Τετάρτη 11 Σεπτεμβρίου 2024

Δμωή ιαχή

 




Το σώμα
ταρακουνήθηκε απ’την ερμαφρόδιτη σκέψη
του Ενός

ζεσταινόταν το θηλάζον έμβρυο
στο χώμα
κι εκεί
στερημένος από τον αγαπημένο μου
μέλανα ήλιο

σε σχημάτισα
σε υλοποίησα
σε λάτρεψα

ως την πιο απόμακρη ώρα
που στις ιαχές του ονείρου
μοιάζει άυλη
αλλά δεν είναι

ως την ιαχή
μέσα απ’την ειρκτή μου
που φιλοξενεί εμάς
κι έναν ακόμα

που σταγόνα σταγόνα
μας αφομοιώνει

εκείνος
αυξάνει

εμείς

ηδονικά
τε-λειώνουμε…



"Blue apple "

Δευτέρα 26 Αυγούστου 2024

"Κακό είναι η μη-αγάπη..."

 

«…Αν αιτιώδης αρχή του υπαρκτού είναι η ελευθερία της αγάπης τριών προσωπικών υποστάσεων. αν, επομένως, η αγάπη ιδρύει το υπαρκτικό γεγονός και συνιστά το νόημά του (την αιτία και τον σκοπό του). αν η προσωπική Αιτιώδης Αρχή του υπαρκτού είναι αυθύπαρκτη και πληρωματική υπαρκτική ολοκληρία επειδή ο τρόπος της ύπαρξής της είναι σχέσεις αγαπητικής αλληλοπεριχώρησης του είναι, του θέλειν και του ενεργείν. τότε η αγάπη, ως τρόπος του όντως υπαρκτού, είναι ό,τι στην ανθρώπινη γλώσσα και λογική χαρακτηρίζουμε αγαθό. Οπότε και θα πρέπει, λογικά, να ορίσουμε ως αντίθετο του αγαθού, δηλαδή ως κακό, ό,τι ως τρόπος υπάρξεως δεν είναι αγάπη. Με αυτά τα δεδομένα κακό είναι η μη-αγάπη, η μη αυθυπερβατική σχέση, η ύπαρξη ως ατομική αυτάρκεια, αυτονομία, αυτό-τέλεια, ιδιο-τέλεια…»

Χρ. Γιανναράς, Το Αίνιγμα του Κακού [Ίκαρος, 2009]

 

Τρίτη 13 Αυγούστου 2024

"Και η ψυχή μου είναι μια αναβρύζουσα πηγή..."

 


Το Νυχτερινό Τραγούδι

 

Είναι νύχτα: τώρα μιλούν πιο δυνατά όλες οι αναβρύζουσες ψυχές. Και η ψυχή μου είναι μια αναβρύζουσα ψυχή.

Είναι νύχτα: Τώρα μόνο ξυπνούν όλα τα τραγούδια των ερωτευμένων. Και η ψυχή μου είναι το τραγούδι ενός ερωτευμένου.

Κάτι ανειρήνευτο κι ασώπαστο είναι μέσα μου. Θέλει να ξεσπάσει. Μια λαχτάρα γι’αγάπη είναι μέσα μου, που η ίδια μιλά τη γλώσσα της αγάπης.

Είμαι φως: αχ, να ήμουν νύχτα! Μα η μοναξιά μου είναι τ’ότι είμαι περιζωσμένος από φως.

Αχ, να’μουν σκοτεινός και νυχτερινός! Πόσο θα’θελα να πιω απ’τους μαστούς του φωτός!

Ακομα και τα ίδια εσάς θα ήθελα να ευλογήσω, ω μικρά σπιθιριστά αστέρια και φωτεινά σκουλήκια εκεί πάνω! – και θα’μουν μακάριος από το φως που θα μου χαρίζατε.

Μα ζω μέσα στο δικό μου φως, καταπίνω πάλι τις φλόγες που ξεπηδούν από μέσα μου.

