Δευτέρα 30 Δεκεμβρίου 2019

Αυτόν να σηκώσεις…



Βλέπεις;
Αυτό το μικρό παιδί
Το απισχνασμένο
Το λερό
Το μόνο;

Μην του γυρνάς την πλάτη
Όχι άλλο
Όχι πια…
Μην στρέφεις το βλέμμα
Και μην δειλιάζεις
Μπροστά στο σφίξιμο που νιώθεις στο στομάχι
Και στη μέγγενη που σου συνθλίβει το ρωμαλέο
Και πρησμένο καρδιακό σου μυ…

Βλέπεις λοιπόν;
Πως εκδικείται το Όλο
Την ηδονή του μερισμού;

Πως γιορτάζει το Αχώρητο
Όταν εσύ κλεισμένος ασφυκτιάς
Ανάμεσα
σε αναρίθμητα μικρά εγώ
Που φωνασκούν αδιάκοπα;

Σε κάθε βήμα
Η μεγαλειώδης μπέρτα του Ανεκδήλωτου
Γίνεται και μια ριπή ανέμου
Στα κόκκινα μάγουλά σου
Και αναπαριστά το μοναδικό της κάθε ακριβής στιγμής

Αρπάξου απ΄τον ποδόγυρο του απείρου!
Και όρμηξε στο φως!

Έρχεται ο τρισάθλιος μετανάστης
Να σου ζητήσει μια τυρόπιτα
Του ενός ευρώ
Έρχεται η πρόωρα γερασμένη
Κοπέλα
Με τα φωτεινά ακόμη μάτια
Να σου ζητήσει ένα τσιγάρο
Έρχεται ο αδελφός σου
Με την παλάμη ανοιχτή
Να διεκδικήσει απ’το πρωινό σου
Μια ακόμη μέρα
Στον εφιάλτη της ύπαρξης…

Σιώπησε τον εσωτερικό διάλογο
‘παρατάτε με όλοι σας’
Σήκωσε το βλέμμα απ΄το πεζοδρόμιο

Όσοι ακόμη ζουν
Και ανασαίνουν με θράσος
Δεν έγιναν ένα με το έδαφος…

Εκτός
Αν κάπου εκεί
Κρυμμένο ανάμεσα στις ρωγμές του δρόμου
Ψάχνεις να βρεις
Τον εαυτό σου…

Αυτόν που σου απλώνει το χέρι
Αυτόν να σηκώσεις…




end of time

Παρασκευή 27 Δεκεμβρίου 2019

Στρώμα





Κυριακές στους τοίχους
γδέρναμε το φως
και γράφαμε για τη μοναξιά
χωρίς μελάνι, χωρίς μπογιά
μονάχα με ουρανό…

μια δρασκελιά χωρίζει
το δίκλινο του ζευγαρώματος
απ΄το μονόκλινο της απατηλής
αυτάρκειας

όμως για σένα
σκληρό θα έχω το στρώμα της μνήμης
πάντα
για να μην νιώσεις ποτέ επισκέπτης

κι έτσι
για να σ’εκδικούμαι

δεν θα σου επιτρέψω 
την πολυτέλεια της λησμονιάς...



Headache...
© Toffeur

Σάββατο 21 Δεκεμβρίου 2019

ήσυχη εκπνοή



Θυμάμαι πάντοτε το άγγιγμά σου

Μέσα από τα ακροδάχτυλα
η αόρατη ενέργεια
φούσκωνε τις μικρές πτυχές
στο δέρμα

αγέρι και αύρα
τρικυμία μικρή
σαν συλλαβή πυρός…

ήσυχη εκπνοή
στο σώμα μου

Θυμάμαι με αγάπη το άγγιγμά σου
μα κι αν ακόμη εγώ ξεχνούσα
ό,τι άγγιξες έχει πια φωνή

και μου μιλάει…


photoheaven

Παρασκευή 20 Δεκεμβρίου 2019


Ο ΝΕΚΡΟΣ ΤΙΣ ΓΙΟΡΤΕΣ
Εδώ και πολλά χρόνια
σαν πλησιάζουν τα Χριστούγεννα
(αυτός) ο νεκρός γεννιέται μέσα μου
δε θέλει δώρα
δε θέλει χρήματα
πάγο και χρόνια
χιόνια και πάγο
σκισμένα ρούχα
αχνά παπούτσια
ο χρυσός νεκρός
θα βγει έξω
δεν τον γνωρίζει κανένας
τον αλήτη νεκρό
θα κάτσει στο πικρό καφενείο
να πιει τον καφέ του
κι ύστερα πάλι
σε λίγες μέρες

ήσυχα θα πεθάνει


Μίλτος Σαχτούρης 
Από τη συλλογή «Εκτοπλάσματα», (1986)



Ανάκτηση από https://ppirinas.blogspot.com/


Πέμπτη 19 Δεκεμβρίου 2019

Ξεκούτης





Κάποτε συνάντησα
εκείνον τον ξεκούτη
καθισμένο
στον κορμό ενός πανάρχαιου δέντρου
να καθαρίζει ένα μήλο
μόλις με είδε να πλησιάζω
έκανε νεύμα με την παλάμη του
να σταματήσω
χαμογέλασε νομίζω
και μου είπε
«είμαι ένας αμαρτωλός ξεκούτης
ταξιδευτή
και βγήκα απ’το σπίτι μου
για να σε ανταμώσω…»

είπε και ξαφνικά
το μήλο ήταν πια στην εντέλεια καθαρισμένο

«…σ’εξορκίζω
μη δένεσαι πολύ με τους ανθρώπους
όταν αγαπάς πολύ
είναι σα να ρίχνεις μια θεόρατη άγκυρα στη πιο βαθιά θάλασσα
μονάχα που είναι η αλυσίδα της
δεμένη στο λαιμό σου»
μου είπε ο άθλιος και στύλωσε το βλέμμα του
στο πουθενά
το μήλο του έπεσε απ’τα χέρια
κι ύστερα από λίγο
έπεσε και το κεφάλι του
κι άρχισε να κυλάει προς τα μένα!

μονάχα
που το στόμα του δεν έλεγε να κλείσει

«να εμπιστεύεσαι μονάχα
ό,τι μπορεί να σε κάνει να θυμώσεις
να αποφεύγεις όλα εκείνα
που υπόσχονται την ακεραιότητα
και πιο πολύ, αληθινά στο λέω
πάρε το βλέμμα σου απ'το Άπειρο
ό,τι χωράει στη χούφτα σου
τούτο σου αρκεί
κι ό,τι καλπάζει στα όνειρά σου
να μην το επικαλείσαι»

και να, πως έγινε
που το κεφάλι γύρισε προς τα πίσω
ανέβηκε ξανά στο σώμα
κάθισε στη θέση του

το βλέμμα έφυγε απ΄το Απέραντο
και γύρισε σε μένα

«που είναι το μήλο μου;»
με ρώτησε ο Ξεκούτης

έσκυψα παγωμένος
το έπιασα
και του το έδωσα…

τα μάτια του γέμισαν συμπόνια
και μου είπε
«πάρε την καρδιά σου απ'το Ανεκδήλωτο
αδελφέ μου
και μην σηκώνεσαι τις νύχτες ρημαγμένος
όσο έχεις ακόμα ένα δάκρυ
για το Μάταιο
να ελπίζεις
πιο ακριβό από τούτον τον καρπό
δεν αξιώθηκα να γευτώ ποτέ
πιο σπάνιο
 ακόμη και οι λέξεις
ναι
ακόμη και οι λέξεις
δεν έχουν την αιώνια θλίψη
αλλά αν ακούς τη μουσική μου μέσα τους
αυτό αρκεί…»

είπε

και το μεγάλο δέντρο
άνοιξε την αρχαία του αγκαλιά
και τον έκλεισε μέσα του…

Κυριακή 15 Δεκεμβρίου 2019

πονώ γιατί δεν έμαθα τίποτα...




Ήταν κοντά του με τον τρόπο εκείνο, με τη στάση εκείνη που απαιτούσε η στιγμή. Η συμπαντιαία στιγμή της τρομακτικής επίγνωσης ότι το να είσαι μόνος είναι μια διάσταση που τα ενδο-ακτινώνει όλα στην αρχή τους… στον πυρήνα τους.. στη γέννησή τους. Στο αδιαμόρφωτο είναι τους.

Ήταν σα να είχε μπροστά της το πέπλο του Ανεκδήλωτου. Ριγούσε. Έτρεμε στη σκέψη τι θα συνέβαινε εάν ανασήκωνε τούτο το πέπλο. Πόσο εύθραυστη ήταν η ίδια η στιγμή! Το δικό του βήμα προς την Άβυσσο, η δική της ανάσα που φοβόταν πως θα μπορούσε να τα καταστρέψει όλα…

«Πέθανα τόσες φορές», ανάσανε περισσότερο παρά μίλησε. «Τόσες φορές… και δεν αξιώθηκα ακόμα να ζήσω…»

Ήταν μια ολόκληρη Δημιουργία εκείνη η Στιγμή. Το Μηδέν που τα περιέχει όλα εν δυνάμει. Ποια βούληση και σε ποια κατεύθυνση θα στρέψει τη Δημιουργία όταν εκείνη μοιραία θα επισυμβεί; Ήταν μια στιγμή Απόλυτης Ενσυναίσθησης για εκείνη και το ένιωθε στα κόκαλα και στους νεφρούς της. Δεν ανάσαινε πια από το στέρνο της. Εισέπνεε το μεγαλείο της Ώρας και το εξέπνεε από τους πόρους του κορμιού της. Με οδύνη. Με ωδίνες.

«Αν μπορούσα να αποδεχθώ ότι φοβάμαι… ανοίγομαι σ’ αυτό το βάραθρο… και δεν ξέρω αν είναι απλά ο επόμενος θάνατος… ή ίσως η μία και μόνη ζωή που αξιωνόμαστε…»

Τα δάχτυλά της σταμάτησαν στην αύρα του σώματος και δεν τόλμησε να την διαπεράσει για να ανταμωθεί με το δέρμα… πονούσε κι αυτό… ένα Τραύμα… το Αρχαίο Ρίγος είναι, τελικά, ένα Τραύμα… τα δάκρυά της ήταν ο δικός του πόνος… απόλυτη ενσυναίσθηση…

«Περπατώ μόνος όλους αυτούς τους αιώνες… δεν είχα βήμα, δεν διδάχθηκα την εναρμόνιση… δεν γονάτισα μπροστά στο Κατώφλι… ασεβής ίσως σκεφτείς… άσμενος περιπατητής… χαρούμενος... και λυπημένος… δεν διδάχθηκα τίποτα… πονώ γιατί δεν έμαθα τίποτα…»

Οι λέξεις ράντιζαν την ατμόσφαιρα όπως οι σταγόνες της βροχής από τη θύελλα. Λες κι αναζητούσαν να ταιριάξουν με άλλες λέξεις, να γονιμοποιηθούν, να φτιάξουν νέα στερεώματα…

Άρχισε να βαδίζει αργά… απομακρυνόταν…

Δεν θα τον έχανε από τα μάτια της… ποτέ… κοιτούσε πλέον μέσα απ’τα δικά του…


Der [ angler ]

Πέμπτη 12 Δεκεμβρίου 2019

ψυχονομείο





από τούτη την απόσταση
όλα μοιάζουν ένα λεβιαθανικό τοπίο
πέτρες θεόρατες
ριζωμένες σε πρόστυχα μωβ σύννεφα
με τις ριπές του χρόνου
να τις αναγκάζουν ν’ανθίσουν
όνειρα αρχαίων όντων…

ο χρόνος θολώνει τ’οπτικό πεδίο
και σαρκάζει το τεράστιο μελανογράφημα
στο σώμα μου
μα δεν είναι
τους φωνάζω
ποτέ δεν ήταν
το δικό μου σώμα!

ως ξενιστής αρκούμαι
να υποδέχομαι τις εποχές
σιωπηλά
μακελεύοντας όλες τις γλυκές στιγμές
που δραπετεύουν απ’το ψυχονομείο του Απείρου

από τούτη την απόσταση
έχω την πολυτέλεια του θρήνου
και την αφέλεια της ελπίδας

κι αρνούμαι πια να στερηθώ
το αρχαίο αυτό βλέμμα
ως ξενιστής το δανείστηκα
απ’το ήπαρ του Αχανούς
σαν δηλητήριο ενέσιμο ιχώρ
και μεταβολισμένο από όσα το άγγιγμα φανέρωσε
θα το παραδώσω καθαρό
στο επόμενο καλοκαίρι
που θα με αγκαλιάσει…



simplement... une petite fleur

Πέμπτη 5 Δεκεμβρίου 2019

Απόλυτη ελευθερία είναι η ανυπαρξία...


Ελευθερία, αγάπη, αρμονία. Λέξεις και έννοιες από τις προσπάθειες προσδιορισμών και εξηγήσεων που θέλει να δώσει ο ανθρωπινός νους στις αίτιες και στα αιτιατά τα οποία αδυνατεί να τα αναλύσει εξολοκλήρου, αλλά μόνο επιμέρους κάθε φορά, με αποτέλεσμα την λαθεμένη αντίληψη και συμπεράσματα. Ποια είναι η ελευθερία και τι εννοείται ως ελευθερία ή αγάπη ή αρμονία. Δεν υπάρχουν κάπου εκεί έξω ώστε να αποκτηθούν, είναι καταστάσεις και είσαι μέσα σε αυτές, είσαι αυτές και μόνο ενσυνείδητα μπορείς να τις αντιληφθείς. Το μονοπάτι θα είναι πάντα κάτι το ξένο αν δεν γίνεις ο ίδιος μονοπάτι, όπως έλεγε ο Σιντάρτα. Δεν υπάρχει ελευθερία όπως την νομίζουμε στον φυσικό κόσμο, διότι όλα εξαρτώνται από κάτι και όλα είναι αποτελέσματα συνθηκών και αυτό ακριβώς είναι η ελευθερία, η ευκαιρία να υπάρχεις, να εκδηλώνεσαι ανάμεσα στις συνθήκες. Δεν υπάρχει αγάπη όπως την θεωρούν οι άνθρωποι ως ένα ιδανικό συναίσθημα. Πως μπορείς να αγαπάς, όταν καθημερινά πρέπει να θανατώνεις κάτι άλλο για να επιβιώνεις. Η αγάπη δεν είναι κάποιο συναίσθημα, αλλά μια κατάσταση που μπορείς να βιώσεις, μόνο μετά την κατανόηση και αναγνώριση των δεσμών και των ρήξεων που δημιουργούν την ύπαρξη. Η αρμονία δεν είναι νιρβάνα αλλά μια μόνιμη προσπάθεια ισορροπίας μέσα στον αέναο ρυθμό της ροής


https://mewe.com/i/sakismagos

στο μεταίχμιο του Γνόφου

 

Αναρωτιέμαι…

αν κάνω ένα βήμα ακόμη
εισέρχομαι στο άβατόν σου
κρημνίζομαι στο άπειρό σου
χάνομαι στο πέλαγός σου
απ’το απόλλυμαι
στο ακέραιο ίχνος
σέσωσμαι
και γκρεμισμένος
ανασαίνω τις καινούργιες
φτέρουγές μου…

αν κάνω πίσω
μένω στο άθλιο Γνωστό
στη ρυπαρή ασφάλεια της φυλακής μου
ελλιμενισμένος πνιγηρά
υγρά και ασθματικά
στο φροντισμένο
οκνηρό εαυτό μου

Ισορροπώ στο μεταίχμιο του Γνόφου
δολιχοδρομώντας ως τα σήμερα
συντροφιά με τις ριπαίες ενοχές μου
μετρώντας αμείλικτα
τα πιο χλιαρά βήματά μου
κέρδισα το προνόμιο να σε αντικρίσω
αλλά διστάζω
να εκταθώ
ως τον αφανισμό μου…

και … αναρωτιέμαι ενεός
αν πάλι έξω από το ιερό σου
φιλοτεχνώ ο δειλός
το πρόσωπό σου
εγκάθειρκτος
και μοναχός
εκτός…
ή αν
στο πρόναο της αγάπης σου
πυρετικά
και άρρητα
στο γνόφο του μυαλού μου
αναδιφώ στο Άγνωστο


εντός…

Πέμπτη 28 Νοεμβρίου 2019

Σύμβολα


Στο πεδίο της συμβολικής όλα συνδέονται. Ο κόσμος των συμβόλων υφίσταται και εν ενεργεία και εν δυνάμει. Μας ‘υπενθυμίζει’ διαρκώς ότι όλα, τα πάντα στον ορατό και αόρατο, κτιστό και άκτιστο κόσμο συνδέονται. Μικρόκοσμος και μεγάκοσμος. Ύλη και Πνεύμα. Και το χρυσό νήμα που τα διέπει όλα είναι ο Χρόνος. Γι’αυτό και τα σύμβολα δεν έχουν χρονισμό, δεν είναι ‘μολυσμένα’ απ’το χρόνο. Η σκέψη είναι μολυσμένη απ’το χρόνο. Αλλά όχι ο νους. Το βίωμα, όχι το γίγνεσθαι, η σάρκα, όχι η σάρκωση.
Τα σύμβολα ‘σημαίνουν’ την ενότητα αλλά δεν μας αποκαλύπτουν τη λειτουργική της ενότητας, πολύ δε λιγότερο της ενικότητας. Γιατί αυτό είναι το έργο του Μύστη. Ήταν σε όλες τις εποχές, είναι και σήμερα. Μπορεί οι δρόμοι να διαφέρουν, τα μέσα, οι ορίζουσες. Όμως αυτά είναι τα επιφαινόμενα… ‘εκείνο που αναπαύεται και ανασαίνει στα αρχαία βάθη’ δεν άλλαξε. Δεν γέρασε, δεν πέθανε, δεν αποχώρησε. Εμείς αποχωρήσαμε, εμείς του γυρίσαμε την πλάτη.
Αλλά, τι ‘περίεργο’… κάθε φορά που ακούμε μια θεία μελωδία, διαβάζουμε ένα υπέροχο ποίημα, θαυμάζουμε την αρμονία ενός γλυπτού… κάτι ταράσσεται εντός μας. Κάτι αφυπνίζεται, κάτι προσπαθεί να μας ‘μιλήσει’… για λίγο μένουμε με την αίσθηση της αβεβαιότητας, του φόβου ακόμα. Όμως αν αφεθούμε στο κάλεσμά του συγκλονιστικά πράγματα συμβαίνουν… και ίσως ακόμα, αλλάζει η ζωή μας…
Τα σύμβολα δεν υπάρχουν για να φανερώνουν αλλά για να κρύπτουν… το κάνουν γιατί κάθε Μητέρα προστατεύει τον Υιό της και κάθε Πατέρας τον Οίκο του… ας το αναλογιστούμε αυτό… για να είμαστε πιο επιεικείς απέναντι όχι μονάχα σε εκείνο που ‘κρύπτεσθαι φιλεί’ αλλά περισσότερο στον εαυτό μας…

Τρίτη 19 Νοεμβρίου 2019

Η κλέφτρα…

Ωραιότατες σκηνές του συγχρόνου νεοελληνικού κοινωνικού βίου μετά των αναλόγων ψυχο-ηθογραφικών παρατηρήσεων.


Σε κάποιο όχημα γραμμών ‘τρόλεϊ’ σε κεντρικό σημείο του Πειραιά. Ώρα σχετικώς πρωινή, ο κόσμος αρκετός, οι περισσότεροι των επιβατών μέσης και μεγάλης ηλικίας. Ευρίσκομαι όρθιος, απέναντι από την μεσαία πόρτα, πλάι στο παράθυρο. Ως συνήθως, είμαι βυθισμένος σε σκέψεις, καταγραφές, απογραφές, σημειώσεις, στοχασμικές διαδρομές. Γύρω μου ένας όμιλος συνανθρώπων μου. Αίφνης αναταραχή. Κάποιος ‘μικρός το δέμας’ κύριος διαπληκτίζεται και χτυπά μια ξανθομαλλούσα κυρία, μέσης ηλικίας η οποία τον κοιτά έκπληκτη αλλά με ένοχο βλέμμα. Ο κύριος αυτός της δίνει απανωτές ‘γρονθο-σπρωξιές’ στην πλάτη και στα χέρια και την ‘κατσαδιάζει’ εμβριμώμενος. Η γυναίκα απολογείται σε γλώσσα που δεν κατανοώ, ουκρανικά ή ρωσικά ίσως. Γρήγορα αποκαλύπτεται ότι ο συνεπιβάτης μας συνέλαβε την κυρία με την ξανθή κώμη να προσπαθεί ανοίγοντας το φερμουάρ της τσάντας κάποιας άλλης κυρίας να ‘σουφρώσει’ το όποιο πολύτιμο περιεχόμενο ήθελε ανιχνεύσει. Η αναταραχή εκτείνεται και οξύνεται και ο κοντόσωμος άντρας επιτιμά και καθυβρίζει την παρολίγον κλέφτρα με πολλούς χαρακτηρισμούς, όχι ιδιαίτερα πρωτότυπους. ‘Παλιογυναίκα’, ‘βρωμιάρα’, ‘θα στο κόψω το χέρι’, κ.α. Την δε γυναίκα που σχεδόν έπεσε θύμα της ‘αλαφροχέρας’ αλλοδαπής δεν την καλοείδα, δεν την θυμάμαι. Καταγράφω διαλόγους, ρήσεις, αφορισμούς, εκφωνήματα, βλέμματα, κουνήματα κεφαλών, κ.α. Αυτά που πρωτογενώς με ενδιαφέρουν, ομολογώ.
Φτάνουμε στην επόμενη στάση. Ο ‘σωτήρ’ σπρώχνει ‘καροτσάκι’ και εκβάλλει περίπου ‘κλωτσηδόν’ την αλλοδαπή εκ του οχήματος ενώ στα μάτια όλων οπωσδήποτε και τα δικά του έχει κερδίσει τουλάχιστον είκοσι πόντους σε ύψος.
Η κλέφτρα του τρόλεϊ είναι πλέον εκτός, το όχημα συνεχίζει την πορεία του προς την Μαρίνα Ζέας. Δι’ ολίγον επικρατεί μια αμήχανη σιωπή λες και απηλλάγημεν από κάποια συμφορά, μια πανώλη, μια φυσική καταστροφή η οποία αντιμετωπίστηκε επιτυχώς και τώρα αναλογιζόμαστε ‘τι θα μπορούσαμε να έχουμε πάθει’.
Και αμέσως μετά αρχίζουν τα ‘ωραία’. Αυτά που αγαπώ από νέος να καταγράφω. Η κοινωνική ‘βοή’. Η οποία μπορεί να χωριστεί σε κάποια σχεδόν διακριτά στάδια. Το πρώτο στάδιο: η ηρωοποίησις. Το κοινό επιδαψιλεύει τιμάς και ‘στεφανώνει’ τον ενεργό πολίτη και γενναίο υπερασπιστή των συνανθρώπων του. ‘Μπράβο σου!’, ‘Ευτυχώς που την είδε…’, ‘Μωρέ πώς την τσάκωσε;’, ‘Είστε αξιέπαινος!’, κλπ. Στάδιο δεύτερο: Ο αρχικώς μετριόφρων και σεμνοπρεπής ήρως απολαμβάνων τους επαίνους περνά ταχέως αλλά ‘με στυλ’ στην αυτο-δοξολογία περιγράφοντας με ‘ανατριχιαστικές’ λεπτομέρειες το ‘τι’ και ‘πώς’ του γεγονότος που όσο πάει και λαμβάνει αφύσικες διαστάσεις. ‘Την έκοψα εγώ απ’την αρχή’, ‘…και βλέπω που λες το χέρι της να τραβάει το φερμουάρ… ωπ!, άστο κάτω μωρή!’, ‘τις ξέρω εγώ όλες αυτές, δεν την άφηνα από το μάτι μου σου λέω…’, ‘νόμιζε ότι δεν την έβλεπα, αμ δε!’, κλπ. Οι συνεπιβάτες συναινούν με κινήσεις κεφαλής και βλέμματα γεμάτα νόημα. Στάδιο τρίτο: Γενικότερες κοινωνιολογικές και πολιτικές τεκμηριώσεις και αποφάνσεις με ιστορικές και βιωματικές θεμελιώσεις [αυτά είναι τα ‘ωραία’]: ‘Γεμίσαμε πια απατεώνες…’, ‘Παλιογυναίκες… το πίστευες εσύ ότι αυτή…’, ‘Κουβαλιούνται ως εδώ και μας κατακλέβουν’, ‘Ρωσίδα ήταν;’, ‘Την είδες που ζητούσε και τα ρέστα;’, ‘Μωρέ της έδωσε και κατάλαβε, έτσι θέλουν όλοι αυτοί, ξύλο και μπουντρούμι’, ‘Βρε τι ωραία ήταν η Ελλάδα κάποτε…’, ‘Αν υπήρχε ένας αστυνομικός σε κάθε λεωφορείο θα σου έλεγα εγώ…’, ‘Ο Τσίπρας φταίει’, ‘Ο Γιωργάκης φταίει’, ‘Όλοι φταίνε’…
Κατέβηκα κι εγώ στην επόμενη στάση από το ακόμη πολύβουο και ‘σοκαρισμένο’ όχημα με ένα ελαφρύ μειδίαμα. Ο τελευταίος ισοπεδωτικός αφορισμός με ακολουθούσε ακόμη στα πρώτα μου βήματα καθώς περπατούσα με αργά βήματα στο παραλιακό μέτωπο μπροστά από τα πολυτελή γιωτ…
Όλοι φταίνε…

Το τρίτο πληθυντικό πρόσωπο πάντα βολικό σε τέτοιες περιπτώσεις, σκέφτηκα…

Σάββατο 16 Νοεμβρίου 2019

Άδακρυς μάχη


Έτσι κι αλλιώς δεν μπορούσες να με δεις
υπήρξα αόρατος για σένα
μιλούσα όταν κρυβόσουν στη σιωπή
κι όταν γεννούσες το χτες
στο σήμερα ερχόμουν

έτσι κι αλλιώς δεν ζητούσες να με δεις
στους αποθέτες των ονείρων ανταμώθηκαν μονάχα
σαν δειλοί προδότες
οι ψυχές μας
σκιές αγγιγμάτων
αλκυονίδες νύχτες
μέλαινας ευχής
ικετήριες ματιές

το σκοτάδι
δεν πολεμιέται
από πέτρινα σώματα
και δεν λυγίζει το βδελυρό στερέωμα
μπροστά σε τρέσαντες οπλίτες

έτσι κι αλλιώς δεν μπορούσες τίποτε να δεις

άδακρυς μάχη

μα έτσι ή αλλιώς
το τίποτε μονάχα
ικανώθηκες να δεις…