Παρασκευή 29 Απριλίου 2011



MARTIN  HEIDEGGER
                 
Από  την εμπειρία της σκέψης 1947
(Aus der Erfahrung des Denkens)

μτφρ. Δημ. Τζωρτζόπουλος


Ι

Ανάμεσα στα ψηλά έλατα …  

Οδός και ισορροπία,
Πόρος και λόγος
Συναντώνται στην ίδια πορεία.

Όδευε και κόμιζε
Αστόχημα και ερώτημα
Στο δικό σου μοναδικό μονοπάτι.


ΙΙ

Όταν το εωθινό φως σιωπηλά προβαίνει πάνω από τα βουνά …


Το σκοτείνιασμα του κόσμου δεν φθάνει ποτέ στο φως του Είναι.

Ερχόμαστε πολύ αργά για τους θεούς και πολύ νωρίς για το Είναι.
Το ποίημα του Είναι, που μόλις άρχισε, είναι ο άνθρωπος.

Να οδεύεις προς ένα αστέρι· μόνο αυτό.

Σκέπτεσθαι είναι ο περιορισμός σε μια μόνο σκέψη που κάποτε
θα σταθεί σαν ένα αστέρι στον ουρανό του κόσμου.


ΙΙΙ

Όταν μπροστά από το παράθυρο της καλύβας ο ανεμοδείκτης τραγουδάει
μέσα στην επερχόμενη καταιγίδα …


Εάν το θάρρος του σκέπτεσθαι πηγάζει από την αξίωση του Είναι,
τότε ευδοκιμεί η γλώσσα της μοίρας.

Μόλις έχουμε το Πράγμα στα μάτια μας μπροστά και την ακρόαση του
λόγου στην καρδιά μας, τότε το σκέπτεσθαι ευημερεί.

Λίγοι άνθρωποι είναι αρκετά εκπαιδευμένοι, ώστε να διακρίνουν ανάμεσα
σε ένα αντικείμενο μάθησης και σε ένα Πράγμα της σκέψης.

Η υπόθεση του σκέπτεσθαι θα ήταν πιο ευοίωνη,
εάν ήδη υπήρχαν σ’ αυτό αντίμαχοι και όχι απλοί
αντίπαλοι.


IV

Όταν  σε έναν από τη βροχή ανταριασμένο ουρανό  αίφνης
γλιστρά μια ηλιαχτίδα πάνω από τα σκοτεινά λιβάδια …


Ποτέ δεν πάμε εμείς προς τις σκέψεις. Αυτές έρχονται προς
εμάς.

Αυτή είναι η προσήκουσα ώρα της συνομιλίας.

Η ώρα της ευφροσύνης στο συντροφικό διαλογισμό.
Αυτός δεν προβάλλει πολεμικές γνώμες ούτε ανέχεται τις
ενδοτικές συναινέσεις. Σταθερό παραμένει το σκέπτεσθαι
στον αγέρα του Πράγματος.

Από μια τέτοια συντροφικότητα μπορεί ίσως  να ανακύψουν ορισμένοι
τεχνίτες στην τέχνη  του  σκέπτεσθαι. Έτσι ώστε κάποιος απ’ αυτούς
απρόσμενα να γίνει δεξιοτέχνης.


V

Όταν στο ξεκίνημα του καλοκαιριού ανθίζουν οι μοναχικοί  νάρκισσοι,
κρυμμένοι μέσα στο λιβάδι, και λάμπει το ρόδο των βουνών κάτω από
το σφενδάμι

Το  μεγαλείο του απλού.

Μόνο η διαμορφωμένη εικόνα διαφυλάσσει το όραμα. Αλλά η διαμορφωμένη εικόνα ανήκει στο ποίημα.

Πώς θα μπορούσε ποτέ να μας διαπνέει ενθάρρυνση, εάν θέλαμε να αποφύγουμε τη θλίψη;

Ο πόνος δωρίζει τη θεραπευτική του δύναμη, εκεί που δεν τη
φανταζόμαστε.


VI

Όταν ο αγέρας, αλλάζοντας γρήγορα, μουρμουρίζει στις ξυλώσεις
της   καλύβας και ο καιρός απειλεί να γίνει άσχημος …

Τρεις κίνδυνοι απειλούν το σκέπτεσθαι.

Ο καλός και συνεπώς ο σωτήριος κίνδυνος είναι
η γειτνίαση του άδοντος ποιητή.

Ο κακός και συνεπώς ο πιο οξύς κίνδυνος είναι το ίδιο το σκέπτεσθαι.  Πρέπει να σκέπτεται ενάντια στον ίδιο τον εαυτό του, πράγμα που σπάνια μόνο το μπορεί.

Ο άσχημος και συνεπώς ο συγκεχυμένος κίνδυνος είναι
το φιλοσοφείν.


VII

Όταν μια καλοκαιριάτικη μέρα η πεταλούδα κάθεται πάνω
στο λουλούδι και με κλεισμένα τα φτερά λικνίζεται μαζί του
στον αγέρα του λιβαδιού ….

Όλο το θάρρος της καρδιάς είναι η αντηχούσα ανταπόκριση στην
αξίωση του Είναι, η οποία συλλέγει τη σκέψη μας στο παιχνίδι
του κόσμου.

Μέσα στο σκέπτεσθαι κάθε πράγμα γίνεται μοναχικά και αργά.

Στη μακροθυμία ευδοκιμεί η μεγαθυμία.

Αυτός που σκέπτεται μεγάλως, πρέπει και μεγάλως
να σφάλλει.

VIII

Όταν ο χείμαρρος στο βουνό, μέσα στης νύχτας τη σιγαλιά,
ιστορεί τις πτώσεις του πάνω στους συμπαγείς βράχους …

Το αρχαιότερο από τα αρχαία μάς ακολουθεί στον τρόπο
σκέψης μας και όμως έρχεται να μας συναντήσει.

Να γιατί το σκέπτεσθαι συνάπτεται με την έλευση του
γεγονότος-όντος και είναι ανάμνηση.

Να είσαι αρχαίος σημαίνει: έγκαιρα να σταματάς εκεί
όπου η μοναδική σκέψη μιας οδού του σκέπτεσθαι
έχει διευθετηθεί στη δομή της.

Μπορούμε να αποτολμήσουμε το βήμα προς τα πίσω: από τη φιλοσοφία στη σκέψη του Είναι, στο μέτρο που μέσα στην προέλευση του σκέπτεσθαι έχουμε βρει την πάτρια εστία μας.


ΙΧ

Όταν οι χιονοθύελλες, τις νύχτες του χειμώνα,
τραντάζουν την καλύβα και ένα  πρωί  το τοπίο
βρίσκει τη γαλήνη του στη χιονισμένη του επένδυση …


Ο λόγος του σκέπτεσθαι θα εφησύχαζε στην ουσία του,
μόνο εάν γινόταν ανήμπορος να πει εκείνο που
πρέπει να μείνει ανείπωτο.

Μια τέτοια ανημποριά θα έφερνε το σκέπτεσθαι
ενώπιον του Πράγματος.

Ποτέ δεν υπάρχει ό,τι ομιλείται και σε καμιά γλώσσα
δεν υπάρχει ό,τι λέγεται.

Ότι υπάρχει πάντοτε και αιφνίδια ένα σκέπτεσθαι, ποιος εκπλησσόμενος θα ήθελε να διερευνήσει;


Χ

Όταν στις πλαγιές της ορεινής κοιλάδας, όπου οι
αγέλες προχωρούν αργά, τα κουδούνια ηχούν αδιάκοπα …

Ο ποιητικός χαρακτήρας του σκέπτεσθαι είναι ακόμα
συγκαλυμμένος.

Όπου αυτός φανερώνεται, εξισώνεται για πολύ καιρό με
την  ουτοπία  μιας  ημιποιητικής  διάνοιας.

Αλλά η σκεπτόμενη ποίηση είναι στην πραγματικότητα
η τοπολογία του Είναι.

Αυτή λέγει στο Είναι τον τόπο διαμονής της ουσίας του.


XI

Όταν το εσπέριο φως,  γέρνοντας κάπου μέσα στο δάσος,
χρυσίζει τους κορμούς των δέντρων 

Το να τραγουδάμε και να σκεπτόμαστε είναι οι γειτονικοί
κορμοί της ποίησης.
Εκφύονται από το Είναι και φτάνουν στην αλήθεια του.

Η σχέση τους μας κάνει να σκεφτούμε ό,τι ο Hölderlin
τραγουδά για τα δέντρα του δάσους:

«Και άγνωστοι μεταξύ τους παραμένουν,
όσο στέκουν, οι γειτονικοί κορμοί».

Δάση απλώνονται
Χείμαρροι ορμούν
Βράχια διαρκούν
Βροχή ρέει

Λειμώνες αναμένουν
Πηγάδια αναβρύζουν
Άνεμοι κατοικούν
Ευ-λογία βρίσκει το νόημά της.


Θέλω να ευχαριστήσω τον κο Τζωρτζόπουλο για την άδεια αναδημοσίευσης από το πολύ αξιόλογο ιστολόγιό του http://hegel-platon.blogspot.com/



Δευτέρα 25 Απριλίου 2011





Παρόντες

Είμαστε άνθρωποι
Μες στη συμπόνια μας
Στριμωγμένοι ήχοι των πόλεων
Στοιβαγμένοι μετανάστες φόβοι
Από τις μαύρες χώρες της καρδιακής ανατολής
Αλλοτριωμένοι
Ζωντανοί ωστόσο
Και άλκιμοι εισέτι
Χαμογελαστοί…

Όπως οι γαμπροί
Και οι νύφες
Λίγο πριν παραδοθούν
Ευδαίμονες
απ’τον μυητικό τεμαχισμό τους
Στα ‘έσονται εις σάρκαν μίαν’
Άηχα φιλιά τους…

Είμαστε άνθρωποι
Μες στα παλτά μας
Κουρνιασμένοι οι ερωδιοί
Και οι παραδείσιοι παπαγάλοι
Όλων των παιδικών βιβλίων μας
Όλων των εφηβικών ονείρων μας
Όλων των νεανικών σκοταδιών μας
Όλων των ενήλικων θανάτων μας…

Και πάνω από τα κλουβιά
Με τα πρησμένα οικόσιτα κουνέλια
Που θα κακοποιήσουν τα υπέρβαρα παιδιά μας
Εμείς χαράζουμε οδούς
Και ορθώνουμε οικοδομήματα
Τέλειας βιοκλιματικής απόδοσης
Ώστε το ψύχος της ζωής μας
Να ισορροπείται έντεχνα
Και υπέροχα
Από την θέρμη
Των ευφυών κατασκευών μας

Είμαστε
Ωστόσο
Άνθρωποι
Και αρνητές μελίρρυτοι
Των πιο γενναιόφρονων
Από τις μοναχικές προκρούστιες
Ευχές μας 
Οδεύουμε υπερήφανοι
Τυφλοί από πάντα
Αλλά ευθυτενείς
Στη προγραμματισμένη καύση μας
Παρόντες 
Πρώτη μας φορά
Συνειδητοί…

Ιαν 2010

Παρασκευή 22 Απριλίου 2011



Ροή

Χτες βράδυ σκεφτόμουν

αν ήσουν ποταμός
θα’θελα να ήμουν ξαπλωμένος
στις όχθες σου
να σε ακούω
να σου μιλάω
να σε θαυμάζω
κείνο το αιώνιο που αναβλύζει
απ΄τις όλο έρωτα
αναταράξεις σου
να μπορεί ελάχιστα να με δροσίζει
κείνο το αειδίνητο
που σπαταλιέται υπέροχα
στη κοίτη σου
να με μαυλίζει

κι ύστερα
αν με καλούσες
αν το ήθελες
να έμπαινα μέσα σου
να αφεθώ στην αγκαλιά σου
να οσμιστώ το αρχαίος σου ρίγος
ν’απλωθώ
ως τις εξωτικές σου χώρες
η ροή της αδαπάνητης νιότης σου
να με σκανδαλίσει
η κρεολή  
ανυπότακτη υδατοχαίτη σου

κι ύστερα θα ποθούσα
να μου χαρίσεις
κείνο το χιλιάκριβο δώρο
να με καλέσεις στα μυστικά
τα πιο βαθιά σου δώματα
ν’αρμονιστώ
με το αεί σου

ν’αναλωθώ
ένα να γίνω
με το ολοφώτεινο
χαμόγελό σου

ανέστιος κάποτε
τώρα πια όλβιος
να διαιτώμαι
στα κρυφά παλάτια σου
απ’την αθανασία σου
ως τα πιο μύχια της ψυχής μου
ποτισμένος
γενναιόδωρα κερασμένος
να υμνωδώ στα εγκατά σου
το αείρροο
ατελεύτητό σου…

Νοε2010

Τρίτη 19 Απριλίου 2011


Η ιδέα γεννήθηκε έτσι, εντελώς ξαφνικά… να γράψουμε ο φίλος μου Ηλίας Δεσύλλας κι εγώ, από ένα μικρό αφήγημα, με αφορμή την παραμονή της Ανάστασης. Μοιράζοντας ‘τους ρόλους’ ας πούμε. Από τη σκοπιά δυο ρωμαίων στρατιωτών που φυλούσαν τον τάφο του Ιησού.
Διαλέξαμε έναν τίτλο κοινό και κάποια ακόμα βασικά στοιχεία, όμως, ο καθένας ταξίδεψε στη δική του θάλασσα.

Ο Επισκέπτης της Νύχτας

Ηλία Δεσύλλα

«Η
 ΒΡΟΧΗ ΈΠΕΦΤΕ ΉΡΕΜΗ ΚΑΙ ΣΤΑΘΕΡΗ ΑΠΟ ΝΩΡΙΣ το απόγευμα. Ήμουν εκεί με την ομάδα που σφράγισε τον τάφο. Η διάθεσή μου δεν ήταν και η καλύτερη εκείνη τη μέρα. Γενικά δεν μου άρεσε εκείνο το μέρος. Ήταν εχθρικό σε μας. Το έβλεπες στα πρόσωπα των ανθρώπων, το έβλεπες στις μέρες που ξημέρωναν και έφευγαν. Μου έλειπε η όμορφη Καλαβρία με τον ήλιο της και τις ελιές της. Μου έλειπε η ξεγνοιασιά εκείνης της ζωής. Το κτήμα του πατέρα. Οι γυναίκες με το μελαψό δέρμα και το τραγουδιστό γέλιο τους.
Ο πατέρας πάντα έλεγε ότι τα ταξίδια σε κάνουν σοφό και ότι οι μάχες σε κάνουν άντρα. Στον ρωμαϊκό στρατό μπορούσες να γίνεις ένας σοφός άντρας. Ή απλά ένας νεκρός σε ξένη γη, συμπλήρωνε η μητέρα.
Ο μεγάλος μου αδερφός ανέλαβε το κτήμα. Εγώ σαν δεύτερος έπρεπε να συνεχίσω το όνομα του πατέρα στο στρατό. Ήθελε να με βάλει εκατόνταρχο από την αρχή αλλά δεν δέχτηκα. Θα ξεκίναγα όπως είχε ξεκινήσει κι αυτός, με το βαθμό ενός απλού στρατιώτη. Με την αξία μου θα ανέβαινα την σκάλα της ιεραρχίας.
Η βροχή πέφτει ήρεμη και καταλήγει σε ένα μικρό ρυάκι γεμάτο χώμα και φύλα στην άκρη του δρόμου. Ανάμεσα σε βρισιές και φωνές ο τάφος τελικά σφραγίστηκε και η ομάδα έφυγε αφήνοντας εμένα και έναν παλιό λεγεωνάριο για την βάρδια της πρώτης νύχτας. Αντώνιο τον λένε και δεν μιλάει πολύ. Οι παλαιότεροι τον σέβονται και οι νεότεροι σαν κι εμένα δεν τον πλησιάζουν. Μυστήριος άνθρωπος. Δύσκολη νύχτα.
Οι φωτιές άναψαν κάτω στα σπίτια της πόλης. Ακούω τραγούδια από κάπου. Κρυώνω και τυλίγομαι πιο σφιχτά στον μανδύα μου. Δεν τολμάω να κινηθώ προς τη φωτιά που έχει ανάψει ο Αντώνιος. Μοιάζει να την κοιτά απορροφημένος στις σκέψεις του. Κάτι σκαλίζει με μια ξύλινη βέργα στο χώμα.
‘Θες λίγο?’, ξαφνικά με κοιτάει και μου δείχνει το ψημένο κοτόπουλο δίπλα του.
‘Όχι, ευχαριστώ… Είμαι σε υπηρεσία’, του απαντάω και αυτός γελάει κάπως πικρά.
Πιάνει ένα φλασκί και γεμίζει μια κούπα με κρασί και το πίνει όλο με μιας.
Γυρνάω αλλού το κεφάλι μου.
Τα βράδια μέσα στο καράβι όταν ταξιδεύαμε για Ιουδαία, ένιωθα μια προσμονή για κάτι μεγάλο μέσα μου. Φανταζόμουν μάχες επικές, κάστρα να καίγονται και προελάσεις με κραυγές θριάμβου. Και γυναίκες να παραδίνονται υποταγμένες στην αγκαλιά μου. Εξωτικές κι ερωτικές.
Οι θεοί όμως ύφαιναν άλλοι ιστορία για μένα. Ένα χρόνο μετά τίποτα δεν μοιάζει να αλλάζει. Τσακωμοί και μικροεξεγέρσεις στους δρόμους της πόλης. Κλεφτοκυνηγητό με τους κατοίκους και κρασί το βράδυ στις πόρνες τους. Καμία μεγάλη μάχη, κανένα κάστρο να ρίξεις, κανένα δάσος με εχθρούς να ξεπροβάλλουν παντού όπως περιέγραφε ο πατέρας. Το μέρος αυτός μοιάζει να μας έχει παγιδεύσει όλους σε μια αλληλουχία γεγονότων που μας φθείρουν. Μας αποτελειώνουν σιγά σιγά.
Τώρα αυτό το βράδυ κάθομαι σε μια πέτρα και φυλάω τον τάφο πίσω μου. Η βροχή σταμάτησε κάπως και μόνο ο ήχος από το ρυάκι πιο πέρα ακούγεται. Κοιτάω ψηλά τα σύννεφα. Διαλύονται, ο ουρανός ανοίγει.
Τι περίεργη μέρα η σημερινή… Όταν πέθαινε αυτός ο άντρας που αποκαλούσαν προφήτη τους, η γη άνοιξε στα δύο από έναν μεγάλο σεισμό. Ο ουρανός έριχνε κεραυνούς και λυσσασμένη βροχή χτύπαγε τα πάντα. Ήμουν κάτω στην πόλη όταν έγινε αυτός ο χαμός. Σπίτια γκρεμίστηκαν και άνθρωποι πλακώθηκαν κάτω από τις πέτρες του. Όλη μέρα έτρεχα και επιδιόρθωνα καταστροφές.
Κάποιοι σύντροφοι που ήταν πάνω στο λόφο των σταυρών, έντρομοι μας έλεγαν πιο μετά πως έμοιαζε λες και είχε ανοίξει η γη και από μέσα της έβγαινε ο κόσμος του Άδη. Δεν πιστεύω αυτές τις υπερβολές. Εγώ ξέρω τι είδα. Και αυτό που είδα ήταν μια καταστροφή. Δεν μου αρέσει να προσβάλλω τα θεία αλλά δεν μου αρέσει να πιστεύω και τους τρομαγμένους ανθρώπους γιατί πάντα υπερβάλλουν.
Αλλά ακόμα κι αυτή η καταστροφή σήμερα μεγάλωσε την αποστροφή μου για αυτό το μέρος. Ναι αυτό το μέρος ήταν σκοτεινό και τρόμαζε ακόμα και τους πιο λογικούς στο βάθος της ψυχής του.
Η Οκτάβια έλεγε να μην πατάμε ποτέ τους ίσκιους μας γιατί φέρνει κακή τύχη. Δεν ξέρω όμως τι να κάνω τώρα που νιώθω ότι ένας μεγάλος ίσκιος μας πλάκωσε όλους.
Κοιτάζω τον τάφο πίσω μου. Δεν γνώριζα αυτό τον Ιουδαίο. Τον συνάντησα πρώτη φορά που τον έφερναν στον τάφο. Κάτω από το πηγμένο αίμα διέκρινε ένα γαλήνιο πρόσωπο. Είχα νιώσει να ανατριχιάζω θυμάμαι. Ίσως έφταιγε ένας γέρος που φώναζε όλη την ώρα ‘Συγχώρα τους’. Μία φορά τον συνάντησα και να τώρα φυλάω το νεκρό του σώμα.
Ο προφήτης αυτός που ονόμαζαν Γεχοσούαχ, είχε πει τρομερά και ακατανόητα πράγματα, μου είχαν πει. Είχε δώσει δύναμη και ελπίδα στους φτωχούς και πολλοί τον ακολουθούσαν παντού και τον φώναζαν Μεσσία. Δεν έκανε κάτι διαφορετικό από όσο έκαναν άλλοι παλαιότεροί του ή και σύγχρονοί του. Όμως, στην δικιά του περίπτωση πολλοί δυσαρεστήθηκαν και αυτό ήταν το τέλος του.
Ο ουρανός ανοίγει και κάπου εκεί φαίνεται ένα μισό φεγγάρι. Ο τόπος φωτίζεται ελαφρώς και περιγράμματα πραγμάτων που πριν δεν έβλεπα αρχίζουν να διακρίνονται. Η φωτιά του Αντώνιου σιγοσβήνει αλλά αυτός δεν είναι εκεί. Δεν ανησυχώ. Σκέφτομαι κάπου θα κάνει την ήσυχη βόλτα του απόψε.
Σκέψου τον κόσμο πριν το φεγγάρι κάνει την εμφάνισή του, μου έλεγε η Οκτάβια. Σκέψου πόσο σκοτεινές ήταν τότε οι νύχτες. Είχαμε κάνει έρωτα εκείνο το βράδυ και ήταν σαν να χόρευαν οι νύμφες ανάμεσα στα σώματά μας. Το φεγγάρι μας φώτιζε ασημένιους και όλα ήταν σαν παλιό παραμύθι έβγαινε να ξαναζήσει.
Τις επόμενες μέρες ο πατέρας γύριζε νικημένος από τα δάση της Γερμανίας και η ντροπή στην οικογένεια έπεσε βαριά. Πλάκωσε τις ελιές μας και τα αμπέλια και έσταζε παντού. Μια από κείνες τις μέρες η Οκτάβια παντρεύτηκε εκείνον το γέρο κτηματία με την μεγάλη γη που έφτανε μέχρι τη θάλασσα. Έδειχνε χαρούμενη στις βόλτες τους.
Έφυγα όταν ο πατέρας μου πέθανε τιμημένος πια κάπου στα βουνά της Ιβηρικής. Έφυγα για αυτό το μέρος.
Μια μαυροφορεμένη γυναίκα κλαίει μόνη της πιο πέρα σε μια ελιά. Καταλαβαίνω. Την είδα στη διαδρομή. Πρέπει να είναι η μάνα του. Κλαίει σιωπηλά. Μου θυμίζει την μάνα μου όταν έκλαιγε για τον πατέρα, αν και λένε ότι ο πόνος για έναν γιο είναι χίλιες φορές πιο μεγάλος.
Τι κάνω εγώ εδώ? Πού είναι οι Τροίες και οι ήρωες? Ο αετός της λεγεώνας έχει σκονιστεί από χώμα στην κεντρική πλατεία της πόλης και όλοι περνάνε δίπλα του σαν να μην υπάρχει. Τι κάνω εγώ εδώ?
Κοιτάω γύρω μου. Δεν βλέπω κάτι περίεργο και βαδίζω προς τη γυναίκα. Της προσφέρω λίγο νερό. Σηκώνει το κεφάλι της και με κοιτάει. Η ματιά της νιώθω να με ξεσκίζει. Όλα γύρω μου σκύβουν απειλητικά πάνω μου, νιώθω να με πλακώνουν. Το χέρι μένει μετέωρο στον αέρα στην κίνηση προσφοράς που έκανα.
Να σαι καλά γιε μου… μου λέει ή αισθάνομαι να μου λέει και παίρνει το νερό και το χύνει στη γη. Αυτή διψάει πιο πολύ και από τους δυο μας. Εκεί είναι για λίγο τώρα το παιδί μου
Νομίζω δακρύζω. Δεν είμαι σίγουρος. Γυρνάω τρεκλίζοντας στη σκοπιά μου. Το μαχαίρι βαρύ. Θέλω να φύγω από κει. Θέλω να ξημερώσει. Η γυναίκα μετά από λίγο χάνεται χωρίς να τη δω. Μένω μόνο εγώ. Κάναν λάθος οι αξιωματικοί που φοβήθηκαν ότι θα τον πάρουν το νεκρό. Μονάχα η δύστυχη μάνα του σέρνεται προς τα εδώ πάνω. Ποιος θα σηκώσει αυτή τη μεγάλη πέτρινη πέτρα που φράζει την είσοδο του τάφου?
Κοντεύω να αποκοιμηθώ. Με δυσκολία κρατιέμαι ξύπνιος. Οι εφιάλτες με κρατάνε ξύπνιο. Είμαι σε μια θάλασσα χαμένος, κοντεύω να πνιγώ, κινδυνεύω να πνιγώ. Ουρλιάζω για βοήθεια, ξέρω ότι πεθαίνω. Εκείνη την ύστατη στιγμή όμως νιώθω ένα χέρι πίσω μου να με αρπάζει από την πλάτη, να με κρατάει γερά.
Ξυπνάω και γυρνάω το κεφάλι μου
Στο ορκίζομαι γιε μου για μια στιγμή μου φάνηκε ότι είδα το πρόσωπο εκείνου του Γιεχοσούαχ. Ήταν πολύ γλυκό και ήρεμο, χωρίς αίματα και πληγές πάνω του. Μου άπλωνε το χέρι. Έκανα να το πιάσω σαστισμένος.
Η παραίσθηση όμως διαλύθηκε και εμφανίστηκε το πρόσωπο του Αντώνιου μπροστά μου.
‘Έλα σήκω, πήγαινε να ξεκουραστείς. Σειρά μου’, μου είπε.
Ένιωσα ανακούφιση αλλά και πολλή κούραση μαζί. Ευχήθηκα καλή συνέχεια στον γέρο λεγεωνάριο και τράβηξα στη σκηνή μου. Στο επόμενο βράδυ οι εφιάλτες είχαν φύγει και κοιμήθηκα όσο πιο ήσυχα είχα κοιμηθεί ποτέ στη ζωή μου. Τον Αντώνιο δεν τον ξαναείδα ποτέ ξανά. Χαθήκαμε. Ένιωσα το άλλο πρωί ότι κάτι τρομερό είχε συμβεί και σε αυτόν κατά τη διάρκεια της νύχτας. Μοιραζόμασταν ένα κοινό μυστικό που δεν μπορούσα να εξηγήσω.
Τα επόμενα ίσως τα άκουσες και συ. Ο τάφος αυτός παραβιάστηκε. Αν και ποτέ δεν βρέθηκαν ίχνη παραβίασης στην πύλη του. Λέγανε ότι ο προφήτης ξύπνησε από τους νεκρούς και περπάτησε ανάμεσα στους ανθρώπους τους. Δεν ξέρω…
Τώρα γιατί στα λέω αυτά γιε μου.
Δεν ξέρω ίσως γιατί θυμήθηκα απόψε τον περίεργο εκείνον επισκέπτη εκείνη τη κρύα νύχτα στην Ιουδαία, χρόνια πριν.
Ίσως πάλι γιατί μεγαλώνοντας ξεμωράθηκα και με πιάσαν οι συγκινήσεις και οι αναμνήσεις. Ίσως γιατί νιώθω τις στιγμές μου να πλησιάζουν εδώ στα κρύα δάση της Γερμανίας. Ο πόλεμος είναι σκληρός γιε μου. Δεν υπάρχουν Τροίες και ήρωες εκεί. Οι ήρωες είναι αλλού.
Γι’αυτό σκέψου το αυτό που μου είχες πει πριν φύγεις. Σκέψου καλά πριν πας στον στρατό. Ποτέ δεν ξέρεις ενάντια σε ποιον κρατάς το σπαθί σου. Αν είναι ενάντια σε εχθρό ή στον εαυτό σου τον ίδιο.
Σου λέω αυτό. Παντρέψου την Λυβία, αγάπα την, κάνε παιδιά μαζί της, ζήσε,ταξίδεψε,δες και μάθε. Μην συμβιβάζεσαι ποτέ. Μάθε την αλήθεια που εγώ ποτέ δεν μπόρεσα να μάθω. Προσπάθησε να πεθάνεις  χορτασμένος από τη ζωή και νιώθοντας ότι σε όλα αυτά υπήρχε κάτι καλό, κάτι αυθεντικό, κάτι από τη ψυχή σου.
Ο αγαπημένος σου πατέρας…»

