Πέμπτη 11 Μαρτίου 2010

Η Αίθουσα

                                                                                                      

  

            Το δωμάτιο είναι μεγάλο...

            Δεν είναι δωμάτιο, είναι μια αίθουσα. Μια μεγάλη, βρόμικη αίθουσα...

            Είναι αλήθεια. Πρόκειται για μια παραλληλεπίπεδη αίθουσα με την μεγάλη διάσταση τουλάχιστον 30 μέτρα και την μικρή περίπου στο μισό. Και είναι πάντα σκοτεινή. Ή σχεδόν πάντα. Στην μία από τις δυο μικρές πλευρές της που φιλοξενεί ένα μικρό άνοιγμα κοντά στην οροφή, υπάρχει μια στενόμακρη δίοδος για το ευλογημένο φως της ημέρας.

            Τα έχουν χτίσει οι καταραμένοι! Τα παράθυρα, τα έχουν χτίσει. Μπορώ να τα διακρίνω καθαρά. Κάποτε υπήρχαν μεγάλα κουφώματα στις τρεις από τις τέσσερις πλευρές. Μπορώ να τα μετρήσω κιόλας. Όποιος κι αν ήταν ο αρχιτέκτονας -δεν δίνω δεκάρα δηλαδή για το ποιος μπορεί να ήταν- είχε προβλέψει τέσσερα ανοίγματα στην μία από τις δύο μεγάλες πλευρές και από δύο στις μικρές. Πόσο φως θα έμπαινε κάποτε εδώ μέσα! Κι αυτοί τα έχτισαν! Στο διάολο κι αυτοί κι ο μαλάκας ο αρχιτέκτονας...

            Το κρεβάτι της Ελένης, είναι τοποθετημένο στη μέση αυτής της πελώριας αίθουσας. Εάν το δει κανείς από ψηλά, το θέαμα είναι κάπως κωμικό. Ένα μικρό, μονό κρεβάτι, στο μέσον μιας άδειας, μακρόστενης αίθουσας. Αλλά η κατάσταση της κοπέλας που φιλοξενεί αυτό το κρεβάτι δεν είναι καθόλου κωμική. Ούτε καν ουδέτερη. Θα μπορούσε άνετα να χαρακτηριστεί δραματική, τραγική, ίσως και απελπιστική.

            Όχι ίσως, είναι απελπιστική!

            Η Ελένη βρίσκεται σ'αυτό το κελί με τις διαστάσεις αίθουσας υποδοχής παλατιού, κοντά μια εβδομάδα τώρα, αν και δεν μπορεί να είναι απόλυτα σίγουρη. Μετά την τρίτη ημέρα -νύχτα μάλλον- έχασε το λογαριασμό. Σχεδόν όλα τα αντιληπτικά κέντρα του εγκεφάλου της παρουσίασαν σύγχυση και έννοιες όπως  χ ρ ό ν ο ς,  ε γ ώ , και μερικές άλλες, έχουν πλέον περιέλθει σε μια κατάσταση...υδαρότητας. Τίποτε δεν είναι απολύτως βέβαιο, παρά μονάχα τα στοιχειώδη. Και η Ελένη, δεν σταματά να τα επαναλαμβάνει στον εαυτό της, για να κρατηθεί στην επιφάνεια της τρικυμισμένης θάλασσας του μυαλού της.

            Με λένε Ελένη, είμαι 23 ετών, και πριν κουβαληθώ σ’αυτή τη γαμημένη την τρύπα, δούλευα σ’ένα Χρηματιστηριακό γραφείο... Ζω στο Θησείο,  στην οδό τάδε, αριθμός τάδε και το όνομα του πατέρα μου είναι... και της μητέρας μου.... Το όνομά μου είναι Ελένη και... και αγαπώ πολύ τον...

            Σ' αυτό ακριβώς το σημείο είναι που πάντα βάζει τα κλάματα. Τις τελευταίες ημέρες βέβαια το έχει σε κάποιο έλεγχο και αυτό καθώς ξέρει πως η συγκινησιακή φόρτιση επιδεινώνει την ήδη απελπιστική της κατάσταση και επίσης, πως ο αγαπημένος της, δεν μπορεί να κάνει το παραμικρό για να την βοηθήσει. Κι αυτό την ρίχνει σε ακόμη βαθύτερα πελάγη σκοτεινιάς.

            Αν ήξερε εκείνος, οι δικοί μου, οι φίλοι μου... αν ήξερε κάποιος από το γραφείο, αν κανείς ήξερε πως είμαι εδώ, φυλακισμένη από αυτούς τους μπάσταρδους με τις γκρι φόρμες και τις περίεργες μάσκες, αν μπορούσε κανείς τους να ξέρει τι περνάω... Γαμώ το! Είμαι η μόνη που το ξέρει κι αυτό δε με βοηθάει σε τίποτε!

            Κι αυτό είναι επίσης αλήθεια. Κανείς άλλος σε ολόκληρο το πλανήτη, δεν γνωρίζει πως η Ελένη, 23 ετών, που έως μια εβδομάδα πριν, ζούσε μια απολύτως φυσιολογική ζωή, με τη δουλειά της, την οικογένειά της και το αγόρι της, βρίσκεται εδώ, μέσα σ'αυτό το περίεργο κελί που μοιάζει με αίθουσα κάποιου ανακτόρου που έχει από δεκαετίες ερημώσει, αιχμάλωτη πάνω σε ένα κρεβάτι, όλες τις ώρες δεμένη, χωρίς να μιλάει σε κανέναν, χωρίς να της έχει μιλήσει κανένας, συντροφιά με το σκοτάδι και τις σκέψεις της, συντροφιά μονάχα με τον εαυτό της και τις αναμνήσεις της. Κανείς άλλος, σε ολόκληρο τον πλανήτη, δεν έχει ιδέα για την τραγική της θέση.
            Αν κι αυτό, δεν είναι ολόκληρη η αλήθεια.

            Ποιοι είναι αυτοί που με έφεραν εδώ; Γιατί δεν μου μιλάνε; Τι στο διάολο θέλουν από εμένα; Αν θέλουν κάτι από εμένα -αν και δεν έχω τίποτε να τους δώσω- γιατί δεν μου το λένε που να πάρει η ευχή; Μπαίνουν, με κοιτάζουν, δεν βγάζουν μιλιά, μου αφήνουν ένα πιάτο φαί και νερό και μετά εξαφανίζονται. Τι σόι παιγνίδι είναι αυτό;

            Τα ερωτήματα αυτά, τις πρώτες ημέρες είχαν μια, ας το πούμε, χοντροκομμένη δομή. Όσο περνάει ο καιρός όμως -και η συναισθηματική της κλιμάκωση αποκτά αμφίσημο, διπολικό χαρακτήρα, από την βαθιά μελαγχολία στην οργισμένη επιθετικότητα- εκλεπτύνονται και τα ερωτήματα. Απαντήσεις βέβαια δεν υπάρχουν.      
              Προς στιγμήν τουλάχιστον.

            Όταν με απήγαγαν -γιατί περί αυτού πρόκειται, σίγουρα!- ήταν Δευτέρα. Είχα σχολάσει και πήγαινα στο σπίτι μου. Όπως κάθε μέρα εδώ και τόσα χρόνια. Πήρα το λεωφορείο μου και μάλιστα σκεφτόμουν κάποια πράγματα για τη δουλειά. Δε θυμάμαι τώρα τι ήταν αυτό, κάποια σχέδια που είχα εκτυπώσει... ναι, αυτή η άδεια του Κρητικού που τη φτιάχνουμε και τη ξαναφτιάχνουμε από την αρχή. Αυτά μάλλον σκεφτόμουν και αισθανόμουν άσχημα! Τι ειρωνεία! Αισθανόμουν άσχημα και έλεγα πως δεν πάει άλλο και θα την παρατήσω την κωλοδουλειά του γραφείου! Αισθανόμουν άσχημα που έφτιαχνα και ξανάφτιαχνα τις αναφορές από την αρχή γιατί αυτός ο ηλίθιος ο Κρητικός έχει κάλο στον εγκέφαλο. Πόσο το έχω μετανιώσει τώρα! Χριστέ μου, βοήθησέ με να ξεφύγω από δω μέσα και δε θα ξαναπαραπονεθώ ποτέ πια για τη δουλίτσα μου! Βοήθησέ με Ιησού!

