Τον σκέπασε με τον χειμώνα, έτσι έλεγε μετέπειτα το
χιόνι,
Που με την χούφτα της έριξε πάνω στο πρόσωπό του,
Τα χέρια της την έκαιγαν από τότε πάντα τέτοια εποχή,
Ίσως έφταιγε ότι στον ύπνο της έβλεπε σκοτάδια με
φωνές
Και ξύπναγε τα βράδια λουσμένη στον ιδρώτα, σε ενοχές.
Πιο πέρα
Τρία τέσσερα σπίτια πιο χάμω,
Λίγο πριν βγεις στην μαρίνα, όπου χαράματα φέρνανε
Οι ψαράδες την σοδειά τους την θερισμένη από την θάλασσα,
Εκεί στο διώροφο άσπρο σπίτι
Έσφιγγε ο Χρήστος την γραβάτα του κάθε ίδιο πρωί,
Μύριζε το πουκάμισό του καφέ αμύγδαλο πικρό
Κι όσο περνάγανε τα ίδια χρόνια στα ίδια πρωινά,
Σκεφτόταν πως ήθελε να ντύνεται ψαράς, να βγαίνει εκεί
έξω,
Να λέει ιστορίες της θάλασσας στους άλλους,
Να καπνίζει πίπα, και άλλα τέτοια του νησιού
Και της λογοτεχνίας,
Μα δεν βγήκε η ευχή γιατί μπήκανε άλλες ευχές στη μέση
Και κάπως έτσι βγήκαν τα πρωινά με την γραβάτα
Και την μυρωδιά αλεσμένου καφέ σε μηχανή,
Δίπλα στη θάλασσα υποκρινόταν την τέλεια ζωή,
Δίπλα στο όνειρο, αυτός ζούσε την άλλη ζωή.
Και πιο δίπλα στην γυναίκα δίχως χέρια,
Που την ονομάζανε τρελή
Γιατί γύρναγε στα βουνά του νησιού,
Έλεγε ιστορίες για έναν άντρα που δεν είχε ποτέ,
Που τον είχε θάψει πριν χρόνια,
Πριν ασπρίσουν τα κατάξανθα μαλλιά της – σπόρος Ιταλού
με ντόπια –
Πριν πει τις ιστορίες με το χιόνι
Και με τα χέρια που την καίνε πάντα τέτοια εποχή…
Ηλίας Δεσύλλας