Παρασκευή 28 Μαΐου 2021

Με τη σιωπή...


Μέσα από μια ριπή του ανέμου με κοιτάζει.
Ο Γενάρχης στέκει σταθερός, ακλόνητος σαν πεισματάρης βράχος κι επιμένει. Επιμένει με αυτό το βλέμμα που περιέχει πάντοτε το σπαραγμό του αιώνιου και με ρωτά:
Θα έρθεις μαζί μας;
Η ίδια ερώτηση, μέρες, βδομάδες, μήνες τώρα. Από την πρώτη ώρα, την πρώτη στιγμή που αλαφιασμένος άρχισε να πελεκάει τα δέντρα γι αυτό το θηριώδες πράγμα.
Κοιτάζω ολόγυρα. Μπροστά μου όλα αφανίζονται. Ο ορίζοντας είναι πιο μαύρος από ποτέ, δεν φαίνεται καμιά ρωγμή στη βούληση του Αχανούς να τα ρημάξει όλα.
Πίσω μου ορθώνεται το πιο παράξενο πλεύσιμο ανθρώπινο δημιούργημα.
Ανθρώπινο;
Σκέφτομαι και τη σκέψη μου μπορεί να την ακούσει.
Όχι αδελφέ μου. Αν το τολμήσω σημαίνει πως θα πρέπει να αρχίσω να μιλώ ξανά.
Ο άνεμος σταμάτησε άξαφνα να λυσσομανά. Τα σύννεφα σταμάτησαν πια να ταξιδεύουν κι έχουν πυκνώσει πάνω απ’τα κεφάλια μας. Γέμισαν το στερέωμα σκοτάδι. Έχουμε να δούμε τον ήλιο βδομάδες. Κάποιοι δεν θα τον ξαναδούν ποτέ.
Προτιμάς να συνεχίσεις τη σιωπή σου; Για το λίγο που σου μένει;
Είδα τον Γενάρχη να χαμογελά κι αυτό ήταν ένα ανέλπιστο δώρο. Πίσω του ένας ολόκληρος κόσμος χανόταν. Μπροστά του, ένας άλλος έπρεπε να ξεκινήσει το ταξίδι του. Εγώ στεκόμουν στη μέση. Το συνειδητοποίησα και μέριασα.
Κάποιοι από εμάς πλάστηκαν για να μιλούν. Όπως εσύ. Με τα χέρια σου. Με το βλέμμα σου. Με τα παιδιά σου. Με τα πλάσματα που φιλοξενεί στη κοιλιά του αυτό το τέρας. Και κάποιοι άλλοι πρέπει να μείνουν για πάντα σιωπηλοί αδελφέ μου, σκέφτηκα και άκουσε τη σκέψη μου.
Με οδύνη μιλάς, μου λέει.
Πρέπει να φύγετε, του απαντώ.
Το νερό έρχεται. Ως το βράδυ όλα εδώ θα είναι…
Ως το βράδυ θα έχω προλάβει, του απαντώ.
Τι;
Να αφηγηθώ την ιστορία του κόσμου.
Εσύ; Πώς; Με τη σιωπή σου;
Ντράπηκε για την ερώτησή του, με αγκάλιασε, μου χάρισε μια ριπή αιωνιότητας ακόμα με τα μάτια του και χάθηκε στα σωθικά του πλεύσιμου.
Γύρισα την πλάτη μου και άρχισα να κατεβαίνω τη μεγάλη ράμπα.
Πίσω, στον παλιό κόσμο, σκέφτηκα και αμέσως, ξεκίνησε να βρέχει…


Punkt widzenia
Arkadiusz Makowski

Κυριακή 23 Μαΐου 2021

Οι λέξεις...

 

Οι λέξεις, το φαντάζομαι συχνά, είναι μικρά σπίτια με κελάρι και σιταποθήκη. Η κοινή σημασία ζει στο ισόγειο έτοιμη πάντα για ‘εξωτερική συναλλαγή’ με τους άλλους, δίχως καμιά δυσκολία, με την προϋπόθεση να μην ονειροπολεί κανείς από τους συναλλασσόμενους. Όταν ανεβαίνουμε τα σκαλιά στο σπίτι της λέξης, από σκαλί σε σκαλί αφαιρούμε. Όταν κατεβαίνουμε στο κελάρι, ονειρευόμαστε, χανόμαστε στους μακρινούς διαδρόμους μιας αβέβαιης ετυμολογίας, αναζητούμε μέσα στις λέξεις θησαυρούς ανεύρεστους. Το ανέβασμα και το κατέβασμα μέσα στις ίδιες τις λέξεις, συνιστά τη ζωή του ποιητή. Το να ανέβει πολύ ψηλά, το να κατεβει πολύ χαμηλά επιτρέπεται στον ποιητή που ενώνει το γήινο με το ουράνιο. Μονάχα ο φιλόσοφος θα είναι καταδικασμένος από τους ομότιμούς του να ζει παντοτινά στο ισόγειο;

Gaston Bachelard, Η ποιητική του χώρου

Σάββατο 22 Μαΐου 2021

Μέδουσες...

 


Κάτι λείπει εδώ…

Κάτι που φοβάται να υπάρξει…

Κοιτάμε μέσα απ’το γυαλί του ενυδρείου τα πλάσματα με τα πτερύγια… τον κόσμο εκείνο που απλώνεται μακριά… και είναι εχθρικός… δεν τον αναγνωρίζουμε… είναι όμορφος και ξένος…

Και μέσα μας γεμίζει το απεριόριστο με κάτι ψηλαφητό… με κάτι που μοιάζει με εσωτερική μέδουσα με ίνες που μας μαστιγώνουν και πονάμε… κάτι σαν ζελές που πάλλεται, ανασαίνει ανεξάρτητα από εμάς, ζει βυθισμένο στα αρχαία του βάθη… και που και που αναδύεται, μας ενοχλεί, μας πονά και μετά χώνεται πάλι στην άβυσσό του…

Ξαφνικά, όλα μάς μιλούν για εκείνο που κάποτε ήμασταν και τώρα το χάσαμε… το χάσαμε για πάντα…

Η νοσταλγία μάς πλημμυρίζει...  αυτό που ήμασταν κάποτε

Αυτό που χάσαμε για πάντα…

Όμωςείμαστε ακόμη ικανοί να κοιτάζουμε… ίσως κάποτε να μάθουμε να βλέπουμε… κάποτε όμως, όχι ακόμα.

Μα είμαστε ικανοί να κοιτάζουμε. Μέσα απ’το γυαλί του ενυδρείου. Τα αλλόμορφα πλάσματα με τα άδεια μάτια και τα μεγάλα σκοτεινά πτερύγια… κολυμπούν στο αμνιακό υγρό της Ύπαρξης και δεν φοβούνται… ή κι αν φοβούνται σιωπούν, εργάζονται το επόμενο λεπτό, την ίδια τη μακάβρια και υπέροχη στιγμή που ζουν… χωρίς το χρόνο… χωρίς το τσεκούρι της μνήμης… χωρίς το μαχαίρι της ελπίδας…

Εκεί εμείς δεν θα μπορέσουμε να ξαναγυρίσουμε… δεν έχει σημασία… αυτό που ήμασταν τότε, έφυγε… κάποιες ποιότητες σαν μακρινή αύρα έρχονται στο στόμα μας και είναι γεύσεις γλυκόπικρες, παράξενες.

Ευτυχώς, μένουν για λίγο. Αρκεί να πλύνουμε το στόμα μας με τη σκέψη και όλα καθαρίζουν…

Γυρνάμε το βλέμμα απ’το μονότονο θέαμα των πλασμάτων που πλησιάζουν το γυαλί για μια στιγμή και ύστερα συνεχίζουν την περιπλάνησή τους και απομακρυνόμαστε…

Αυτό δα το μάθαμε καλά.

Αιώνες τώρα…

Να απομακρυνόμαστε…

Δευτέρα 17 Μαΐου 2021

Κυριακή 16 Μαΐου 2021

Δαίμων που ήσουν άνθρωπος...

 

«…Δαίμων που ήσουν άνθρωπος, αλλά που συμμετέχεις τώρα στην πιο θεϊκή φύση των Δαιμόνων, αφού λυτρώθηκες από τα δεσμά της Ανάγκης που αλυσοδένουν τους ανθρώπους. Βρήκες τη δύναμη μες στην καρδιά σου για να ξεφύγεις από την αφρισμένη τρικυμία των σωματικών παθών και να φθάσεις κολυμπώντας σ’ένα στεγνό ακρογιάλι, μακριά από τον κόσμο των εγκλημάτων και να βρεις εκεί ένα ίσιο δρόμο για την εξαναγκασμένη σου ψυχή…»

Χρησμός του Δελφικού Μαντείου τον οποίο έλαβε ο Αμέλιος όταν ρώτησε για το που βρίσκεται η ψυχή του Πλωτίνου. Τον διασώζει ο Πορφύριος.

Σάββατο 15 Μαΐου 2021

Όταν είσαι παρών...

 



Όταν είσαι παρών, αυτό δεν έχει χώρο για να υπάρξει.
Και καθώς τού είναι αφόρητη η συγκατοίκηση με τον εαυτό, απομακρύνεται.
Όμως, δεν χάνεται.
Δεν αποδομείται, δεν αφανίζεται, δεν πεθαίνει.
Όσο εσύ τού το επιτρέπεις, επιστρέφει και διεκδικεί το χώρο του.
Όταν παύεις να είσαι παρών, εκείνο επιστρέφει.
Όταν αρνείσαι να δεις, βλέπει εκείνο.
Όταν αρνείσαι να αγγίξεις, αγγίζει εκείνο.
Όταν αρνείσαι να κλάψεις, θρηνεί εκείνο.
Όταν αρνείσαι να ζήσεις, εκείνο θριαμβεύει.

Όταν εσύ χάνεσαι, αυτό βρίσκεται.
Όταν εσύ συρρικνώνεσαι, αυτό απλώνεται.
Όταν εσύ χαμογελάς, αυτό θυμώνει.
Όταν εσύ πεθαίνεις, αυτό ανασταίνεται...

όταν εσύ πέφτεις, αυτό σηκώνεται...

όταν όμως εσύ είσαι παρών, τότε αυτό αιφνιδιάζεται
γιατί όλες του οι νίκες ακυρώνονται
όλοι του οι θρίαμβοι γελοιοποιούνται

όταν εσύ απλωθείς σε ολόκληρο το στερέωμα του είναι σου
δεν θα υπάρχει πια χώρος γι αυτό

και δεν θα δύσει ποτέ ξανά σ'αυτό τον ουρανό...

Unleashing imagination

Τετάρτη 12 Μαΐου 2021

το Ρίγος είναι…

 


Η μόνη αναζήτηση είναι αυτή του Ρίγους.
Του Μεγάλου Ρίγους…
η μόνη πραγματική αναζήτηση.
όχι αυτή της αγάπης, της αλήθειας, του έρωτα…
ούτε αυτή της ευτυχίας, της αρμονίας, της δύναμης, της ισορροπίας…
ούτε ακόμα κι αυτή του αθέατου, του κεκρυμμένου, του απρόσιτου, του ιερού…
Η μόνη πραγματική αναζήτηση είναι αυτή του Ρίγους…
γιατί τούτη η αναζήτηση τα περιέχει όλα…
το Ρίγος περιέχει τα πάντα…
το Ρίγος είναι
και μετά το είναι δεν υπάρχει τίποτα…
το Ρίγος είναι όπως η ανάσα… τόσο εύθραυστο, τόσο πολύτιμο, τόσο απλό…
τόσο μικρό
και τόσο μεγαλειώδες…
ποιότητες μονάχα
γεύσεις και αρώματα έχουμε απ’το Μεγάλο Ρίγος
κι όμως
είναι απ’αυτά που η καρδιά σημαίνει τις ώρες της Ύπαρξης
και η ψυχή φτερώνεται
και συνομιλεί με τα ασύνορα στερεώματα…
το άγγιγμα της αγαπημένης
το επίμονο βλέμμα ενός παιδιού που σε σταυρώνει
η μοναξιά σου
ένα ηλιοβασίλεμα που πλένει το πυρ με το νερό του αιώνιου
το πλατύ χαμόγελο του ακριβού σου φίλου
η αποδοχή της διαφορετικότητάς σου
το απαλό χάδι στο πρόσωπο της μητέρας
η πρώτη φορά που είπες ‘σ’αγαπώ’
η πρώτη φορά που σου είπαν ‘χωρίζουμε’…
η απόλυτη και τρομερή αλήθεια του θανάτου
η μελαγχολία σου τα κυριακάτικα απογεύματα
ένα ολάνθιστο ρόδο
η απώλεια
η τραγικότητα της θνητότητάς σου
το να είσαι ικανός να δέχεσαι
το να είσαι πρόθυμος να προσφέρεις
το απλωμένο χέρι ενός συνανθρώπου σου σε ανάγκη
ο ίλιγγος της πτώσης σου
και ο θρίαμβος όταν σηκώνεσαι όρθιος ξανά
η αγκαλιά…
ναι, η αγκαλιά!
Η στιγμή που τα γράφω όλα τούτα…
Το Ρίγος είναι
και πέρα απ’το είναι
δεν έχει νόημα απολύτως τίποτα
πέρα από το είναι δεν ζει ούτε πεθαίνει τίποτε
μακριά απ’το Ρίγος δεν ανθίζει τίποτα
και η αναζήτηση είναι απλώς μια λέξη
Κι οι λέξεις… πώς να χωρέσουν το απέραντο οι λέξεις;
 
Πώς να χωρέσεις σε λέξεις
ό,τι είναι αρχαιότερο απ’τις λέξεις;

Light In the Dark
Art Print by Gustav Davidsson

Τρίτη 11 Μαΐου 2021

Παρόντες

 


Είμαστε άνθρωποι
Μες στη συμπόνια μας
Στριμωγμένοι ήχοι των πόλεων
Στοιβαγμένοι μετανάστες φόβοι
Από τις μαύρες χώρες της καρδιακής ανατολής
Αλλοτριωμένοι
Ζωντανοί ωστόσο
Και άλκιμοι εισέτι
Χαμογελαστοί

Όπως οι γαμπροί
Και οι νύφες
Λίγο πριν παραδοθούν
Ευδαίμονες
απ’τον μυητικό τεμαχισμό τους
Στα ‘έσονται εις σάρκαν μίαν’
Άηχα φιλιά τους

Είμαστε άνθρωποι
Μες στα παλτά μας
Κουρνιασμένοι οι ερωδιοί
Και οι παραδείσιοι παπαγάλοι
Όλων των παιδικών βιβλίων μας
Όλων των εφηβικών ονείρων μας
Όλων των νεανικών σκοταδιών μας
Όλων των ενήλικων θανάτων μας

Και πάνω από τα κλουβιά
Με τα πρησμένα οικόσιτα κουνέλια
Που θα κακοποιήσουν τα υπέρβαρα παιδιά μας
Εμείς χαράζουμε οδούς
Και ορθώνουμε οικοδομήματα
Τέλειας βιοκλιματικής απόδοσης
Ώστε το ψύχος της ζωής μας
Να ισορροπείται έντεχνα
Και υπέροχα
Από την θέρμη
Των ευφυών κατασκευών μας

Είμαστε
Ωστόσο
Άνθρωποι
Και αρνητές μελίρρυτοι
Των πιο γενναιοφρόνων
Από τις μοναχικές προκρούστιες
Ευχές μας 
Οδεύουμε υπερήφανοι
Τυφλοί από πάντα
Αλλά ευθυτενείς
Στη προγραμματισμένη καύση μας
Παρόντες 
Πρώτη μας φορά

Συνειδητοί

Παρασκευή 7 Μαΐου 2021

Για μιαν άπ'την αρχή ζωή άπροσκύνητη...

 

ΤΗΣ ΕΦΕΣΟΥ

Ελεύθερα στο πλάι μου τρέχουν τ` αμπέλια κι αχαλίνωτος
Μένει ο ουρανός. Πυρκαγιές ανταλλάσσουνε τα κουκουνάρια κι ένας
Όνος φευγάτος πάει ψηλά τον ανήφορο

          για λίγο σύννεφο

Κάτι πρέπει να γίνεται του αγίου Ηρακλείτου ανήμερα
Που μήτε οι ρίνες διαγιγνώσκουν
Είναι οι ζαβολιές του ανυποδήτου ανέμου που αρπάζεται

        απ` την άκρη
Του νυχτικού της μοίρας και πάει να μας αφήσει στων αιγάγρων

        το ύπαιθρο έκθετους

Στα κρυφά φεύγω με όλα τα κλοπιμαία στο νου μου
Για μιαν απ` την αρχή ζωή απροσκύνητη. Χωρίς κεριά χωρίς

        πολυελαίους

Με μόνο μια στη θέση αδάμαντος βέρα χρυσή ανεμώνη
Πασπατευτά πού πάει;
Και ζητώντας τί; Ο μισός της σελήνης μας

        ίσκιος

Ανάγκη πάσα να καθησυχάζεις είναι ως και τα μνήματα
Εάν ομοεθνών ή όχι άδιάφορον. Το παν είναι
Η και από τα λαγωνικά χαμένη οσμή της γης με ρείκια σφένταμα

        και κρόμμυα

Στην ιδιωματική ν` αποκαθίσταται γλώσσα της
Ε τί! Μια λέξη άρκεϊ να σε χωρέσει χωρικέ του πράσινου της νύχτας
Έφεσος! Του πάππου του θείου και του φωσφόρου δέκατη τέταρτη

        γενεά
Μέσα σε περιβόλια του πορτοκαλιού χρυσά και της σμίλης όμορα

        λόγια

Τέντες προτού απλωθούν κι άλλες μετέωρες απολεσθέντων πόλων
Αιφνιδίως οι τροχασμοί. Κηρύγματα των απ` αντικρύ κόλπων

        θαλάσσης

Δαπέδων δρέπανα διπλά για ναό ή για θέατρο
Νερά χλωρά λιβαδίσια κι άλλα σγουρά του γαρ και του άρα
Ρεούμενα. Εάν ποτέ κύκλους από τριφύλλι και άγρωστιν

Η σοφία σχεδίαζε άλλο θα γινόταν όπως πριν
Της άκρης του δαχτύλου σου το εναποτύπωμα
 

Γράμματα θα υπάρχουν. Θα διαβάζουν οι άνθρωποι

        κι απ` την ουρά της πάλι

Η ιστορία θα πιάνεται. Μόνο τ` αμπέλια να καλπάζουν κι αχαλίνωτος

        να `ναι

Ο ουρανός όπως τον θέλουν τα παιδιά

Με κοκόρους και με κουκουνάρια και με κυανούς χαρταετούς σημαίες
Του αγίου Ηρακλείτου ανήμερα

                                        παιδός η βασιληίη.

 

Οδ. Ελύτης, Δυτικά της Λύπης, Ίκαρος (1995)