Τετάρτη 22 Ιανουαρίου 2025
Όλα εκείνα που γέννησαν τον κόσμο δεν πέθαναν ποτέ...
Σάββατο 18 Ιανουαρίου 2025
Ένας γέροντας στην ακροποταμιά...
Κι ὅμως πρέπει νὰ λογαριάσουμε πῶς προχωροῦμε.
Νὰ αἰσθάνεσαι δὲ φτάνει μήτε νὰ σκέπτεσαι μήτε νὰ κινεῖσαι
μήτε νὰ κινδυνεύει τὸ σῶμα σου στὴν παλιὰ πολεμίστρα,
ὅταν τὸ λάδι ζεματιστὸ καὶ τὸ λιωμένο μολύβι
αὐλακώνουνε τὰ τειχιά.
Κι ὅμως πρέπει νὰ λογαριάσουμε κατὰ ποῦ προχωροῦμε,
ὄχι καθὼς ὁ πόνος μας τὸ θέλει καὶ τὰ πεινασμένα παιδιά
μας
καὶ τὸ χάσμα τῆς πρόσκλησης τῶν συντρόφων ἀπὸ τὸν ἀντίπερα
γιαλό.
μήτε καθὼς τὸ ψιθυρίζει τὸ μελανιασμένο φῶς στὸ πρόχειρο
νοσοκομεῖο,
τὸ φαρμακευτικὸ λαμπύρισμα στὸ προσκέφαλο τοῦ παλικαριοῦ
ποὺ χειρουργήθηκε τὸ μεσημέρι.
ἀλλὰ μὲ κάποιον ἄλλο τρόπο, μπορεῖ νὰ θέλω νὰ πῶ καθὼς
τὸ μακρὺ ποτάμι ποὺ βγαίνει ἀπὸ τὶς μεγάλες λίμνες τὶς
κλειστὲς
βαθιὰ στὴν Ἀφρικὴ
καὶ ἤτανε κάποτε θεὸς κι ἔπειτα γένηκε δρόμος καὶ δωρητὴς
καὶ δικαστὴς καὶ δέλτα.
ποὺ δὲν εἶναι ποτὲς του τὸ ἴδιο, κατὰ ποὺ δίδασκαν οἱ
παλαιοὶ γραμματισμένοι,
κι ὡστόσο μένει πάντα τὸ ἴδιο σῶμα, τὸ ἴδιο στρῶμα, καὶ
τὸ ἴδιο Σημεῖο,
ὁ ἴδιος προσανατολισμός.
Δὲ θέλω τίποτε ἄλλο παρὰ νὰ μιλήσω ἁπλά, νὰ μοῦ δοθεῖ
ἐτούτη ἡ χάρη.
Γιατί καὶ τὸ τραγοῦδι τὸ φορτώσαμε μὲ τόσες μουσικὲς
ποὺ σιγά-σιγὰ βουλιάζει
καὶ τὴν τέχνη μας τὴ στολίσαμε τόσο πολὺ ποὺ φαγώθηκε
ἀπὸ τὰ μαλάματα τὸ πρόσωπό της
κι εἶναι καιρὸς νὰ ποῦμε τὰ λιγοστά μας λόγια γιατί ἡ
ψυχή μας αὔριο κάνει πανιά.
Ἂν εἶναι ἀνθρώπινος ὁ πόνος δὲν εἴμαστε ἄνθρωποι μόνο γιὰ
νὰ πονοῦμε γι’αὐτὸ συλλογίζομαι τόσο πολύ, τοῦτες τὶς μέρες, τὸ μεγάλο ποτάμι
αὐτὸ τὸ νόημα ποὺ προχωρεῖ ἀνάμεσα σὲ βότανα καὶ σὲ χόρτα
καὶ ζωντανὰ ποὺ βόσκουν καὶ ξεδιψοῦν κι ἀνθρώπους ποὺ
σπέρνουν
καὶ ποὺ θερίζουν
καὶ σὲ μεγάλους τάφους ἀκόμη καὶ μικρὲς κατοικίες τῶν
νεκρῶν.
Αὐτὸ τὸ ρέμα ποὺ τραβάει τὸ δρόμο του καὶ ποὺ δὲν εἶναι
τόσο διαφορετικὸ
ἀπὸ τὸ αἷμα τῶν ἀνθρώπων
κι ἀπὸ τὰ μάτια τῶν ἀνθρώπων ὅταν κοιτάζουν ἴσια-πέρα χωρὶς
τὸ φόβο μὲς στὴν καρδιά τους,
χωρὶς τὴν καθημερινὴ τρεμούλα γιὰ τὰ μικροπράματα ἢ ἔστω
καὶ γιὰ τὰ μεγάλα.
ὅταν κοιτάζουν ἴσια-πέρα καθὼς ὁ στρατοκόπος ποὺ συνήθισε
ν' ἀναμετρᾶ τὸ δρόμο του μὲ τ' ἄστρα,
ὄχι ὅπως ἐμεῖς, τὴν ἄλλη μέρα, κοιτάζοντας τὸ κλειστὸ
περιβόλι στὸ
κοιμισμένο ἀράπικο σπίτι,
πίσω ἀπὸ τὰ καφασωτά, τὸ δροσερὸ περιβολάκι ν' ἀλλάζει σχῆμα,
νὰ μεγαλώνει καὶ νὰ μικραίνει.
ἀλλάζοντας καθὼς κοιτάζαμε, κι ἐμεῖς, τὸ σχῆμα τοῦ πόθου
μας
καὶ τῆς καρδιᾶς μας,
στὴ στάλα τοῦ μεσημεριοῦ, ἐμεῖς τὸ ὑπομονετικὸ ζυμάρι ἑνὸς
κόσμου
ποὺ μᾶς διώχνει καὶ ποὺ μᾶς πλάθει,
πιασμένοι στὰ πλουμισμένα δίχτυα μιᾶς ζωῆς ποὺ ἤτανε σωστὴ
κι ἔγινε σκόνη καὶ βούλιαξε μέσα στὴν ἄμμο
ἀφήνοντας πίσω της μονάχα ἐκεῖνο τὸ ἀπροσδιόριστο
λίκνισμα πού μας ζάλισε μιᾶς ἀψηλῆς φοινικιᾶς.
Κάϊρο, 20 Ἰουνίου '42
Γιώργος Σεφέρης
Ποιήματα, ΙΚΑΡΟΣ, Αθήνα, 2000.
Δευτέρα 13 Ιανουαρίου 2025
Το Νυχτερινό Τραγούδι...
Είναι νύχτα: τώρα μιλούν πιο δυνατά όλες οι αναβρύζουσες ψυχές. Και η ψυχή μου είναι μια αναβρύζουσα ψυχή.
Είναι νύχτα: Τώρα μόνο ξυπνούν όλα τα τραγούδια των ερωτευμένων. Και η ψυχή μου είναι το τραγούδι ενός ερωτευμένου.
Κάτι ανειρήνευτο κι ασώπαστο είναι μέσα μου. Θέλει να ξεσπάσει. Μια λαχτάρα γι’αγάπη είναι μέσα μου, που η ίδια μιλά τη γλώσσα της αγάπης.
Είμαι φως: αχ, να ήμουν νύχτα! Μα η μοναξιά μου είναι τ’ότι είμαι περιζωσμένος από φως.
Αχ, να’μουν σκοτεινός και νυχτερινός! Πόσο θα’θελα να πιω απ’τους μαστούς του φωτός!
Ακομα και τα ίδια εσάς θα ήθελα να ευλογήσω, ω μικρά σπιθιριστά αστέρια και φωτεινά σκουλήκια εκεί πάνω! – και θα’μουν μακάριος από το φως που θα μου χαρίζατε.
Μα ζω μέσα στο δικό μου φως, καταπίνω πάλι τις φλόγες που ξεπηδούν από μέσα μου.
Δε γνωρίζω την ευτυχία εκείνου που παίρνει. Και πολλές φορές ονειρεύτηκα πως η κλεψιά θα πρέπει να είναι ευδαιμονικώτερη απ’το πάρσιμο.
Φτώχεια μου είναι το να μην ξεκουράζεται ποτέ το χέρι μου από το να δωρίζει. Φθόνος μου είναι το να βλέπω μάτια γιομάτα αναμονή και τις φωτισμένες νύχτες του πόθου.
Ω δυστυχία όλων των δωρητών! Ω σκοτείνιασμα του ήλιου μου! Ω επιθυμία της επιθυμίας! Ω ακόρεστη και μέσα στον κόρο πείνα!
Παίρνουν από μένα: μα αγγίζω και τις ψυχές τους; Μια άβυσσος είναι ανάμεσα στο Δίδω και στο Παίρνω. Και η πιο μικρή άβυσσος είναι αυτή που δυσκολότερα γεφυρώνεται.
Μια πείνα γεννιέται από την Ομορφιά μου: θα ήθελα να κάνω κακό σε κείνους που φώτισα, θα ήθελα να ληστέψω εκείνους που τους έκανα δώρα: έτσι πεινώ την κακόα.
Να τραβώ πίσω το χέρι μου, όταν μου δίνετε το χέρι σας. Να κοντοστέκομαι σαν τον καταρράκτη που κοντοστέκεται και στο πέσιμό του: έτσι πεινώ την κακία.
Τέτοιες εκδικήσεις στοχάζεται η αφθονία μου: τέτοιες δολιότητες αναβρύζουν από τη μοναξιά μου.
Η ευτυχία μου να δωρίζω πέθανε από το να δωρίζω, η αρετή μου κουράστηκε και η ίδια από την αφθονία της.
Αυτός που δωρίζει πάντα, κινδυνεύει να γίνει ξεδιάντροπος. Αυτός που μοιράζει πάντα, κάνει κάλους στα χέρια και στην καρδιά από το πολύ μοίρασμα.
Από τα μάτια μου δεν αναβρύζουν πια δάκρυα μπροστά στη ντροπή αυτών που γυρεύουν. Το χέρι μου έγινε πολύ σκληρό για το τρεμούλιασμα των γιομάτων χεριών.
Τι έγιναν τα δάκρυα των ματιών μου και το χνούδι της καρδιάς μου; Ω μοναξιά όλων των δωρητών! Ω σιωπή κάθε φωτοδότη!
Πολλοί ήλιοι κυκλοφέρνουν στο έρημο διάστημα: σε κάθε τι που είναι σκοτεινό μιλούν με το φως τους, σε μένα δε μιλούν!
Ω τούτη δω είναι η εχθρότητα του φωτός προς κάθε τι που δίδει φως: ανήλεα ακολουθεί την τροχιά του.
Άδικος ως τα βάθη της καρδιάς του προς κάθε τι που δίδει φως, παγερός προς όλους τους ήλιους. Έτσι οδοιπορεί κάθε ήλιος.
Θύελλας όμοιοι πετούν οι ήλιοι μέσα στην τροχιά τους, αυτή’ναι η πορεία τους. Την ανηλεή θέλησή τους ακολουθούν, αυτή’ναι η παγερότητά τους.
Ω, μόνον εσείς, ω Σκοτεινοί, ω Νυχτερινοί, είστε εκείνοι που δημιουργούν θερμότητα από κάθε τι που δίδει φως! Ω, μόνον εσείς πίνετε γάλα και δροσιά απ’τους μαστούς του φωτός!
Αχ, πάγος είναι γύρω μου, το χέρι μου καίγεται αγγίζοντας στο παγερό! Αχ, μέσα μου είναι μια δίψα που λαχταρά τη δική σας!
Είναι νύχτα: μα πρέπει να’μαι φως! Και δίψα για το νυχτερινό! Και μοναξιά!
Είναι νύχτα: σαν πηγή αναβλύζει τώρα η επιθυμία μου – και διψά να μιλήσει.
Είναι νύχτα: τώρα μιλούν πιο δυνατά όλες οι αναβρύζουσες πηγές. Και η ψυχή μου είναι μια αναβρύζουσα πηγή κι αυτή.
Είναι νύχτα: τώρα μόνον ξυπνούν όλα τα τραγούδια των ερωτευμένων. Και η ψυχή μου είναι το τραγούδι ενός ερωτευμένου.
Έτσι τραγούδησεν ο Ζαρατούστρα...
Φρ. Νίτσε, Έτσι μίλησε ο Ζαρατούστρα
(μετ: Άρης Δικταίος)
Curvaceousness by Shihya Kowatari
Κυριακή 5 Ιανουαρίου 2025
κάποιες λέξεις...
διάστημα: το πεπερασμένο που διαρκώς εκτείνεται
επαφή: το μοναδικό χρώμα στο σκοτεινό του Απείρου
δέσμιο φως: το αναγκαίο ποσό ενέργειας για να υπάρξεις ως ετερόφωτο ον
αληθινότητα: η ψευδαίσθηση πως η πραγματικότητα υπάρχει
στερέωμα: ο άνθρωπος ιδωμένος με το βλέμμα του Αχανούς
φυλακή: η διαρκής επαγρύπνηση
απόδραση: κυκλοτερής κίνηση του νου για την διάρρηξη των δεσμών του
αποδοχή: το να εναγκαλίζεσαι το παράλογο
ονειροβάτης: ο αδελφός εκείνος που αναζητά κάτοπτρα που δεν του προκαλούν πόνο
ενδεχόμενο: μια αναπάντεχη ρωγμή στο συμπαγές του αιώνιου
αντιπεπονθός: μηχανισμός του Απείρου που ρυθμίζει με επιείκεια και δικαιοσύνη τα της Ειμαρμένης
υπαρκτικό άλγος: οι λέξεις αδυνατούν να περιγράψουν ό,τι είναι αρχαιότερο από τις λέξεις...