Κυριακή 31 Αυγούστου 2014


Άλυσος


Το σώμα του μυαλού μου
Ο νους του σώματος…
Μια αλυσίδα έδεσες από την νότια σκέψη
Ως τη βορινή απουσία
και ο κάθε κρίκος
ωκεάνιος στεναγμός…

το βλέμμα του νου μου
η νόηση των ματιών μου…

έχω ακόμη ένα στάχυ
από την αρπαγή της Κόρης
έμεινε δυο χιλιετηρίδες ακέραιο
να σε περιμένει
έχω ακόμη ένα σταμνί
ολόδροσο νερό των καθαρμών
κι ένα λευκό σεντόνι
στα σεπτά μυστήρια αν ποτέ αξιωθώ
μύστης να εισέλθω
στην άλυσο των αδελφών
ο έσχατος εγώ…

ο ήχος του αλλόκοτου
το στερέωμα των φθόγγων…
Εκάς οι βέβηλοι!
κι όλοι οι αγαπημένοι
Μακριά!

Αν πρόκειται ακέραιος να σβήσω
Αν πρόκειται ν’αναλωθώ
Έχω ένα σώμα να αφανίσω
Και μια ψυχή που φλέγεται
Από δροσιά!
Ένα μεγάλο θάνατο
Έχω να ζήσω
Και το χαμόγελό σας
Με αποσπά…

Ιουλ 2009

Παρασκευή 29 Αυγούστου 2014

H αλήθεια μόνον έναντι θανάτου δίδεται





Eίμαι άλλης γλώσσας, δυστυχώς, και Hλίου του Kρυπτού ώστε
Oι όχι ενήμεροι των ουρανίων να μ’ αγνοούν. Δυσδιάκριτος
Kαθώς άγγελος επί τάφου σαλπίζω άσπρα υφάσματα
Που χτυπιούνται στον αέρα και μετά πάλι αναδιπλώνονται

Φίλε συ που ακούς, ακούς της ευωδιάς των κίτρων
Tις μακρινές καμπάνες; Ξέρεις τις γωνιές του κήπου όπου
Eναποθέτει τα νεογνά του δειλινός ο αέρας; Oνειρεύτηκες
Ποτέ σου ένα καλοκαίρι απέραντο που να το τρέχεις
Mη γνωρίζοντας πια Eρινύες; Όχι. Nα γιατί καταρκυθμεύω
Που οι βαριές υποχωρούν αμπάρες τρίζοντας κι οι μεγάλες θύρες
ανοίγονται
Στο φως του Ήλιου του Kρυπτού μια στιγμούλα, η φύση μας η
τρίτη να φανερωθεί
Έχει συνέχεια. Δε θα την πω. Kανείς δεν παίρνει τα δωρεάν
Στον κακόν αγέρα ή που χάνεσαι ή που επακολουθεί γαλήνη
Aυτά στη γλώσσα τη δική μου. Kι άλλοι άλλα σ’ άλλες. Aλλ’
H αλήθεια μόνον έναντι θανάτου δίδεται.

Οδυσσέας Ελύτης, Ρήμα το Σκοτεινόν


Δευτέρα 18 Αυγούστου 2014

Όλα εδώ κάτω δεν είναι παρά σύμβολο και όνειρο...




Ω ευγένεια! Ω απλή και αληθινή ομορφιά! Θεά που η λατρεία σου σημαίνει λόγο και σοφία, εσύ που ο ναός σου είναι ένα αιώνιο μάθημα αυτογνωσίας κι ειλικρίνειας, φτάνω αργά στο κατώφλι των μυστηρίων σου. Φέρνω στο βωμό σου πολλές τύψεις. Για να σε βρω, μου χρειάστηκαν ατέλειωτες έρευνες. Τη μύηση που πρόσφερες στο νεογέννητο Αθηναίο μ'ένα χaμόγελο, εγώ την κατέκτησα  μετά από σκέψη και με πολλή προσπάθεια.

Γεννήθηκα, θεά με τα γαλάζια μάτια, από γονείς βαρβάρους, κοντά στους αγαθούς κι ενάρετους Κιμμέριους που κατοικούν στην ακτή μιας σκοτεινής θάλασσας σπαρμένης βράχια, που πάντα τη χτυπούν οι καταιγίδες. Εκεί, μόλις που βλέπουμε τον ήλιο. Για λουλούδια έχουμε τα βρύα της θάλασσας, τα φύκια και τα χρωματιστά κοχύλια, που βρίσκει κανείς στην άμμο των μοναχικών όρμων. Τα σύννεφα μοιάζουν χωρίς χρώμα, ακόμη κι η χαρά είναι εκεί κάπως μελαγχολική....
Οι πρόγονοί μου, όσο μπορούμε να θυμηθούμε, ήταν ταγμένοι στα μακρινά ταξίδια, μέσα σε θάλασσες που οι Αργοναύτες σου δεν γνώρισαν. Άκουσα, όταν ήμουν μικρός, τα τραγούδια των πολικών ταξιδιών. Νανουρίστηκα με τις μνήμες των πλωτών πάγων, των θαλασσών με τις ομίχλες, των άσπρων σαν το γάλα, νησιών με τα πουλιά που τραγουδούν με τις ώρες τους  και που όταν σηκώνονται όλα μαζί σκοτεινιάζουν τον ουρανό.

Ιερείς μιας ξένης λατρείας, που ήρθε από τους Σύρους της Παλαιστίνης ανέλαβαν να με εκπαιδεύσουν. Οι ιερείς αυτοί ήταν σοφοί και άγιοι. Μου έμαθαν τις μακριές ιστορίες του Κρόνου που έπλασε τον κόσμο, και του γιού του που λένε πως έκανε ένα ταξίδι πάνω στη γη. Οι ναοί τους είναι τρεις φορές ψηλότεροι από το δικό σου, ω Ευρυθμία, και μοιάζουν με δάση. Μόνο που δεν είναι στέρεοι: καταρρέουν μετά από πεντακόσια ή εξακόσια χρόνια. Είναι φαντασιώσεις βαρβάρων, που θαρρούν ότι μπορεί να γίνει κάτι καλό έξω από τους κανόνες που χάραξες εσύ στους μύστες σου, ω Λόγε. Αλλά αυτοί οι ναοί μου άρεσαν. Δεν είχα μελετήσει τη θεία τέχνη σου. Εκεί μέσα έβρισκα το Θεό. Έψαλλαν εκεί ψαλμούς που θυμάμαι ακόμη: "Χαίρε, αστέρα της θαλάσσης... Άνασσα των οιμωζόντων εν τη κοιλάδι ταύτη των δακρύων", ή "Ρόδον μυστικόν, Ελεφάντινε Πύργε, Χρυσέ Οίκε, Αστέρα της αυγής...". Ε, λοιπόν θεά, όταν θυμάμαι αυτά τα άσματα, η καρδιά μου λιώνει, γίνομαι σχεδόν αποστάτης. Συγχώρεσέ με που γίνομαι γελοίος. Δεν μπορείς να φανταστείς πόση γοητεία έβαλαν οι βάρβαροι μάγοι σ'αυτούς τους στίχους και πόσο μου στοιχίζει ν'ακολουθώ γυμνή τη Λογική.

Κι ύστερα αν ήξερες πόσο δύσκολο έγινε να σε υπηρετεί κανείς! Κάθε ευγένεια έχει εξαφανισθεί. Οι Σκύθες κατέκτησαν τον κόσμο. Δεν υπάρχει πια πολιτεία ελεύθερων ανθρώπων, δεν υπάρχουν παρά βασιλείς από κατώτερο αίμα, μεγαλειότητες που θα σ'έκαναν να χαμογελάσεις. Βαρείς Υπερβόρειοι, αποκαλούν ελαφρόμυαλους αυτούς σε υπηρετούν... Μια φοβερή παμβοιωτία, μια συμμαχία όλων των ανοησιών απλώνει πάνω στον κόσμο ένα μολυβένιο καπάκι, κάτω από το οποίο ασφυκτιούμε. Ακόμη κι αυτοί που σε τιμούν, πόσο θα σου προκαλούν τον οίκτο! Θυμάσαι εκείνον τον Καληδόνιο, που εδώ και πενήντα χρόνια έσπασε με σφυριές το ναό σου για να τον πάρει στη Θούλη. Έτσι κάνουν όλοι...

Θυμάσαι εκείνη την ημέρα, όταν ήταν άρχοντας ο Διονυσόδωρος, όπου ένας άσχημος κοντός Εβραίος που μιλούσε τα ελληνικά των Σύρων ήρθε εδώ, περιήλθε τον πρόναό σου, χωρίς να σε καταλάβει, διάβασε λαθεμένα τις επιγραφές σου και πίστεψε ότι βρήκε μέσα στον περίβολό σου ένα βωμό αφιερωμένο σ'ένα θεό που θα ήταν ο ά γ ν ω σ τ ο ς  θ ε ό ς. Ε λοιπόν! αυτός ο μικρός Εβραίος κέρδισε. Για χίλια χρόνια, σε αποκαλούσαν είδωλο, ω Αλήθεια. Για χίλια χρόνια ο κόσμος ήταν έρημος, όπου δεν φύτρωνε κανένα λουλούδι. Όλο αυτό το διάστημα σιωπούσες, ω Σάλπιγγα, κήρυκα της σκέψης. Θεά της τάξεως, εικόνα της ουράνιας σταθερότητας, ήταν ένοχος όποιος σ'αγαπούσε και σήμερα που κατορθώσαμε να σε πλησιάσουμε μετά από τόση συνειδητή δουλειά, μας κατηγορούν, ότι διαπράξαμε έγκλημα ενάντια στο ανθρώπινο πνεύμα, σπάζοντας τις αλυσίδες  για τις οποίες αδιαφορούσε ο Πλάτων.

Μόνο εσύ είσαι νέα, ω Κόρη, μόνο εσύ είσαι αγνή, ω Παρθένε. Μόνο εσύ είσαι υγιής, ω Υγεία. Μόνο εσύ είσαι δυνατή, ω Νίκη.... Πρόνοια του Διός, θεϊκή εργάτρια, μητέρα κάθε δεξιότητας, προστάτιδα της εργασίας, ω Εργάνη, εσύ που είσαι η ευγένεια του πολιτισμένου εργάτη και τον ανεβάζεις τόσο ψηλότερα από τον οκνηρό Σκύθη. Σοφία, εσένα που γέννησε ο Δίας, αφού πρώτα συγκεντρώθηκε στον εαυτό του και ανέπνευσε βαθιά. Εσύ που κατοικείς εν τω πατρί σου, ενωμένη ολοκληρωτικά με την ουσία του. Εσύ που είσαι η σύντροφος και η συνείδησή του. Ενέργεια του Διός, σπίθα που ανάβεις και συντηρείς τη φωτιά στους ήρωες και τους μεγαλοφυείς κάνε μας τέλειους ιδεαλιστές...

Ο κόσμος θα σωθεί, μόνο αν ξανάρθει προς εσένα, αποτινάσσοντας τους βάρβαρους δεσμούς του. Ας τρέξουμε, ας έρθουμε αθρόοι. Πόσο λαμπρή θα είναι η μέρα εκείνη, όταν όλες οι πόλεις που πήρανε κομμάτια του ναού σου, η Βενετία, το Παρίσι, το Λονδίνο, η Κοπεγχάγη θα επανορθώσουν τις κλοπές τους, θα σχηματίσουν ιερές θεωρίες για να επιστρέψουν τα λείψανα που κατέχουν λέγοντας: "Συγχώρεσέ μας Θεά! ήταν για να τα σώσουμε από τα κακά πνεύματα της νύχτας",  και θα ξαναχτίσουν τους τοίχους σου υπό τον ήχο του αυλού...

Ω Αρχηγέτιδα, ιδανικό που ο μεγαλοφυής ενσαρκώνει στ'αριστουργήματά του, προτιμώ να είμαι ο τελευταίος στον οίκο σου παρά πρώτος αλλού. Ναι, θα προσηλωθώ στο στυλοβάτη του ναού σου. Θα ξεχάσω κάθε διδαχή εκτός από τη δική σου. Θα γίνω στυλίτης πάνω στις κολόνες σου, θα κάνω το κελί μου πάνω στο θριγκό σου. Και το πιο δύσκολο: για χάρη σου θα γίνω, αν μπορώ, ανένδοτος μερολήπτης. Δε θ'αγαπώ παρά εσένα. Θα μάθω τη γλώσσα σου, θα ξεμάθω όλα τ'άλλα. Θα είμαι άδικος για ό,τι δεν σε αφορά. Θα γίνω ο υπηρέτης του τελευταίου των παιδιών σου. Τους τωρινούς κατοίκους της γης που έδωσες στον Ερεχθέα, θα τους υμνήσω, θα τους κολακέψω. Θα προσπαθήσω ν'αγαπήσω ως και τα ελαττώματά τους...Θα ξεριζώσω από τη καρδιά μου κάθε ίνα που δεν είναι λόγος ορθός και καθαρή τέχνη. Θα πάψω να αγαπώ τις αρρώστιές μου, να αρέσκομαι στον πυρετό μου. Στήριξε την σταθερή  απόφασή μου ω Σώτειρα! Βοήθησέ με εσύ που σώζεις!...

Αργά σε γνώρισα, τέλεια ομορφιά... Μια φιλοσοφία, διεστραμμένη αναμφίβολα, μ'έκανε να πιστέψω ότι το καλό και το κακό, ο πόνος και η χαρά, το ωραίο και το άσχημο, η λογική και η τρέλα μεταμορφώνονται από το ένα στο άλλο με αποχρώσεις τόσο ανεπαίσθητες, όσο εκείνες στο λαιμό της περιστέρας. Το να μην αγαπάς τίποτα, να μην μισείς τίποτα με τρόπο απόλυτο, αποτελεί σοφία. Αν μια κοινωνία, μια φιλοσοφία, μια θρησκεία κατείχε την απόλυτη αλήθεια, αυτή η κοινωνία, η φιλοσοφία, η θρησκεία θα είχε νικήσει τις άλλες και μόνο αυτή θα είχε επιζήσει σήμερα. Όλοι αυτοί, που μέχρι τώρα πίστεψαν πως είχαν δίκιο, απατήθηκαν, είναι φανερό. Μπορούμε να πιστεύουμε, χωρίς παράλογη αλαζονεία, ότι το μέλλον δε θα μας κρίνει όπως εμείς κρίνουμε το παρελθόν; Ιδού οι βλασφημίες που μου υποβάλλει το βαθιά χαλασμένο μου μυαλό. Μια φιλολογία, που θα ήταν όπως η δική  σου πέρα για πέρα υγιής, θα προκαλούσε σήμερα μόνο την πλήξη. Χαμογελάς με την αφέλειά μου. Ναι, την πλήξη... Είμαστε διεφθαρμένοι, τι να κάνουμε; Θα προχωρήσω ακόμη πιο πολύ, ορθόδοξη θεά, θα σου ομολογήσω την μύχια διαστροφή της ψυχής μου. Λογική και ορθοφροσύνη δεν αρκούν. Υπάρχει ποίηση στον παγωμένο Στρυμώνα και στη μέθη του Θρακιώτη. θα έρθουν καιροί που οι οπαδοί σου θα θεωρούνται οπαδοί της πλήξης....



Είσαι αληθινή, αγνή, τέλεια. Το μάρμαρό σου είναι άσπιλο... Ένα τεράστιο ποτάμι λησμονιάς μάς παρασύρει σε ένα βάραθρο χωρίς όνομα. Ω Αβυσσε, είσαι ο μοναδικός θεός. Τα δάκρυα όλων των λαών είναι αληθινά δάκρυα. Τα όνειρα όλων των σοφών κλείνουν ένα μέρος της αλήθειας. Όλα εδώ κάτω δεν είναι παρά σύμβολο και όνειρο. Οι θεοί παρέρχονται όπως και οι άνθρωποι και δε θα ήταν καλό να είναι αθάνατοι. Η πίστη που είχαμε δεν πρέπει ποτέ να γίνεται αλυσίδα. Ξοφλούμε το χρέος μας απέναντί της, όταν την τυλίξουμε με φροντίδα μέσα στο πορφυρό σάβανο όπου κοιμούνται οι νεκροί θεοί... 



E R N E S T  R E N A N,  Π Ρ Ο Σ Ε Υ Χ Η   Π Α Ν Ω  Σ Τ Η Ν   Α Κ Ρ Ο Π Ο Λ Η 

Κυριακή 17 Αυγούστου 2014






Δε θα'πρεπε να σου γράψω απόψε

το πώς θα'ρθει η αυγή
να συνεχίσει τη ροή της νύχτας
το πώς θα ξημερώσει ο ήλιος τους εφιάλτες μου
να τι με φοβίζει
και πώς θα μπορέσω
να σε ξορκίσω
πριν με αφανίσεις...

Δε θα'πρεπε να σου γράψω απόψε

έχεις διαβρώσει όλες μου τις ασπίδες
και οι πανοπλίες μου μ'εγκαταλείψανε
μπορείς αν θέλεις να μ'αιχμαλωτίσεις
μα μονάχα απόψε
ξέρω πως με τη πρώτη αχτίδα της αυγής
θα ξεθωριάσεις
θα χαθείς
αλλά έχει αργήσει τόσο τούτη η αχτίδα
που λέω πως ο ήλιος συμμάχησε μαζί σου...

Δε θα'πρεπε να σου γράψω απόψε
μα είναι τα χέρια μου αντάρτες
που πολεμάνε ξέχωρα από μένα
κι έχουνε τα δικά τους όπλα
και θέλουν να τρέχουν τ'ακροδάχτυλα
πάνω στα λευκά χαρτιά
έτσι όπως θέλουνε τα μάτια
να κοιτούν μόνο εσένα...

Κάτσε κοντά μου απόψε
να με δεις να γράφω για σένα
να δίνω υποσχέσεις
που ποτέ δε θα κρατήσω
να παλεύω από δειλός
αντρείος να γίνω
και να κομματιάζω όλα τα πλοία μου
πάνω στα βράχια των ακτών σου
μήπως μ'ακούσεις τελικά
μήπως φιλόξενη θέλεις να γίνεις
σ'ένα από αιώνες ναυαγό
που επιστρέφει πάντα

Οδυσσέας γερασμένος
σε μια που επινόησε
Πηνελόπη απρόσιτη...


4 Σεπ 2000