Δε γνωρίζω την ευτυχία εκείνου που παίρνει. Και πολλές φορές ονειρεύτηκα πως η κλεψιά θα πρέπει να είναι ευδαιμονικώτερη απ’το πάρσιμο.

Φτώχεια μου είναι το να μην ξεκουράζεται ποτέ το χέρι μου από το να δωρίζει. Φθόνος μου είναι το να βλέπω μάτια γιομάτα αναμονή και τις φωτισμένες νύχτες του πόθου.

Ω δυστυχία όλων των δωρητών! Ω σκοτείνιασμα του ήλιου μου! Ω επιθυμία της επιθυμίας! Ω ακόρεστη και μέσα στον κόρο πείνα!

Παίρνουν από μένα: μα αγγίζω και τις ψυχές τους; Μια άβυσσος είναι ανάμεσα στο Δίδω και στο Παίρνω. Και η πιο μικρή άβυσσος είναι αυτή που δυσκολότερα γεφυρώνεται.

Μια πείνα γεννιέται από την Ομορφιά μου: θα ήθελα να κάνω κακό σε κείνους που φώτισα, θα ήθελα να ληστέψω εκείνους που τους έκανα δώρα: έτσι πεινώ την κακόα.

Να τραβώ πίσω το χέρι μου, όταν μου δίνετε το χέρι σας. Να κοντοστέκομαι σαν τον καταρράκτη που κοντοστέκεται και στο πέσιμό του: έτσι πεινώ την κακία.

Τέτοιες εκδικήσεις στοχάζεται η αφθονία μου: τέτοιες δολιότητες αναβρύζουν από τη μοναξιά μου.

Η ευτυχία μου να δωρίζω πέθανε από το να δωρίζω, η αρετή μου κουράστηκε και η ίδια από την αφθονία της.

Αυτός που δωρίζει πάντα, κινδυνεύει να γίνει ξεδιάντροπος. Αυτός που μοιράζει πάντα, κάνει κάλους στα χέρια και στην καρδιά από το πολύ μοίρασμα.

Από τα μάτια μου δεν αναβρύζουν πια δάκρυα μπροστά στη ντροπή αυτών που γυρεύουν. Το χέρι μου έγινε πολύ σκληρό για το τρεμούλιασμα των γιομάτων χεριών.

Τι έγιναν τα δάκρυα των ματιών μου και το χνούδι της καρδιάς μου;  Ω μοναξιά όλων των δωρητών! Ω σιωπή κάθε φωτοδότη!

Πολλοί ήλιοι κυκλοφέρνουν στο έρημο διάστημα: σε κάθε τι που είναι σκοτεινό μιλούν με το φως τους, σε μένα δε μιλούν!

Ω τούτη δω είναι η εχθρότητα του φωτός προς κάθε τι που δίδει φως: ανήλεα ακολουθεί την τροχιά του.

Άδικος ως τα βάθη της καρδιάς του προς κάθε τι που δίδει φως, παγερός προς όλους τους ήλιους. Έτσι οδοιπορεί κάθε ήλιος.

Θύελλας όμοιοι πετούν οι ήλιοι μέσα στην τροχιά τους, αυτή’ναι η πορεία τους. Την ανηλεή θέλησή τους ακολουθούν, αυτή’ναι η παγερότητά τους.

Ω, μόνον εσείς, ω Σκοτεινοί, ω Νυχτερινοί, είστε εκείνοι που δημιουργούν θερμότητα από κάθε τι που δίδει φως! Ω, μόνον εσείς πίνετε γάλα και δροσιά απ’τους μαστούς του φωτός!

Αχ, πάγος είναι γύρω μου, το χέρι μου καίγεται αγγίζοντας στο παγερό! Αχ, μέσα μου είναι μια δίψα που λαχταρά τη δική σας!

Είναι νύχτα: μα πρέπει να’μαι φως! Και δίψα για το νυχτερινό! Και μοναξιά!

