Ωραιότατες
σκηνές του συγχρόνου νεοελληνικού κοινωνικού βίου μετά των αναλόγων
ψυχο-ηθογραφικών παρατηρήσεων.
Σε κάποιο όχημα γραμμών ‘τρόλεϊ’ σε
κεντρικό σημείο του Πειραιά. Ώρα σχετικώς πρωινή, ο κόσμος αρκετός, οι
περισσότεροι των επιβατών μέσης και μεγάλης ηλικίας. Ευρίσκομαι όρθιος,
απέναντι από την μεσαία πόρτα, πλάι στο παράθυρο. Ως συνήθως, είμαι βυθισμένος
σε σκέψεις, καταγραφές, απογραφές, σημειώσεις, στοχασμικές διαδρομές. Γύρω μου
ένας όμιλος συνανθρώπων μου. Αίφνης αναταραχή. Κάποιος ‘μικρός το δέμας’ κύριος
διαπληκτίζεται και χτυπά μια ξανθομαλλούσα κυρία, μέσης ηλικίας η οποία τον
κοιτά έκπληκτη αλλά με ένοχο βλέμμα. Ο κύριος αυτός της δίνει απανωτές
‘γρονθο-σπρωξιές’ στην πλάτη και στα χέρια και την ‘κατσαδιάζει’ εμβριμώμενος.
Η γυναίκα απολογείται σε γλώσσα που δεν κατανοώ, ουκρανικά ή ρωσικά ίσως.
Γρήγορα αποκαλύπτεται ότι ο συνεπιβάτης μας συνέλαβε την κυρία με την ξανθή
κώμη να προσπαθεί ανοίγοντας το φερμουάρ της τσάντας κάποιας άλλης κυρίας να
‘σουφρώσει’ το όποιο πολύτιμο περιεχόμενο ήθελε ανιχνεύσει. Η αναταραχή
εκτείνεται και οξύνεται και ο κοντόσωμος άντρας επιτιμά και καθυβρίζει την
παρολίγον κλέφτρα με πολλούς χαρακτηρισμούς, όχι ιδιαίτερα πρωτότυπους.
‘Παλιογυναίκα’, ‘βρωμιάρα’, ‘θα στο κόψω το χέρι’, κ.α. Την δε γυναίκα που
σχεδόν έπεσε θύμα της ‘αλαφροχέρας’ αλλοδαπής δεν την καλοείδα, δεν την
θυμάμαι. Καταγράφω διαλόγους, ρήσεις, αφορισμούς, εκφωνήματα, βλέμματα,
κουνήματα κεφαλών, κ.α. Αυτά που πρωτογενώς με ενδιαφέρουν, ομολογώ.
Φτάνουμε στην επόμενη στάση. Ο ‘σωτήρ’
σπρώχνει ‘καροτσάκι’ και εκβάλλει περίπου ‘κλωτσηδόν’ την αλλοδαπή εκ του
οχήματος ενώ στα μάτια όλων οπωσδήποτε και τα δικά του έχει κερδίσει
τουλάχιστον είκοσι πόντους σε ύψος.
Η κλέφτρα του τρόλεϊ είναι πλέον εκτός, το
όχημα συνεχίζει την πορεία του προς την Μαρίνα Ζέας. Δι’ ολίγον επικρατεί μια
αμήχανη σιωπή λες και απηλλάγημεν από κάποια συμφορά, μια πανώλη, μια φυσική
καταστροφή η οποία αντιμετωπίστηκε επιτυχώς και τώρα αναλογιζόμαστε ‘τι θα
μπορούσαμε να έχουμε πάθει’.
Και αμέσως μετά αρχίζουν τα ‘ωραία’. Αυτά
που αγαπώ από νέος να καταγράφω. Η κοινωνική ‘βοή’. Η οποία μπορεί να χωριστεί
σε κάποια σχεδόν διακριτά στάδια. Το πρώτο στάδιο: η ηρωοποίησις. Το κοινό
επιδαψιλεύει τιμάς και ‘στεφανώνει’ τον ενεργό πολίτη και γενναίο υπερασπιστή
των συνανθρώπων του. ‘Μπράβο σου!’, ‘Ευτυχώς που την είδε…’, ‘Μωρέ πώς την
τσάκωσε;’, ‘Είστε αξιέπαινος!’, κλπ. Στάδιο δεύτερο: Ο αρχικώς μετριόφρων και
σεμνοπρεπής ήρως απολαμβάνων τους επαίνους περνά ταχέως αλλά ‘με στυλ’ στην
αυτο-δοξολογία περιγράφοντας με ‘ανατριχιαστικές’ λεπτομέρειες το ‘τι’ και
‘πώς’ του γεγονότος που όσο πάει και λαμβάνει αφύσικες διαστάσεις. ‘Την έκοψα
εγώ απ’την αρχή’, ‘…και βλέπω που λες το χέρι της να τραβάει το φερμουάρ… ωπ!,
άστο κάτω μωρή!’, ‘τις ξέρω εγώ όλες αυτές, δεν την άφηνα από το μάτι μου σου
λέω…’, ‘νόμιζε ότι δεν την έβλεπα, αμ δε!’, κλπ. Οι συνεπιβάτες συναινούν με
κινήσεις κεφαλής και βλέμματα γεμάτα νόημα. Στάδιο τρίτο: Γενικότερες
κοινωνιολογικές και πολιτικές τεκμηριώσεις και αποφάνσεις με ιστορικές και
βιωματικές θεμελιώσεις [αυτά είναι τα ‘ωραία’]: ‘Γεμίσαμε πια απατεώνες…’,
‘Παλιογυναίκες… το πίστευες εσύ ότι αυτή…’, ‘Κουβαλιούνται ως εδώ και μας
κατακλέβουν’, ‘Ρωσίδα ήταν;’, ‘Την είδες που ζητούσε και τα ρέστα;’, ‘Μωρέ της
έδωσε και κατάλαβε, έτσι θέλουν όλοι αυτοί, ξύλο και μπουντρούμι’, ‘Βρε τι
ωραία ήταν η Ελλάδα κάποτε…’, ‘Αν υπήρχε ένας αστυνομικός σε κάθε λεωφορείο θα
σου έλεγα εγώ…’, ‘Ο Τσίπρας φταίει’, ‘Ο Γιωργάκης φταίει’, ‘Όλοι φταίνε’…
Κατέβηκα κι εγώ στην επόμενη στάση από το
ακόμη πολύβουο και ‘σοκαρισμένο’ όχημα με ένα ελαφρύ μειδίαμα. Ο τελευταίος
ισοπεδωτικός αφορισμός με ακολουθούσε ακόμη στα πρώτα μου βήματα καθώς περπατούσα
με αργά βήματα στο παραλιακό μέτωπο μπροστά από τα πολυτελή γιωτ…
Όλοι
φταίνε…
Το τρίτο πληθυντικό πρόσωπο πάντα βολικό
σε τέτοιες περιπτώσεις, σκέφτηκα…