Ο ΑΚΑΝΘΙΑΣ
Κάθομαι στην καρέκλα μου σαν το πουλί στο δέντρο.
Σε όλα μας τα μέλη αληθεύει ο θάνατος
κ’εγώ ακόμη δεν μπορώ να καταλάβω τ’αυτοκίνητα.
Οι μέρες μας, αλήθεια, πεθαίνουν
ευλάβεια μη μπορώντας!
Ο καιρός επήρε τα πανιά μας και γιγάντεψε
στα πυκνότερα οξυγόνα ο Ίχνος
μ’ένα χιλιόμετρο σπασμένο φως
κρατώντας τη φαρέτρα των δευτερολέπτων
ο γυιός του κατάκοιτου Φαλακρού του βιδωμένου
και της ωραίας Νυστής που μπεκρουλιάζει στα ηλιοστάσια –
όλη των άστρων η προχειρότητα.
Θάθελα να κρατήσω μια σκιά στα χέρια μου
θάθελα νάχει το ποίημα κατάλευκα και τρυφερά λαγόνια…
[…]
Νίκος Καρούζος
(Λευκοπλάστης για μικρές και μεγάλες αντινομίες, 1971)
Ο ΠΟΙΗΤΗΣ
Δεν πέθανε
Απλώς μετεκόμισε στους στίχους του.
ΤΑ ΣΚΟΥΛΗΚΙΑ ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΑΝΘΡΩΠΟ
Λέγε ό,τι θες. Θα συναντηθούμε μια μέρα.
Κώστας Μοντής
(Μετά φόβου ανθρώπου, 1982)
Από την συλλογή: Ελληνική Ποιητική Ανθολογία Θανάτου του εικοστού αιώνα επιμελημένη από Γιάννη Βαρβέρη και Κώστα Παπαγεωργίου, εκδόσεις Καστανιώτη, 1995
7 σχόλια:
Αληθεια φιλε...
Τα σκουλικια φαινεται, οτι εχουνε τον τελευταιο λογο...
Εκτος αν καποιοι, τα ξεγελασουμε..
Και δεν πεθανουμε ποτε...
ένα ποίημα που με συγκινεί αφάνταστα, έφερε στη σκέψη μου η ανάρτησή σου...
στο χαρίζω με την καλημέρα μου
καλησπέρα φίλε μου μαχαιρη... ε, λοιπόν [ή, Αραβιστί ελ οιπόν... μου άρεσε όπως το είδα τώρα... άσχετο όμως]... ναι, κάποιοι δε θα πεθάνουμε... συνάντηση με τα σκουλήκια δε θα γίνει!
άδειες καρέκλες... σημαίνει απουσία... ζωής
μα ας το δούμε αντίστροφα, όπως το λέει ο ποιητής:
ζωή
καθήστε ήρεμα στο τραπεζάκι της και παραγγείλετε ένα βαρύγλυκο
και φθάνοντας στο κύριο ερώτημα: πότε; ε, πότε;
Πως να πεθάνουμε, σαν χνάρια αφήσουμε πίσω στα άβατα μονοπάτια μας!
Κάπου, κάποτε θα συναντηθούμε, όλοι!!
Τα φιλιά μας!
εδώ υμνούμε το θάνατο Λύχνε, μη μας το χαλάς με κεράσματα ζωής! [ηστειεύθην...]
υπεροχο
Ο ΠΟΙΗΤΗΣ
Δεν πέθανε
Απλώς μετεκόμισε στους στίχους του.
ανατριχιαζω
Δημοσίευση σχολίου