Είναι νύχτα: σαν πηγή αναβλύζει τώρα η επιθυμία μου – και διψά να μιλήσει.

Είναι νύχτα: τώρα μιλούν πιο δυνατά όλες οι αναβρύζουσες πηγές. Και η ψυχή μου είναι μια αναβρύζουσα πηγή κι αυτή.

Είναι νύχτα: τώρα μόνον ξυπνούν όλα τα τραγούδια των ερωτευμένων. Και η ψυχή μου είναι το τραγούδι ενός ερωτευμένου.

Έτσι τραγούδησεν ο Ζαρατούστρα...

 

Φρ. Νίτσε, Έτσι μίλησε ο Ζαρατούστρα

(μετ: Άρης Δικταίος)

 

Curvaceousness by Shihya Kowatari

Παρασκευή 2 Αυγούστου 2024

Ζεν (2009)

 


Η νεαρή και όμορφη Ορίν, που έσβησε ανάμεσα στα λευκά της πόδια τη σαρκική δίψα εκατοντάδων αντρών, εισέρχεται στον περίβολο του ναού με το παιδί της στην αγκαλιά και αναζητά με αγωνία έκδηλη τον διδάσκαλο. Μονάχα ο Ντογκέν, πιστεύει, μπορεί να το σώσει από το επερχόμενο τέλος. Γιατί το μωρό της είναι πολύ άρρωστο κι εκείνη απελπισμένη. Ο διδάσκαλος τη συναντά, ακούει την έκκλησή της, χαϊδεύει τρυφερά το κεφαλάκι του παιδιού.

«Μονάχα ένας τρόπος υπάρχει να σωθεί το παιδί», της λέει. «Γύρνα στο χωριό, πήγαινε από σπίτι σε σπίτι και αναζήτησε εκείνο στο οποίο δεν έχει γνωρίσει ποτέ το θάνατο. Όταν το βρεις, ζήτησε να σου δώσουν ένα φασόλι μόνο».

Το ίδιο βράδυ η Ορίν επιστρέφει στο ναό. Μονάχα που τούτη τη φορά δεν τρέχει. Τώρα σέρνει το βήμα της και το κλάμα της συνοδεύει το θρήνο της. Δεν είναι μόνο βυθισμένη στον ανείπωτο πόνο για το χαμό του παιδιού της. Είναι θυμωμένη. «Που είσαι ψεύτη μοναχέ!», φωνάζει και διακόπτει την ηρεμία του χώρου. Οι μοναχοί βγαίνουν αμέσως να την συναντήσουν. Πρώτος ο διδάσκαλος. Την κοιτάζουν σιωπηλοί. Γνωρίζουν.

«Έκανα όπως μου είπες», λέει με δάκρυα και σπασμένη φωνή η Ορίν και το βλέμμα της διαπερνά τον Ντογκέν σαν λεπίδα. «Όμως δεν βρήκα ούτε ένα σπίτι στο χωριό που να μην έχει γνωρίσει το θάνατο» και όταν αποσώνει την πρότασή της πέφτει σιωπή.

«Σωστά. Τούτο ήθελε να μάθεις ο διδάσκαλος», της λέει ήρεμα και θλιμμένα ένας από τους μαθητές και η Ορίν πέφτει στο χώμα αποκαμωμένη.

Ο διδάσκαλος κοιτάζει με άπειρη τρυφερότητα τη μητέρα και το νεκρό παιδί και δακρύζει…
 

Πέμπτη 11 Ιουλίου 2024

Η περιοχή του ανθρώπου...


