νους κάπου αλλού… ολόκληροι κι ευθυγραμμισμένοι δεν είμαστε ποτέ… δεν θα το αντέχαμε… θα μας συνέτριβε…

Μοιάζουμε καμιά φορά με το φονιά που στέκεται πάνω απ’το θύμα του και κλαίει… πέρασε τη γραμμή που δεν έχει γυρισμό… διέπραξε το έγκλημα… και θρηνεί όχι για το αμετάκλητο και φρικώδες της πράξης του αλλά για τη μοναξιά του… πενθεί για τον ίδιο που στη γωνιά τον περιμένει ένας άλλος θάνατος… ο δικός του… γιατί δεν είμαστε ούτε παρόντες ούτε ζωντανοί… Νομίζουμε πως είμαστε ζωντανοί…

Κάποια κομμάτια μας έχουν ήδη πεθάνει… εμείς τα σκοτώσαμε… και μόνο εμείς μπορούμε να θρηνούμε γι αυτά…

Περπατούσαμε στον κατηφορικό δρόμο για το σπίτι. Η νύχτα ήταν υγρή, αφιλόξενη, γεμάτη κιόλας με την επόμενη μέρα…

Δευτέρα 22 Αυγούστου 2016



Polaris
Χάουαρντ Φίλιπς Λάβκραφτ


αναδημοσιεύω από



Σ
τὸ βορεινὸ παράθυρο τοῦ δωματίου μου φεγγοβολεῖ, μὲ φῶς ἀπόκοσμον, ὁ Πολικὸς ἀστέρας. Λάμπει ἐκεῖ καθ’ ὅλη τὴν διάρκεια τῶν μακρόσυρτων διαβολικῶν ὡρῶν τοῦ νυχίου σκότους. Καὶ κατὰ τὸ φθινόπωρο, ποὺ οἱ βοριᾶδες καταριῶνται καὶ ὀλολύζουν καὶ τὰ δέντρα τοῦ βάλτου, μὲ τὰ κοκκινωπὰ φύλλα, συνομιλοῦν ψιθυριστά, ὑπὸ τὴν κερασφόρο φθίνουσα σελήνη, τὶς μικρὲς ὧρες τοῦ πρωϊνοῦ, κάθομαι κοντὰ στὸ παραθυρόφυλλο καὶ παρατηρῶ τὸ ἄστρο. Ψηλὰ ἀπὸ τὰ χάη τρεκλίζει ἡ λαμπρὴ Κασσιόπη καθὼς οἱ ὧρες προχωροῦν ἀργά, ἐνῷ  ὁ ἀστερισμὸς Τσὰρλς Γουέιν πορεύεται βαριά, πίσω ἀπὸ τὰ μουλιασμένα καὶ ἀτμίζοντα δέντρα τοῦ βάλτου ποὺ λικνίζονται στὸ νυχτερινὸ ἀγέρι.  Μόλις πρὶν τὴν αὐγὴ ὁ Ἀρκτοῦρος τρεμοπαίζει, ῥόδινος, πάνωθε τοῦ κοιμητηρίου στὸν χαμηλὸ λοφίσκο, καὶ ἡ Κόμη τῆς Βερενίκης ῥίχνει ἀλλόκοτα τὸ τρέμιο φῶς της πέρα, κατὰ τὴν μυστηριώδη ἀνατολή. Ὅμως ἀκόμα ὁ Πολικὸς ἀστέρας κοιτᾷ μοχθηρὰ ἀπὸ τὸ ἴδιο σημεῖο τοῦ μαύρου θόλου, τρεμοπαίζοντας ἀποτρόπαια, ὡς ὀφθαλμὸς παράφρονα παρατηρητῆ ποὺ παλεύει νὰ μεταφέρῃ κάποιο παράξενο μήνυμα, ἀλλὰ δὲν ἀνακαλεῖ στὴν μνήμη τίποτα, ἐκτὸς τοῦ ὅτι κάποτε εἶχε ἕνα μήνυμα νὰ μεταφέρῃ. Κάποιες φορές, σὰν εἶναι συννεφιά, μπορῶ καὶ κοιμοῦμαι.
     Καθαρὰ θυμοῦμαι τὴν νύχτα τῆς μεγάλης Ἠοῦς, ὅταν πάνω ἀπ’ τὸν βάλτο ταλαντεύθηκαν τρομακτικὲς ἀκτινόμορφες λάμψεις ἑνὸς δαιμονικοῦ φωτός. Μετὰ ἀπὸ τὴν φωτοδέσμη συννέφιασε καὶ τότε ἀποκοιμήθηκα.
      Ἦταν πάλι ὑπὸ τὴν κερασφόρο φθίνουσα σελήνη ὅταν πρωταντίκρυσα τὴν πόλι. Ἀκίνητη καὶ νυσταγμένη κειτόταν, ἐπὶ ἑνὸς ἰδιότυπου ὑψιπέδου ποὺ ἐκτεινόταν σ’ ἕνα κοίλωμα μεταξὺ παράξενων κορυφῶν. Ἀπὸ μάρμαρο νεκρικῆς ὠχρότητας ἦσαν τὰ τείχη καὶ οἱ πύργοι της, οἱ στῦλοι, οἱ θόλοι καὶ τὰ πεζοδρόμια. Στὶς μαρμάρινες ὁδοὺς ὑπῆρχαν μαρμάρινοι κίονες ποὺ κατέληγαν σὲ κιονόκρανα μὲ τὶς ἀνάγλυφες μορφὲς ἀξιοσέβαστων γενειοφόρων ἀνδρῶν. Ἡ ἀτμόσφαιρα ἦταν θερμὴ κι’ ἐπικρατοῦσε ἄπνοια. Καὶ ὑψηλά, μόλις δέκα μοῖρες ἀπ’ τὸ ζενίθ, ἔλαμπε κεῖνος ὁ παρατηρητής, ὁ Πολικὸς ἀστέρας. Ἐπὶ μακρὸν ἀτένισα πρὸς τὴν πόλι μὰ δὲν ξημέρωσε. Ὅταν ὁ ἐρυθρὸς Ἀλδεβαράν, ποὺ τρεμόπαιζε χαμηλὰ στὸν οὐρανὸ ἀλλὰ δὲν ἔδυε ποτέ, εἶχε διανύσει ἀργόσυρτα τὸ ἓν τέταρτον τῆς πορείας του γύρω ἀπ’ τὸν ὁρίζοντα, εἶδα κίνησι καὶ φῶτα στὰ σπίτια καὶ στοὺς δρόμους. Μορφὲς ἰδιόῤῥυθμα ντυμένες ἀλλὰ συνάμα εὐγενεῖς καὶ οἰκεῖες κυκλοφοροῦσαν ἔξω καὶ ὑπὸ τὴν κερασφόρο φθίνουσα σελήνη ἄνθρωποι ἔλεγαν σοφίες σὲ μιὰ γλῶσσα ποὺ κατανοοῦσα, ὡστόσο δὲν θύμιζε καμμία γλῶσσα ἀπ’ ὅσες γνώριζα. Καὶ ὅταν ὁ ἐρυθρὸς Ἀλδεβαρὰν εἶχε διανύσει ἀργόσυρτα περισσότερο ἀπὸ τὸ ἥμισυ τῆς πορείας του γύρω ἀπ’ τὸν ὁρίζοντα, ἐπικράτησε πάλι σκότος καὶ σιωπή.
      Ὅταν ξύπνησα δὲν ἤμουν σὰν πρῶτα. Εἶχε ἐντυπωθῆ στὴν μνήμη μου τὸ ὅραμα τῆς πόλεως καὶ μέσα στὴν ψυχή μου εἶχε ἀναδυθῆ καὶ μιὰ ἄλλη ἀπροσδιόριστη ἀνάμνησι, γιὰ τῆς ὁποίας τὴν φύσι δὲν ἤμουν τότε βέβαιος. Ἔκτοτε, τὶς συννεφιασμένες βραδιὲς ποὺ μ’ ἔπιανε ὕπνος, ἔβλεπα τὴν πόλι συχνά. Πότε ὑπὸ τὴν κερασφόρο φθίνουσα σελήνη καὶ πότε ὑπὸ τὶς καυτὲς κίτρινες ἀκτῖνες ἑνὸς ἥλιου ποὺ δὲν ἔδυε, ὅμως περιστρεφόταν χαμηλὰ γύρω  ἀπ’ τὸν ὁρίζοντα. Καὶ τὶς νύχτες μὲ ξαστεριὰ ὁ Πολικὸς ἀστέρας κοιτοῦσε μοχθηρά, ὅσο ποτὲ ἄλλοτε.
      Σταδιακὰ κατέληξα ν’ ἀναρωτιέμαι περὶ τῆς θέσεώς μου στὴν πόλι τοῦ ἰδιότυπου ὑψιπέδου, μεταξὺ τῶν παράξενων κορυφῶν.  Ἱκανοποιημένος, στὴν ἀρχή, νὰ ἐξετάζω τὸ τοπίο ὡς ἀσώματη παρουσία ἀμέτοχου παρατηρητῆ, πλέον ἐπιθυμοῦσα νὰ ὁρίσω τὴν σχέσι μου μ’ αὐτὴν καὶ νὰ διατυπώσω κι’ ἐγὼ τὶς σκέψεις μου, ὡς ἕνας ἀπ’ τοὺς ἀξιοσέβαστους ἄνδρες ποὺ συνωμιλοῦσαν καθημερινὰ στὶς δημόσιες πλατεῖες. Εἶπα στὸν ἑαυτό μου, «Αὐτὸ δὲν εἶναι ὄνειρο, γιατὶ μὲ ποιούς τρόπους μπορῶ ν’ ἀποδείξω, περισσότερο ἀπὸ τούτη, τὴν ἁπτὴ πραγματικότητα τῆς ἄλλης ζωῆς στὸ λιθόκτιστο σπίτι, νοτίως τοῦ δαιμονικοῦ βάλτου καὶ τοῦ κοιμητηρίου στὸν χαμηλὸ λοφίσκο, ὅπου ὁ Πολικὸς ἀστέρας κοιτᾷ μὲ περιέργεια μέσα στὸ βορεινὸ παράθυρό μου κάθε βράδυ;»
      Κάποια νύχτα, καθὼς ἄκουγα τὴν συζήτησι σὲ μιὰ μεγάλη πλατεῖα, ποὺ περιεῖχε πλῆθος ἀγαλμάτων, ἔνιωσα μιὰν ἀλλαγὴ καὶ συνειδητοποίησα πὼς ἐπιτέλους εἶχα ἐνσώματη παρουσία. Μήτε καὶ ἤμουν κάποιος ξένος στοὺς δρόμους τῆς Ὀλαθόης, ἡ ὁποία κεῖται ἐπὶ τοῦ ὑψιπέδου τῆς Σαρκίδος καὶ μεταξὺ τῶν κορυφῶν Νότον καὶ Καντιφόνεκ. Ὁ ὁμιλῶν ἦταν ὁ φίλος μου  Ἄλως, ὁ δὲ λόγος του τέτοιος ποὺ μοῦ εὔφραινε τὴν ψυχή, γιατὶ ἦταν λόγος ἀληθινοῦ ἀνδρὸς καὶ πατριώτη. Ἐκείνη τὴν νύχτα ἔγινε γνωστὴ ἡ πτῶσι τῆς Ντάϊκος καὶ ἡ προέλασι τῶν Ἰνοῦτος: Κοντόχοντρα δαιμονικὰ κίτρινα κτήνη ποὺ πρωτοφάνηκαν πρὶν πέντε χρόνια ἀπὸ τὰ μέρη τῆς ἄγνωστης δύσεως, μὲ σκοπὸ νὰ δηώσουν τὶς ἀκριτικὲς περιοχὲς τοῦ βασιλείου μας, ὥστε κατόπιν νὰ πολιορκήσουν τὶς πόλεις. Ἔχοντας ἐκπορθήσει τοὺς ὠχυρωμένους τόπους στοὺς πρόποδες τῶν βουνῶν, ὁ δρόμος πρὸς τὸ ὑψίπεδο ἦταν πλέον ἀνοιχτός, ἐκτὸς καὶ ἂν κάθε πολίτης προέβαλε ἀντίστασι μὲ τὴν δύναμι δέκα ἀνδρῶν. Γιατὶ τὰ κοντόχοντρα πλάσματα ἦσαν δεινὰ στὶς τέχνες τοῦ πολέμου καὶ ἀγνοοῦσαν τοὺς περὶ τιμῆς ἐνδοιασμούς, ποὺ συγκρατοῦσαν τοὺς δικούς μας ὑψηλόκορμους γκριζομάτηδες ἄνδρες τῆς Λόμαρ ἀπὸ ἀνηλεεῖς κατακτήσεις.
      Ὁ Ἄλως, ὁ φίλος μου, ἦταν διοικητὴς ὅλων τῶν δυνάμεων τοῦ ὑψιπέδου καὶ ἀπ’ αὐτὸν κρεμόταν ἡ στερνὴ ἐλπίδα τῆς πατρίδας μας. Κατὰ τὴν παροῦσα περίστασι μίλησε γιὰ τοὺς κινδύνους ποὺ θ’ ἀντιμετωπίζαμε καὶ παρώτρυνε τοὺς ἄνδρες τῆς Ὀλαθόης, τοὺς γενναιότερους τῶν Λομαριανῶν, νὰ τηρήσουν πιστὰ τὶς παραδόσεις τῶν προγόνων τους· οἱ ὁποῖοι ὅταν ἀναγκάσθηκαν νὰ πορευθοῦν νοτίως τῆς Ζόμπνα, ἀντιμέτωποι μὲ τὴν προέλασι τοῦ μεγάλου παγετῶνα (ὅπως ὁμοίως οἱ ἀπόγονοί μας θὰ χρειαστῇ μιὰν ἡμέρα νὰ δραπετεύσουν ἀπὸ τὴν γῆ τῆς Λόμαρ), θαῤῥετὰ καὶ νικηφόρα σάρωσαν τοὺς μαλλιαροὺς μακρυχέρηδες καννιβάλους Γκνόφκεζ ποὺ τοὺς ἔφραζαν τὸν δρόμο. Ὁ Ἄλως μοῦ ἀρνήθηκε τὸ καθῆκον τοῦ πολεμιστῆ γιατὶ ἤμουν ἀδύναμος καὶ εἶχα τὴν τάσι γιὰ περίεργες λιποθυμίες ὅταν ὑποβαλλόμουν σὲ πίεσι καὶ κακουχίες. Ὅμως εἶχα τὴν ὀξύτερη ὅρασι μεταξὺ τῶν πολιτῶν, ἀνεξαρτήτως τῶν πολλῶν ὡρῶν ποὺ καθημερινὰ ἀφιέρωνα στὴν σπουδὴ τῶν Πνακοτικῶν χειρογράφων καὶ στὴν μελέτη τῆς σοφίας τῶν Ζομπναριανῶν πατέρων. Ἔτσι λοιπὸν ὁ φίλος μου, μὴ ἐπιθυμῶντας νὰ μὲ καταδικάσῃ σὲ ἀδράνεια, μὲ ἀποζημίωσε μὲ τοῦτο τὸ μηδαμινῆς σπουδαιότητας καθῆκον. Μ’ ἔστειλε στὸ παρατηρητήριο τοῦ Θάπνεν νὰ ὑπηρετῶ ὡς τὰ μάτια τοῦ στρατοῦ μας. Ἂν οἱ Ἰνοῦτος ἐπιχειροῦσαν νὰ κυριεύσουν τὴν ἀκρόπολι ἀπὸ τὴν μεριὰ τῆς στενωποῦ πίσω ἀπὸ τὴν κορυφὴ Νότον, ὥστε μ’ αὐτὴν τὴν κίνησι νὰ αἰφνιδιάσουν τὴν φρουρά, ἤμουν ὡρισμένος νὰ στείλω τὸ σῆμα φωτιᾶς ποὺ θὰ προειδοποιοῦσε τοὺς ἐν ἀναμονῇ στρατιῶτες καὶ θὰ διέσωζε τὴν πόλι ἀπὸ ἄμεση καταστροφή.
     Ἔρημος ἀνέβηκα τὸν πύργο, γιατὶ κάθε στιβαρὸς στὸ σῶμα ἄνδρας χρειαζόταν στὰ χαμηλότερα περάσματα. Ὄντας πολλὲς ἡμέρες ἄυπνος, τὸ μυαλό μου πονοῦσε σαστισμένο ἀπὸ διέγερσι καὶ ἐξάντλησι. Ὅμως ὁ στόχος μου ἤταν ἀκλόνητος, ἐπειδὴ ἀγαποῦσα τὴν γενέθλια γῆ μου τὴν Λόμαρ καὶ τὴν μαρμάρινη πόλι τῆς Ὀλαθόης, ποὺ κεῖται μεταξὺ τῶν κορυφῶν Νότον καὶ Καντιφόνεκ. Ἀλλὰ καθὼς στεκόμουν στὸ ὑψηλότερο δωμάτιο τοῦ πύργου, ἰδοὺ ἡ κερασφόρος φθίνουσα σελήνη, κόκκινη καὶ δαιμονική, νὰ τρέμῃ ἀνάμεσα στοὺς ἀτμοὺς ποὺ αἰωροῦνταν πάνω ἀπ’ τὴν μακρυνὴ κοιλάδα τοῦ Μπάνοφ. Καὶ ἀπὸ μιὰ χαραμάδα στὴν στέγη λαμπύριζε ὁ χλωμὸς Πολικὸς ἀστέρας, φτερουγίζοντας σὰν ζωντανὸς καὶ κοιτῶντας κακότροπα σὰν δαίμονας καὶ πειραστής. Μοῦ φάνηκε πὼς τὸ πνεῦμα του ψιθύριζε κακοπροαίρετες συμβουλές, καθησυχάζοντάς με σχετικὰ μὲ τὴν προδοτικὴ ὑπνηλία, μὲ μιὰν ἀναθεματισμένη ῥυθμικὴ ὑπόσχεσι, τὴν ὁποία ἐπαναλάμβανε ξανὰ καὶ ξανά:

«Βιγλάτορα κοιμήσου ὥσπου οἱ σφαῖρες
γιὰ δυόμισι μυριάδων χρόνων μέρες
θὰ στρέφωνται· καὶ τότε πάλι ὁρίζω 
στὸν τόπο, ἐδῶ, ποὺ τώρα λαμπυρίζω.
Ἄλλ’ ἄστρη, τὸ γοργόν, θὲ ν’ ἀνατείλουν
πάνω στὸν νοητὸν οὐράνιο στῦλον.
Ἄστρη ὁποὺ πραΰνουν κι’ εὐλογοῦνε
μὲ τὴν γλυκειὰ τὴν λήθη ὁποὺ σκορποῦνε:
Μόνον ὅταν ὁ γῦρος μου γυρίσῃ,
τὸ παρελθὸν στὴν πόρτα σου θὰ ὁρίσῃ».

Ματαίως πάλεψα μὲ τὴν νύστα μου, ἀναζητῶντας νὰ συνδέσω τούτους τοὺς παράξενους λόγους μὲ κάποιες παραδεδομένες γνώσεις περὶ τοῦ οὐρανοῦ, ποὺ εἶχα διδαχθῆ ἀπὸ τὰ Πνακοτικὰ χειρόγραφα. Τὸ κεφάλι μου, ἀσήκωτο καὶ νὰ γυρίζῃ, κρεμάστηκε στὸ στῆθος μου καὶ τὴν ἑπόμενη φορὰ ποὺ ἄνοιξα τὰ μάτια ἦταν ἐντὸς ὀνείρου. Μὲ τὸν Πολικὸν ἀστέρα νὰ μοῦ χαμογελᾷ πλατιὰ μέσ’ ἀπὸ ἕνα παράθυρο, πάνωθε τῶν φριχτῶν λικνιζομένων δέντρων ἑνὸς ὀνειρικοῦ βάλτου. Καὶ ἀκόμα ὀνειρεύομαι.
     Βυθισμένος στὴν ντροπὴ καὶ στὴν ἀπόγνωσί μου οὐρλιάζω μανιωδῶς, ἱκετεύοντας τὰ ὀνειροπλάσματα τριγύρω μου νὰ μὲ ξυπνήσουν, προτοῦ οἱ Ἰνοῦτος διαβοῦν ἀπαρατήρητοι τὸ πέρασμα πίσω ἀπὸ τὴν κορυφὴ Νότον καὶ κυριεύσουν τὴν ἀκρόπολι μέσω αἰφνιδιασμοῦ. Τοῦτα τὰ πλάσματα, ὅμως, εἶναι δαίμονες, γιατὶ μοῦ γελοῦν κατάμουτρα καὶ μοῦ ἐξηγοῦν πὼς δὲν ὀνειρεύομαι. Μὲ χλευάζουν ἐνῷ κοιμοῦμαι καὶ ἐνόσῳ ὁ κοντόχοντρος κίτρινος ἐχθρὸς μπορεῖ νὰ ἕρπῃ ἀθόρυβα ἐναντίον μας. Ἀπέτυχα νὰ τηρήσω τὸ καθῆκον μου καὶ πρόδωσα τὴν μαρμάρινη πόλι τῆς Ὀλαθόης. Ἀποδείχθηκα τιποτένιος στὸν Ἄλως, τὸν φίλο μου καὶ διοικητή μου. Μὰ καὶ πάλι καγχάζουν οἱ ἥσκιοι τοῦ ὀνείρου μου. Ἰσχυρίζονται πὼς γῆ τῆς Λόμαρ δὲν ὑπάρχει πέραν τῶν νυχτερινῶν μου φαντασιώσεων. Πὼς σ’ ἐκεῖνες τὶς ἐπικράτειες, ὅπου ὁ Πολικὸς ἀστέρας λάμπει ψηλὰ καὶ ὁ ἐρυθρὸς Ἀλδεβαρὰν πορεύεται ἀργὰ καὶ χαμηλὰ γύρω ἀπ’ τὸν ὁρίζοντα, δὲν ὑπῆρξε τίποτα πλὴν πάγου καὶ χιονιοῦ ἐδῶ καὶ χιλιάδες χρόνια, μήτε καὶ ἄνθρωπος ἐκτὸς ἀπὸ τὰ κοντόχοντρα κίτρινα πλάσματα, τὰ μαραμμένα ἀπ’ τὸ ψῦχος, τὰ ὁποῖα καὶ ὀνομάζουν «Ἐσκιμώους».
      Καὶ καθὼς σφαδάζω βυθισμένος στὴν ὀδύνη τῆς ἐνοχῆς μου, ἀλλόφρων νὰ σώσω τὴν πόλι ποὺ ἡ ἐναντίον της ἀπειλὴ κάθε στιγμὴ αὐξάνεται, καὶ ματαιοπονῶντας ν’ ἀπελευθερωθῶ ἀπὸ τὸ ἀφύσικο ὄνειρο μὲ τὸ λιθόκτιστο σπίτι, τὸν δαιμονικὸ βάλτο καὶ τὸ κοιμητήριο στὸν χαμηλὸ λοφίσκο, ὁ Πολικὸς ἀστέρας, κακὸς καὶ τερατώδης, κοιτᾷ μοχθηρὰ ἀπὸ τὸν μαῦρο θόλο, τρεμοπαίζοντας ἀποτρόπαια, ὡς ὀφθαλμὸς παράφρονα παρατηρητῆ ποὺ παλεύει νὰ μεταφέρῃ κάποιο παράξενο μήνυμα, ἀλλὰ δὲν ἀνακαλεῖ στὴν μνήμη τίποτα, ἐκτὸς τοῦ ὅτι κάποτε εἶχε ἕνα μήνυμα νὰ μεταφέρῃ.


Απόδοση: Ευστράτιος Σαρρής
Τραγωδάνος


Τετάρτη 17 Αυγούστου 2016



Δμωή  ιαχή

Το σώμα
ταρακουνήθηκε απ’την ερμαφρόδιτη σκέψη
του Ενός

ζεσταινόταν το θηλάζον έμβρυο
στο χώμα
κι εκεί
στερημένος απ' τον αγαπημένο μου
μέλανα ήλιο

σε σχημάτισα
σε υλοποίησα
σε λάτρεψα

ως την πιο απόμακρη ώρα
που στις ιαχές του ονείρου
μοιάζει άυλη

αλλά δεν είναι

ως την ιαχή
μέσα απ’την ειρκτή μου
που φιλοξενεί εμάς
κι έναν ακόμα

που σταγόνα σταγόνα
μας αφομοιώνει

εκείνος
αυξάνει

εμείς
ηδονικά
τε-λειώνουμε…


ιουν2014


"Blue apple "

Δευτέρα 15 Αυγούστου 2016

Δευτέρα 8 Αυγούστου 2016

Μέσα μου...



Μέσα μου είσαι πάντα εκείνο το κορίτσι
Που γνώρισα πλάι στον έφηβο σχίνο
Κείνο το περίεργο γέλιο σου
Που αιχμαλώτιζε ως και το χρόνο
Κείνο το άδολο άγγιγμά σου

Μέσα μου είσαι πάντα ένα απρόσιτο ναι
Κι ένα διάπυρο όχι
Δίπλα σε κείνο το μικρό μαστιχόδεντρο
Που μοσχοβόλαγε όταν του μιλούσες
Στη παραλία που πρωτόδαμε την αυγή ενός νέου κόσμου
Που ποτέ δεν ανέτειλε…
Κι εκείνος ο ανήλικος σχίνος
Δάκρυζε κάθε φορά και πιο γοερά
Καθώς τον πλήγωνε η απληστία των ανθρώπων
Και γιατρευόταν μονάχα όταν τον άγγιζες εσύ…

Μέσα μου είσαι πάντα ένας ήλιος νικηφόρος
Ένα δροσερό σεντόνι
Στον μεσημεριάτικο καύσωνα της Οφιούσας
Κείνο το καλοκαίρι που δεν το διαδέχθηκε ποτέ
Κανείς χειμώνας
Γιατί δεν το επιτρέψαμε εμείς…
Έφυγες βέβαια
Καθώς το όφειλες στην ειμαρμένη
Στη Δύναμη και στην Ανάγκη
Ναι, τώρα το ενστερνίζομαι
Αλήθεια στο λέω…

Το σχιναράκι στέκει μόνο
Και κλαίει πάντα όταν το πληγώνουν
Κι όσο κι αν το αγγίζω εγώ
δεν λέει να συνέλθει
σε κάποιο άλλο σύμπαν μοσχοβολάει
ένας άλλος καρπός της Αρχαίας Μάνας
κι έχει ένας άλλος χρονομέτρης τα σταθμά σου
και ο Θεός λυπάται τον κόσμο
και δεν τον αφανίζει…


2009

Πέμπτη 4 Αυγούστου 2016

κάθε φορά που ερωτευόμαστε...



Γύριζα ένα απόγευμα στο σπίτι από κάποια συνάντηση… ένα συνηθισμένο φθινοπωρινό απόγευμα στην Αθήνα, κάπως μουντό, υγρό… μάλλον απωθητικό και στη σκέψη ακόμα. Στο βαγόνι του Ηλεκτρικού αρκετός κόσμος, όπως πάντα… Όλες οι ηλικίες, όλες οι διαθέσεις, όλες οι μοναξιές… Το Μετρό είναι βέβαια ένα αληθινό σπουδαστήρι και από πολύ νέος δεν έχανα την ευκαιρία της παρατήρησης… είναι μια μονότονη και μηχανιστική σχεδόν διεργασία που όμως με τα χρόνια εκλεπτύνεται, εμπλουτίζεται, γίνεται οξύτερη, αποτελεσματικότερη… Οι άνθρωποι γύρω σου είναι ο παγκόσμιος χάρτης, με το ανάγλυφο και τις ισοϋψείς καμπύλες να σε προκαλούν σε νοητική δράση, ένα σωστό σχολείο, ένας ωκεανός πληροφοριών που σου φωνάζει σχεδόν να βουτήξεις μέσα του, να κολυμπήσεις, να μη φοβηθείς… Και οι άγνωστοι συνάνθρωποί σου, σε προσκαλούν να τους προσέξεις, να τους μελετήσεις, να τους προσεγγίσεις…

Είναι κάποιες φορές που όλο τούτο είναι κουραστικό, ανεπιθύμητο. Όταν είσαι γεμάτος σκοτούρες (ή μάλλον προβλήματα… έτσι θυμάμαι έλεγε ο πατέρας μου, ‘σκοτούρες έχουν μονάχα οι πολύ πλούσιοι, όλοι οι υπόλοιποι έχουμε προβλήματα’), όταν είσαι φορτισμένος από όσα σε δοκιμάζουν, ίσως δεν έχεις την πολυτέλεια της παρατήρησης… όμως και τότε ακόμα τούτο το έργο σε καλμάρει, σε απλώνει, σε εκτείνει κι όπου αυξάνει η έκταση, εκεί μειώνεται ο φόρτος και άρα, προσωρινά έστω, υπάρχει μια κάποια ανακούφιση…

