Πέμπτη 30 Σεπτεμβρίου 2010



Το κουτί

συνάντησα
εκείνον τον άνθρωπο
Κυριακή μεσημέρι
στον Ηλεκτρικό
καθισμένο σ’ένα παγκάκι
κάπως σκυφτό
κάπως νεκρό

πλησίασα
είδα στα άσπρα μαλλιά του
που είχε πιάσει με ένα φτηνό λάστιχο
ανταύγειες από κόσμους
ανταύγειες από ανθρώπους
που ξοδεμένοι πια
σαν αναμνήσεις πολέμων
μάτωναν μονάχα τον αιθέρα γύρω του
και εξατμίζονταν αμέσως

πλησίασα κι άλλο
είδα τα χέρια του
δεν είχε δάχτυλα
είχε μαχαίρια
είχε λάμες
είχε θυμό
και ακουμπούσαν στα πόδια του
που ήταν κομμένα από τα γόνατα
και αιμορραγούσαν
τον εαυτό του
οσμίστηκα τη φρίκη
οσμίστηκα τη φυλακή
οσμίστηκα το απόλυτο
που κιόλας είχε ξεπεράσει
αιωνιότητες πριν…

ήθελα
ή δεν ήθελα
να δω το πρόσωπό του
πλησίασα κι άλλο
ο κόσμος γύρω
βιαστικός
χωνόταν στα βαγόνια
περνούσε
έφευγε
χανόταν
κανείς δεν μας κοιτούσε
κανείς δεν είχε βλέμμα
ποτέ δεν είχε…

έπρεπε να ησυχάσω τη καρδιά μου
ήξερα ποιος ήταν
ο χρόνος μου το έλεγε
η μυρωδιά της Ανάγκης
η ηττημένη ανάσα
της σκοτωμένης νιότης
έκλεισα τα μάτια μου

έτσι είπα
θα τον δεις καλύτερα

οι άνθρωποι γύρω
φιγούρες
περνούσαν
άφηναν οσμές
άφηναν χνώτα
άφηναν θλίψη
και ρουφούσαν ματαιότητα…

τον άγγιξα
τον είδα
στο μέτωπο
η γνώριμη ρυτίδα
στα χείλη
εκείνη η παιδική αμυχή

ένιωσα να με τραντάζει
ολόκληρη η Αλήθεια
να με συντρίβει
να με κλειδώνει
σ’ένα στενόχωρο κουτί

άνοιξα τα μάτια

δεν είχε φύγει
όπως θα ευχόμουν

για να πάρω ανάσα
έφυγα εγώ

δεν βιάστηκα
δεν είχα βήμα
δεν έκλαψα
δεν είχα δάκρυα


πώς να χωρέσεις στο στενό κουτί
εσένα
και την αλήθεια
συντροφιά;


πριν απομακρυνθώ
μονάχα
γύρισα
για μια τελευταία ματιά
εκεί ήταν
ακίνητος
σαν πετρωμένος χρόνος
νικημένος
και ανίκητος


τώρα πια
ελεύθερος...

Ιαν 2010

Δευτέρα 27 Σεπτεμβρίου 2010




Το μαύρο κορδόνι

Έγινε λευκό σχοινί
Με τύλιξε γύρω απ’το λαιμό
Και στον επιθανάτιο ρόγχο
Είδα τον κόσμο
Όπως αληθινά είναι
Είδα χέρια αποσαρκωμένα
Αιδοία και πέη ματωμένα
Είδα αρρώστους λερωμένους με ζωή
Και υγιείς πρησμένους
απ'το σφρίγος του θανάτου
Είδα παιδιά σκελετωμένα
Και υπέρβαρους φιλάνθρωπους
Να στάζουν λίπος και δάνειο οίκτο
Είδα ανθρώπους λουσμένους στο φως του έρωτα
Και είδα πως τούτο το φως
Ήταν γεμάτο φλύκταινες και πύο


Το μαύρο περιλαίμιο

Έγινε άσπρη λαιμαριά
Με τύλιξε ακόμη πιο σφιχτά
Καθώς ακόμη όλα δεν τα είδα
Γέροντες είδα που εκπόρνευαν τη σοφία τους
Και νέους που εκπόρνευαν το σώμα τους
Είδα χαμαιλέοντες με μορφή ανθρώπου
Και αγνούς σακάτηδες που σέρνονταν κοντά μου
Κοπέλες σαν τα κρύα τα νερά
Να ξεπουλιούνται για μια κίβδηλη ζωή
Και αγόρια που λάτρεψε ο ήλιος
Να σκάβουν το σκοτάδι
Με τα ωραία τους δάχτυλα

Μάτια βγαλμένα
είδα
Από τυφλούς
Που σιχάθηκαν να βλέπουν
Και σαν τον Ωριγένη
Ευνούχους που λάτρεψαν
Την αναπηρία τους


[Πονούσα]

Και η μαύρη ζώνη
 
[Σχιζόταν η καρδιά μου]

Έγινε λευκή φωτιά
Και λίγο πριν με αναλώσει ηδονικά
Είδα κι εμένα
Να περιφέρομαι
Σα να μην συμβαίνει τίποτα
Ανάμεσά τους…

Σεπ 2009

Τετάρτη 22 Σεπτεμβρίου 2010


Προχωρημένη αποσύνθεση

...και μη νομίζετε
πως πέρασαν πολλοί αιώνες
από τότε που γεννήθηκα...

κάποιες φορές μονάχα
έχω μια περίεργη αίσθηση συγγένειας
μ’ ένα νεκρό σκύλο
πεταμένο στην άκρη του δρόμου
σε προχωρημένη αποσύνθεση
από τις άδειες του κόγχες
βλέπω τον κόσμο
κι από το βρόμικο σάπιο τομάρι του
ανασαίνω ό,τι απόμεινε
ως θριαμβικός συμβιβασμός
όλων των ζωντανών
με τις σκιές τους...

6-11-2007

Κυριακή 19 Σεπτεμβρίου 2010





Κοπτήρες

Εσύ σακάτη
γέρο εσύ…
γείρε ν’ακούσεις
το παφλασμό του αρχαίου
αρχειοθετήθηκε για σένα
από το αβυσσαλέο σκότος
κι είχε στοργικά σκεπάσει τη δολιότητά του
το Ον εκείνο
που φοβάσαι να ονειρευτείς…

δόντια
κοπτήρες φονικούς
έχει φυτέψει στο κορμί σου
ψάξε
έχεις δυο μάτια αναδευτήρες
έχεις δυο πόδια ξύλινα
έχεις δυο χέρια πρησμένα υποσχέσεις
και ανασαίνεις το ρόγχο της αποδρομής…


Ο άνθρωπος μπροστά στο θεόρατο τοίχο…
Δεν γύρισε το βλέμμα
Δεν άπλωσε τα χέρια
Δεν έκανε τον παραμικρό μορφασμό
Είχε στυλώσει το βλέμμα του στην απόλυτα –αφύσικα- επίπεδη και γυαλιστερή επιφάνεια που ορθωνόταν μπροστά του… άπειρη σε πλάτος, άπειρη σε ύψος…
Το σώμα του ευθυτενές
Τα χέρια κολλημένα στα πόδια
Η μύτη του σε απόσταση χιλιοστών από την παράξενη αυτή όρθια επιπεδότητα…
Εδώ καλούμαι να σκεφτώ
Είπε
Εδώ καλούμαι να σταθώ…
Θα απαλλοτριώσω το χρόνο
Είπε
Και ό,τι απορρίψω ως περίττωμα
Θα είναι η βεβαιότητά μου
Πως είμαι ζωντανός

… ψάξε λεπρέ
τους σάπιους σου κοπτήρες
ψάξε τρελέ
έρχεται Εκείνο
που δεν αντέχεται η μορφή Του
έρχεται Αυτό
που δεν μετριέται στο τώρα
έρχεται όμως
και είναι αληθινό…

Δεν εμπιστεύομαι το χτύπο της καρδιάς μου
Δεν εμπιστεύομαι το βουητό στ’αυτιά μου
Δεν υπάρχω ως προς εμένα
Θέλω να υπάρχω απλά
Σα να μην έχει αυτό καμιά επίδραση στο μυαλό μου…
Χάνομαι;

...γείρε να νιώσεις
το αγριεμένο αίμα σου
θέλει να σε σκοτώσει
θέλει να σε φορτώσει ενοχές ζωής
κι έτσι
ανυποψίαστο
πως βρήκες το παιδί του ανθρώπου
και το φιλοξενείς γλυκά
στο νησί της Μέδουσας
θα σε μαχαιρώσει
και θα σκορπίσει όλες σου τις πρόστυχες ματιές
στον ωκεανό της Αφροδίτης…


Είμαι άραγε πραγματικά όρθιος;
Αν με δει κανείς διαφορετικά ίσως να μην είμαι
Ίσως απλά να έχω την ψευδαίσθηση της βαρύτητας
Τα πόδια μου μεταφέρουν το φορτίο μου στο χώμα
Το κεφάλι μου δεν πρήζεται από το αίμα
Αυτό με βεβαιώνει άραγε πως είμαι όρθιος;
Τρελαίνομαι;

Ο τοίχος είναι νεκρός
Εγώ είμαι ζωντανός
Τι άποψη άραγε να έχει επ’αυτού… ο τοίχος;
Θέλω να ξεσπάσω σε τρανταχτά γέλια
Είμαι μια κουκίδα
Μπροστά σε ένα απλωμένο επίπεδο σεντόνι
Που ξεφύτρωσε μπροστά μου από το πουθενά
Και αναρωτιέμαι…
Αν σκέφτεται…
Θέλω να πεθάνω από τα γέλια
Ίσως αυτός ο ήχος
Αυτή η δόνηση
Να τον ευαισθητοποιήσει
Και να με αφήσει να περάσω… από μέσα του…
Θέλω να διπλωθώ από τα γέλια
Είμαι σίγουρος
Είμαι σίγουρος…
Μετά από αυτό το καταραμένο πράγμα
Ακολουθούν κι άλλα…
Αμέτρητα
Αμέτρητα
Αναρίθμητα!!!
Θέλω να γεμίσω το σύμπαν από τα γέλια μου!!

… ήσουν αιδοίο
κι έγινες φαλλός
επηρμένε!

δεν σε φοβίζει το Ον
ούτε η σκιά σου
εκτάθηκες στο επίπεδο
πάνω
και κάτω
δεξιά
και αριστερά
τα χρονοκύτταρά σου
των πνευμόνων οι κυψέλες σου
έγιναν ένα με το ένα
έγιναν τίποτα στο τίποτα

χαμογελάς;
δεν σε βλέπω

πονάς;
δεν είχες το δικαίωμα…

αρνήθηκες την άρνησή σου;
κάνε με υπερήφανο!

Αν δεν υπάρχεις
πώς να σε πιω ξανά;

Μαρ2010