 

Η επιστροφή, η κάθε επιστροφή, έχει τη χλομάδα της συγκατάβασης και την αποκοτιά της λήθης. Δεν θα μπορούσε να είναι αλλιώς.
Ο χρόνος ό,τι σου παίρνει στον κανόνα, στο δίνει στην εξαίρεση.
Όλα όσα απαρνήθηκε κανείς στα νιάτα του, όσα έδωσε μάχες για να τα συντρίψει, να τα εκμηδενίσει, να τα αφανίσει, να τα γελοιοποιήσει, είναι μοιραίο να τα γευτεί πολλά χρόνια, πολλές εποχές μετά… και δεν θα έχουν την αγριάδα του τότε αλλά την στυφή, άνυδρη γεύση του τώρα…
Η επιστροφή, η κάθε επιστροφή, έχει το κωμικό προσωπείο της ανάμνησης και το τραγικό πρόσωπο της μνήμης.
Έχει τη μελαγχολική συγκίνηση του ανταμώματος και τη θλιβερή όψη της γήρανσης. Της ασύμμετρης, άνισης γήρανσης. Το σώμα είναι ο Άτλαντας που κουβαλάει στους ώμους του ένα σύμπαν και η ψυχή, νέα και θαλερή ακόμα, αρνείται να αναγνωρίσει ό,τι υπέκυψε στο χρόνο. Και οι μνήμες απασφαλίζονται και η επίθεση ξεκινάει. Και το να πεις ‘ήμουν ανέτοιμος’ είναι ψέμα. Και το να ισχυριστείς ‘ήμουν αθωράκιστος’ είναι ψέμα. Και το να πεις ‘ήμουν αθώος’ είναι η μισή αλήθεια.
Η άλλη μισή κρύβεται σε όλο αυτό τον πόνο που έχεις μαζί σου.

Ξέρω ότι είσαι μακριά κι όμως τώρα είναι που θέλω να σου μιλήσω, λες και απευθύνεσαι στον ασχημάτιστο ακόμα ορίζοντα του αύριο. Ξέρω ότι έφυγες για πάντα κι εγώ με παιδιάστικο πείσμα ποθώ όλο τούτο να το ακυρώσω.
Ξέρω ότι χαθήκαμε αλλά είμαστε εδώ… ακόμα. Κι αυτό δεν το λες… δεν τολμάς να το ψελλίσεις. Το σκέφτεσαι κι είναι το φορτίο το ακριβό αντίτιμο της κάθε νύχτας δίχως… εκείνο.

Και λοιπόν; Δεν μπορείς να κάνεις πολλά… ίσως τίποτα…
Περπατάς συντροφιά με τους ήχους των βημάτων σου και αυτό έχεις κερδίσει με ηράκλειο μόχθο, με αμέτρητα λάθη, με γενναίες αρνήσεις.
Και λοιπόν;
Έχεις ένα βράδυ ακόμα να γεράσεις ανενόχλητος από τον ήλιο…

Ξέρω ότι είσαι μακριά κι όμως τώρα είναι που θέλω να σου μιλήσω…

Και μετά…
Πάντοτε θυμάσαι… πάντοτε θα θυμάσαι
να επιστρέφεις στη φωλιά σου… στον οίκο των αέναων μεταβολών… στο καταφύγιο του ολόδικού σου απείρου…

στην περιοχή του ανθρώπου…


Hurt

Κυριακή 30 Ιουνίου 2024

Δεν σε ρημάζει η χυδαιότητα… γιατί κρύφτηκες καλά…

 


Τίποτα δεν συγχωρεί λιγότερο το Μέγα Τραύμα ή αλλιώς το Στόμα από τη θρασύτητα του Ρίγους.
Να κρυφτείς στην επιβίωση σημαίνει ότι ακολουθείς τη ροή. Απλά και με το λιγότερο δυνατό κόστος.
Να κρυφτείς στη βίωση σημαίνει ότι αποφάσισες από ορατός να γίνεις αόρατος. Από ψηλαφητός απρόσιτος. Κι από ον ευθύνης υπηρέτης της βλάσφημης μέριμνας.
Έχεις το όργανο αλλά δεν ακούς τη μουσική σου.
Έχεις τους οφθαλμούς αλλά είσαι τυφλός.