            Οι προσευχές και οι επικλήσεις του θείου, είναι επίσης κάτι που μέρα με τη μέρα παίρνει μια ιδιαίτερα ανάγλυφη και έντονη μορφή στον ψυχισμό της έγκλειστης Ελένης. Η εξέλιξη -και γιγάντωση ακόμη- του θρησκευτικού συναισθήματος έχει πρωτεύοντα ρόλο και καταλαμβάνει πια τεράστιο χώρο στο  ε ί ν α ι  της. Πριν βρεθεί σ'αυτή την άθλια θέση, η Ελένη ήταν μια "απολύτως φυσιολογική" κοπέλα, με χαλαρούς και μάλλον τυπικούς δεσμούς με το θείο. Κοινωνούσε μάλλον σπάνια, πήγαινε στην εκκλησία Χριστούγεννα και Πάσχα, προσευχόταν μονάχα από συνήθεια και, γενικά, δεν την είχε απασχολήσει ποτέ ιδιαίτερα η έννοια της διαρκούς παρουσίας -με την παρεμβατική κυρίως μορφή της- του Θεού στη ζωή της. Η 23χρονη Ελένη δεν μπορούσε να φανταστεί πόσο ζωντανή και απόλυτα πραγματική θα ήταν αυτή η παρουσία κάποτε. Τις τελευταίες ημέρες την βιώνει όμως. Και την βιώνει με έναν τρόπο κλιμακούμενο και δυνάμει εκρηκτικό.
           
            Την ημέρα που με απήγαγαν -γιατί κόβω το κεφάλι μου πως έχουν ήδη ζητήσει λύτρα από τους δικούς μου και ένας Θεός ξέρει πόσα ζήτησαν και που θα τα βρει ο καημένος ο πατέρας μου- ήταν Δευτέρα, γυρνούσα με το λεωφορείο από τη δουλειά και, ως συνήθως, γκρίνιαζα. Πεινούσα κιόλας. Ναι, το θυμάμαι καλά. Πεινούσα σαν λύκος και αναρωτιόμουν τι να είχε μαγειρέψει η μάνα μου. Οι τελευταίες εικόνες που θυμάμαι είναι λίγο αφού κατέβηκα από το λεωφορείο και έστριψα τη γωνία του δρόμου του σπιτιού μου.  Εκεί, χάνονται όλα. Έστριψα το δρόμο, σχεδόν έβλεπα το σπίτι μου και ξαφνικά... Από εκείνη τη στιγμή, μέχρι τη στιγμή που ξύπνησα με κείνο τον απίστευτο πονοκέφαλο σ'αυτή τη φυλακή, δε θυμάμαι τίποτε! Μια αίσθηση μονάχα. Μια αίσθηση περιδίνησης, μια αλλόκοτη αίσθηση "γλιστρήματος" έχω και δεν ξέρω τι είναι αυτό. Ό,τι έγινε θα πρέπει να έγινε πολύ γρήγορα, αστραπιαία. Αυτοί οι... πως να τους πω, δεν ξέρω, θα πρέπει να με πότισαν κάποιο ισχυρό ναρκωτικό, παραισθησιογόνο ή κάτι τέτοιο, και χάθηκαν όλα. Και το ίδιο βράδυ, ιδέα δεν έχω τι ώρα ήταν γιατί το ρολόι μου και όλα μου τα ρούχα είχαν κάνει φτερά, ξύπνησα σ'αυτό το στρώμα, στη μέση αυτής της αίθουσας και...