Βγήκε έξω από τη μεγάλη σκηνή που είχαν στήσει μόνο γι’αυτόν οι στρατιώτες.
Είχε μόλις ξημερώσει.
Οι δύο λεγεωνάριοι φρουροί του τον χαιρέτησαν στρατιωτικά
‘Στρατηγέ Σύλλα!’
Τους έκανε ένα νεύμα και προχώρησε στον βοηθό του.
‘Δεν θα πεθάνει κανένας αιχμάλωτος. Από τη στιγμή που παραδίνονται, δεν θα τους αγγίζει κανένας. Έγινα σαφής?’,είπε σοβαρά στον Πλήνιο.
‘Μάλιστα στρατηγέ!’, απάντησε αυτός  κοφτά.
Του έφεραν το άλογο του και ανέβηκε πάνω.
Οι στρατιώτες έφτιαχναν τις γραμμές τους και φωνές, διαταγές ακούγονταν από παντού. Στο βάθος ο αετός της Ρώμης σηκωνόταν επιβλητικός. Κοίταξε το δάσος που ανοιγόταν μπροστά τους..Λίγο πριν ξεκινήσει η πορεία έβγαλε ένα ξύλινο μικρό πραγματάκι από τη τσέπη της δερμάτινης πανοπλίας του. Ήταν ένας μικρός σκαλισμένος σταυρός. Χαμογέλασε και το έσφιξε γερά στη παλάμη του.
Χτύπησε ελαφρά το άλογο με το πόδι του και ξεκίνησε.




Ο Επισκέπτης της Νύχτας

Αντώνη Μυκονιάτη

Ο
 ΉΛΙΟΣ ΜΟΥ ΒΑΣΙΛΕΥΕΙ. ΔΕΝ ΜΟΥ ΑΠΟΜΕΝΟΥΝ ΠΑΡΑ ΛΙΓΕΣ  ημέρες ακόμα που το σάρκινο στήθος μου θα φιλοξενεί ζωή. Και πριν ανταμώσω τον αμίλητο περαματάρη, θέλω να μιλήσω για όσα συνέβησαν τότε.
Γράφω τούτες τις λέξεις γιατί θέλω να κρατήσω πάνω στη γη, ζωντανά και αληθινά όσα φωνάζουν μέσα στο κεφάλι μου. Όσα μπόλιασαν τις φλέβες μου με αγωνία και ταραχή, όσα κυλάνε πιο καυτά στο αίμα μου απ’ό,τι το κρασί της Μεσογαίας.
Δεν είμαι γραφιάς, ποιητής ή φιλόσοφος. Είμαι ένας απλός άνθρωπος που βρέθηκε κάποια στιγμή στο στόμα του Αδη. Κι αντί να με τραβήξει ο Φύλακας στα έγκατα των σπηλαίων, ένα παράξενο και θαυμαστό συνέβη που ακόμα αρνείται να φιλιώσει με τα λογικά μου. Μονάχα που το ασυμφιλίωτο με τον άνθρωπο είναι τόσο οικείο με τους αθάνατους θεούς.
Τότε, μια νύχτα άνοιξης, τριάντα χρόνια πριν, στη γη της Ιουδαίας.
Ο ουρανός της Ιουδαίας μοιάζει με τη γη της. Αφιλόξενος, εκδικητικός, μισάνθρωπος. Θυμάμαι αυτή τη λέξη να τη λέει ο αδερφός μου, στον κόλπο της Μουνυχίας, λίγο πριν ξεκινήσω με τη λεγεώνα μου για το μακρύ,ταξίδι ως την Παλαιστίνη.
«Ως και ο ουρανός εκεί κάτω είναι μισάνθρωπος, Αντώνιε. Να προσέχεις», είπε ο αδερφός μου και με φίλησε στο μάγουλο.
Ύστερα αγκαλιαστήκαμε και αποχαιρετιστήκαμε. Η γυναίκα μου, αν ζούσε, δεν θα χρησιμοποιούσε ποτέ τέτοιες λέξεις. Δεν της άρεσαν οι λέξεις, οι πράξεις της άρεσαν. Ώσπου την κάλεσαν οι χθόνιοι θεοί κοντά τους και ορφάνεψε το σπίτι μας και η ζωή μου έγινε κάπως σαν και τον ουρανό αυτό. Αφιλόξενη.
Έβρεχε νερό και χώμα πάλι. Ο νεαρός, ο Δέσυλλος που κάναμε τη βάρδια σ’αυτή τη θεόρατη πέτρα, έλεγε ότι ‘έρχεται από τη Συρία το κακό’. Τι σχέση έχουν όλα αυτά με την όμορφη Αττική γη που με δυσκολία πια με επισκέπτεται κι αυτό μονάχα στα πιο παράξενα όνειρά μου; Στο πιο αγαπημένο μου βλέπω την Αρσινόη να με χαϊδεύει τρυφερά, να κυλιόμαστε κάτω απ΄την ελιά του παππού και να αγγίζουμε τα κορμιά μας με πάθος και έξαψη. «Κάνε με να αισθανθώ σαν μικρή θεά πολεμιστή μου!», μου φωνάζει και η ανάσα της με καίει ακόμα στο λαιμό και στο σβέρκο.
Όπως καίει καμιά φορά ο αέρας που έρχεται από τη Χεβρώνα και σου πυρπολεί τα σωθικά. Εδώ δεν χρειάζονται όπλα για να εκδικούνται οι άνθρωποι την παρουσία μας στα σπίτια τους. Το κάνει μια χαρά ο ήλιος, η άμμος που κολλάει στο στόμα, το μαύρο βλέμμα όλων που χώνεται μέσα μας.
Ήταν το δεύτερο βράδυ που στον τάφο αυτού του Γεχοσούαχ Μπαρ Γιοζέφ, ενός ακόμη προφήτη από τους δεκάδες που γεννιούνται και πεθαίνουν στον λαό αυτό. Ο Κορνήλιος Σένας που, τον ξέρω καλά, έχει τις πληροφορίες του κατευθείαν από τη κρεβατοκάμαρα του Πιλάτου, με κοίταξε με πύρινα μάτια όταν με έθεσε επικεφαλής των φυλάξεων στον τάφο.
«Αντώνιε, ξέρω ότι δεν ταιριάζει σ’ένα βετεράνο να φυλά έναν τάφο, όμως, πίστεψέ με, η εντολή έρχεται από πολύ ψηλά. Να είσαι πολύ προσεχτικός! Για δυο βράδια μονάχα!»
«Τι φοβάστε Εκατόνταρχε;», τον είχα ρωτήσει στο προαύλιο της Διοίκησης την ημέρα που με κάλεσαν εκτάκτως από το στρατόπεδό μας στα βόρεια.
«Δεν έχεις ακούσει τίποτε;», με ρώτησε και η έκπληξή του έμοιαζε ειλικρινής. Ακόμα κι αν είχε πεθάνει ο Τιβέριος ίσως να μην τον έβλεπα τόσο τρομαγμένο. Και με τον άνθρωπο αυτό είχαμε περπατήσει τις πεδιάδες της Θεσσαλίας και είχαμε κοιμηθεί κάτω απ’τον ουρανό της Γαλατίας.
«Τι να έχω ακούσει δηλαδή; Ήρθα από τη Βιθυνία σήμερα το πρωί με απόσπαση. Όλο το βράδυ ταξίδευα».
Το βλέμμα του Κορνήλιου σκοτείνιασε. Με πήρε παράμερα και με έβαλε να καθίσω σε μια γωνιά του προαυλίου.
«Προβλέπονται φασαρίες. Αυτό μπορώ να σου πω με σιγουριά. Είναι πολύ πιθανό κάποιοι να επιχειρήσουν να κλέψουν το σώμα αυτού του Ιουδαίου προφήτη»
«Του Γεχοσουάχ; Και γιατί;»
«Έχει ένα κύκλο φανατικών που τον ακολουθούσαν όπου δίδασκε μερικά χρόνια τώρα. Κάποιοι λένε ότι έκανε και θαύματα. Περιττό να σου πω ότι το Συμβούλιό τους έχει αναστατωθεί τρομερά! Ο ίδιος τους είπε ότι… πώς να στο πω… ότι σε τρεις μέρες θα αναστηθεί!»
Έξυσα το κεφάλι μου και σκυθρώπιασα.
«Κατάλαβα. Ετοιμάζουν μια νέα αίρεση και μετά επανάσταση».
«Τίποτε δεν αποκλείεται. Γι’αυτό σε κάλεσα εσπευσμένα. Μόλις τελειώσει όλο αυτό το πανηγύρι, στο υπόσχομαι, θα φύγεις για την Αθήνα».
Και μόνο στο άκουσμα της λέξης η ομορφιά και η γαλήνη της αρχαϊκής πατρίδας με πλημμύρισαν.
«Ποιοι θα είναι μαζί μου το βράδυ;»
«Ένας μόνο, ο Δέσυλλος, δεν τον ξέρεις. Είναι νεαρός»
«Ένας μόνο;»
«Δεν πρέπει να δοθεί εξωτερικά η εντύπωση ότι έχουμε να φοβόμαστε την ανάσταση ενός νεκρού! Θα είναι επιφυλακή όμως όλη η χιλιαρχία αν χρειαστείς κάτι! Στο υπόσχομαι! Φύγε τώρα, οι ετοιμασίες της ταφής θα έχουν τελειώσει. Πήγαινε να ξεκουραστείς και το βράδυ να είσαι εκεί»
Ώστε λοιπόν οι νεκροί ανασταίνονται σε τούτη τη γη! Οι προφήτες έχουν σκληρή φωνή, οι γυναίκες κρύβουν μαχαίρια στο κόρφο τους και οι παπάδες είναι πάντα βλοσυροί και μας βρίζουν πίσω απ’τα γένια τους. Από όλους τους λαούς που έχει ενσωματώσει η Ρώμη, αυτοί δεν το πήραν απόφαση ποτέ. Καλά το έλεγε ο αυτοκράτορας, είναι μια μεγάλη φυλακή η Ιουδαία.
Το πρώτο βράδυ πέρασε ήσυχα. Ήταν μάλιστα η βροχή που είχε κάνει τη δροσιά στο χώμα να κρατάει και να μην σκέφτεσαι πόσο παράλογο είναι για τους ζωντανούς να φυλάνε τα περάσματα των νεκρών.
Ο νεαρός, ο Δέσυλλος, ήξερε πολλά γι’αυτό τον προφήτη. Δεν μιλήσαμε πολύ όμως. Η καρδιά του ήταν γεμάτη νοσταλγία για τους αγρούς της Καλαβρίας και τους δικούς του. Τον κέρασα λίγο κρασί αλλά μου αρνήθηκε. Δεν ξέρει ποιος είμαι, δεν τον αδικώ. Βλέπω στο πρόσωπό του τον εαυτό μου πριν είκοσι σχεδόν χρόνια. Βλέπω εκείνη τη λάμψη, την αγωνία, την έξαψη της περιπέτειας. Βλέπω έναν νεαρό πολεμιστή που είναι έτοιμος να δώσει τη ζωή του για το μεγαλείο της Ρώμης. Ελπίζω να μην βλέπει εκείνος σε μένα αυτό που θα είναι δυο δεκαετίες αργότερα.
Η πρώτη νύχτα, είπα, κύλησε όμορφα, γλυκά, σαν τον Ιορδάνη που ξεπλένει τα κόκκινα βράχια αυτής της χώρας.
Τη δεύτερη νύχτα όμως, συνέβησαν όλα όσα έμελλε να αλλάξουν τη φτωχή ζωή μου για πάντα.
Εκείνη τη φοβερή νύχτα, λίγο πριν σηκώσω το Δέσυλλο να πάρει τη σκυτάλη, κι ενώ ετοιμαζόμουν για τη βάρδια μου, διέκρινα μια μαυροφορεμένη γυναίκα που ερχόταν  με αργό βήμα προς το μέρος μου. Έμοιαζε λες και την είχε γεννήσει η νύχτα. Δεν άκουγα τοα βήματά της, σα να αιωρείτο πάνω απ΄το έδαφος, η ραχοκοκαλιά μου ρίγησε. Με πλησίασε. Στάθηκε δίπλα μου και το ραχιαίο ρίγος έγινε μαχαιριά. Ύστερα, σήκωσε το κεφάλι της και με κοίταξε. Το βλέμμα της δεν είχε ικεσία, δεν είχε απελπισία. Μόνο έναν στερεωμένο, αώνιο πόνο.
Ήταν η μητέρα του σταυρωμένου δασκάλου.
«Άφησέ με να αγγίξω τη πέτρα», μου είπε σχεδόν ψιθυρίζοντας και δεν ξέρω γιατί αλλά τούτη η φωνή έμοιαζε να έρχεται από τα βάθη του χρόνου. Μου κράτησε για λίγο το χέρι σαν με είδε αναποφάσιστο και κείνη τη στιγμή το αδιανόητο πήρε σάρκα και οστά εμπρός μου και χίλιοι νεκροί πολεμιστές του Αδη αρματώθηκαν και πέσαν πάνω μου να με κατασπαράξουν.
Πάνω στο βράχο των νεκρών, είδα το γιό της. Τον είδα, ναι, δεν έχω πια καμιά αμφιβολία, τον είδα αιμόφυρτο, ισχνό, μαστιγωμένο όπου υπήρχε σάρκα… τον είδα να ανασαίνει με δυσκολία, να αργοπεθαίνει με κάθε κίνηση του στήθους του, τον είδα να κοιτάει ψηλά στο στερέωμα και να ψιθυρίζει σε μια γλώσσα που δεν έμαθα ποτέ.
Πάλευα να ελευθερωθώ από τη μέγγενη της κυράς αλλά του κάκου.
«Πρέπει να δεις!», μου φώναζε και άνοιγαν πάλι τα μέσα μου μάτια.
Τον έβλεπα σαν μέσα σε όνειρο. Αριστερά και δεξιά του δυο ληστές, κάτω το πλήθος, οι στρατιώτες που χλεύαζαν και στον ουρανό από πάνω του, αλίμονο, κανείς άνθρωπος που έζησε ή θα ζήσει ποτέ, κανείς δεν έχει, λέξεις να περιγράψει τι γινόταν στον ουρανό κείνη την ώρα!
«Πρέπει να δεις!», φώναζε η γυναίκα μέσα στα νεφρά μου, στη καρδιά μου, στο αίμα μου!
Ξαφνικά, μέσα στο όραμα, έτρεξα στο σταυρό, αγκάλιασα τα πόδια του γιου της, το αίμα του έπεσε στο πρόσωπό μου και με έκαψε σα καυτό λάδι!
Και τότε, για μια στιγμή αθανασίας που οι θεοί θελήσαν να μου χαρίσουν σα δώρο ή κατάρα στην άθλια ζωή μου, σήκωσα το βλέμμα μου προς το κεφάλι του. Ο ουρανός είχε σκοτεινιάσει, τα σύννεφα είχαν μαυρίσει και ετοιμαζόταν να ξεσπάσει άγρια καταιγίδα. Ο άνεμος με μαστίγωνε και έφερνε σκόνη και αίμα στα μάγουλά μου.
«…να δεις!», ούρλιαζε η γυναίκα στο μυαλό μου και άνοιξα διάπλατα τα μάτια μου να αντικρίσω τον άνθρωπο πάνω στο σταυρό!
Κι εκεί ήταν που συναντήθηκαν όλα τα κύτταρά μου με το άχρονο βλέμμα του θεού και τίποτε δεν μπορούσε να συγκριθεί με τη δύναμη και τη πληρότητα εκείνης της συμπυκνωμένης αθανασίας!

Ο ουρανός, λες κι είχε συμμαχήσει με τις λεγεώνες του Άδη, φρένιαζε, άλλαζαν σχήματα τα κατάμαυρα σύννεφα και είχαν κι αυτά μάτια και με κοιτούσαν! Χώνονταν μέσα στη  ψυχή μου, κομμάτιαζαν τους ιστούς της ύπαρξής μου… τρελαινόμουν!
Το βλέμμα του Ανθρώπου έγινε μια ευθεία γραμμή και καρφώθηκε στο δικό μου!
Δεν ξέρω τι είδα, τι με κοίταξε από κεί ψηλά, δεν ξέρω τι λόγια ήταν αυτά που σαν άλογα που καλπάζουν τρέξαν μέσα στο κεφάλι μου… δεν ξέρω τι κατήλθε και το σώμα μου έγινε ο ναός του, λίγο πριν με εγκαταλείψουν οι δυνάμεις μου, εκεί, αγκαλιασμένος μέσα στο όραμά μου με τα πόδια του ανθρώπου αυτού, είχα την εικόνα ενός ασημένιου φιδιού που κατέβαινε κουλουριασμένο στο ξύλο και χωνόταν κατευθείαν μέσα στο στόμα μου!
Κάποιοι με τράβηξαν απ’το σταυρό, κάποιοι με σπρώξαν στο χώμα, δροσίσανε το έγκαυμα στο μέτωπό μου, πάλευαν να με συνεφέρουν γιατί έκλαιγα, σαν μικρό παιδί, όπως μονάχα η ψυχή ενός δαίμονα μπορεί να κλάψει μπροστά στο Αιώνιο!
Η κυρά με παράτησε ήσυχο.
Συνήλθα γονατιστός. Ένιωθα τα 43 μου χρόνια να έχουν γίνει ένας ολόκληρος αιώνας στα κακόμοιρα πόδια μου. Το μέτωπό μου, λίγο πάνω και δεξιά από τα μάτια μου, έκαιγε λες κι είχα περπατήσει στην έρημο της Γεδρωσίας. Σηκώθηκα στα πόδια μου, όρθωσα το ανάστημά μου, τακτοποίησα τη στολή μου, έριξα νερό στο πρόσωπό μου που έκαιγε…
Μια φοβερή ζαλάδα με είχε τυλίξει σαν σύννεφο και το στομάχι μου ήθελε να αδειάσει όλο του το περιεχόμενο στο χώμα, όμως, έπρεπε να τα διώξω όλα αυτά. Ο νεαρός λεγεωνάριος με περίμενε κι έπρεπε να τον ξυπνήσω.
Κοίταξα δεξιά κι αριστερά. Η γυναίκα είχε φύγει. Πλησίασα σαν μεθυσμένος τη μεγάλη πέτρα του τάφου. Νόμιζα πως θα την συναντήσω εκεί, ήθελε να την αγγίξει, έτσι δεν μου είπε;
Ή μήπως εννοούσε κάποια άλλη πέτρα, ενός άλλου τάφου;
Για έναν άνθρωπο της μάχης, της δράσης και των φονικών, όλα αυτά ήταν σαν τη λάβα της Αίτνας μέσα μου.
Κοίταξα τον νεαρό στρατιώτη με το ευγενικό πρόσωπο που κοιμόταν δίπλα στη φωτιά. Χαμογέλασα λίγο. Δεν είχε ιδέα τι μου είχε συμβεί. Κι έτσι έπρεπε να μείνει.
Γύρισα και κοίταξα μια τελευταία φορά την πέτρα.
Στην λάμψη απ΄τη φωτιά που τρεμόπαιζε πάνω της, διέκρινα κάτι παράξενο και πλησίασα.
Πάνω στην επιφάνεια του λαξευμένου βράχου, ένα μικρό αποτύπωμα, σαν παλάμη, ναι, σαν μικρή γυναικεία παλάμη… ‘χάνεις τα λογικά σου Αντώνιε’, είπα μέσα μου και οπισθοχώρησα τρομαγμένος… αλλά και με μια όμορφη δροσιά μέσα μου… το κεφάλι μου δεν έκαιγε πια, η φωτιά είχε σβήσει, μια παράξενη αίσθηση, σα να είχα καταλάβει, σα να ήξερα τι θα συνέβαινε το ξημέρωμα εκείνο, το ξημέρωμα που, έλεγα μέσα μου, όλα όσα ξέραμε και όσα θα έρχονταν θα ήταν πια τελείως διαφορετικά… σα να γεννιόταν ο κόσμος από την αρχή…
Ναι, σα να γεννιόταν ο κόσμος από την αρχή!
Ο Κορνήλιος Σένας κράτησε την υπόσχεσή του. Λίγες εβδομάδες μετά από κείνο το τρομερό βράδυ βρισκόμουν ξανά στη γενέθλια Αττική γη. Στο κτήμα των προγόνων μου, στον αδελφό μου, στην οικογένειά του που ήταν και δική μου.
Γερνούσα σαν απόμαχος του στρατού της Αυτοκρατορίας. Είχα ένα εισόδημα, λίγη δική μου γη και απέραντη μοναξιά.
Τα παιδιά του αδερφού μου, πότε πότε, σαν ερχόταν η άνοιξη με κοιτούσαν με περιέργεια στο πρόσωπο.
«Πες μας για το σημάδι σου θείε», με ρωτούσαν και ήθελαν να το αγγίξουν. Τους προξενούσε έκπληξη που κάθε χρόνο, την ίδια εποχή, εμφανιζόταν ένα παράξενο κόκκινο σημάδι, εκεί, πάνω από τα μάτια μου και λίγο δεξιά… κάποιοι έλεγαν ότι έμοιαζε με χτύπημα από σπαθί, κάποιοι ότι ήταν αντίδραση του οργανισμού μου στην άνοιξη, κάποιοι πάλι, που μπορούσαν να δουν καλύτερα, έλεγαν πως έμοιαζε με ένα μικρό, φλεγόμενο σταυρό.

Κυριακή των Βαΐων
17/4/2011