Να κρυφτείς στο Ρίγος… τούτο δεν έγινε ποτέ ούτε πρόκειται να γίνει. Γιατί Ρίγος δίχως ύβρη δεν νοείται. Κι έτσι είσαι εκτεθειμένος, ευάλωτος και διαθέσιμος. Ρίγος σημαίνει πως αποφάσισες να ορθώσεις το ανάστημά σου στην Ανάγκη κι έγινες αναλώσιμος, διαθέσιμος, μεθεκτός.
Σου ανατέθηκε η αποστολή να αθανατίσεις το πέρασμά σου στο Βασίλειο της Ύλης κι εσύ την αρνήθηκες.
Ρίγος σημαίνει πως είσαι θρασύς και αμετανόητος.
Ρίγος σημαίνει πως οφείλεις το μέγιστο τίποτε στον εαυτό σου κι είσαι αποφασισμένος να μαχηθείς γι αυτό.
Με όποιο κόστος.

Να κρυφτείς στο Ρίγος σημαίνει πως το Αχανές σε επέλεξε για να φωτίσει τα ίχνη του ανθρώπου στο κενό…
Περπατάς και ακούς το βήμα σου.
Μιλάς και έχει ομορφιά η φωνή σου.
Αγγίζεις και όλα μορφοποιούνται.
Ανασαίνεις και κατανοείς τις συλλαβές της διαπνοής του είναι σου.

Δεν σε έριξαν, εσύ βούτηξες.
Δεν σε απόθεσαν, εσύ τόλμησες την αυτονόμηση.
Δεν σε πρόδωσαν… εσύ λησμόνησες…

Δεν σε ρημάζει η χυδαιότητα… γιατί κρύφτηκες καλά…
 

Τετάρτη 26 Ιουνίου 2024

 

Ο δρόμος οδηγεί προς τα μέσα
κι είναι τυλιγμένος με μυστήριο


Novalis (1772-1801)

Σάββατο 8 Ιουνίου 2024

4000...


 

Έτρεξε αίμα αθώων
σε τούτη τη κοιλάδα
ανάμεσα στους κουρασμένους Μήδες
και στους ορεσίβιους της Βακτριανής
αφανίστηκαν πρώτιστα
όσοι κλείστηκαν
σε μια χούφτα δόξας

το βλέμμα μου φτωχό
να κλέψει αθανασία
απ΄τα βότσαλα του Ευρώτα
απ’το νερό του Γρανικού
απ’τις γαλάζιες πέτρες
της Πύλης της Ιστάρ
αλλά δεν έχω μισθοφόρους στοχασμούς
και ισορροπώ αδέξια
ανάμεσα στο εκεί
που νικήθηκε
και στο εδώ
που ακόμα ξεχρεώνει τη νίκη…

...έτρεξε αίμα αθώων
σε τούτη την πλευρά του ήλιου
στέκομαι όρθιος
αναπνέω ακόμη
βλάσφημα επικαλούμαι από τους πρωτόπλαστους ήρωες
εγκώμια για τον Πάρη και την Τροία
λες και δικαιούμαι
να πλυθώ στο Σκάμανδρο
και να απαιτώ να γυρίσω στην πατρίδα
που πρώτος εγώ έχω προδώσει
ακέραιος
και διαφανής!

Μου χάρισε η Α-λήθεια
μια αιωνιότητα σιωπής
να δω
να κατανοήσω
να κλάψω
κι εγώ
ο γελοίος βανδοφόρος
του ερωτευμένου 
ηρωικού
απόντα χρόνου
ακόμη νοσταλγώ
ακόμη περιμένω
θρηνώ ακόμη
και προσδοκώ
γυρνώντας άξαφνα
να δω στη πλάτη μου να ορθώνεται
όλη μου η αθωότητα
και τέσσερις χιλιετίες
να ξεσπάσουν
σαν βροχή 
καταρρακτώδης
κι επιτέλους
να με ξεδιψάσουν!!