            Ένα ενδιαφέρον σημείο είναι πως όταν η Ελένη ξύπνησε -με το κεφάλι της να σφυροκοπάει και να της προκαλεί ιλίγγους και τάση για εμετό- το πρώτο πράγμα που έκανε ήταν να κοιτάξει το ρολόι της. Το μόνο που αντίκρισε το θολό από τον πόνο βλέμμα της, ήταν το σημάδι του ρολογιού στο χέρι της. Κι ύστερα ακολούθησε η ανίχνευση όλων των υπολοίπων. Βρισκόταν σε απόλυτο σχεδόν σκοτάδι και το μόνο φως -ημίφως μάλλον- ήταν από ένα μικροσκοπικό φως νυχτός στο τέρμα της αίθουσας. Άργησε πολύ να ελέγξει το σπαραχτικό της κλάμα που ξεκίνησε σχεδόν αμέσως και την εξάντλησε. Όταν έγινε αυτό, ο πονοκέφαλος είχε περάσει και ένιωθε κάπως καλύτερα. Διαπίστωσε πως ήταν δεμένη, από το δεξί της πόδι μόνο με μια αλυσίδα μήκους ενός μέτρου, σε ένα παλιό, μεταλλικό κρεβάτι, στη μέση μιας πελώριας, σκοτεινής αίθουσας. Δεν έλειπε μονάχα το ρολόι της. Έλειπαν και τα ρούχα της. Διεπίστωσε αμέσως πως φορούσε μια γκρι ρόμπα, ολόσωμη, σαν φόρμα. Τα πόδια της ήταν γυμνά. Η τσάντα της επίσης έλειπε. Τα συναισθήματα ήταν περίεργα. Όχι τόσο φόβος, αλλά αμηχανία. Η Ελένη δεν είχε ξαναβρεθεί ποτέ σε ανάλογη θέση, σε παρόμοια κατάσταση. Ένα κομμάτι του μυαλού της επέμενε πως όλα αυτά ήταν μια καλοστημένη φάρσα. Κακόγουστη τελικά, αλλά σίγουρα τέλεια οργανωμένη. Όμως, το κομμάτι αυτό ήταν μια θλιβερή αντιπολίτευση μέσα της. Η κυρίαρχη άποψη ήταν πως ζούσε έναν παράξενο εφιάλτη, μια ακατανόητη τιμωρία. Ναι, αυτό ήταν.
            Μια τιμωρία.

            Γιατί όμως και από ποιον; Αν αυτοί που με έφεραν και με κλείδωσαν όλες αυτές τις ημέρες εδώ μέσα, δεν είναι απαγωγείς -και θα πρέπει να είναι πολύ ηλίθιοι ή ερασιτέχνες για να πιστεύουν ότι είμαι κόρη κανενός Κροίσου- τότε... τότε είναι ολοφάνερο, πρόκειται για κάποια τιμωρία, μια εκδίκηση. Εκδίκηση; Από ποιον; Ποιον έχω πειράξει ρε γαμώτο; Έχω τέτοιους εχθρούς και κοιμόμουν τον ύπνο του δικαίου; Κι αν έχω πληγώσει κάποιον τόσο πολύ που να με τιμωρεί μ'αυτό τον απάνθρωπο τρόπο, είμαι έτοιμη να επανορθώσω. Όπως θέλει, θα το κάνω, ναι, θα το κάνω. Όμως, ποιος είναι αυτός; Και γιατί δεν έρχεται να μου μιλήσει; Είναι κι αυτό κομμάτι της τιμωρίας; Παναγία μου, αν είναι έτσι, φανέρωσέ μου του, δεν αντέχω άλλο. Βοήθησέ με! Ας με βοηθήσει κάποιος! Βοήθεια! ΒΟΗΘΕΙΑ!