Ήταν ένα κλασικό ζευγαράκι απέναντί μου… τους βρήκα όταν μπήκα στο βαγόνι… γύρω τους φοιτητές, κυρίες με τσάντες, ασπρομάλληδες άντρες με σκοτεινό ύφος, διάφοροι… για εκείνους βέβαια όλα αυτά ήταν ένα απλό ντεκόρ… ήχοι και θόρυβοι που δεν μπορούσαν με τίποτα να ραγίσουν την αποκλειστική ευτυχία τους… μοιράζονταν τις μοναδικές τους στιγμές και έδειχναν να το χαίρονται… δυο νέα παιδιά που μου τράβηξαν την προσοχή και μου έδωσαν κάποια τροφή για σκέψη…

Ο νεαρός, με τη στάση του σώματός του, στάση αρσενικού που απολαμβάνει την μέθεξη της επαφής με το θηλυκό του ταίρι, έδειχνε ξεκάθαρα σε όλους εμάς πως είμαστε παρείσακτοι, περιττοί και οπωσδήποτε ενοχλητικοί. Είχε δημιουργήσει ένα νοητό κύκλο προστασίας γύρω από την κοπέλα και εκείνη είχε συρρικνωθεί μέσα σ’αυτόν και απολάμβανε την επαφή και την τρυφερότητά του. Οι ψίθυροι, τα βλέμματα λατρείας, η σχεδόν ολοκληρωτική αφοσίωση στο ‘ερωτικό γεγονός’ ήταν κάτι που ανέπνεε σε κείνη τη γωνίτσα του βαγονιού απ’αυτά τα δυο νεαρά παιδιά. Χωρίς τίποτα το χυδαίο, το αποκρουστικό, το υπερβολικό ή… σιελώδες. Ένας ήρεμος, ευγενικός και απόλυτα φυσικός ρυθμός, ένας παλμός ερωτισμού που δεν προκαλεί, δεν κραυγάζει, δεν φωνασκεί, δεν προσβάλει…

Χαμογέλασα και σκέφτηκα πως τούτη την πανάρχαια γλώσσα δεν την διδαχθήκαμε, δεν την σπουδάσαμε, τα σώματα τη γνωρίζουν, την μιλούν απταίστως, την τελειοποιούν με το χρόνο και την άσκηση. Την έχουμε ανάγκη, είναι ένας δρόμος, ένας καμβάς και μαζί ο μοναδικός ίσως πόλεμος που οι μάχες του ωφελούν και τις δυο πλευρές εξίσου… μια αναμέτρηση δια της ψηλάφησης, της όσφρησης, του ήχου των τρεμάμενων συλλαβών, της όρασης του αντικείμενου του πόθου, της γεύσης του άλλου… το ωραιότερο φεστιβάλ αισθήσεων που επινόησε το Αχανές για να μπορείς να αντέξεις το παράλογο, τη φρίκη και την τραγικότητα του βίου…

Τα δυο παιδιά κατέβηκαν μερικές στάσεις παρακάτω… και ένιωσα αμέσως πως όλοι οι υπόλοιποι που απομείναμε στο βαγόνι, σα να ορφανέψαμε ξαφνικά… σα να ξαναγυρίσαμε στη γνωστή μας, βαρετή, πληκτική διάσταση… η μαγεία χάθηκε, επιστροφή στο γνωστό, το διακριτό, το δεδομένο…

Ίσως γιατί αυτό που απεκάλεσα ‘ερωτικό γεγονός’ πράγματι δεν αφορά μονάχα εκείνους που το βιώνουν στην ολότητά του αλλά τον καθένα από μας που μετέχει στο Γεγονός του Είναι από την αρχή του χρόνου ως σήμερα… με μια έννοια, κάθε φορά που ερωτευόμαστε, καλούμε όλη την ανθρωπότητα σε μια γιορτή… κάθε φορά που πονάμε, που γινόμαστε φορείς της θλίψης και ιππότες της μελαγχολίας, γινόμαστε μια μέλαινα οπή που αναζητά επειγόντως ενεργειακή ισορρόπηση…

Και κάθε φορά που ανασαίνουμε την επίγνωση της περπατησιάς μας πάνω στον πλανήτη αυτό, επικοινωνούμε με το κάθε τι, τον καθένα και όλους σημαίνοντας την ύπαρξή μας, το ότι είμαστε ακόμη εδώ και πως αυτό από μόνο του ίσως να αιμοδοτεί τον στοχασμό πως υπάρχει ακόμα ευκαιρία για τον άνθρωπο…