Παρασκευή 5 Δεκεμβρίου 2025

Η Φύση δεν εκδικείται… απλώς αγνοεί!


Είχε μια αλλόκοτη διάθεση σήμερα. Ήταν οξύς, σχεδόν επιθετικός. Και το βλέμμα του την διαπέρασε σαν ξίφος όταν του διάβασε ένα άρθρο στην εφημερίδα. «Η φύση εκδικείται», ήταν ο τίτλος του άρθρου και αφορούσε το κοινότοπο ζήτημα των τελευταίων δεκαετιών με το λιώσιμο των πάγων, την εξαφάνιση πολλών ειδών, τον ορατό κίνδυνο να υποφέρουμε όλοι στο άμεσο μέλλον από την υπερθέρμανση… ή κάτι άλλο… το κείμενο ήταν υπερβολικό, φλύαρο, σχεδόν προκλητικό…

«Σταμάτα, σε παρακαλώ! Μη διαβάζεις άλλο… ούτε γραμμή, ούτε λέξη!», της φώναξε κι αυτό την αιφνιδίασε πολύ δυσάρεστα. Δεν το συνήθιζε να συμπεριφέρεται έτσι.

«Πόση αλαζονεία, πόση έπαρση, πόση οίηση… πόση αηδία!», μουρμούρισε δυνατά και ξεφύσηξε περνώντας σαν σκιά από κοντά της. «Ακόμα και στην καταστροφή, ακόμα και στο τέλος… τόση αναίσχυντη μεγαλαυχία!», φώναξε τώρα και ξαναγύρισε το ίδιο γρήγορα. Επιτέλους σταμάτησε δίπλα στο μεγάλο παράθυρο. Κοίταξε για μια στιγμή τον ουρανό. Ήταν καταγάλανος, ανοιξιάτικος, φιλικός…

«Μα…», προσπάθησε εκείνη να ψελλίσει αλλά δεν πρόλαβε να πει τίποτε άλλο.

«Η φύση εκδικείται! Ανοησίες, ψέματα, βλακείες! Λες κι έχουν ιδέα τι είναι η φύση… τι ήταν πάντα η Φύση και πώς ζει, πώς αναπνέει, πώς σκέφτεται… πώς εκδικείται!»

Μιλούσε έντονα αλλά δεν απευθυνόταν σε κείνη. Σηκώθηκε απ’την καρέκλα της και τον πλησίασε για να τον ακούει καθαρότερα. Υπήρχαν στιγμές που την αγνοούσε εντελώς και βυθιζόταν στον παράξενο κόσμο του. Ήταν αυτές οι στιγμές που συνομιλούσε με κάτι… ή κάποιον που βρισκόταν… κανείς δεν ήξερε που…

«…νομίζουν οι άθλιοι πως η Φύση καταδέχεται να εκδικηθεί… προσωποποίησαν τα πάντα στη ‘λογοτεχνία’ τους οι σαλτιμπάγκοι… κάνανε το σκύλο να μοιάζει με καρικατούρα, το άλογο να τρέχει στα τσίρκο για να τους διασκεδάζει, την αρκούδα να χορεύει για να τους κάνει να γελάνε… γελοιοποίησαν τον ελέφαντα, το λιοντάρι… τα έφεραν όλα στα άθλια μέτρα τους για να τα κάνουν αγαπητά και προσφιλή και συμπαθητικά… ο πίθηκος ντύνεται με ρουχαλάκια σαν κλόουν και χτυπάει παλαμάκια για να γελάνε τα δίποδα που το διαφεντεύουν… οι τίγρεις μαστιγώνονται ανελέητα για να νιαουρίζουν σα γατούλες μπροστά στο δαμαστή τους… έφτυσαν στο Μεγαλείο και το Απρόσιτο της Μητέρας και τώρα κλαψουρίζουν πως τάχα Εκείνη τους εκδικείται!!...»

Οι φλέβες του είχαν πεταχτεί στο μέτωπό του. Ξαφνικά γύρισε και την κοίταξε και το βλέμμα του είχε μια έκφραση που ήταν αδύνατο να περιγράψει. Αν μπορούσε εκείνη τη στιγμή θα εξαφανιζόταν από δίπλα του.

Ψέματα… θα έμενε κολλημένη ακριβώς εκεί που ήταν… ό,τι κι αν της κόστιζε…

«Η Φύση δεν εκδικείται αγαπημένη μου… απλώς αγνοεί! Όσους βλαστήμησαν την κυριαρχία, την ομορφιά και το σκοτάδι Της… το αρχέγονο Φως και την αγριοσύνη Της… Γιατί η Φύση δεν καταδέχτηκε να πάρει μέρος στην Δημιουργία τους… προϋπήρχε αιωνιότητες προτού εκείνος ο μοχθηρός γυμνός προδότης με τη σύντροφό του ασχοληθούν περιφρονητικά μαζί Της! Από τότε τους παρακολουθεί με την ίδια σιωπηλή περιφρόνηση κι Εκείνη. Τα παιδιά τους και τα παιδιά των παιδιών τους. Νομίζουν ότι την έχουν ξεγελάσει… νομίζουν ότι την έχουν… κατακτήσει! Πόση ειρωνεία, πόση ωκεάνια μωρία… πόση αφροσύνη! Και σήμερα… σήμερα…»

Κάθισε στον μεγάλο καναπέ και την προσκάλεσε δίπλα του. Το βλέμμα του είχε επιστρέψει σιγά σιγά, η έκφρασή του ήταν αυτή που εκείνη αγαπούσε, το χαμόγελό του έδειχνε πως αποζητούσε τη συντροφιά της.

Αποδέχτηκε ήρεμα την πρόσκληση και κάθισε δίπλα του.

«… σήμερα πιστεύουν ότι η Αρχαία Μητέρα τους εκδικείται!!! Δεν θα το μάθουν ποτέ… πως εξακολουθεί να τους αγνοεί επιδεικτικά και πως θα παρακολουθήσει τον αφανισμό τους για μια ακόμα φορά όπως έγινε δεκάδες στο παρελθόν… και πως θα τους υποδεχτεί το ίδιο απρόσιτη, σιωπηλή και απόστατη… ψυχρή και απόμακρη όπως τους αξίζει όταν θα ξεκινήσουν πάλι από το μηδέν να ψηλαφούν το νέο τους κόσμο… με τις θλιβερές ελπίδες τους και τα ορφανά πιστεύω τους… με τους καινούργιους χθαμαλούς ηγετίσκους τους και τους νανόφρονες πρωτοπόρους εξερευνητές τους… θα φτάνουν πάλι ως τη γωνία του δωματίου και θα πανηγυρίζουν… θα καταπλέουν το πρώτο ποτάμι που θα τους καταδέχεται και θα γιορτάζουν τρεις μέρες για το επίτευγμά τους… μίζερη και ουτιδανή θα γεννηθεί και πάλι η ανθρωπότητα αγαπημένη μου… αναιμική και άρρωστη με την κληρονομιά αυτής που ζει ακόμα…»


Της έκλεισε την παλάμη στη δική του. Την χάιδεψε τρυφερά και ύστερα σηκώθηκε και περπάτησε ως τη βεράντα. Δεν τον ακολούθησε. Ήξερε που πήγαινε. Και ήξερε πως δεν θα επέστρεφε πριν το λυκόφως… 



Edge of Ancient Fields © by Tomasz Maronski

Παρασκευή 28 Νοεμβρίου 2025

Ραντίζοντας με αιωνίωση...

 


Η πρώτη φορά που ‘ο κύβος ερρίφθη’ ήταν με την πτώση του Εωσφόρου από το χτύπημα του Αδωνάι.
Η δεύτερη ήταν με την πτώση του Άβελ από το χτύπημα του Κάιν.
Η τρίτη ήταν με την πτώση του ελληνικού κόσμου από τα αλλεπάλληλα χτυπήματα στον ίδιο τον εαυτό του.

Στις απαρχές όλων των Μεγάλων Μύθων, ο άνθρωπος δεν είναι Άνθρωπος. Είναι απλά ένα έρμαιο της Μοίρας ή της Τύχης ή του εαυτού του. Στην αυγή όλων των μύθων, ο άνθρωπος δεν μετέχει της εξέλιξης αλλά άγεται και φέρεται από Δυνάμεις και Δράσεις που δεν ελέγχει. Κι όμως, στη μυθολογία της φρίκης, ο άνθρωπος πρωταγωνιστεί, συνειδητοποιείται, άρχει, ελέγχει. Στην δίνη της φρίκης, ο άνθρωπος γίνεται Αυτός και αντιμάχεται τη φθαρτότητά του.

Η φρίκη της αιωνίωσης απέναντι στη φρίκη της φθοράς.

Πως το αντιλαμβάνεται κανείς αυτό; Είναι δύσκολο να περιγραφεί, να εντοπιστεί, να ιχνηλατηθεί ακόμα. Βλέπουμε τις δράσεις όπως κανείς παρακολουθεί το τσουνάμι να ορθώνεται και να ορμάει καταπάνω του. Για λίγα δευτερόλεπτα το θηριώδες φαινόμενο που τον υπερβαίνει, είναι τόσο γοητευτικό που μένει αδρανής και αρνείται την οποιαδήποτε αντίδραση. Κάποια στιγμή, αφυπνίζεται, ‘συνέρχεται’, αποφασίζει να μην θυσιαστεί χωρίς κάποια μορφής μάχη.

Οι Τρώες χάνουν την πόλη τους από την κόπωση και όχι από την ευφυία των Αχαιών.
Οι μαθητές ‘χάνουν’ τον διδάσκαλο Ιησού από δειλία και νωθρότητα κι όχι από την μοχθηρή πονηρία των Σανχεντρίν.
Οι σταυροφόροι χάνουν την Ιερουσαλήμ από την ακηδία τους κι όχι από την υπεροχή του Σαλαδίνου.

Έρχεται κάποια στιγμή που το αόρατο χέρι του Αγνώστου στεφανώνει με την εύνοιά του τη φρίκη και ο θρήνος των θνητών δεν αρκεί για να το αποτρέψει.

Η πρώτη μελαγχολική αστοχία ήταν η καταδίκη του Σωκράτη πάνω στα ερείπια της αθηναϊκής δημοκρατίας. 
Η δεύτερη ήταν η θεοποίηση του Αλέξανδρου από τους ιερείς του Άμμωνα Δία πάνω στα ερείπια του φαραωνικού μυστικισμού.
Η τρίτη ήταν η θεοποίηση της λογικής στα ερείπια της εσωτερικής αναπνοής.


Και το υπέρλαμπρο άρμα της σκοτεινής και ζωφώδους φρίκης περνούσε πάντα δίπλα τους και τους ράντιζε με την αιωνίωση…

Σάββατο 15 Νοεμβρίου 2025

Η ενθύμηση της ζωής...



Κ
άτι που διαφοροποιεί εντελώς την περπατησιά του ανθρώπου πάνω στον πλανήτη Γη από όλα τα υπόλοιπα έμβια όντα, είναι, βέβαια, ο στοχασμός του Τέλους… κοινότοπο αυτό, θα πει κάποιος. Σωστά. Ως και το Πέρας είναι ένα κοινό διανόημα, σε όλους τους λαούς, σε όλες τις εποχές. Άλυτο και αξεδιάλυτο, όμως κοινό, σχεδόν καθημερινό. Όπως περίπου τα ψώνια της εβδομάδας ή το ραντεβού με τον οδοντίατρο. Είναι κάτι που έρχεται, θα συμβεί, αδήριτη ανάγκη το θέτει στο καλεντάρι. 

Πιστεύω όμως πως συμβαίνει κάτι ακόμη. Ή καλύτερα, ο υπόγειος ποταμός αυτής της ‘επίγνωσης’ είναι κάτι άλλο. Κι αυτό είναι η ενθύμηση του τέλους. Πάει να πει, ο άνθρωπος όχι απλώς περιμένει το αναπότρεπτο να επισυμβεί που θα τον ρημάξει αλλά έχει και τη μνήμη του. Είναι απίστευτο αλλά τρέμει τη στιγμή αυτή όχι επειδή τη γνωρίζει ως βιολογική νομοτέλεια αλλά επειδή έχει μνήμη. Κι αυτό καμία σχέση δεν έχει με την θεωρία ή δοξασία των αναρίθμητων επαναγεννήσεων. Είναι κάτι άλλο. Στην πραγματικότητα, είναι το εντελώς αντίθετο!

Ο άνθρωπος δεν περιμένει τίποτε στην ουσία από τη ζωή του. ‘Κάνει σχέδια’, ‘βάζει στόχους’, ‘παλεύει για ένα καλύτερο αύριο’, ‘φροντίζει για το μέλλον του’ κι όλα αυτά τα κενά περιεχομένου βαρύγδουπα. Τα αναμασά από νεαρής ηλικίας όπως οι γονείς και οι παππούδες του. Κι όπως εκείνοι, έτσι κι αυτός, απλώς οικοδομεί στην άμμο. Και μάλιστα σε υδατώδες υπέδαφος στο οποίο δεν θεμελιώνεις τίποτα.

Ο άνθρωπος δεν πιστεύει στη δύναμη της ζωής γι αυτό και την δοξολογεί αενάως. Φλυαρεί ακατάσχετα για τον μαχητικό βιταλισμό που πρέπει να έχει ο κάθε υγιής νέος, για την αισιοδοξία, το βλέμμα στο αύριο κι όχι στο χθες. Ο άνθρωπος μοιάζει με κυνηγημένο θήραμα. Κρύβεται διαρκώς, παλεύει να παραμείνει αόρατος από την ειμαρμένη, πασχίζει να αποτελέσει εξαίρεση στον τραγικό κανόνα. Τελικά το βέλος θα τον χτυπήσει με ακρίβεια χιλιοστού αλλά, ποιος ξέρει, μπορεί να αστοχήσει ο θηρευτής… μπορεί να μην τον δει… μπορεί να τον ξεχάσει, να τον αγνοήσει… αυτό πίστευε και ο Αδάμ όταν κρυβόταν απ΄το Θεό… όχι τόσο πως δεν θα τον ‘δει’. Περισσότερο πως θα τον αγνοήσει… 

Όχι μόνο δεν έχει πίστη στη δύναμη της ζωής ο άνθρωπος αλλά τη συκοφαντεί διαρκώς. Την υπονομεύει, τη σαμποτάρει, βάζει δυναμίτη στα σπλάχνα της. Κρυφά και μυστικά, ο άνθρωπος συμμαχεί με αυτόν που καλά γνωρίζει πως είναι ο βέβαιος νικητής. Το θάνατο. Και από την πρώτη μέρα ως τη τελευταία, προσποιείται ότι λατρεύει τη ζωή ενώ κλείνει το μάτι πονηρά στο θάνατο. Γλεντάει, ξενυχτάει, ταξιδεύει, υμνεί τα νιάτα και την ομορφιά, ερωτεύεται δυνατά, λέει αστεία, χασκογελάει, θορυβεί. Ο θόρυβος είναι αναγκαίο συστατικό διαφυγής. Ο θάνατος είναι η σιωπή. Άρα ο θόρυβος είναι ζωή. Και η ζωή θόρυβος…

Ο άνθρωπος δεν έχει καμιά ενθύμηση ζωής και γι αυτό δεν τον απασχολεί η καταμέτρηση των ημερών του. Σπαταλάει το λιγοστό χρόνο που του αναλογεί στοχαζόμενος τις κρυψώνες του και τον Θηρευτή. Είναι στην επόμενη γωνία άραγε; Τον παρακολουθεί; Τον βλέπει; Ξέρει γι αυτόν; Μήπως ασχολείται με κάποιον άλλο; Μήπως αυτός θα αργήσει; Μήπως τον προσπεράσει; Ή μήπως πρέπει να αναζητήσει νέο καταφύγιο;

Ο άνθρωπος θυμάται το θάνατο και τον θυμάται πολύ καλά. Είναι τόσο έντονη μέσα του τούτη η ενθύμηση, είναι τόσο βαθιά τα ίχνη στην πορεία του που το παιχνίδι είναι σχεδόν λειτουργικά αψεγάδιαστο. Θα ξεκινήσει έτσι, θα συνεχιστεί έτσι, θα τελειώσει έτσι. Η ζωή δεν έχει να κάνει τίποτε με όλο αυτό. 

Μέσα στην αρένα του Σίρκους Μάξιμους κανείς δεν σκεφτόταν τη ζωή. Όλα είχαν να κάνουν με το θάνατο.

Ενθύμηση του τέλους, με όρους εικόνας ή συμβόλων είναι να γνωρίζεις τις εκβολές του ποταμού και όχι τις πηγές του. Ο ποταμός εκβάλλει μοιραία κάπου και εκεί παύει να υφίσταται. Με μια έννοια αφομοιώνεται από το Μεγάλο Ον, με μια άλλη, ολοκληρώνει την αποστολή του και παραδίδει το βρυαρό του πνεύμα στο Άπειρο, με μια τρίτη, πεθαίνει. Απλώς πεθαίνει.

Ενθύμηση του τέλους σημαίνει πως το ποιητικό διανόημα του βίου ακυρώνεται και μετουσιώνεται στην ενθύμηση της ζωής. Και ο Μύστης, σε όλες τις εποχές, σε όλους τους κόσμους, σε όλες τις διαστάσεις, σε όλους τους ναούς, σε όλες τις Σχολές, αυτό ήταν. 

Ο άνθρωπος που θυμήθηκε τη ζωή.

Όπως ο Οδυσσέας στην Ιθάκη.
  
Ο Σωκράτης στο δεσμωτήριο πριν το κώνειο.

Ο Ιησούς στον Κήπο της Γεσθημανή.

Ο Ζακ ντε Μολέ και ο Τζορντάνο Μπρούνο στην πυρά των ιεροεξεταστών.

Ο ανώτερος εαυτός στην αγωνιώδη πάλη του να υπάρξει πέρα από την ψηλαφητή ανάμνηση της ύλης…



Igor Saffo

Τετάρτη 12 Νοεμβρίου 2025

Εγώ νικώ την ειμαρμένη...

Πτυχώσεις του Ιερού…

 

 

Ο Δημήτριος, γιος του Αρτεμίδωρου, ο επονομαζόμενος και Θρασέας, από τη Μαγνησία του Μαιάνδρου [απευθύνει] στην Ίσιδα την παρακάτω προσευχή. Ό,τι ακολουθεί αντιγράφηκε από μια στήλη στη Μέμφιδα, που βρίσκεται μπροστά  στο ναό του Ηφαίστου.

Εγώ, η Ίσιδα είμαι η βασίλισσα ολόκληρης της οικουμένης.

Εκπαιδεύτηκα από τον Ερμή και μαζί με τον Ερμή ανακάλυψα τη γραφή, τόσο την ιερατική, όσο και τη δημώδη, ώστε να μη καταγράφονται τα πάντα με τα ίδια γράμματα.

Εγώ έδωσα τους νόμους στην ανθρωπότητα και όσα νομοθέτησα κανείς δεν μπορεί να τα αλλάξει. 

Εγώ είμαι η πρεσβύτερη κόρη του Κρόνου. 

Εγώ είμαι η σύζυγος και αδελφή του βασιλιά Όσιρι.

Εγώ είμαι αυτή που ανακάλυψε για χάρη των ανθρώπων τους καρπούς της γης.

Εγώ είμαι η μητέρα του βασιλιά Ώρου.

Εγώ είμαι αυτή που ανατέλλει στον αστερισμό του μεγάλου Κυνός.

Εγώ είμαι αυτή που επικαλούνται ως θεά οι γυναίκες.

Για μένα οικοδομήθηκε η πόλη της Βουτούς.

Εγώ διαχώρισα τη γη απ’ τον ουρανό. 

Εγώ δίδαξα [στους ανθρώπους] την πορεία των άστρων. 

Εγώ καθόρισα την τροχιά του Ήλιου και της Σελήνης.

Εγώ εφηύρα τα έργα της ναυτοσύνης. 

Εγώ ισχυροποίησα το δίκαιο.

Εγώ επέτρεψα τη σύζευξη άνδρα και γυναίκας. 

Εγώ καθόρισα οι γυναίκες να φέρνουν στο φως το βρέφος τους σε δέκα μήνες.

Εγώ έθεσα νόμους ώστε τα παιδιά να φροντίζουν τους γονείς τους. 

Εγώ όρισα τιμωρίες για εκείνους τους γονείς που δεν δείχνουν στοργή στα παιδιά τους.

Εγώ, μαζί με τον αδελφό μου τον Όσιρι, έθεσα τέλος στην ανθρωποφαγία.

Εγώ αποκάλυψα στους ανθρώπους τις μυστηριακές τελετές.

Εγώ τους δίδαξα να αποδίδουν τιμές στα αγάλματα των θεών. 

Εγώ ίδρυσα ιερά για τους θεούς.

Εγώ κατέλυσα τα τυραννικά πολιτεύματα.

Εγώ σταμάτησα τους φόνους.

Εγώ ανάγκασα τους άνδρες να σέβονται τις γυναίκες.

Εγώ έκανα το δίκαιο ισχυρότερο από το χρυσό και το ασήμι.

Εγώ νομοθέτησα ώστε το αληθινό να θεωρείται και ωραίο. 

Εγώ εφηύρα το συμβόλαιο του γάμου.

Εγώ δημιούργησα τις γλώσσες των Ελλήνων και των βαρβάρων.

Εγώ φρόντισα να διακρίνεται εκ φύσεως το καλό απ’ το κακό.

Εγώ δεν θέσπισα τίποτα φοβερότερο απ’ τον όρκο.

Εγώ παρέδωσα αυτόν που άδικα επιβουλεύεται κάποιον στα χέρια εκείνου που άδικα τον επιβουλεύονται.

Εγώ τιμωρώ εκείνους που διαπράττουν αδικήματα.

Εγώ επέβαλα δια νόμου την ελεημοσύνη για τους ικέτες.

Εγώ τιμώ αυτούς που υπερασπίζονται τον εαυτό τους έχοντας το δίκιο με το μέρος τους.

Μέσα από μένα θριαμβεύει η δικαιοσύνη.

Εγώ είμαι η βασίλισσα των ποταμών, των ανέμων και της θάλασσας.

Κανένας δεν δοξάζεται χωρίς τη συγκατάθεσή μου.

Εγώ εξουσιάζω τον κεραυνό.

Εγώ γαληνεύω και ταράζω τη θάλασσα.

Εγώ βρίσκομαι στο φως του ήλιου. 

Εγώ εποπτεύω την ηλιακή τροχιά.

Ό,τι κι αν θελήσω, αυτό αμέσως πραγματώνεται.

Μπροστά μου υποχωρούν τα πάντα.

Εγώ απελευθερώνω τους δεσμώτες.

Εγώ είμαι η βασίλισσα της ναυτιλίας. 

Εγώ, όταν το θελήσω, ακινητοποιώ τα πλοία.

Εγώ έκτισα τα τείχη των πόλεων.

Εγώ είμαι αυτή που ονομάζεται Θεσμοφόρος

Εγώ ανέδυσα στο φως τα νησιά απ’ το βυθό.

Εγώ εξουσιάζω τις βροχές.

Εγώ νικώ την ειμαρμένη. Σ’ εμένα υπακούει η μοίρα.

Χαίρε, Αίγυπτε, εσύ που με ανέθρεψες.

 

Αρεταλογία Κύμης

Κύμη Αιολίδας, 1ος αιώνας μ.Χ.

Μετάφραση: Ε. Φάσσα


Τρίτη 4 Νοεμβρίου 2025

Γιατί φωνή έχεις τη δική μου…

         


      Ύε - Κύε!


Έχεις άλλο βλέμμα για μας;
Άλλο τοπίο
Έχεις για τις ανάσες μας;
Για τις πόρνες ελπίδες μας
Έχεις άλλο ψέμα;

Στο δαίμονα όσα 
Με στιγμάτισαν για προδότη

Κίβδηλη πίστη
Ήταν το μαύρο αίμα
Που λέρωσε την άσφαλτο
Βρέξε λοιπόν
Και πλύνε όσα γέννησε
Η σάπια
Σιχαμένη γενιά σου!

Εγώ – ταυτός
Ψέλλισες;
Αποκλείεται
Γιατί φωνή έχεις
Τη δική μου…


Πέμπτη 30 Οκτωβρίου 2025

πυροφόροι...



συμπαγείς
στο χρόνο
αρηγμάτωτοι
θρασείς
στον πόνο
από αισθήματα
ξαρμάτωτοι
μελετούμε τον άνθρωπο
τι ψεύτες !
ανθρωποποιούμαστε
στο διηνεκές…

συγχώρεσέ μας Ειμαρμένη
εσύ
ιερή αλυσίδα του αιτίου και του αιτιατού
μη μας φυλακίζεις στην αθανασία άλλο
δεν το βαστάμε
 
σάρκινες πλάτες κληρονομήσαμε
σάρκινο πνεύμα
κληροδοτούμε…

πολεμιστές φωτός
και άθλιοι σαρκοβόροι
τεμαχισμένοι Προμηθείς
έκπτωτοι Εωσφόροι
δεν έχουμε άλλη περπατησιά
ξεμάθαμε
ως και το βλέμμα
ακατάδεχτοι;
μην πεις
ελεεινοί
πένητες πυροφόροι
έχουμε το μερτικό μας στο φθαρτό
και αλήθεια
ορφανέψαμε νωρίς

συμπόνεσέ μας Ειμαρμένη
εσύ
που έχεις τα κλειδιά της πτώσης
και της ανόδου
και της σπηλιάς την έξοδο γνωρίζεις
διώξε μας
τούτο το φορτίο μας λύγισε
δεν το βαστάμε
 
σάρκινες πλάτες κληρονομήσαμε
σάρκινο πνεύμα
κληροδοτούμε




“Time Tunnel Transportation !”

 

Παρασκευή 24 Οκτωβρίου 2025

Ο Διπλός...






Χ. Λ. Μπόρχες, Το Βιβλίο των Φανταστικών Όντων
Μετ: Γιώργος Βέης, εκδ. LIBRO, 1983


Les Matthews

Τρίτη 21 Οκτωβρίου 2025

Ο ναός της αλήθειας


Ποιος είναι ο ναός της αλήθειας; Αν δεν είναι το αρχέγονο τότε δεν μπορείς να νιώσεις, δεν μπορείς να ξεγελάσεις, δεν μπορείς καν να ιδρώσεις χωρίς να ψεύδεσαι… Αν δεν είναι αυτό που ίδρυσε ο χρόνος τότε δεν μπορείς να κοιτάξεις, να ψηλαφήσεις, να ορίσεις χωρίς να ψεύδεσαι…

Ο ναός της αλήθειας είναι αντίλαλος… είναι ηχώ… είναι το χοληφόρο δέντρο του ήπατος… είναι η διαπνοή του αιώνιου μέσα στο κάθε τώρα που σπαταλιέται από το ψεύδος…

Η αλήθεια μεγιστώνεται μέσα στο ψεύδος... αντίθετα, το ψέμα συρρικνούται μέσα στην αλήθεια... ο λόγος που φοβόμαστε να πούμε την αλήθεια είναι τελικά... ενεργειακής φύσης... είναι πάντα ο φόβος, η ατολμία, η ελεεινή φύση του εγώ να αποσύρεται στα σκοτάδια… τα σκοτάδια έχουν κι αυτά την υγρή, νοσηρή αλήθεια τους…

Η δύναμη που αξιώνει η αλήθεια είναι τόσο μεγάλη που απαιτεί κυκλώπειες αμυντικές οχυρώσεις... και δεν τις έχει σχεδόν κανείς... όποιος νομίζει πως τις έχει είναι απλά είναι απλά ψεύστης... αυτό που θα έλεγε ευγενικά ο Νίτσε 'καλλιτέχνης'...

Χτυπάμε λοιπόν με τις αλήθειες για να σκοτώνουμε αφού με το ψέμα δεν τα καταφέρνουμε... καταπίνουμε την αλήθεια και αυτοκτονούμε... Ποιος το θέλει αυτό; Καλύτερα έξω παρά μέσα...

Και τι ειρωνεία…

Καταναλώνοντας αλήθεια δεν γινόμαστε ανθεκτικοί στο ψεύδος. Νομίζουμε πως έτσι λειτουργεί ο οργανικός κώδικας αλλά δεν ισχύει. Ο Μιθριδάτης εδώ θα αστοχούσε… Κι από την άλλη… καταναλώνοντας διαρκώς ψεύδος δεν ακυρώνουμε την αλήθεια… απλώς δηλητηριάζουμε το ήπαρ του ένδον φωτός…

Μέσα σε ένα ωκεανό ψεύδους το αληθές εντυπωσιάζει σαν κόκκινος θεόρατος βράχος... μέσα σ'ένα ωκεανό αλήθειας το ψεύδος αφανίζεται... όχι εντελώς... προσποιείται μάλλον... λικνίζεται ράθυμα σαν γλοιώδες ερπετό σε μερική ύπνωση, σε τεχνητή υπνηλία… και περιμένει…

Κι είμαστε όλοι 'καλλιτέχνες' τελικά... ευέλικτοι, χαμογελαστοί, επιδέξιοι ακροβάτες...

Γιατί; Γιατί πρέπει να επιβιώσουμε...

Μακριά από το ναό… από τον ένα και μέγα και υπαρκτό ναό; έστω…

Τυφλοί, χωλοί, υβοί, απελπισμένοι… έστω…

Μερικοί, ασυνάρτητοι, ανακεραίωτοι, αναφήγητοι… έστω…

Ξένοι… επήλυδες… κηρωμένοι νύχτα, αφρόντιστοι, ορφανεμένοι…

Ναι… ακόμα κι έτσι…

Η λερή ανάσα μας θα ραντίζει τη νύχτα με ικεσία και το ρημαγμένο στόμα μας θα ζυμώνει λέξεις ικεσίας…

Εκείνος που όλα τα βλέπει ίσως μάς σπλαχνιστεί και μάς παραλείψει…

Παρασκευή 17 Οκτωβρίου 2025

Πείνα, δίψα, κραυγές, χορός, χόρευε, χορός, χόρευε!

r t h u r   R i m b a u d


Έγραφα σιωπές, νύχτες, σημείωνα το ανέκφραστο.
Ακινητοποιούσα ιλίγγους...







Για τον Ρεμπώ...


" ...Ήταν θραύσμα, αυτό ενός μετεώρου, που φλόγισε χωρίς αφορμή άλλη από την παρουσία του, που ξεπήδησε από μόνο του και έσβησε..."

(Μαλλαρμέ)



"...Όμως αυτό που κάνει μοναδική την ποίησή του, είναι ακριβώς ο άμεσος χαρακτήρας της, η συστηματική προσπάθεια να μεταδώσει αμέσως το όραμα, ξεχνώντας όσο είναι δυνατόν, ό,τι είχε μάθει προηγούμενα...
...Ο Ρεμπώ δεν είναι ούτε απατεώνας, ούτε θαυματοποιός. Μόνο ένας ποιητής που δοκίμασε όσο πιο έντιμα μπορούσε να ΔΕΙ..."

(Claude Edmonte Magny)



"...Τούτη τη στιγμή παλιανθρωπίζω όσο μπορώ. Γιατί; Θέλω να γίνω ποιητής και δουλεύω όσο μπορώ να γίνω οραματιστής. Δε θα καταλάβετε τίποτα και δε θα μπορούσα σχεδόν να σας εξηγήσω. Πρόκειται να φθάσω στο άγνωστο με την απορύθμιση όλων των αισθήσεων. Οι πόνοι είναι δυσβάσταχτοι, μα πρέπει να είσαι δυνατός, να έχει γεννηθεί ποιητής, και αναγνώρισα στον εαυτό μου έναν ποιητή. Δεν είναι διόλου δικό μου το λάθος. Είναι σφάλμα να λέμε: σκέφτομαι. Θα έπρεπε να λέμε: Με σκέφτονται. Συγνώμη για το λογοπαίγνιο. Εγώ είναι ένας άλλος..."

(Γράμμα στον καθηγητή του Ζώρζ Ιζαμπάρ, Μάιος 1871)


"...Η πρώτη σπουδή του ανθρώπου που θέλει να είναι ποιητής, είναι η γνώση του εγώ του, ακέρια. Αναζητεί την ψυχή του, την επιθεωρεί, την εμβάλλει εις πειρασμόν, την μαθαίνει. Μόλις τη μάθει, πρέπει να την καλλιεργήσει! Αυτό φαίνεται απλό: σε κάθε εγκέφαλο πραγματοποιείται μια φυσική ανάπτυξη. Τόσοι εγωιστές αυτοανακηρύσσονται δημιουργοί. Είναι πολλοί αυτοί που αποδίδουν στους εαυτούς τους τη νοητική τους πρόοδο!...
...Λέω πως πρέπει να είσαι οραματιστής, να γίνεις οραματιστής.
Ο Ποιητής γίνεται οραματιστής με μια μακριά, απέραντη και λογικευμένη απορύθμιση όλων των αισθήσεων,
όλων των μορφών έρωτα, οδύνης, τρέλας. Ψάχνει ο ίδιος, εξαντλεί μέσα του όλα τα δηλητήρια, για να κρατήσει μόνο την πεμπτουσία τους. Άφατο μαρτύριο, όπου έχει ανάγκη από όλη του την πίστη, από όλη του την υπεράνθρωπη δύναμη, όπου γίνεται ανάμεσα σε όλους, ο μέγας ασθενής, ο μέγας εγκληματίας, ο μέγας καταραμένος και ο ύψιστος Σοφός!...
...Ο Ποιητής λοιπόν, είναι στ'αλήθεια, ένας κλέφτης της φωτιάς. Έχει φορτωθεί την ανθρωπότητα, ακόμα και τα Ζώα. Πρέπει να κάνει νιώσουν, να ψαύσουν, να ακούσουν τα εφευρήματά του. Αν αυτό που κουβαλάει από εκεί κάτω έχει μορφή τότε δίνει κι αυτός μορφή. Αν είναι άμορφο, τότε δίνει κι αυτός άμορφο. Να βρει μια γλώσσα. Άλλωστε, αφού κάθε λόγος είναι ιδέα, θα'ρθει ο καιρός μιας παγκόσμιας γλώσσας..."

(Γράμμα στον Πωλ Ντεμενύ, Μάιος 1871)




Η σοφία μου είναι περιφρονημένη όσο και το χάος. Τι είναι το δικό μου Μηδέν μπροστά στο ξάφνιασμα που σας περιμένει;

(Εκλάμψεις, Ζωές - Ι)

Σε μια σοφίτα μέσα όπου με κλείδωσαν στα δώδεκά μου χρόνια, γνώρισα τον κόσμο, έγινα λαμπρό παράδειγμα της ανθρώπινης κωμωδίας. Σ'ένα κελάρι μέσα, έμαθα την ιστορία. Σε κάποιο νυχτερινό γιορτάσι, σε μια πολιτεία του Βορρά, αντάμωσα μ'όλες τις γυναίκες των παλιών ζωγράφων. Σε μια γέρικη στοά του Παρισιού, με δίδαξαν τις κλασικές επιστήμες. Σε ένα εξαίσιο αρχοντικό, κυκλωμένο απ'όλη την Ανατολή, έφερα σε αίσιο πέρας το απέραντο έργο μου και έγινα ο ένδοξος αναχωρητής. Ανατάραξα το αίμα μου. Πήρα άφεση αμαρτιών για το χρέος μου. Ούτε να το σκέφτομαι πια δεν πρέπει. Είμαι στ'αλήθεια μεταθανάτιος και δεν έχει πια θελήματα...

(Εκλάμψεις, Ζωές - ΙΙΙ)

 Ας μου νοικιάσουν πια τούτο το μνήμα το ασβεστωμένο, με τις ανάγλυφες ραβδώσεις του τσιμέντου -βαθιά πολύ μες στη γη.
Ακουμπάω στο τραπέζι τους αγκώνες, η λυχνία φωτίζει δυνατά τις εφημερίδες που σα χαζός ξαναδιαβάζω, τα αδιάφορα βιβλία.
Σε μια τεράστια πάνω απ'το υπόγειο σαλόνι μου απόσταση, σπίτια στήνονται, σωρεύονται οι καταχνιές. Η λάσπη είναι ή κόκκινη ή μαύρη. Πολιτεία τερατόμορφη, νύχτα δίχως τελειωμό!
Λιγότερο ψηλά, περνούν οι υπόνομοι. Στα πλάγια, μόνο το πάχος της υδρόγειας σφαίρας. Βάραθρα ίσως, γαλάζιου ουρανού, πηγάδια φωτιάς. Σ'αυτά τα επίπεδα ίσως να ανταμώνουν οι σελήνες με τους κομήτες, να σμίγουν οι θάλασσες με τα παραμύθια.
Τις ώρες της πίκρας, φαντάζομαι σφαίρες από σάπφειρο, από μέταλλο. Είμαι ο αφέντης της σιωπής. Γιατί τάχα κάτι σα φεγγίτης να χλομιάζει στη γωνιά
του ουράνιου θόλου;

(Εκλάμψεις, Παιδικά χρόνια - V)


 Τούτη τη φορά είναι η Γυναίκα που είδα στην Πολιτεία, που της μίλησα και που μου μιλά!
Ήμουν σ'ένα δωμάτιο, χωρίς φως. Ήρθαν και μου είπαν πως Εκείνη ήταν σπίτι μου: Και την είδα, στην κλίνη μου, ολόδικιά μου, χωρίς φως! Πολύ συγκινήθηκα πολύ-πολύ, γιατί ήταν το πατρικό μου σπίτι, γι'αυτό και μια κατάθλιψη με συνεπήρε! Ήμουν με τα κουρέλια μου εγώ, κι εκείνη, μια κοσμική κυρία που δινόταν: κι έπρεπε και να φύγει! Μια κατάθλιψη χωρίς όνομα: Την άρπαξα, την πέταξα από το κρεβάτι, γυμνή σχεδόν. Και, στην άφατή μου αδυναμία, έπεσα πάνω της και σύρθηκα μαζί της μέσα στα χαλιά, χωρίς φως! Η λυχνία της οικογένειας πορφύρωνε, το ένα μετά το άλλο, τα διπλανά δωμάτια. Τότε, η γυναίκα, χάθηκε! Κι έχυσα δάκρια τόσα, όσα ποτέ Θεός δεν ζήτησε!...

(Οι ερημιές του Έρωτα)


 Όταν ο κόσμος περιοριστεί σ'ένα μοναδικό μαύρο δάσος για τα τέσσερα έκπληκτα μάτια μας -σε μια ακρογιαλιά για δυο πιστά παιδιά -σε ένα μουσικό σπίτι για τη φωτεινή μας συμπάθεια- θα έρθω να σε βρω.
Όταν δεν υπάρχει πια παρά ένας γέροντας μόνο, ήρεμος και ωραίος κυκλωμένος από μιαν ανείπωτη πολυτέλεια -και πέφτω στα γόνατά σου.
Όταν θα έχω πραγματώσει όλες τις μνήμες σου όταν θα είμαι εκείνη που ξέρει να σε αλυσοδέσει -θα σε πνίξω...