            Η Ελένη είχε αρχίσει να συνηθίζει να σκέφτεται δυνατά. Αυτή την ιδιότυπη πολυτέλεια -που πριν την απολάμβανε πολύ σπάνια- την κατακτά πια μέρα με τη μέρα και όσο κι αν είναι δυστυχισμένη, μέσα σ'αυτή βρίσκει εκτόνωση και λύτρωση. Μπορεί να φωνάζει, να ουρλιάζει ακόμη, όποτε θέλει, όποια ώρα και όποια στιγμή, ακόμη κι όταν έρχονται αυτοί οι δυο περίεργοι τύποι με τις γκρι στολές και τις μάσκες για να της αλλάξουν το νερό και το φαγητό. Το'χει αποτολμήσει κιόλας κάποιες φορές μπροστά τους. Η πρώτη φορά ήταν τη τρίτη φορά που τους είδε. Θα πρέπει να ήταν Τρίτη πρωί, άγνωστο ποια ώρα ακριβώς. Η πόρτα στο βάθος της αίθουσας άνοιξε και δυο γκρι φιγούρες εμφανίστηκαν. Στα χέρια του ενός -η Ελένη, δεν ήξερε γιατί, υπέθεσε ότι ήταν άντρες- υπήρχε ένας δίσκος, ενώ ο άλλος κρατούσε μια καράφα νερό. Η Ελένη συρρικνώθηκε στο κρεβάτι της. Οι δυο τύποι άρχισαν να βαδίζουν αργά προς το μέρος της. Άκουγε τον μουντό ήχο που έκαναν οι σόλες από τις μπότες τους στο παλιό μωσαϊκό και τον αντίλαλό τους. Δεν υπήρχε κανείς άλλος ήχος στο τεράστιο δωμάτιο και ο ήχος τους αντίλαλου την τρόμαξε. Αργότερα θα τον έβρισκε σχεδόν διασκεδαστικό καθώς θα τον δοκίμαζε πολλές φορές με την φωνή της. Οι απαγωγείς της έφτασαν δίπλα της. Επανέλαβαν με τελετουργική αυστηρότητα τις κινήσεις τους. Έμειναν ακίνητοι -όπως και τις προηγούμενες δυο φορές- και την παρατήρησαν για λίγο. Τούτη τη φορά η Ελένη τους παρατήρησε εξονυχιστικά. Ήταν κάτι που είδε στον ένα απ'αυτούς που την ανάγκασε να ουρλιάξει και να ακούσει τους τοίχους της αίθουσας να επαναλαμβάνουν τη φωνή της και ανατρίχιασε σύγκορμη.

            Φορούσαν μάσκες και οι δυο. Ο ένας, αυτός που κρατούσε το δίσκο με το φαγητό, ήταν πιο ψηλός, πιο γεροδεμένος. Άφησαν ό,τι κρατούσαν στο γνωστό σημείο λίγο πιο μακριά από τα πόδια του κρεβατιού και βάλθηκαν να με παρατηρούν. Πως στο διάβολο με έβλεπαν αφού φορούσαν τις μάσκες; Δεν μπορώ να καταλάβω τι στολές φορούν. Μοιάζουν με αυτές που φορούν στις διάφορες ταινίες επιστημονικής φαντασίας αλλά... όχι ρε γαμώτο, δεν μοιάζουν με τίποτα από όσα έχω δει. Τι διάβολο, με παρατηρούν αυτοί τους παρατηρώ κι εγώ. Τους μίλησα, δεν μου απήντησαν. Φώναξα, δεν αντέδρασαν... Πότε ούρλιαξα; Όταν είδα εκείνη την περίεργη λάμψη κάτω από την μάσκα του ψηλού. Ναι, τώρα που το ξαναφέρνω στη μνήμη μου, είμαι σίγουρη. Την είδα! Κράτησε λίγο, πολύ λίγο αλλά, την είδα. Ήταν μια ελαφριά απόχρωση του πράσινου, μια αρρωστημένη λάμψη κάποιου μη ανθρώπινου όντος! Στο διάβολο, αρχίζω να τρελαίνομαι εδώ μέσα!

            Κι όμως, αυτό είναι που έκανε τη Ελένη να ουρλιάξει την Τρίτη το πρωί. Την λάμψη δεν την ξαναείδε, τους δυο τύπους όμως τους έβλεπε καθημερινά, δυο φορές και συνεχίζει να τους βλέπει. Έρχονται πάντα, κάνουν τον ίδιο βηματισμό, σαν να παρελαύνουν, διασχίζουν τα λίγα μέτρα από την πόρτα ως το κρεβάτι της, αφήνουν το δίσκο και το νερό, παίρνουν τα παλιά και αφού στέκονται λίγα δευτερόλεπτα για να την παρατηρήσουν, κάνουν μεταβολή και φεύγουν. Κάθε μέρα, με στρατιωτική ακρίβεια και πειθαρχία...Με στρατιωτική ακρίβεια!

