Ο Έσχατος Κύκλος
Εφτασαν πάλι οι μέρες του άγιου Πασχα, κι ο Ιησούς κάθεται μόνος, στην αγαπημένη του μεριά, κάτω από ένα μυριόχρονο πλάτανο, στο Παράδεισο. Συλλογισμένος, σιωπηλός, που και που αναστενάζει κιόλας.
Κείνη την ώρα τυχαία περνούσε από κει ο Πυθαγόρας, ο Σάμιος, ο μέγας φιλόσοφος, ο πανεπιστήμονας, που όλοι στο "άγιο περιβόλι" έχουν σε περισσή εκτίμηση και την συντροφιά του επιζητούν. Βλέπει τον Ναζωραίο μονάχο, σκεπτικό κι ένα μειδίαμα ανοίγεται στο γέρικο πρόσωπό του. Σκέφτεται να τον ζυγώσει πιο πολύ, το ξανασκέφτεται, ξέρει το χούι του Ραβί, να μην τον ενοχλεί κανείς όταν βυθίζεται στους στοχασμούς του, πάει να τον προσπεράσει αλλά ακούει φωνή και κοκαλώνει.
"Για που τραβάς μωρέ φιλόσοφε; Με είδες αλλά δε θέλεις να ταράξεις την ησυχία μου, σωστά;"
Στρέφει το βλέμμα κατά τον Γαλιλαίο ο Πυθαγόρας, χαμογελάει, τον πλησιάζει, βρίσκει χώρο και κάθεται σιμά του.
"Καλά το είπες Δάσκαλε. Ξέρω τα χούγια σου, τα'μαθα πια. Δε θες να σ'ενοχλούν καθώς πλανιέσαι στις ομιχλώδεις χώρες του μυαλού σου, σεβαστό. Και'γω κάποτε το ίδιο θέλω, συχνά γίνομαι πιο ιδιότροπος από σένα".
Για λίγο έπεσε σιωπή, ύστερα μίλησε ο Ιησούς.
"Γιορτάζουν 'κάτω', είναι Πάσχα"
"Το ξέρω. Που σημαίνει πρέπει να γιορτάζεις και του λόγου σου. Για σένα γίνονται όλ'αυτά".
Γυρίζει το μακρυμάλλικο κεφάλι του ο Ιησούς, καρφώνονται τα δυό τεράστια μάτια του πάνω στον Πυθαγόρα, σκίρτησε εκείνος.
"Τι λες μωρέ Σαμιώτη! Για μένα; Για μένα λες γίνονται όλ'ΑΥΤΑ;"
Δεν ήξερε τι'ταν εκείνο που όργισε τώρα τον Εβραίο και δεν μίλησε ο φιλόσοφος. Περίεργη ψυχή, αλήθεια, γλυκός, μελίρρυτος τη μια, θάλασσα φουρτουνιασμένη στη στιγμή γινόταν, άπιαστος και απρόβλεπτος, δεν ήξερες που θα τον βρεις. Αποφάσισε τέλος να αποκριθεί.
"Γιατί θυμώνεις δάσκαλε; Τι είπα; Αλήθεια δεν είναι; Ο μισός πλανήτης σε τιμά, τη σταύρωση και την ανάστασή σου. Είναι ή δεν είναι όπως τα'πα;"
Γύρισε πάλι το κεφάλι του απ'την άλλη ο Ιησούς και όρθιος σηκώθηκε. Είχε ψυχή ανταριασμένη, είχε το θείο είναι του αναρπαχτεί από κάτι που δεν φανέρωνε.
"Κι είμαι γι'αυτό πιο τυχερός από σένα ας πούμε Έλληνα;", ρώτησε βαδίζοντας χωρίς να ρίξει βλέμμα στον φιλόσοφο.
"Δεν ξέρω τι είναι αυτό που με ρωτάς Ραβί. Ξέρεις καλά πως η Ιεραρχία..."
"Ασ'τους αυτούς! Εσένανε ρωτάω, θα'θελες τη δική σου την ζωή να'χουνε κάνει ολόκληρο γιορτάσι, πανηγυράκι και αρνιά στη σούβλα; Πες μου!"
Έτριψε τα λευκά του γένια ο σοφός, αναστέναξε, σηκώθηκε κι αυτός κι άρχισε να γυρνάει γύρω απ'τον Ιησού. Τι σόι κουβέντα ήταν τώρα αυτή που'χε αρχινίσει ο Εβραίος; Πρώτη φορά του'χε τύχει να μοιραστεί μαζί του αυτές τις σκέψεις.
"Ξέρεις τι λέω Ραβί; Χρόνια τα σκέφτομαι όσα έγιναν με σένα, δεν σού'χω πει, ποιος το τολμάει άλλωστε απ'όλους μας; Θέλεις λοιπόν να σου μιλήσω σήμερα καθαρά;"
Στάθηκε ακίνητος ο Ιησούς και γύρισε το βλέμμα του στον Έλληνα.
"Ναι μωρέ Πυθαγόρα, θέλω, μίλησέ μου και ξέρω ότι θ'ακούσω από σένα όσα χρειάζονται, ούτε ιώτα πάνω ή κάτω. Σεις οι γεωμέτρες τα μετράτε όσα λέτε και όσα κάνετε. Πες μου λοιπόν με ακρίβεια και παρρησία. Σ'ακούω"
Κάθισε πάλι στη θέση του ο Πυθαγόρας κι άρχισε που'χε την άδεια πια, να λέει.
"Το λοιπόν, μπορεί να θύμωσες πιο πριν μα εγώ επιμένω, έτσι το θέλησε η Ιεραρχία κι έτσι έπρεπε να γίνει. Δάσκαλος της Αχτίνας της Αγάπης είσαι και την αποστολή σου έφερες σε πέρας, με το παραπάνω θα'λεγα. Βρέθηκε ο Παύλος βέβαια, αυτός ο περίεργος Σαούλ που ήταν το ανάστημά του πιο μεγάλο κι απ'το θάρρος του και σε σεργιάνισε παντού, κι ύστερα όλα ήρθαν από μόνα τους, να μη τα λέμε, τα ξέρεις πιο καλά από μένα. Στα χρόνια που στάλθηκα εγώ ήταν αλλιώς τα πράγματα. Δεν είχε κλείσει ακόμη ο τελευταίος κύκλος, αγνοούσαν οι άνθρωποι τα βασικά, τα στοιχειώδη. Πάλεψα, ξέρεις, μόχθησα, έφτυσα αίμα να τους πείσω να σκέφτονται κι όχι μονάχα να λατρεύουν, να στύβουν το μυαλό τους για να βρουν την λύση κι όχι να περιμένουν το Δία και την Αθηνά να τους φωτίσει. Άγρια τα δικά μου χρόνια Ναζωραίε, όχι πως εσύ τράβηξες λίγα, το αντίθετο. Μα, είχες άλλη αποστολή εσύ, άλλη εγώ, άλλη ο Μουχαμέτης, άλλη ο Ινδός ο Πρίγκιπας, καλώς κακώς, έτσι τα μοίρασε το Συμβούλιο κι εσύ'σαι τώρα ο αγαπημένος του μισού πλανήτη όπως είπες κι εμένα με σπουδάζουν λίγοι κι αυτοί μ'έχουνε παραξηγήσει, άλλα είπα εγώ άλλα κατάλαβαν αυτοί. Έστω, τώρα ό,τι έγινε έγινε. Και Πάσχα που είναι, σημαίνει ότι εσύ είσαι ακόμη ισχυρός, κρατάς τα γκέμια..."
Σώπασε ο Πυθαγόρας τη λογοδιάρροια, αισθάνθηκε πως είπε πολλά, κοίταξε τον Ιησού. Είχε καθίσει εκείνος κάτω απ'τον πλάτανό του πάλι, δεν μιλούσε.
