«Όλη την
ημέρα το συλλογίζομαι κι ύστερα, τη νύχτα λέω…
Από πού ήρθα
και τι υποτίθεται ότι πρέπει να κάνω εδώ πέρα;
Δεν έχω ιδέα
Η ψυχή μου
κατάγεται από αλλού, είμαι βέβαιος γι αυτό
Κι εκεί θα επιστρέψω κάποτε.
Τούτη η μέθη αρχίνισε σε κάποια άλλη ταβέρνα
Τούτη η μέθη αρχίνισε σε κάποια άλλη ταβέρνα
Όταν θα
γυρίσω σε κείνο το μέρος
Θα είμαι εντελώς
νηφάλιος. Εν τω μεταξύ,
Μοιάζω με
πουλί από κάποια άλλη ήπειρο που κάθεται σε τούτο το κλουβί.
Έρχεται η
μέρα που θα πετάξω μακριά
Όμως ποιος
είναι αυτός μέσα στ’αυτί μου που ακούει τη φωνή μου;
Ποιος λέει
τις λέξεις με το στόμα μου;
Ποιος κοιτάζει με τα δικά μου μάτια; Η ψυχή τι είναι;
Ποιος κοιτάζει με τα δικά μου μάτια; Η ψυχή τι είναι;
Δεν μπορώ να
μην ρωτάω διαρκώς.
Εάν μπορούσα
να γευτώ μια γουλιά απάντησης
Θα δραπέτευα
απ’αυτή τη φυλακή για μεθυσμένους.
Δεν ήρθα εδώ
από μόνος μου και δεν μπορώ να φύγω έτσι.
Όποιος με
έφερε ως εδώ θα πρέπει να με πάει σπίτι.
Τούτη η ποίηση. Ποτέ μου δεν ξέρω τι πρόκειται να πω.
Τούτη η ποίηση. Ποτέ μου δεν ξέρω τι πρόκειται να πω.
Δεν το σχεδιάζω.
Όταν είμαι
έξω από όλο τούτο, είμαι σιωπηλός πολύ και σπάνια μιλώ.
Έχουμε ένα τεράστιο βαρέλι με κρασί μα κούπες λιγοστές
Δεν μας
πειράζει. Κάθε πρωί
Λάμπουμε και όταν βραδιάζει
λάμπουμε ξανά»
- Rumi
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου