Είναι κάτι
χωριά απομονωμένα
Που δίπλα στ' αγριεμένα κύματα
Αιώνες στέκουν βουβά
Σαν κύλικες
Θαμμένοι στη γη
Χωρίς εκκλησίες και καμπαναριά
Μόνο με σκούρους τσίγκους
Ασπρόμαυρα βότσαλα
Και πετρόχτιστα μνημεία
Στ' αμπέλια θάβουν τους νεκρούς τους
Στις ασημοελιές προσφέρουν τα τάματα
Και στα μικρά ρυάκια βαφτίζουν
Τα παιδιά τους μ' ονόματα κρίνων και πουλιών
Οι άνδρες είναι ταξιδευτές
Και κάποιοι άλλοι πολεμιστές γενναίοι
Φορούν πανοπλίες
Αμπέχονα από τρίχα ζαρκαδιών
Και μαύρα τσόχινα παπούτσια
Που δένουν ως το γόνατο
Αγαπούν τις γυναίκες
Τα κόκκινα κεράσια
Τις κληματαριές
Και τον ίσκιο των κυπαρισσιών
Εκεί τα μυστικά τους εκεί οι βλέψεις τους
Και οι μεγάλες τους προσδοκίες
Οι γυναίκες είναι άξιες κεντήστρες
Κι ακούραστες υφάντρες
Λινό χασέδες και βαμβάκι η ζωή τους
Πολύχρωμα νήματα και κλωστές οι πλευρές τους
Έχουν αυλές ολάνθιστες με ζουμπούλια
Που κατά ένα περίεργο λόγο
Ανθούν ολοχρονίς σε χρώματα λιλά
Με κατσικίσια δέρματα φτιάχνουν
Τα στολίδια τους
Μενταγιόν βραχιόλια δακτυλίδια
Και με αχάτη των βουνών τα καλύπτουν
Τα σχέδια των ινδιάνων αγαπούν
Τα προγονικά κειμήλια αντιγράφουν
Και τις συμβουλές των μάγων ακολουθούν
Στις θυσίες και στα τελετουργικά τους
Τα παιδιά αν και λιγοστά
Κατακλύζουν σαν σμήνη τις ρηχές όχθες
Ορχήστρες φτιάχνουν με ασκούς
Πετραδάκια και ξυλόφωνα
Καλαμένια πλέκουν καλάθια
Υφασμάτινα φτιάχνουν παιχνίδια
Και κάθε λιόγερμα
Γεμίζουν με άμμο μικρά αγγεία
Σαν να θέλουν αμέτρητες να γίνουν οι χαρές
Πλούσια τα αποτυπώματα της ζωής
Και ρευστά να κυλούν οι μύθοι των νερών
Στις τρύπιες ράχες των λειμώνων
Άγκυρες και κοχύλια σκαλίζουν στα μπράτσα
Έτσι που οι μικρές αχιβάδες των βυθών
Αβίαστα να σκεπάζουν τον ύπνο τους
Και συνωμοτικά να απιθώνουν στιχάκια
Στα νοτερά προσκεφάλια των βράχων
Είναι κάτι μέρη που ο χάρτης τα ξέχασε
Οι δρόμοι δεν τα βρίσκουν
Κι οι καβαλάρηδες περιπαιχτικά τα αγνοούν
Μέρη δικά μας αβεβήλωτα
Που κάθε Μεγάλη Παρασκευή
Περιφέρουν στα στενά τους
Αντί για επιτάφιους
Ολάνθιστα άρματα και ξόανα γιορτής
Που εκστατικά οι γέροντες τα ραίνουν
Με οίνους και ύμνους διονυσιακούς
Να μεθά η μέρα
Κι η νύχτα να γιορτάζει
Με κρόταλα κι αχτίδες πυγολαμπίδων
Είναι της ποίησης χωριά
Που καλά τα φυλάει ο Θεός
Ξένο μάτι να μην τα δει
Κακόβουλο χέρι να μην τ' αγγίξει
Απρόσιτοι να μείνουν παράδεισοι
Κοιτίδες να γίνουν αγάπης
Στωικά να μας επιστρέφουν το ανέφικτο
Που μες στα όνειρα σαν ζύμη φουσκώνει
Τον κόσμο όλον να θρέψει
Με φως και τραγούδι
Μελωδικός να γίνει ο σκοπός
Και ο λόγος κροτίδα λευκή
Βροντερά να λάμψει στα στήθη....
Της ποίησης τα δικά μας ασκητήρια!
Που δίπλα στ' αγριεμένα κύματα
Αιώνες στέκουν βουβά
Σαν κύλικες
Θαμμένοι στη γη
Χωρίς εκκλησίες και καμπαναριά
Μόνο με σκούρους τσίγκους
Ασπρόμαυρα βότσαλα
Και πετρόχτιστα μνημεία
Στ' αμπέλια θάβουν τους νεκρούς τους
Στις ασημοελιές προσφέρουν τα τάματα
Και στα μικρά ρυάκια βαφτίζουν
Τα παιδιά τους μ' ονόματα κρίνων και πουλιών
Οι άνδρες είναι ταξιδευτές
Και κάποιοι άλλοι πολεμιστές γενναίοι
Φορούν πανοπλίες
Αμπέχονα από τρίχα ζαρκαδιών
Και μαύρα τσόχινα παπούτσια
Που δένουν ως το γόνατο
Αγαπούν τις γυναίκες
Τα κόκκινα κεράσια
Τις κληματαριές
Και τον ίσκιο των κυπαρισσιών
Εκεί τα μυστικά τους εκεί οι βλέψεις τους
Και οι μεγάλες τους προσδοκίες
Οι γυναίκες είναι άξιες κεντήστρες
Κι ακούραστες υφάντρες
Λινό χασέδες και βαμβάκι η ζωή τους
Πολύχρωμα νήματα και κλωστές οι πλευρές τους
Έχουν αυλές ολάνθιστες με ζουμπούλια
Που κατά ένα περίεργο λόγο
Ανθούν ολοχρονίς σε χρώματα λιλά
Με κατσικίσια δέρματα φτιάχνουν
Τα στολίδια τους
Μενταγιόν βραχιόλια δακτυλίδια
Και με αχάτη των βουνών τα καλύπτουν
Τα σχέδια των ινδιάνων αγαπούν
Τα προγονικά κειμήλια αντιγράφουν
Και τις συμβουλές των μάγων ακολουθούν
Στις θυσίες και στα τελετουργικά τους
Τα παιδιά αν και λιγοστά
Κατακλύζουν σαν σμήνη τις ρηχές όχθες
Ορχήστρες φτιάχνουν με ασκούς
Πετραδάκια και ξυλόφωνα
Καλαμένια πλέκουν καλάθια
Υφασμάτινα φτιάχνουν παιχνίδια
Και κάθε λιόγερμα
Γεμίζουν με άμμο μικρά αγγεία
Σαν να θέλουν αμέτρητες να γίνουν οι χαρές
Πλούσια τα αποτυπώματα της ζωής
Και ρευστά να κυλούν οι μύθοι των νερών
Στις τρύπιες ράχες των λειμώνων
Άγκυρες και κοχύλια σκαλίζουν στα μπράτσα
Έτσι που οι μικρές αχιβάδες των βυθών
Αβίαστα να σκεπάζουν τον ύπνο τους
Και συνωμοτικά να απιθώνουν στιχάκια
Στα νοτερά προσκεφάλια των βράχων
Είναι κάτι μέρη που ο χάρτης τα ξέχασε
Οι δρόμοι δεν τα βρίσκουν
Κι οι καβαλάρηδες περιπαιχτικά τα αγνοούν
Μέρη δικά μας αβεβήλωτα
Που κάθε Μεγάλη Παρασκευή
Περιφέρουν στα στενά τους
Αντί για επιτάφιους
Ολάνθιστα άρματα και ξόανα γιορτής
Που εκστατικά οι γέροντες τα ραίνουν
Με οίνους και ύμνους διονυσιακούς
Να μεθά η μέρα
Κι η νύχτα να γιορτάζει
Με κρόταλα κι αχτίδες πυγολαμπίδων
Είναι της ποίησης χωριά
Που καλά τα φυλάει ο Θεός
Ξένο μάτι να μην τα δει
Κακόβουλο χέρι να μην τ' αγγίξει
Απρόσιτοι να μείνουν παράδεισοι
Κοιτίδες να γίνουν αγάπης
Στωικά να μας επιστρέφουν το ανέφικτο
Που μες στα όνειρα σαν ζύμη φουσκώνει
Τον κόσμο όλον να θρέψει
Με φως και τραγούδι
Μελωδικός να γίνει ο σκοπός
Και ο λόγος κροτίδα λευκή
Βροντερά να λάμψει στα στήθη....
Της ποίησης τα δικά μας ασκητήρια!
αναδημοσίευσα από:
https://gialeni.blogspot.gr/2016/06/blog-post_12.html?showComment=1465755241167#c3460025633618258259
1 σχόλιο:
Και πάλι ευχαριστώ φίλε μου!!
Δημοσίευση σχολίου