"Κρατώ τα γκέμια είπες γέρο σοφέ; Ποιά γκέμια; Όλων εκείνων που έφτιαξαν στρατούς και χύθηκαν να σφάξουν και να κλέψουν στ'όνομά μου; Όλων εκείνων που φτιάξαν λάβαρα με το σταυρό και όποιον έβρισκαν αλλόθρησκο, "άπιστο", μπροστά τους του παίρναν το κεφάλι; Όλων εκείνων που το βράδυ με επικαλούνται σιωπηλά και το πρωί με ξεφτιλίζουνε αδικώντας και πορνεύοντας χυδαία; Ποιά γκέμια Έλληνα φιλόσοφε; Θα προτιμούσα να με σπουδάζουν, όπως είπες, λίγοι κι εκλεκτοί και να είμαι ανάμεσά τους, όπως τότε, στην αρχή, που ήμασταν λίγοι αλλά σωστοί..."
Έριξε χαμηλά το βλέμμα ο Πυθαγόρας, να πει δεν είχε λέξη. Τούτος ο χείμαρρος που'χε χιμήξει απ'τη θεία ψυχή τον είχε καθηλώσει. Ο Ιησούς ήταν ο πρώτος μεταξύ τους, ο πιο ισχυρός, ο πιο εκλεκτός αλλά και ο τραγικότερος. Τον αγαπούσε ο Σάμιος αλλά και την τύχη του δεν την ζήλευε. Στιγμή δεν είχε ησυχάσει από την στιγμή που'χε επιστρέψει στο 'περιβόλι' ο Ραβί. Όλα όσα γίνονταν αιώνες ανθρώπινους, όλοι αυτοί πόλεμοι, το αίμα που έρεε ποτάμι, η αδικία, ο όλεθρος... Τι να'βρισκε να πει εκείνος που δεν κλήθηκε ποτέ να βαστάξει το φορτίο αυτό στους ώμους του; "Ποιός να σε συμπονέσει, να σε καταλάβει Ναζωραίε", σκέφτηκε αλλά τη σκέψη κράτησε αφανέρωτη.
"Είναι καιρός τώρα...", ακούστηκε η φωνή του Διδασκάλου και ατελείωτη έμεινε η φράση.
"Μίλησες Ραβί;"
"Είναι καιρός λέω τώρα, που το σκέφτομαι..."
"Τι σκέφτεσαι δάσκαλε;"
"Να το προτείνω στην Ιεραρχία. Να ξανακατέβω!"
Πάγωσε το αίμα στις γέρικες φλέβες του φιλόσοφου.
"Τι είπες Ιησού; Ήρθαν καλά οι λέξεις ως τ'αυτιά μου ή και ο Παράδεισος με γέρασε πιότερο και ξεκούτιανα;"
"Καλά άκουσες γέρο. Στο ξαναλέω, το θέλω, το πιστεύω, θα το προτείνω στο Συμβούλιο, θα..."
"Τι θα προτείνεις Δάσκαλε; Ξεχνάς; Ξεχνάς πως από τότε που ανέβηκες ως εδώ αλλάξαν όλα, ξεχνάς πως το Συμβούλιο ετοιμάζει άλλες αχτίνες και πυρετώδικα δουλεύουν όλοι για να ανοίξουν τον Έσχατο Κύκλο; Αν τολμήσεις να ορθώσεις το ανάστημά σου..."
"Ναι, θα το ορθώσω γεροφιλόσοφε, όπως τότε έτσι και τώρα! Θυμάσαι τότε; Σίγουρα θυμάσαι, πόσοι το θέλησαν να σταλώ στο κόσμο, πόσοι αντέδρασαν, τι έγινε, θυμάσαι;"
"Θυμάμαι άρχοντα, θυμάμαι, αλλά..."
"Δεν έχει αλλά Έλληνα. Περίμενα χρόνια, αιώνες, μακροθυμία δεν το λένε αυτό οι θεολόγοι, να περιμένεις ώσπου να 'γυρίσουν' όλοι, να δίνεις ευκαιρίες, να δίνεις τόπο στην οργή γιατί υπάρχουν πάντα περιθώρια να αλλάξει ο κόσμος, να ποια είν' τα περιθώρια σοφέ, τα ίδια χάλια προτού να έρθω, χειρότερα είναι τώρα, στην εποχή σου σε λοιδόρησαν, σε κορόιδεψαν, σε πήραν για τρελό. Τι έγινε με μένα; Θυμάσαι και κάτι άλλο, φιλόσοφε γεωμέτρη;"
Δεν μίλαγε πια ο Πυθαγόρας, είχε λουφάξει και τρομαγμένος καρτερούσε τα χειρότερα. Τόση η οργή, η θεία μανία του Σωτήρα, τόση η θύελλα στην άγια, την πανάγια ψυχή του!
"...'Όταν με αντίκρισε πρώτη φορά ο Ιωάννης στο ποτάμι, θυμάσαι τι μου είπε; Ιδού, ο αμνός του Θεού, ο αίρων τις αμαρτίες του κόσμου. Έτσι του είπαν να πει, έτσι είπε και το πίστευε ο Πρόδρομος. Ποιες αμαρτίες λοιπόν πήρα επάνω μου σοφέ και ποιος ο κόσμος που αναμάρτητος πορεύτηκε από τότε; Όχι, στο είπα, αρκετά τεμπέλιασα εδώ πάνω. Θα κατέβω πάλι, σάρκα θα γίνω, αίμα και κόκαλα και ποιος με είδε και δε φοβήθηκε!"
Αυτά ήταν τα λόγια τα στερνά του Ιησού και με κεφάλι που άχνιζε από ιερό θυμό και με ψυχή που φούσκωνε από αντάρα, γύρισε την πλάτη στον σοφό και αφανίστηκε.
"Δυνάμεις του Καλού και Άρχοντες του Σύμπαντος, τι πρόκειται να ιδούμε ακόμα!", μονολόγησε ο Πυθαγόρας και έσκυψε το κεφάλι του στις παλάμες του σα να θρηνούσε.
Πέρασε ώρα, πόση άραγε και πως να την μετρήσεις που στον Παράδεισο ο χρόνος δεν υπάρχει; Και τότε ένιωσε ο Σάμιος γέροντας να τον αγγίζει κάποιο χέρι τρυφερό, όχι αντρικό, γυναικείο ήταν και μια φωνή γεμάτη γλύκα, ωραία φωνή, την ήξερε, την είχε ξανακούσει.
"Τι έχεις γέροντα και θρηνείς; Για το παιδί μου μήπως;"
Κείνη ήταν, η λευκοντυμένη Δέσποινα, η μάνα του που έστεκε από πάνω του.
"Ήρθες Κυρά μου αλλά άργησες. Ο γιος σου...", πήγε να ψελλίσει ο φιλόσοφος αλλά εκείνη αποτελείωσε τα λόγια του.
"Ξέρω Έλληνα σοφέ, ξέρω. Πάντα του έτσι ήταν, άγριος, ατίθασος, δεν έπαιρνε από λόγια. Μα, δεν ανησυχώ, όχι, τούτη τη φορά δεν σκιρτάει η καρδιά μου από αγωνία"
Σταράτα, σίγουρα τα λόγια της γυναίκας, ανασήκωσε το γέρικο κεφάλι ο γεωμέτρης, την κοίταξε αναθαρρεμένος.
"Δεν σκιρτάς είπες; Μα, δεν κατάλαβες καλά, τρέχει στο Συμβούλιο να βάλει βέτο, να κατέβει πάλι, να..."
"Ήδη είναι κάτω καλέ μου γέροντα, χρόνια τώρα, αμέτρητα, όσο στεναχωριόσουν συ εδώ, κάτω απ'τον πλάτανο, πέρασαν κιόλας αιώνες που κείνος ξανακατέβηκε στη Γη!"
Γούρλωσε τα μάτια του ο Πυθαγόρας, έσφιξε τα χέρια της Παναγιάς στα δικά του, διψούσε ξαφνικά να πιει νερό απ'το στόμα της, να μάθει!
"Και τι έγινε αλήθεια, πες μου Δέσποινα, λυπήσουμε με και πες μου"
Σηκώθηκε η Παναγιά, βγήκε απ'τη σκιά του πλάτανου, μακρύνθηκε λιγάκι κι ύστερα άρχισε να μιλάει και η φωνή της χωνόταν σαν αύρα στα πνευμόνια του γερο σοφού.
