Τούτη
η ωδή τοποθετείται γύρω στο 28 π.Χ. όταν ο Οκταβιανός ανέλαβε τα καθήκοντα του
Τιμητή (Censor) και ξεκίνησε
το πρόγραμμα αναστήλωσης περίπου 82 ναών, επιχειρώντας παράλληλα μέσω διαφόρων
νομοθεσιών να στηρίξει την ηθική στη Ρώμη. Η ωδή προβάλλει την pietas
καθώς ο ποιητής διαπιστώνει ότι η ηθική διαφθορά και η παραμέληση
της λατρείας των θεών είναι η αιτία για τις στρατιωτικές ήττες και την παρακμή
της πόλης.
Ρωμαίε,
αν και αθώος, θα πληρώσεις για τα κρίματα των προγόνων σου,
μέχρι
να αποκαταστήσεις τους ναούς
και
τους ετοιμόρροπους οίκους των θεών
και
τα ομοιώματά τους που έχουν λερωθεί από μαύρο καπνό.
Εξουσιάζεις,
επειδή θεωρείς τον εαυτό σου κατώτερο από τους θεούς.
Από
εκείνους ξεκινούν τα πάντα, σε αυτούς να αποδίδεις την κατάληξη.
Οι
θεοί που έχουν παραμεληθεί
έχουν προξενήσει
πολλές
συμφορές στην Εσπερία
που θρηνεί.
Ήδη
δυο φορές ο Μοναίσης
και το πλήθος του Πακώρου
έχουν
συντρίψει τις επιθέσεις που κάναμε δίχως να πάρουμε οιωνούς
και
λάμπουν καθώς έχουν προσθέσει
τα
λάφυρά μας στα πενιχρά περιδέραιά τους.
Οι
Δάκες και οι Αιθίοπες παρά λίγο να καταστρέψουν την πόλη
που
ήταν παραδομένη σε εμφύλιες διαμάχες,
αυτοί
έγιναν φόβος για τον στόλο τους,
οι
άλλοι υπέρτεροι για τα φτερωτά τους βέλη.
Η
εποχή μας, γόνιμη σε εγκλήματα, πρώτα
μόλυνε
το γάμο και τη γενιά μας και τα σπίτια:
από
αυτή την πηγή προήλθε η σφαγή
και
κατέκλυσε την πατρίδα και το λαό.
Το
κορίτσι από νωρίς
χαίρεται να μαθαίνει
ιωνικούς
χορούς
και διαπλάθεται με όλες τις τέχνες.
Σύντομα
αναλογίζεται ανίερους έρωτες
εξ
απαλών ονύχων.
Αργότερα
στα συμπόσια του συζύγου της
ψάχνει
για
νεότερους μοιχούς και δεν διαλέγει
σε
ποιον θα χαρίσει βιαστικά ανεπίτρεπτες απολαύσεις,
όταν
απομακρύνονται τα φώτα,
αλλά
σηκώνεται φανερά, όταν τη διατάζουν,
εν
γνώσει του συζύγου της, είτε την καλεί κάποιος μεταπράτης
είτε
ο καπετάνιος ενός ισπανικού πλοίου,
γενναιόδωρος
αγοραστής της ντροπής της.
Οι
νέοι που έβαψαν το πέλαγος με καρχηδονιακό αίμα
δεν
ήταν γεννημένοι από τέτοιους γονείς,
εκείνοι
που χτύπησαν τον Πύρρο και τον μεγάλο
Αντίοχο
και τον φοβερό Αννίβα.
Αντίθετα,
ήταν ένα ανδροπρεπές πλήθος αγροτών στρατιωτών,
που
είχαν διδαχθεί να οργώνουν τη γη με σαβινικό τσαπί
και
να φέρνουν την ξυλεία που είχαν κόψει
υπό
τις οδηγίες των αυστηρών τους μητέρων,
όταν
ο ήλιος άλλαζε τις σκιές των βουνών
και
σήκωνε τους ζυγούς από τα κουρασμένα βόδια,
φέρνοντας
καλοδεχούμενη ώρα ανάπαυσης
με
την αποχώρηση του άρματός του.
Τι
δεν φθείρει ο βλαβερός χρόνος;
Η
γενιά των πατεράδων μας, χειρότερη από τους παππούδες μας,
δημιούργησαν
εμάς τους χειρότερους,
οι
οποίοι στη συνέχεια θα δώσουμε πιο αμαρτωλά παιδιά.
Οράτιος
Carm.
3.6
Μετ: Α.
Μιχαλόπουλος
Όλα
τα σχετικά στοιχεία γύρω από τις Ωδές του Οράτιου, από το βιβλίο
Ρωμαϊκή
Λυρική Ποίηση, Οράτιος – Carmina
Α.
Μιχαλόπουλος, Χ. Μιχαλόπουλος
ΣΕΑΒ,
2015