Πέμπτη 30 Οκτωβρίου 2025

πυροφόροι...



συμπαγείς
στο χρόνο
αρηγμάτωτοι
θρασείς
στον πόνο
από αισθήματα
ξαρμάτωτοι
μελετούμε τον άνθρωπο
τι ψεύτες !
ανθρωποποιούμαστε
στο διηνεκές…

συγχώρεσέ μας Ειμαρμένη
εσύ
ιερή αλυσίδα του αιτίου και του αιτιατού
μη μας φυλακίζεις στην αθανασία άλλο
δεν το βαστάμε
 
σάρκινες πλάτες κληρονομήσαμε
σάρκινο πνεύμα
κληροδοτούμε…

πολεμιστές φωτός
και άθλιοι σαρκοβόροι
τεμαχισμένοι Προμηθείς
έκπτωτοι Εωσφόροι
δεν έχουμε άλλη περπατησιά
ξεμάθαμε
ως και το βλέμμα
ακατάδεχτοι;
μην πεις
ελεεινοί
πένητες πυροφόροι
έχουμε το μερτικό μας στο φθαρτό
και αλήθεια
ορφανέψαμε νωρίς

συμπόνεσέ μας Ειμαρμένη
εσύ
που έχεις τα κλειδιά της πτώσης
και της ανόδου
και της σπηλιάς την έξοδο γνωρίζεις
διώξε μας
τούτο το φορτίο μας λύγισε
δεν το βαστάμε
 
σάρκινες πλάτες κληρονομήσαμε
σάρκινο πνεύμα
κληροδοτούμε




“Time Tunnel Transportation !”

 

Παρασκευή 24 Οκτωβρίου 2025

Ο Διπλός...






Χ. Λ. Μπόρχες, Το Βιβλίο των Φανταστικών Όντων
Μετ: Γιώργος Βέης, εκδ. LIBRO, 1983


Les Matthews

Τρίτη 21 Οκτωβρίου 2025

Ο ναός της αλήθειας


Ποιος είναι ο ναός της αλήθειας; Αν δεν είναι το αρχέγονο τότε δεν μπορείς να νιώσεις, δεν μπορείς να ξεγελάσεις, δεν μπορείς καν να ιδρώσεις χωρίς να ψεύδεσαι… Αν δεν είναι αυτό που ίδρυσε ο χρόνος τότε δεν μπορείς να κοιτάξεις, να ψηλαφήσεις, να ορίσεις χωρίς να ψεύδεσαι…

Ο ναός της αλήθειας είναι αντίλαλος… είναι ηχώ… είναι το χοληφόρο δέντρο του ήπατος… είναι η διαπνοή του αιώνιου μέσα στο κάθε τώρα που σπαταλιέται από το ψεύδος…

Η αλήθεια μεγιστώνεται μέσα στο ψεύδος... αντίθετα, το ψέμα συρρικνούται μέσα στην αλήθεια... ο λόγος που φοβόμαστε να πούμε την αλήθεια είναι τελικά... ενεργειακής φύσης... είναι πάντα ο φόβος, η ατολμία, η ελεεινή φύση του εγώ να αποσύρεται στα σκοτάδια… τα σκοτάδια έχουν κι αυτά την υγρή, νοσηρή αλήθεια τους…

Η δύναμη που αξιώνει η αλήθεια είναι τόσο μεγάλη που απαιτεί κυκλώπειες αμυντικές οχυρώσεις... και δεν τις έχει σχεδόν κανείς... όποιος νομίζει πως τις έχει είναι απλά είναι απλά ψεύστης... αυτό που θα έλεγε ευγενικά ο Νίτσε 'καλλιτέχνης'...

Χτυπάμε λοιπόν με τις αλήθειες για να σκοτώνουμε αφού με το ψέμα δεν τα καταφέρνουμε... καταπίνουμε την αλήθεια και αυτοκτονούμε... Ποιος το θέλει αυτό; Καλύτερα έξω παρά μέσα...

Και τι ειρωνεία…

Καταναλώνοντας αλήθεια δεν γινόμαστε ανθεκτικοί στο ψεύδος. Νομίζουμε πως έτσι λειτουργεί ο οργανικός κώδικας αλλά δεν ισχύει. Ο Μιθριδάτης εδώ θα αστοχούσε… Κι από την άλλη… καταναλώνοντας διαρκώς ψεύδος δεν ακυρώνουμε την αλήθεια… απλώς δηλητηριάζουμε το ήπαρ του ένδον φωτός…

Μέσα σε ένα ωκεανό ψεύδους το αληθές εντυπωσιάζει σαν κόκκινος θεόρατος βράχος... μέσα σ'ένα ωκεανό αλήθειας το ψεύδος αφανίζεται... όχι εντελώς... προσποιείται μάλλον... λικνίζεται ράθυμα σαν γλοιώδες ερπετό σε μερική ύπνωση, σε τεχνητή υπνηλία… και περιμένει…

Κι είμαστε όλοι 'καλλιτέχνες' τελικά... ευέλικτοι, χαμογελαστοί, επιδέξιοι ακροβάτες...

Γιατί; Γιατί πρέπει να επιβιώσουμε...

Μακριά από το ναό… από τον ένα και μέγα και υπαρκτό ναό; έστω…

Τυφλοί, χωλοί, υβοί, απελπισμένοι… έστω…

Μερικοί, ασυνάρτητοι, ανακεραίωτοι, αναφήγητοι… έστω…

Ξένοι… επήλυδες… κηρωμένοι νύχτα, αφρόντιστοι, ορφανεμένοι…

Ναι… ακόμα κι έτσι…

Η λερή ανάσα μας θα ραντίζει τη νύχτα με ικεσία και το ρημαγμένο στόμα μας θα ζυμώνει λέξεις ικεσίας…

Εκείνος που όλα τα βλέπει ίσως μάς σπλαχνιστεί και μάς παραλείψει…

Παρασκευή 17 Οκτωβρίου 2025

Πείνα, δίψα, κραυγές, χορός, χόρευε, χορός, χόρευε!

r t h u r   R i m b a u d


Έγραφα σιωπές, νύχτες, σημείωνα το ανέκφραστο.
Ακινητοποιούσα ιλίγγους...







Για τον Ρεμπώ...


" ...Ήταν θραύσμα, αυτό ενός μετεώρου, που φλόγισε χωρίς αφορμή άλλη από την παρουσία του, που ξεπήδησε από μόνο του και έσβησε..."

(Μαλλαρμέ)



"...Όμως αυτό που κάνει μοναδική την ποίησή του, είναι ακριβώς ο άμεσος χαρακτήρας της, η συστηματική προσπάθεια να μεταδώσει αμέσως το όραμα, ξεχνώντας όσο είναι δυνατόν, ό,τι είχε μάθει προηγούμενα...
...Ο Ρεμπώ δεν είναι ούτε απατεώνας, ούτε θαυματοποιός. Μόνο ένας ποιητής που δοκίμασε όσο πιο έντιμα μπορούσε να ΔΕΙ..."

(Claude Edmonte Magny)



"...Τούτη τη στιγμή παλιανθρωπίζω όσο μπορώ. Γιατί; Θέλω να γίνω ποιητής και δουλεύω όσο μπορώ να γίνω οραματιστής. Δε θα καταλάβετε τίποτα και δε θα μπορούσα σχεδόν να σας εξηγήσω. Πρόκειται να φθάσω στο άγνωστο με την απορύθμιση όλων των αισθήσεων. Οι πόνοι είναι δυσβάσταχτοι, μα πρέπει να είσαι δυνατός, να έχει γεννηθεί ποιητής, και αναγνώρισα στον εαυτό μου έναν ποιητή. Δεν είναι διόλου δικό μου το λάθος. Είναι σφάλμα να λέμε: σκέφτομαι. Θα έπρεπε να λέμε: Με σκέφτονται. Συγνώμη για το λογοπαίγνιο. Εγώ είναι ένας άλλος..."

(Γράμμα στον καθηγητή του Ζώρζ Ιζαμπάρ, Μάιος 1871)


"...Η πρώτη σπουδή του ανθρώπου που θέλει να είναι ποιητής, είναι η γνώση του εγώ του, ακέρια. Αναζητεί την ψυχή του, την επιθεωρεί, την εμβάλλει εις πειρασμόν, την μαθαίνει. Μόλις τη μάθει, πρέπει να την καλλιεργήσει! Αυτό φαίνεται απλό: σε κάθε εγκέφαλο πραγματοποιείται μια φυσική ανάπτυξη. Τόσοι εγωιστές αυτοανακηρύσσονται δημιουργοί. Είναι πολλοί αυτοί που αποδίδουν στους εαυτούς τους τη νοητική τους πρόοδο!...
...Λέω πως πρέπει να είσαι οραματιστής, να γίνεις οραματιστής.
Ο Ποιητής γίνεται οραματιστής με μια μακριά, απέραντη και λογικευμένη απορύθμιση όλων των αισθήσεων,
όλων των μορφών έρωτα, οδύνης, τρέλας. Ψάχνει ο ίδιος, εξαντλεί μέσα του όλα τα δηλητήρια, για να κρατήσει μόνο την πεμπτουσία τους. Άφατο μαρτύριο, όπου έχει ανάγκη από όλη του την πίστη, από όλη του την υπεράνθρωπη δύναμη, όπου γίνεται ανάμεσα σε όλους, ο μέγας ασθενής, ο μέγας εγκληματίας, ο μέγας καταραμένος και ο ύψιστος Σοφός!...
...Ο Ποιητής λοιπόν, είναι στ'αλήθεια, ένας κλέφτης της φωτιάς. Έχει φορτωθεί την ανθρωπότητα, ακόμα και τα Ζώα. Πρέπει να κάνει νιώσουν, να ψαύσουν, να ακούσουν τα εφευρήματά του. Αν αυτό που κουβαλάει από εκεί κάτω έχει μορφή τότε δίνει κι αυτός μορφή. Αν είναι άμορφο, τότε δίνει κι αυτός άμορφο. Να βρει μια γλώσσα. Άλλωστε, αφού κάθε λόγος είναι ιδέα, θα'ρθει ο καιρός μιας παγκόσμιας γλώσσας..."

(Γράμμα στον Πωλ Ντεμενύ, Μάιος 1871)




Η σοφία μου είναι περιφρονημένη όσο και το χάος. Τι είναι το δικό μου Μηδέν μπροστά στο ξάφνιασμα που σας περιμένει;

(Εκλάμψεις, Ζωές - Ι)

Σε μια σοφίτα μέσα όπου με κλείδωσαν στα δώδεκά μου χρόνια, γνώρισα τον κόσμο, έγινα λαμπρό παράδειγμα της ανθρώπινης κωμωδίας. Σ'ένα κελάρι μέσα, έμαθα την ιστορία. Σε κάποιο νυχτερινό γιορτάσι, σε μια πολιτεία του Βορρά, αντάμωσα μ'όλες τις γυναίκες των παλιών ζωγράφων. Σε μια γέρικη στοά του Παρισιού, με δίδαξαν τις κλασικές επιστήμες. Σε ένα εξαίσιο αρχοντικό, κυκλωμένο απ'όλη την Ανατολή, έφερα σε αίσιο πέρας το απέραντο έργο μου και έγινα ο ένδοξος αναχωρητής. Ανατάραξα το αίμα μου. Πήρα άφεση αμαρτιών για το χρέος μου. Ούτε να το σκέφτομαι πια δεν πρέπει. Είμαι στ'αλήθεια μεταθανάτιος και δεν έχει πια θελήματα...

(Εκλάμψεις, Ζωές - ΙΙΙ)

 Ας μου νοικιάσουν πια τούτο το μνήμα το ασβεστωμένο, με τις ανάγλυφες ραβδώσεις του τσιμέντου -βαθιά πολύ μες στη γη.
Ακουμπάω στο τραπέζι τους αγκώνες, η λυχνία φωτίζει δυνατά τις εφημερίδες που σα χαζός ξαναδιαβάζω, τα αδιάφορα βιβλία.
Σε μια τεράστια πάνω απ'το υπόγειο σαλόνι μου απόσταση, σπίτια στήνονται, σωρεύονται οι καταχνιές. Η λάσπη είναι ή κόκκινη ή μαύρη. Πολιτεία τερατόμορφη, νύχτα δίχως τελειωμό!
Λιγότερο ψηλά, περνούν οι υπόνομοι. Στα πλάγια, μόνο το πάχος της υδρόγειας σφαίρας. Βάραθρα ίσως, γαλάζιου ουρανού, πηγάδια φωτιάς. Σ'αυτά τα επίπεδα ίσως να ανταμώνουν οι σελήνες με τους κομήτες, να σμίγουν οι θάλασσες με τα παραμύθια.
Τις ώρες της πίκρας, φαντάζομαι σφαίρες από σάπφειρο, από μέταλλο. Είμαι ο αφέντης της σιωπής. Γιατί τάχα κάτι σα φεγγίτης να χλομιάζει στη γωνιά
του ουράνιου θόλου;

(Εκλάμψεις, Παιδικά χρόνια - V)


 Τούτη τη φορά είναι η Γυναίκα που είδα στην Πολιτεία, που της μίλησα και που μου μιλά!
Ήμουν σ'ένα δωμάτιο, χωρίς φως. Ήρθαν και μου είπαν πως Εκείνη ήταν σπίτι μου: Και την είδα, στην κλίνη μου, ολόδικιά μου, χωρίς φως! Πολύ συγκινήθηκα πολύ-πολύ, γιατί ήταν το πατρικό μου σπίτι, γι'αυτό και μια κατάθλιψη με συνεπήρε! Ήμουν με τα κουρέλια μου εγώ, κι εκείνη, μια κοσμική κυρία που δινόταν: κι έπρεπε και να φύγει! Μια κατάθλιψη χωρίς όνομα: Την άρπαξα, την πέταξα από το κρεβάτι, γυμνή σχεδόν. Και, στην άφατή μου αδυναμία, έπεσα πάνω της και σύρθηκα μαζί της μέσα στα χαλιά, χωρίς φως! Η λυχνία της οικογένειας πορφύρωνε, το ένα μετά το άλλο, τα διπλανά δωμάτια. Τότε, η γυναίκα, χάθηκε! Κι έχυσα δάκρια τόσα, όσα ποτέ Θεός δεν ζήτησε!...

(Οι ερημιές του Έρωτα)


 Όταν ο κόσμος περιοριστεί σ'ένα μοναδικό μαύρο δάσος για τα τέσσερα έκπληκτα μάτια μας -σε μια ακρογιαλιά για δυο πιστά παιδιά -σε ένα μουσικό σπίτι για τη φωτεινή μας συμπάθεια- θα έρθω να σε βρω.
Όταν δεν υπάρχει πια παρά ένας γέροντας μόνο, ήρεμος και ωραίος κυκλωμένος από μιαν ανείπωτη πολυτέλεια -και πέφτω στα γόνατά σου.
Όταν θα έχω πραγματώσει όλες τις μνήμες σου όταν θα είμαι εκείνη που ξέρει να σε αλυσοδέσει -θα σε πνίξω...

(Φράσεις)

Μικρό παιδί ακόμα, θαύμαζα τον ασυμβίβαστο κατάδικο, που γι'αυτόν, οι πόρτες του κάτεργου μένουν πάντα κλειστές. Επισκεπτόμουν τα καπηλειά και τα φτηνά επιπλωμένα δωματιάκια που η παρουσία του είχε αγιάσει. Έβλεπα με τη δική του ιδέα το γαλάζιο ουρανό και την ολάνθιστη δουλειά της εξοχής. Οσφραινόμουν τη βαριά, μοιραία σκιά του στις πολιτείες. Είχε πιο πολλή δύναμη από έναν άγιο, πιο πολλή λογική από έναν ταξιδευτή -και τον εαυτό του, τον εαυτό του μόνο! σαν μάρτυρα της δόξας και του λογικού του.
Στους δρόμους πάνω τις χειμωνιάτικες νύχτες, χωρίς λημέρια, χωρίς ρούχο, χωρίς ψωμί, μια φωνή έσφιγγε την παγωμένη του καρδιά: Αδυναμία ή δύναμη; Να'σαι είναι η δύναμη. Δεν ξέρεις ούτε που πας, ούτε γιατί πας, μπες παντού, αποκρίσου σε όλα. Δε θα σε σκοτώσουν περισσότερο από ό,τι ήσουν πτώμα. Το πρωί είχα τόσο χαμένο βλέμμα και τόσο νεκρό ύφος ώστε αυτοί που συνάντησα ίσως και δεν με είδαν.
Στις πόλεις μέσα, η λάσπη μου φανερωνόταν ξάφνου μαυροκόκκινη, σαν τον καθρέφτη όταν το φως περιδιαβαίνει στο διπλανό δωμάτιο, σαν το θησαυρό μέσα στο δάσος! Καλή τύχη, φώναξα κι έβλεπα το θησαυρό μέσα στο δάσος! Καλή τύχη, φώναξα, κι έβλεπα μια θάλασσα από φλόγες και καπνό στον ουρανό! Κι αριστερά, δεξιά όλα τα πλούτη να λαμπαδιάζουν σαν μυριάδες αστραπόβροντα!
Όμως το όργιο και η συντροφιά με τις γυναίκες μού ήταν απαγορευμένα. Ούτε καν ένας σύντροφος. Έβλεπα τον εαυτό μου μπροστά σ'ένα μανιασμένο πλήθος, αντίκρυ στο εκτελεστικό απόσπασμα, κλαίγοντας από το κακό μου που δεν μπόρεσαν να καταλάβουν, και συγχωρώντας! -Σαν την Ιωάννα της Λωραίνης!- "Ιερωμένοι καθηγητάδες, δάσκαλοι, κάνετε λάθος που με παραδίδετε στην δικαιοσύνη. Δεν ανήκα ποτέ σε τούτο το λαό. Δεν ήμουν ποτέ Χριστιανός. Είμαι από τη φυλή που τραγουδούσε μες στα βασανιστήρια. Δεν καταλαβαίνω τους νόμους. Δεν έχω την αίσθηση της ηθικής, είμαι ένα κτήνος. Λάθος κάνετε..."
Ναι, κλείνω τα μάτια στο δικό σας Φως. Είμαι ένα κτήνος, ένας γέρος. Όμως εγώ μπορεί και να σωθώ. Είσαστε ψευτονέγροι, εσείς οι μανιακοί οι άγριοι, οι τσιγκούνηδες. Έμπορα, είσαι νέγρος. Δικαστή, είσαι νέγρος. Ήπιες από γλυκό ποτό αφορολόγητο, από τη φάμπρικα του Σατανά.
-Τον λαό αυτό, τον εμπνέει ο πυρετός και ο καρκίνος. Οι σακάτηδες και τα γερόντια είναι τόσο αξιοσέβαστα, που ζητούν να τα βράσουμε.
-Το πιο έξυπνο είναι να φύγουμε από τούτη την ήπειρο, όπου τριγυρίζει η τρέλα για να προμηθεύει ομήρους σ'αυτούς τους κανάγιες. Εγώ μπαίνω στην αληθινή Βασιλεία των Υιών του Χαμ.
Ξέρω ακόμη τη Φύση; Ξέρω τον ίδιο τον εαυτό μου;
-Φτάνουν οι λέξεις. Θάβω τους νεκρούς μες στην κοιλιά μου. Κραυγές, τύμπανα, χορός, χόρευε, χορός, χόρευε! Και δε βλέπω την ώρα που σαν ξεμπαρκάρουν οι Λευκοί, εγώ θα πέσω στην ανυπαρξία.
Πείνα, δίψα, κραυγές, χορός, χόρευε, χορός, χόρευε!

(Μια εποχή στην κόλασηΚακό αίμα)


Ξαναβρέθηκε! Τι;
Η αιωνιότη.
Είν'η θάλασσα μιχτή
Με τον ήλιο.

Ψυχή μου αθάνατη
Κράτα το τάμα σου
Κι άσε τη νύχτα μόνη
Και τη μέρα να φλέγεται

Λοιπόν λυτρώνεσαι
Από τις εκλογές του ανθρώπου
Απ'τις κοινές λαχτάρες
Πετάς σαν το...

-Ποτέ πια απαντοχή
Αίνος ποτέ
Υπομονή και γνώση
Σίγουρο το μαρτύριο

Δεν έχει επαύριο
Σατινένιες θρακιές
Η φλόγα σας
Λέγεται χρέος

Ξαναβρέθηκε! Τι;
Η αιωνιότη
Είν'η θάλασσα μιχτή
με τον ήλιο

(Αλχημεία του λόγου)


  Τι δουλειά! Όλα θέλουν γκρέμισμα, όλα θέλουν σβήσιμο μες στο κεφάλι μου! Αχ! Πόσο ευτυχισμένο είναι το παιδί το παρατημένο σε μια γωνιά, μεγαλωμένο στην τύχη, που φτάνει στην ηλικία του άντρα χωρίς να του έχουν χώσει καμιά ιδέα ούτε δάσκαλοι, ούτε οικογένεια. Καινούριο, καθαρό, χωρίς αρχές, χωρίς έννοιες -αφού ό,τι μας διδάσκουν είναι τρίχες- και ελεύθερο, ελεύθερο απ'όλα!

Παρασκευή 10 Οκτωβρίου 2025

The echo of a distant tide...


Overhead the albatross hangs motionless upon the air
And deep beneath the rolling waves in labyrinths of coral caves
The echo of a distant tide
Comes willowing across the sand
And everything is green and submarine
And no one showed us to the land
And no one knows the where's or why's
But something stirs and something tries
And starts to climb towards the light
. . .

Pink Floyd, Echoes

Δευτέρα 6 Οκτωβρίου 2025

Η περιπέτεια του Σάτνι-Χάμουα...

 

«...Η κρυπτογραφία, η μαγική ιατρική και η μορφή του φιδιού έχουν συμπλεχθεί σ’ένα εκπληκτικό λαϊκό παραμύθι που μετέγραψε ο GMaspero στο Les Contes populaires de l’Égypte ancienne. Είναι η περιπέτεια του Σάτνι-Χάμουα με τις μούμιες. Ο Σάτνι-Χάμουα, γιος ενός βασιλιά, περνούσε τον καιρό του περιφερόμενος στη μητρόπολη της Μέμφιδος για να διαβάζει τα βιβλία που ήσαν γραμμένα με την ιερή γραφή και τα βιβλία του Διπλού οίκου της ζωής. Μια μέρα, ένας ευγενής άρχισε να τον κοροϊδεύει. 

-Γιατί γελάς μαζί μου;

Ο ευγενής είπε:

-Δεν γελώ καθόλου μαζί σου. Αλλά μπορώ να μη γελάω όταν σε βλέπω να χάνεις τον καιρό σου εξηγώντας γραπτά που δεν έχουν καμιά δύναμη; Αν αληθινά επιθυμείς να διαβάσεις ένα γραπτό με μαγική δύναμη, έλα μαζί μου. Θα σε πάω στο μέρους που βρίσκεται το βιβλίο που έγραψε ο Θώθ με το ίδιο του το χέρι. Αυτό το βιβλίο θα σου δώσει τέτοια δύναμη που ανώτεροί σου θα είναι μόνον οι θεοί. Εκεί είναι γραμμένες δυο μαγικές φράσεις, αν απαγγείλεις την πρώτη, θα μαγέψεις τον ουρανό, τη γη, τον κόσμο της νύχτας, τα βουνά, τα νερά. Θα καταλαβαίνεις ό,τι λένε όλα τα πτηνά του ουρανού και τα ερπετά που υπάρχουν. Θα δεις όλα τα ψάρια, γιατί μια θεϊκή δύναμη θα τα κάνει να ανέβουν στην επιφάνεια του νερού. Αν διαβάσεις τη δεύτερη φράση, ακόμα κι αν είσαι μες στον τάφο, θα ξαναπάρεις τη μορφή που είχες πάνω στη γη. Θα ιδείς ακόμα και τον ήλιο να ανεβαίνει στον ουρανό, και τον κύκλο του, τη σελήνη με τη μορφή που έχει όταν φαίνεται.

Ο Σάτνι είπε:

-Μα τη ζωή μου! Ας μου πουν τι εύχεσαι να αποκτήσεις κι εγώ θα σου το δώσω. Αλλά οδήγησέ με στο μέρος που είναι το βιβλίο!

Ο ευγενής είπε στον Σάτνι:

-Το βιβλίο για το οποίο σου μιλώ δεν είναι δικό μου. Είναι στη μέση της νεκρόπολης, στον τάφο του Νενοφερκεπτάχ, του γιου του βασιλιά Μινεμπτάχ… Όμως πρόσεχε καλά μην του πάρεις το βιβλίο, γιατί θα σε βάλει να του το ξαναφέρεις πίσω, με μια φούρκα κι ένα ραβδί στο χέρι, μ’ένα αναμμένο μαγκάλι στο κεφάλι… 

Στο βάθος του τάφου, το φως ανάβλυζε από το βιβλίο. Τα ομοιώματα του βασιλιά και της οικογένειάς του ήσαν γύρω του, ‘χάρη στη δύναμη του βιβλίου του Θώθ’… Όλα αυτά επαναλαμβάνονταν. Ο Νενοφερκεπτάχ είχε ήδη ξαναζήσει ο ίδιος την ιστορία του Σάτνι. Ο ιερέας του είχε πει:

-Το βιβλίο για το οποίο σου μιλάω είναι στη μέση της θάλασσας του Κόπτου, μέσα σ’ένα σιδερένιο κιβώτιο. Το σιδερένιο κιβώτιο περιέχει ένα μπρούτζινο κιβώτιο κι αυτό περιέχει με τη σειρά του ένα κιβώτιο από ξύλο κανέλας. Το κιβώτιο από ξύλο κανέλας περιέχει ένα κιβώτιο από ελεφαντόδοντο και έβενο. Αυτό με τη σειρά του περιέχει ένα ασημένιο κιβώτιο κι αυτό, τέλος, εγκλείει ένα κιβώτιο από χρυσό… Και σε απόσταση ενός σχοίνου [μέτρο μήκους που την εποχή των Πτολεμαίων ισοδυναμούσε περίπου με 12000 βασιλικούς πήχεις των 52 εκατοστών] γύρω από το κιβώτιο μέσα στο οποίο είναι το βιβλίο υπάρχουν φίδια, σκορπιοί κάθε είδους, ερπετά και υπάρχει ένα αθάνατο φίδι τυλιγμένο γύρω απ’το κιβώτιο για το οποίο σου μιλάω.

Ύστερα από τρεις προσπάθειες, ο ασύνετος ήρωας σκοτώνει το φίδι, πίνει το βιβλίο διαλυμένο μέσα σ’ένα είδος μπίρας και αποκτά έτσι την απεριόριστη γνώση. Ο Θώθ τότε προσφεύγει στον Ρα και προκαλεί τις χειρότερες τιμωρίες…»

 

Πηγή: Jacques Derrida, Πλάτωνος Φαρμακεία (μετ: Χ.Γ. Λάζος, εκδ. ΑΓΡΑ)