"Τι περίεργο αλήθεια, να μιλώ σε ένα γέροντα σοφό απ'την Ελλάδα, εγώ που γεννήθηκα Ιουδαία κι έμαθα να σας θεωρώ όλους εσάς ειδωλολάτρες και πλανεμένους απ'το δρόμο του Θεού. Ας έχει, έμαθα κι εγώ όσα εκείνος μας δίδαξε όλους και συγχώρα με σοφέ γιατί όσα εσείς μας δώσατε με την ωραία σας γνώση τώρα μονάχα πόσο σπουδαία ήταν βλέπω. Λοιπόν, σου έλεγα πως ο Σωτήρας ξανακατέβηκε στη Γη μα, τούτη τη φορά, πιο έξυπνα, πιο ορθά το έπραξε και δεν τον είδε, ξέρεις, κανένας, ούτε τον άγγιξε κανείς κι ούτε το άγιο του σαρκίο τόλμησε να τρυπήσει με καρφιά..."
"Μα, τι λες Κυρά, τι έγινε δηλαδή αν δεν τον είδε κανείς;"
"Είναι γιατί με άλλα σώματα γεννήθηκε, με άλλα μάτια κοίταξε τους ανθρώπους, με άλλα λόγια τους μίλησε και το έργο καλύτερο έγινε και ο σπόρος σε εύφορα χώματα άνθισε κι έγινε λουλούδια απ'ακρη σ'ακρη, όπου οι άνθρωποι γεννιούνται και πεθαίνουν!..."
Άκουγε ο Πυθαγόρας μαγεμένος και να διακόψει δεν τολμούσε την άγια μάνα.
"...Μπήκε σε σώματα σοφών, όπως εσύ, επιστημόνων που άνοιξαν δρόμους φωτεινούς, δώσαν στους ανθρώπους απαντήσεις για όσα ο Δημιουργός μας έπλασε, βοήθησαν οι αρρώστιες να γιατρεύονται, να γίνονται νόμοι δίκαιοι, να προοδεύει η ανθρωπότητα...κι ύστερα μπήκε σε σώματα άλλων, που υμνούν με την θεία μουσική τους το ωραίο και το ευγενικό, και σε ζωγράφων και ποιητών σώματα μπήκε, να εκλεπτύνονται τα πάθη, να ειρηνεύει ο νους, να ομορφαίνουν όλα, έξω και μέσα στων ανθρώπων τον τραχύ ανάβατο..."
Φωτίστηκε ο νους του Πυθαγόρα ακούγοντας τούτα τα μεγάλα, τα σπουδαία λόγια της Παναγίας και όσο συλλάμβανε το τέλειο του θεϊκού σχεδίου, τόσο του ερχόταν να αρχίσει να χορεύει, εκείνος, σεβάσμιος γέροντας σα μικρό παιδί που είναι ευτυχισμένο.
"Πες μου κι άλλα Κυρά, πες μου!", φώναζε και κείνη δεν του χάλασε το χατίρι.
"...μα και στα σώματα των ερωτευμένων μπήκε, στου καθενός ξεχωριστά και απ'την αγάπη που κείνος δίδαξε έδιωξε την υποκρισία και την ενοχή, και στων δασκάλων τα σώματα μπήκε, για να περάσει στα παιδιά το αληθινά σπουδαίο και του Θεού το θέλημα, και στων αρχόντων τα σώματα μπήκε, να κυβερνούν καλύτερα, να συμπονούν το δράμα των ανθρώπων, να μην πλανώνται πως αθάνατοι είναι..."
Ούρλιαζε από χαρά ο γερό Πυθαγόρας κι είχε στήσει γλέντι τρελό και χοροπήδαγε σαν ελάφι αλαφιασμένο. Και μεθυσμένος από ηδονή για όσα άκουγε και πάλι ζήταγε απ'τη μάνα του Θεού να του μιλάει και να του λέει ξανά τα ίδια απ'την αρχή και ατέλειωτο το γλέντι να είναι και ανεξάντλητη η ευτυχία και η χαρά που είχε πλημμυρίσει την αθάνατη ψυχή του...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου