«….— Άκουσα τη διήγηση ενός ανθρώπου που έκανε στη φυλακή κάπου δώδεκα χρόνια. Ήταν ένας απ' τους άρρωστους του καθηγητή μου κι έκανε θεραπεία. Τον έπιαναν κρίσεις, ώρες ‐ ώρες ήταν ανήσυχος, έκλαιγε, και μια φορά μάλιστα δοκίμασε ν' αυτοκτονήσει. Η ζωή του στη φυλακή ήταν πολύ θλιβερή, σας βεβαιώ, δε θα μπορούσες όμως με κανέναν τρόπο να την πεις ζωή της πεντάρας. Όλες κι όλες οι γνωριμίες του εκεί ήταν μια αράχνη κι ένα δεντράκι που μεγάλωσε κάτω απ' το παράθυρό του... ωστόσο, καλύτερα λέω να σας διηγηθώ για μια άλλη μου συνάντηση που είχα πέρσι μ' έναν άνθρωπο. Υπήρχε κάτι παράξενο σ' όλ' αυτά, ιδιαίτερα παράξενο γιατί σπάνια τυχαίνει κάτι τέτοιο. Ο άνθρωπος αυτός έφτασε μια φορά ίσαμε τον τόπο των εκτελέσεων και του είχαν διαβάσει κιόλας την απόφαση του τουφεκισμού του για κάποιο πολιτικό έγκλημα. Κάπου είκοσι λεπτά αργότερα του διάβασαν και την απόφαση απονομής χάριτος και του ορίστηκε μια άλλη ποινή, ωστόσο όμως αυτός, στο διάστημα εκείνο, ανάμεσα στις δύο αποφάσεις, μέσα στα είκοσι κείνα λεπτά, ή τουλάχιστο στα δέκα πέντε, έζησε με την απόλυτη βεβαιότητα πως από στιγμή σε στιγμή θα πεθάνει. Τον άκουγα με τρομερή περιέργεια όταν καμιά φορά αναθυμόταν τις τοτινές του εντυπώσεις κι αρκετές φορές άρχιζα πρώτος εγώ και του 'κανα ερωτήσεις. Τα θυμόταν όλα πεντακάθαρα κι έλεγε πως ποτέ του δε θα ξεχάσει τίποτα από κείνες τις στιγμές. Κάπου είκοσι βήματα πιο δω απ' τον τόπο της εκτέλεσης —όπου στέκονταν κόσμος και στρατιώτες είχαν μπήξει στο χώμα τρεις πασσάλους γιατί οι κατάδικοι ήταν αρκετοί∙ τους τρεις πρώτους τους πήγαν στους πασσάλους, τους έδεσαν, τους φόρεσαν το ρούχο των μελλοθανάτων (άσπρες μακριές μπλούζες) και στα μάτια τους τους κατέβασαν άσπρες κουκούλες για να μη βλέπουν τα ντουφέκια. Ύστερα, απέναντι σε κάθε πάσσαλο παρατάχτηκε το εκτελεστικό απόσπασμα —αρκετοί στρατιώτες. Ο γνωστός μου στεκόταν όγδοος στη σειρά, έπρεπε λοιπόν να πάει στους πασσάλους με την τρίτη τριάδα. Ο ιερέας πέρασε μπροστά απ' όλους τους με το σταυρό. Όλα έδειχναν πως είχε να ζήσει κάπου πέντε λεπτά, όχι περισσότερο. Μου 'λεγε πως εκείνα τα πέντε λεπτά του φαίνονταν μια ατέλειωτη διορία, ένας τεράστιος θησαυρός∙ του φαινόταν πως μέσα σε κείνα τα πέντε λεπτά θα ζήσει τόσες ζωές, που προς το παρόν δεν υπάρχει κανένας λόγος να σκέφτεται την τελευταία στιγμή, τόσο μάλιστα που πήρε ορισμένες αποφάσεις: υπολόγισε το χρόνο για ν' αποχαιρετήσει τους συντρόφους του, ξεχώρισε γι' αυτό δύο λεπτά πάνω ‐ κάτω, άλλα δύο λεπτά τα ξεχώρισε να σκεφτεί για τελευταία φορά για τον εαυτό του, κι ό,τι απόμενε, είπε να κοιτάξει για στερνή φορά γύρω του. Είχε πλήρη συνείδηση πως πήρε αυτές ακριβώς τις τρεις αποφάσεις και τα 'χε έτσι ακριβώς υπολογίσει όλα. Πέθαινε είκοσι εφτά χρονώ, γερός και δυνατός∙ αποχαιρετώντας τους συντρόφους του, θυμόταν πως σ' έναν απ' αυτούς είχε κάνει μια αρκετά άσχετη ερώτηση κι ενδιαφέρθηκε μάλιστα πολύ ν' ακούσει την απάντηση. Ύστερα, όταν αποχαιρέτησε τους συντρόφους του, ήρθε η σειρά για κείνα τα δυο λεπτά που τα 'χε υπολογίσει γ ι α ν α σ κ ε φ τ ε ί γ ι α τ ο ν ε α υ τ ό τ ο υ ∙ ήξερε απ' τα πριν τι θα σκεφτόταν: λαχταρούσε όλη την ώρα να φανταστεί όσο μπορούσε πιο γρήγορα και πιο ζωηρά τούτο δω: πώς γίνεται αλήθεια κι είναι τώρα ζωντανός και σε τρία λεπτά θα 'ναι κιόλας κάτι, κάποιος ή κάτι, —μα ποιος; Πού; Αυτά λογάριαζε να τα ξεδιαλύνει μέσα σε κείνα τα δυο λεπτά! Λίγο μακρύτερα ήταν μια εκκλησία, κι η κορφή της μητρόπολης με τον επίχρυσο τρούλο λαμποκοπούσε μες στον ήλιο. Θυμόταν πως κοίταξε με τρομερή επιμονή κείνη τη στέγη και τις αχτίδες που αντανακλούσε το χρυσάφι της∙ δεν μπορούσε να ξεκολλήσει τη ματιά του απ' τις αχτίδες: του φαινόταν πως οι αχτίδες εκείνες ήταν η καινούργια του φύση, πως σε τρία λεπτά θα γίνει κατά κάποιον τρόπο ένα μαζί τους... το άγνωστο κι η αποστροφή γι' αυτό το καινούργιο που θα γίνει και θα 'ρθει τώρ' αμέσως, ήταν κάτι το τρομερό∙ έλεγε ωστόσο πως εκείνη τη στιγμή δεν του βάραινε τίποτα τόσο την καρδιά όσο η αδιάκοπη σκέψη: «Τι θα γινόταν, αν δεν πέθαινα! Τι θα γινόταν, αν ξανακέρδιζα τη ζωή —τι αιωνιότητα! Κι όλ' αυτά θα 'ταν δικά μου! Τότε την κάθε στιγμή θα την είχα μεταβάλλει σε αιώνα, τίποτα δε θα 'χανα, την κάθε στιγμή θα την υπολόγιζα και θα τη λογάριαζα, τίποτα πια δε θα ξόδευα άσκοπα!» Έλεγε πως τελικά, η σκέψη κείνη μεταμορφώθηκε μέσα του σ' ένα τέτοιο μίσος που άρχισε να λαχταράει να τον ντουφεκίσουν μια ώρα αρχύτερα…»
F y o d o r D o s t o y e v s k y ‘O η λ ί θ ι ο ς’
8 σχόλια:
Στα δύσκολα καταλαβαίνουμε την αξία της κάθε μας στιγμής, σ' αυτό που λέγετε ζωή. Όμως αν απομακρυνθούμε από την απειλή, ξανα ξεχνιόμαστε. Αλλά ίσως έτσι είναι και το σωστό. Γιατί η ελπίδα και η αγάπη κατοικούν στις ζωντανές χαρούμενες καρδιές και αν κάνουμε και κάποια λάθη, κι αυτά μέρος της ζωής μας είναι. Νημερτή μου Καλημέρα
Ναι Χάνη μου... είναι και σωστό λάθος... από τη μια 'να θυμάσαι ότι είσαι θνητός', κληρονομικά των προγόνων και 'να νιώθεις ότι στην επόμενη στροφή είναι ο θάνατος', λέει ο Δον Χουάν... από την άλλη, με το καθημέριο θλιπτικό φορτίο αυτής της γνώσης, μόνον ο μυημένος μπορεί να ζήσει... σε φιλώ!
Και ο μυημένος, θλιμένος θα είναι με τέτοιο φορτίο. Δε τον ζηλεύω καθόλου. Εγώ προτείνω, οι ζωντανοί να σκέπτονται τη ζωή, και να την χαίρονται όσο γίνεται. Έτσι κι αλλιώς όλοι θα πεθάνουμε μια μέρα. Γιατί να το σκεπτόμαστε;
Δεν έχεις άδικο Χάνη μου. Μα, γι'αυτό κανείς 'σκεπτόμενος' άνθρωπος δεν έχει αποφύγει τη μελαγχολία... η διαρκής ενθύμηση της ματαιότητας του βίου προκαλεί στενόχωρο ψυχισμό... πως υπερβαίνεται αυτό; Μονάχα με την Τέχνη... άλλος δρόμος ίσως δεν υπάρχει -βεβαίως το βαθύ θρησκευτικό βίωμα περιλαμβάνει και την Τέχνη με μια άλλη μορφή όμως... - Ο θάνατος συμβιώνει μαζί μας αλλά μέσα από την Τέχνη -αυτό που ως και ο περίφημος διαλεκτικός υλισμός δεν μπόρεσε να βάλει στην εξίσωσή του και έμεινε ως δράση άλογη εκτός - βρίσκει δημιουργικές διεξόδους...
Η τελευταία σου φράση βέβαια έχει μια ατράνταχτη αλήθεια... κάποιος είπε όμως Χάνη μου πως 'μετά τα 40 δεν χρειάζεται να σκέφτομαι το θάνατο εγώ... με σκέφτεται εκείνος'!!
Συμφωνώ με το πνεύμα σου όμως... να χαιρόμαστε όσο μπορούμε... ναι, να είμαστε πλήρεις και συνειδητοί... να εξαλείψουμε την αντίφαση μέσα από τον έρωτα...
Ναι συμφωνώ, ότι η Τέχνη είναι ο δρόμος για να υπερβούμε την ματαιότητα του βίου, αλλά δεν είναι ο μόνος, καλέ μου φίλε. Παίζει ρόλο και ο τρόπος ζωής που κάνουμε. Αν είμαστε μόνον υλιστές, άρα κενοί στην ψυχή μας και το πνεύμα, τότε η ζωή φαντάζει τελείως άσκοπη, κούφια, περιττή, αν όμως βαραίνει το πνεύμα μας, αν η ψυχή μας γεμίζει αγάπη, που την σκορπίζει απλόχερα σαν φως και στους γύρω της, είναι ένας άλλος δρόμος προς την υπέρβαση.
Όσο για το θάνατο που μετά τα 40 μας σκέφτεται (όπως κάποιος είπε), δεν θα συμφωνήσω, γιατί ο θάνατος απ' την στιγμή που θα γεννηθούμε μας σκέφτεται. Και ποτέ, Νημερτή μου, κανείς δεν ξέρει πότε θα έρθει η ώρα του. Γι' αυτό βλέπουμε παιδιά να πεθαίνουν και πολλοί ηλικιωμένοι να ζουν και να χαίρονται.
Θα επιμείνω λοιπόν, ότι δε χρειάζεται να τον νοιαζόμαστε, ούτε στα 80 μας, γιατί μπορεί να ζήσουμε μέχρι και 90 ή 100, κανείς δεν ξέρει αγαπημένε μου φίλε.
Πρέπει να φτάσουμε στη στερνή στιγμή
και μάλιστα σε τέτοιες δύσκολες απάνθρωπες στιγμές για να εκτιμήσουμε το δώρο που λέγεται ΖΩΗ.
Καλό βράδυ Νήμερτης.
κάτω από οριακές συνθήκες λοιπόν Ρένα, αναδύεται μια άλλη 'συνθήκη'... έτσι είναι... γι'αυτό και τούτο το απόσπασμα του Ντοστ. μου αρέσει πολύ... άλλωστε περιγράφει και την δική του προσωπική εφιαλτική εμπειρία στο εκτελεστικό απόσπασμα... να είσαι καλά!
Φίλη μου αγαπημένη Χάνη, δεν θα ήθελα να θεωρηθεί η 'σιωπή' μου μετά το τελευταίο σου σχόλιο ως έμμεση μομφή στις απόψεις σου... αληθινά θα ήταν άδικο... άλλωστε, εδώ δεν υπάρχει 'ορθή δόξα' ούτε το αλάθητο κανενός... εδώ συζητάμε ελεύθερα και με τιμάς με το χρόνο και την ενέργεια που αφιερώνεις για το ταπεινό μου ιστολόγιο... θέλω να το ξέρεις αυτό... κι αν διαφωνουμε που και που... ε, θα ήταν πολύ βαρετή η ζωή αν συμφωνούσαμε σε όλα! Την εκτίμηση και την αγάπη μου έχεις!
Δημοσίευση σχολίου