            Αυτό είναι! Χριστέ μου, είναι τόσο φανερό, πως δεν το κατάλαβα από την αρχή! Οι στολές, η σιωπή τους, το βάδισμά τους... αυτό είναι, πρόκειται για κάποιο... πείραμα! Ναι, κάπου τα είχα διαβάσει και δεν τα πίστευα. Απαγάγουν ανυποψίαστους πολίτες και τους χρησιμοποιούν για πειράματα. Απίστευτο! Είμαι πειραματόζωο! Γι'αυτό και δεν μου μιλά κανείς, γι'αυτό και με αφήνουν ολομόναχη, χωρίς να ενδιαφέρονται ακόμη και για το ότι κάνω τις ανάγκες μου δίπλα στο κρεβάτι και ακόμη δεν έχουν φροντίσει να καθαρίσουν! Με μετρούν, με καταγράφουν, με βιντεοσκοπούν. Τι λέω, τι κάνω, πως συμπεριφέρομαι. Και τι περιμένουν; Να σπάσω! Να καταρρεύσω, να τρελαθώ! Αυτό δεν κάνετε ρε μαλάκες; Που έχετε κρύψει τις κάμερες; Αυτό δεν περιμένετε; Να με δείτε να διαλύομαι, να χτυπάω το κεφάλι μου στο πάτωμα ή να πασαλείβω με τα σκατά μου το σώμα μου; Αυτό περιμένετε; ΑΥΤΟ ΠΕΡΙΜΕΝΕΤΕ;

* * *

            Είναι Κυριακή, απόγευμα, έχουν περάσει κιόλας έξι ημέρες εγκλεισμού της Ελένης σ'αυτή την άδεια, σκοτεινή αίθουσα. Την φάση της έκπληξης διαδέχτηκε η φάση της οργής και την φάση της οργής, η φάση της κατατονίας. Η Ελένη από εχθές το βράδυ, μετά από ένα εκρηκτικό ξέσπασμα που είχε όλα τα κλινικώς αποδεκτά χαρακτηριστικά ενός παραληρήματος, έπεσε σε σιγή, σε μια εσωτερική βύθιση που θα μπορούσε να χαρακτηρίσει κανείς ως κατατονία. Μένει με τις ώρες να κοιτάζει κάποιο σημείο στο τοίχο ή στο πάτωμα, είτε σιωπηλή είτε σιγοψιθυρίζοντας κάποιο σκοπό από κάποιο παλιό, παιδικό τραγουδάκι. Έχει ανακατέψει τα μαλλιά της, έχει πετάξει το μοναδικό της ρούχο, έχει ξαπλώσει ανάσκελα στο στρώμα και παραμένει επί ώρες απαθής και σχεδόν ανέκφραστη.
            Οι δυο τύποι μπήκαν την συνηθισμένη τους ώρα, άφησαν το δίσκο και το νερό, την παρατήρησαν για λίγο, κοιτάχτηκαν μεταξύ τους και αποχώρησαν. Δεν έδειξε να τους εκπλήσσει η θέα του ολόγυμνου κορμιού της αιχμάλωτης πάνω στο κρεβάτι, τα μαλλιά που καλύπτουν το όμορφο πρόσωπό της, το άδειο της βλέμμα, το νανούρισμα που σιγοτραγουδά. Ούτε κι εκείνη έδειξε να αντιδρά στην παρουσία τους. Ο δίσκος της ήταν ανέπαφος, δεν είχε αγγίξει το φαγητό της.
            Οι δυο τύποι ξανάρθαν μισή ώρα αργότερα. Όχι μόνοι. Ήταν μια ομάδα από δώδεκα αυτή τη φορά, με τις ίδιες γκρι στολές και το ίδιο βάδισμα. Δυο απ'αυτούς την έλυσαν, την βοήθησαν να σηκωθεί, την έσυραν σχεδόν έξω από την αίθουσα. Οι υπόλοιποι βάλθηκαν να καθαρίζουν το χώρο. Ήταν Κυριακή, πέντε και μισή ακριβώς.

            Η μητέρα της Ελένης υποδέχθηκε τον γιατρό στο κατώφλι του σπιτιού με έκδηλη την ανησυχία στο πρόσωπό της. Η Ελένη είχε επιστρέψει από τη δουλειά της κι αυτή τη Δευτέρα, όπως κάθε μέρα στην ώρα της (γύρω στις πέντε και μισή). Ήταν λίγο περίεργη, λιγομίλητη και... σαν χαμένη. Ο πατέρας της υπέθεσε ότι ήταν κουρασμένη. Η Ελένη σχεδόν δεν άγγιξε το φαγητό της. Σηκώθηκε από το τραπέζι, ισχυρίστηκε πως είχε έναν φοβερό πονοκέφαλο και πήγε στο δωμάτιό της να ξεκουραστεί.
            Κανείς δεν είχε λόγο να ανησυχήσει.
        Τρεις ώρες αργότερα, η μητέρα της μπήκε στο δωμάτιό της και μετά από πέντε λεπτά τηλεφώνησε έντρομη στο ΕΚΑΒ. Δεν πέρασαν ούτε πέντε λεπτά και αυτός ο γιατρός ανταποκρίθηκε άμεσα στο τηλεφώνημά της. Φαίνεται πως το ασθενοφόρο θα ερχόταν μετά. Κάπως ασυνήθιστη πρακτική αλλά...
            Ο γιατρός ήταν ψηλός, εύσωμος και με στρατιωτικό κούρεμα. Της χαμογέλασε πλατιά. Η γυναίκα πήρε θάρρος από χαμόγελο αυτό και από το βαθύ βλέμμα του ανθρώπου.
            "Δόξα τω θεώ, ελάτε", του είπε και έκλεισε την πόρτα.
            Πήγαν αμέσως στο δωμάτιο της κοπέλας. Η Ελένη καθόταν ανέκφραστη στο κρεβάτι της, κρατούσε ένα αρκούδο στα χέρια της και ψέλλιζε κάποια ακατάληπτα πράγματα. Η μητέρα της είπε στο γιατρό πως από την  ώρα που ξύπνησε από τον απογευματινό της ύπνο ήταν σ'αυτή την απίστευτη κατάσταση.
          Ο γιατρός άφησε την τσάντα του και πλησίασε με έκδηλο ενδιαφέρον την κοπέλα. Κάθισε δίπλα της και έκανε νόημα στην μητέρα να σιωπήσει για να ακούσει τα λόγια που έβγαιναν από το στόμα της Ελένης. Δεν θέλησε να την αγγίξει.
            "Δεν μπορώ να καταλάβω τι λέει γιατρέ. Σε κάποια στιγμή έπιασα μονάχα μια λέξη". 
            "Ποια λέξη;"
            "Κάτι για μια αίθουσα... δεν έβγαλα συμπέρασμα"
        Ο γιατρός κοίταξε την μητέρα με έναν περίεργο τρόπο και εκείνη κατάλαβε πως έπρεπε να αποχωρήσει. Όσες πληροφορίες μπορούσε τις είχε προσφέρει. Η γυναίκα υπήκουσε σαν αυτόματο και αποσύρθηκε σιωπηλή.
            Πέρασαν μονάχα δέκα λεπτά πριν ακουστεί το ουρλιαχτό της κοπέλας.
         Η μητέρα της Ελένης έτρεξε σαν τρελή στο δωμάτιό της, όρμηξε μέσα και το θέαμα που αντίκρισε ήταν ο εφιάλτης όλης της υπόλοιπης δυστυχισμένης ζωής της.
            Ο "γιατρός" ήταν άφαντος. Η Ελένη ήταν κολλημένη στο ταβάνι του δωματίου της, με τα χέρια ανοιχτά σε σχήμα σταυρού, ολόγυμνη, σπαρασσόταν και κοπανούσε το κεφάλι της στην πλάκα. Από το αιδοίο της ξεχείλιζε ένα παχύρευστο, αηδιαστικό πράσινο υγρό που έσταζε αργά αργά στο κρεβάτι της.
            Χρειάστηκε ένα ολόκληρο συνεργείο ειδικευμένων ανθρώπων, μια ώρα αργότερα για να καταφέρει να την αποκολλήσει, νεκρή από το ταβάνι.
           
            Και μέχρι την τελευταία στιγμή, κανείς δεν μπορούσε να διανοηθεί το μυστικό που κρυβόταν στην κοιλιά της...

* * *
2002    

1 σχόλιο:

goofyMAGOUFH είπε...

Φαντάσου τα μυστικά
που κρύβονται στο κεφάλι μας, Νημερτή.
Μυστικά για τα οποία δεν υπάρχουν
τελευταίες στιγμές για να εκδηλωθούν.