Σάββατο 18 Νοεμβρίου 2023

Οι δυο θεμελιώδεις ψευδαισθήσεις της συνείδησης...

 

«…Επειδή λοιπόν η συνείδηση είναι φύσει συνείδηση των ανεντελών ιδεών που έχουμε, συγκεχυμένων και ακρωτηριασμένων, σε αυτήν εδράζονται δυο θεμελιώδεις ψευδαισθήσεις: 1) Η ψυχολογική ψευδαίσθηση της ελευθερίας: εφόσον η συνείδηση δεν συγκρατεί παρά μόνο αποτελέσματα τις αιτίες των οποίων κατ’ουσίαν αγνοεί, μπορεί να νομίσει πως είναι ελεύθερη, και προσφέρει στο πνεύμα μια φαντασιακή εξουσία επί του σώματος, ενώ δεν ξέρει καν τι ‘δύναται’ το σώμα σε συνάρτηση με τις αιτίες που το κάνουν πραγματικά να ενεργεί. 2) Η θεολογική ψευδαίσθηση της σκοπιμότητας: εφόσον η συνείδηση δεν συλλαμβάνει το conatus ή την όρεξη παρά μόνον υπό μορφή παθημάτων που καθορίζονται από τις ιδέες των παθήσεων, μπορεί να νομίσει πως αυτές οι ιδέες των παθημάτων, καθόσον εκφράζουν τα αποτελέσματα των εξωτερικών σωμάτων στο δικό μας, είναι στ’αλήθεια πρωταρχικές, είναι πραγματικά τελικά αίτια, και, πως, ακόμη και στους τομείς όπου δεν είμαστε ελεύθεροι, ένας προνοητικός Θεός διευθέτησε τα πάντα σύμφωνα με τις σχέσεις μέσων – σκοπού. Τότε η επιθυμία φαίνεται να είναι δεύτερη ως προς την ιδέα του πράγματος που κρίνεται καλό.

Ακριβώς επειδή η συνείδηση είναι ανάκλαση της ιδέας και έχει απλώς και μόνον όση αξία έχει η πρώτη ιδέα, η συνειδητοποίηση δεν έχει αφ’εαυτής καμία δύναμη. Και όπως το ψευδές ως ψευδές δεν έχει μορφή, η ανεντελής ιδέα δεν ανακλάται χωρίς να αποδεσμεύσει ό,τι θετικό εμπεριέχει: είναι ψευδές το ότι ο ήλιος είναι διακόσια πόδια μακριά αλλά είναι αληθές ότι βλέπω τον ήλιο στα διακόσια πόδια. Αυτός ακριβώς ο θετικός πυρήνας της ανεντελούς ιδέας μέσα στη συνείδηση μπορεί να αποτελέσει τη ρυθμιστική αρχή για να γνωρίσουμε το ασυνείδητο, δηλαδή για να ερευνήσουμε τι δύνανται τα σώματα, για να καθορίσουμε τις αιτίες και να σχηματίσουμε τις κοινές έννοιες. Και από τη στιγμή που θα φτάσουμε σε τέτοιες εντελείς ιδέες, προσαρτάμε τα αποτελέσματα στις αληθινές τους αιτίες, ενώ η συνείδηση που έχει γίνει ανάκλαση της εντελούς ιδέας είναι ικανή να ξεπεράσει τις ψευδαισθήσεις της σχηματίζοντας για τις παθήσεις και τα πάθη που δοκίμαζε διαυγείς και ευδιάκριτες έννοιες. Ή μάλλον αντικαθιστά τα παθητικά παθήματα από ενεργητικά παθήματα, τα οποία απορρέουν από την κοινή έννοια και δεν διακρίνονται από τα παθητικά παρά μόνον από την αιτία, άρα μέσω μιας διάκρισης λόγου. Αυτός είναι ο στόχος του δευτέρου είδους γνώσης. Και το αντικείμενο του τρίτου είναι να αποκτήσουμε συνείδηση της ιδέας του Θεού, του εαυτού μας και των άλλων πραγμάτων, δηλαδή να κατορθώσουμε ώστε οι ιδέες αυτές, όπως είναι στον Θεό, έτσι να ανακλώνται και σ’εμάς (sui et Dei et rerum conscious)…»

 Ζιλ Ντελέζ, Σπινόζα – Πρακτική φιλοσοφία

Τετάρτη 8 Νοεμβρίου 2023

Πλάτων, Αριστοτέλης και Καντ...


  

Το να ασχοληθείς με ένα κυκλώπειο και δυσάντητο έργο όπως αυτό του Καντ απαιτεί να έχεις ανάστημα γίγαντα γιατί για έναν γίγαντα θα γράψεις. Και αυτό ο Ernst Cassirer το διέθετε το δίχως άλλο. Μα εκείνο που εντυπωσιάζει είναι αληθινά πως διαλέγει ο σπουδαίος συγγραφέας και φιλόσοφος, ολοκληρώνοντας το μελέτημά του, να τοποθετήσει τον Καντ αν όχι ανάμεσα οπωσδήποτε όμως σε ένα ανάλογο ύψος με δυο άλλους γίγαντες, τον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη. Για τον μόνο που ‘συγχωρείται’ μια τέτοια ενέργεια είναι για τον υπερ-μέγιστο γερμανό φιλόσοφο που προσωπικά θεωρώ μετά τον θείο Πλάτωνα ως τον δεύτερο πυλώνα της φιλοσοφίας μέσα στους αιώνες.

Τέτοια υψη είναι σήμερα αδιανόητα για τον μελετητή αν δεν έχει αμέτρητες ώρες πτήσης ή αλλιώς, χιλιάδες ώρες κατάδυσης στα μεγάλα βάθη της διανόησης και της σκέψης που απαιτεί από τον αναγνώστη υπομονή, μεθοδικότητα και ‘ν το πλήθος’ επαναλήψεις… επιστροφή ξανά και ξανά στα ίδια σκοτεινά και δυσπρόσιτα σημεία… δεν γίνεται αλλιώς… όμως τελικά αποζημιώνεται… γιατί το ρίγος σε αυτές τις κορυφές, σε αυτά τα βάθη, είναι πρωτόγνωρο, το βίωμα πλημμυρικό, λυτρωτικό… και έτσι συνεχίζεις…

Να το λοιπόν πως τελειώνει το πόνημά του ο Cassirer [οι υπογραμμίσεις δικές μου]:

«…Στον γνωστό παραλληλισμό που κάνει -στη Θεωρία των Χρωμάτων- μεταξύ Πλάτωνα και Αριστοτέλη, ο Γκαίτε αντιπαρέθεσε δυο θεμελιώδεις τύπους φιλοσοφικής θεώρησης: 

‘Ο Πλάτων σχετίζεται προς τον κόσμο ως όσιο πνεύμα που του είναι αρεστό να περνά λίγο χρόνο σ’αυτόν. Απασχολείται με το να τον γνωρίσει, όχι τόσο επειδή δήθεν τον προϋποθέτει ήση, όσο μάλλον για να του ανακοινώσει φιλικά τί φέρνει μαζί του ο ίδιος και τι λείπει στον κόσμο. Εισχωρεί στα βάθη μάλλον για να τα γεμίσει με τη δική του ουσία παρά για να τα εξερευνήσει. Κινείται προς τα ύψη με νοσταλγία να μετάσχει και πάλι της καταγωγής του. Ό,τι εκδηλώνει αφορά κάτι το αιώνια πλήρες, αγαθό, αληθές, ωραίο, του οποίου την αξίσωση φιλοδοξεί να εγείρει σε όλων τα στήθη… Ο Αριστοτέλης απεναντίας στέκει απέναντι στον κόσμο ως άνδρας αρχιτεκτονικός. Μιας και του έτυχε να βρεθεί εδώ, εδώ θέλει να δράσει και να εργαστεί. Πληροφορείται περί του εδάφους, όχι όμως πέρα απ’το υπόβαθρο που βρίσκει. Από αυτό ως το κέντρο της γης, το υπόλοιπο του είναι αδιάφορο. Σέρνει έναν γιγάντιο κύκλο για τα θεμέλια του κτίσματός του, προσπορίζεται πανταχόθεν υλικά, τα κατατάσσει, τα επισωρεύει και ανεβαίνει πυραμιδοειδώς στα ύψη, ενώ ο Πλάτων όμοια με οβελίσκο, με πύρινη ρομφαία μάλιστα, ζητεί τον ουρανό. Όταν εμφανίζονταν δυο τέτοιοι άνδρες, οι οποίοι με μια έννοια χαρίστηκαν στην ανθρωπότητα, ως χωριστοί εκπρόσωποι εξόχων ιδιοτήτων που δεν είναι εύκολο να συμβιβαστούν, όταν ευτυχούσαν να απολαύουν πλήρους παιδείας, να εκφράζουν ό,τι διαμορφώθηκε μέσα τους και όχι βέβαια σε σύντομες λακωνικές προτάσεις όμοιες με χρησμούς μαντείου αλλά σε διεξοδικά, περατωμένα κεφάλια, ποικίλα έργα, όταν αυτά τα έργα παρέμεναν για το άριστο της ανθρωπότητας, και λίγο ως πολύ συνεχώς σπουδάζονταν και θεωρούνταν, φυσικά έπεται ότι ο κόσμος στο μέτρο που πρέπει να θεωρείται αισθητικός και διανοητικός, ήταν αναγκασμένος να παραδοθεί στον έναν ή στον άλλον, να αναγνωρίσει τον έναν ή τον άλλο ως κύρη, δάσκαλο, αρχηγό’.

Είναι χαρακτηριστικό για το εύρος και το βάθος της φιλοσοφικής ευφυίας του Καντ, ότι ο Καντ, ως προς τη θεμελιώδη κατεύθυνση του πνεύματός του στέκει εκτός της οικουμενικής αντίθεσης της ιστορίας του πνεύματος την οποία ο Γκαίτε εκφράζει εδώ με τυπικό τρόπο. Η εναλλακτική λύση που προτείνεται εδώ δεν διέθετε γι’αυτόν δύναμη ούτε εγκυρότητα. Αντί της ως τώρα κοσμοϊστορικής διαμάχης των διανοητικών μοτίβων της φιλοσοφίας, ένας νέος κοσμοϊστορικός συμβιβασμός παίρνει το δρόμο του. Ενώ ο Πλάτων και ο Αριστοτελης έμοιαζαν να χαρίζονται στον κόσμο ως εκπρόσωποι χωριστών επιστημών, ο Καντ στο φιλοσοφικό του έργο ορθώνει μια νέα συνολική έννοια όσων είναι δυνατά και εφικτά στν ανθρωπότητα, συλλαμβάνουσα και τελούσα, νοούσα και πράττουσα. Ίσως να βρίσκεται εδώ το ιδιαίτερο μυστικό της ιστορικής επίδρασης που άσκησε η φιλοσοφία του. Μια παμπάλαια διχογνωμία που διαπερνούσε τη σύνολη ιστορία της διανόησης έμοιαζε τώρα να έχει για πρώτη φορά ξεπεραστεί και λυθεί. 

Διότι όντως στον Καντ συναρμόζονται και αλληλοδιαπερνώνται οι θεμελιώδεις τάσεις τις οποίες ο Γκαίτε αντιπαράθεσε στη χαρακτηριολογία του Αριστοτέλη και του Πλάτωνα έτσι ώστε οι δυο τους να στέκονται εδώ σε τόσο τέλεια ισορροπία που να μην μπορεί να γίνεται πια λόγος για αμοιβαία προτεραιότητα της μιας απέναντι στην άλλη.  

Ο ίδιος ο Κάντ ένιωθε, κυρίως στη θεμελίωση της ηθικής του, πλατωνικός. Στη δε Κριτική του Καθαρού Λόγου, εξηγήθηκε με δύναμη κι αποφασιστικότητα υπέρ του δικαίου της πλατωνικής ‘ιδέας’ κι ενάντια σε όλες τις ενστάσεις εναντίον της, οι οποίες πηγάζουν από την ‘οχλοκρατική επίκληση της δήθεν εναντιούμενης εμπειρίας’. Όταν όμως το ρεύμα της ημέρας και της μόδας ζήτησε να λάβει αντί του διαλεκτικού και ηθικού Πλάτωνα τον μυστικό θεολόγο, ο Σλόσερ υπ’αυτήν την έννοια επαίνεσε τον Πλάτωνα ως τον φιλόσοφο του υπεραισθητού και της ‘διανοητικής εποπτείας’, ο Καντ, με όχι μικρότερη ενεργητικότητα, οικειοποιήθηκε τον ‘εργάτη’ Αριστοτέλη, τον οποίο θεωρούσε πως μπορούσε να κοιτάει αφ’υψηλού εκείνη η ‘φιλοσοφία σοβαρού τόνου’. 

‘Κανενός άλλου δεν μπορεί να περάσει απ’το μυαλό να παριστάνει το σοβαρό, παρά του φιλοσόφου της εποπτείας, ο οποίος εκτίθεται όχι με την ηράκλεια εργασία της αυτογνωσίας από κάτω προς τα πάνω, αλλά άνωθεν, υπεριπτάμενος της εργασίας με μια αποθέωση που δεν του κοστίζει τίποτε. Κι αυτό επειδή μιλώντας για τη δική του θέαση δεν υποχρεούται να λογοδοτεί σε κανέναν’. Η φιλοσοφία του Αριστοτέλη είναι απεναντίας εργασία: διότι ο στόχος του μεταφυσικού Αριστοτέλη είναι σε κάθε περίπτωση να ανατέμνει τη γνώση a priori στα στοιχεία της, ανεξαρτήτως του αν και μέσω τίνος το πετυχαίνει, καθώς και η ανάκτηση και η σύνθεσή της απ’αυτά τα στοιχεία. Εδώ χαρακτηρίζεται με μια και μοναδική λέξη η διπλή κατεύθυνση της φιλοσοφίας στον Καντ. Και η κριτική φιλοσοφία αποζητεί το ‘νοητό’ ξεκινώντας από το εμπειρικοαισθητηριακό και βρίσκει την τελείωση και την πραγματικής περάτωσή της στο νοητό πρώτα – πρώτα της ιδέας της ελευθερίας. Ο δρόμος προς αυτό τον στόχο όμως οδηγεί δια μέσου της ‘ηράκλειας εργασίας της αυτογνωσίας’. 

Εδώ συνεπώς ούτε ‘πτήσεις της ευφυίας’ ούτε επίκληση κάποιων ενορατικών φωτίσεων ισχύουν. Αντιθέτως εδώ κυριαρχούν οι αυστηρές αξιώσεις και αναγκαιότητες της έννοιας. Εδώ δεν αποφασίζει κάποιο ψυχολογικό ή μυστικιστικό άμεσο συναίσθημα προφάνειας αλλά αντιθέτως η μεθοδικά τελούμενη επιστημονική ανάλυση και η ‘υπερβατολογική παραγωγή’ των θεμελιωδών μορφών της γνώσης. Το γνήσιο νοητό, το οποίο ‘υπόκειται ως βάση’ της εμπειρίας, προσεγγίζεται τώρα στη διατράνωση κι εξασφάλιση, στην πλήρη κριτική κατανόηση ακριβώς αυτής της ίδιας της εμπειρίας. Ο ίδιος ακριβώς κόπος, ο οποίος οδηγεί πέρα από την εμπειρία στο υπεραισθητό και στην ‘ιδέα’ μας ανάγει άρα όλο και πιο βαθιά στο ‘γόνιμο βάθος της εμπειρίας’. Τώρα πια αποδεικνύεται ως η δύναμη της ιδέας και του ιδεαλισμού το εξής: ότι και τα δυο, ανυψωνόμενα πάνω από την εμπειρία, τότε πια πρωτπαρουσιάζουν πλήρως κατανοητά τη μορφή και τον δομικό τους νόμο. Η ιδέα κατατείνει στο απόλυτο και άνευ όρων, το κριτικό όμως πιστεύω βρίσκει ότι το αληθινό άνευ όρων δεν είναι ποτέ δεδομένο αλλά πάντοτε παραδεδομένο και ότι συμπίπτει υπ’αυτή την έννοια με την αξίσωση του να μας παραδοθούν όλοι οι όροι. Αρκεί άρα για να προβούμε στο άπειρο να πάρουμε όλες τις κατευθύνσεις εντός του πεπερασμένου. Η εμπειρία η ίδια οδηγεί, πλήρως ανεπτυγμένη, σε ‘μεταφυσική’ καθώς και η μεταφυσική υπό την υπερβατολογική έννοια δεν θέλει να παριστά και να αποφαίνεται παρά το πλήρες περιεχόμενο της εμπειρίας. 

Η ορμή προς το άνευ όρων είναι εγγενές και ιθαγενές στοιχείο του λόγου. Όμως ως το έσχατο άνευ όρων μέχρι το οποίο μπορούμε να εισχωρήσουμε αποδεικνύεται το ίδιο το πλήρες σύστημα των όρων του θεωρητικού και του πρακτικού λόγου. Υπ’αυτή την έννοια αλληπεριορίζονται και αλληλοπροσδιορί-ζονται στη θεωρία του Καντ η έννοια του ‘διερευνήσιμου’ και του ‘αδιερεύνητου’. Κάτι τα αδιερεύνητο παραμένει αναγνω-ρισμένο, δεν στέκει όμως πια ως απλή άρνηση εκεί, αλλά γίνεται ρυθμιστικό της γνώσης και της πράξης. Δεν είναι πια η έκφραση ενός ανενεργού και απέλπιδος σκεπτικισμού, αντιθέτως θέλει να δείξει τον δρόμο και την κατεύθυνση που πρέπει να κινηθεί και να αναπτυχθεί ολόπλευρα η έννοια. Έτσι στα όρια του όντως νοητού, στα όρια του νοητού της αποστολής του λόγου, ο κόσμος του Είναι μεταβάλλεται για μας σε κόσμο της πράξης. Σε αυτή τη νέα σχέση μεταξύ του υπό όρους και του άνευ όρων, μεταξύ πεπερασμένου και απείρου, μεταξύ εμπειρίας και εικασίας, ο Καντ δημιούργησε απέναντι στον Πλάτωνα και στον Αριστοτέλη έναν νέο τύπο φιλοσοφικής σκέψης: η κατ’είδος νεωτερική έννοια του ιδεαλισμού, η οποία είχε πρωτοτεθεί στον Ντεκάρτ και στον Λάιμπνιτς, σε αυτόν έφτασε σε συστηματική τελειότητα και πληρότητα...»


Ernst Cassirer, Kants Leben und Lehre [Καντ, Η Ζωή και το Έργο του], μετ-σχόλια: Σ. Γερογιωργάκης,  Ίνδικτος, Αθήνα