(Φράσεις)

Μικρό παιδί ακόμα, θαύμαζα τον ασυμβίβαστο κατάδικο, που γι'αυτόν, οι πόρτες του κάτεργου μένουν πάντα κλειστές. Επισκεπτόμουν τα καπηλειά και τα φτηνά επιπλωμένα δωματιάκια που η παρουσία του είχε αγιάσει. Έβλεπα με τη δική του ιδέα το γαλάζιο ουρανό και την ολάνθιστη δουλειά της εξοχής. Οσφραινόμουν τη βαριά, μοιραία σκιά του στις πολιτείες. Είχε πιο πολλή δύναμη από έναν άγιο, πιο πολλή λογική από έναν ταξιδευτή -και τον εαυτό του, τον εαυτό του μόνο! σαν μάρτυρα της δόξας και του λογικού του.
Στους δρόμους πάνω τις χειμωνιάτικες νύχτες, χωρίς λημέρια, χωρίς ρούχο, χωρίς ψωμί, μια φωνή έσφιγγε την παγωμένη του καρδιά: Αδυναμία ή δύναμη; Να'σαι είναι η δύναμη. Δεν ξέρεις ούτε που πας, ούτε γιατί πας, μπες παντού, αποκρίσου σε όλα. Δε θα σε σκοτώσουν περισσότερο από ό,τι ήσουν πτώμα. Το πρωί είχα τόσο χαμένο βλέμμα και τόσο νεκρό ύφος ώστε αυτοί που συνάντησα ίσως και δεν με είδαν.
Στις πόλεις μέσα, η λάσπη μου φανερωνόταν ξάφνου μαυροκόκκινη, σαν τον καθρέφτη όταν το φως περιδιαβαίνει στο διπλανό δωμάτιο, σαν το θησαυρό μέσα στο δάσος! Καλή τύχη, φώναξα κι έβλεπα το θησαυρό μέσα στο δάσος! Καλή τύχη, φώναξα, κι έβλεπα μια θάλασσα από φλόγες και καπνό στον ουρανό! Κι αριστερά, δεξιά όλα τα πλούτη να λαμπαδιάζουν σαν μυριάδες αστραπόβροντα!
Όμως το όργιο και η συντροφιά με τις γυναίκες μού ήταν απαγορευμένα. Ούτε καν ένας σύντροφος. Έβλεπα τον εαυτό μου μπροστά σ'ένα μανιασμένο πλήθος, αντίκρυ στο εκτελεστικό απόσπασμα, κλαίγοντας από το κακό μου που δεν μπόρεσαν να καταλάβουν, και συγχωρώντας! -Σαν την Ιωάννα της Λωραίνης!- "Ιερωμένοι καθηγητάδες, δάσκαλοι, κάνετε λάθος που με παραδίδετε στην δικαιοσύνη. Δεν ανήκα ποτέ σε τούτο το λαό. Δεν ήμουν ποτέ Χριστιανός. Είμαι από τη φυλή που τραγουδούσε μες στα βασανιστήρια. Δεν καταλαβαίνω τους νόμους. Δεν έχω την αίσθηση της ηθικής, είμαι ένα κτήνος. Λάθος κάνετε..."
Ναι, κλείνω τα μάτια στο δικό σας Φως. Είμαι ένα κτήνος, ένας γέρος. Όμως εγώ μπορεί και να σωθώ. Είσαστε ψευτονέγροι, εσείς οι μανιακοί οι άγριοι, οι τσιγκούνηδες. Έμπορα, είσαι νέγρος. Δικαστή, είσαι νέγρος. Ήπιες από γλυκό ποτό αφορολόγητο, από τη φάμπρικα του Σατανά.
-Τον λαό αυτό, τον εμπνέει ο πυρετός και ο καρκίνος. Οι σακάτηδες και τα γερόντια είναι τόσο αξιοσέβαστα, που ζητούν να τα βράσουμε.
-Το πιο έξυπνο είναι να φύγουμε από τούτη την ήπειρο, όπου τριγυρίζει η τρέλα για να προμηθεύει ομήρους σ'αυτούς τους κανάγιες. Εγώ μπαίνω στην αληθινή Βασιλεία των Υιών του Χαμ.
Ξέρω ακόμη τη Φύση; Ξέρω τον ίδιο τον εαυτό μου;
-Φτάνουν οι λέξεις. Θάβω τους νεκρούς μες στην κοιλιά μου. Κραυγές, τύμπανα, χορός, χόρευε, χορός, χόρευε! Και δε βλέπω την ώρα που σαν ξεμπαρκάρουν οι Λευκοί, εγώ θα πέσω στην ανυπαρξία.
Πείνα, δίψα, κραυγές, χορός, χόρευε, χορός, χόρευε!

(Μια εποχή στην κόλασηΚακό αίμα)


Ξαναβρέθηκε! Τι;
Η αιωνιότη.
Είν'η θάλασσα μιχτή
Με τον ήλιο.

Ψυχή μου αθάνατη
Κράτα το τάμα σου
Κι άσε τη νύχτα μόνη
Και τη μέρα να φλέγεται

Λοιπόν λυτρώνεσαι
Από τις εκλογές του ανθρώπου
Απ'τις κοινές λαχτάρες
Πετάς σαν το...

-Ποτέ πια απαντοχή
Αίνος ποτέ
Υπομονή και γνώση
Σίγουρο το μαρτύριο

Δεν έχει επαύριο
Σατινένιες θρακιές
Η φλόγα σας
Λέγεται χρέος

Ξαναβρέθηκε! Τι;
Η αιωνιότη
Είν'η θάλασσα μιχτή
με τον ήλιο

(Αλχημεία του λόγου)


  Τι δουλειά! Όλα θέλουν γκρέμισμα, όλα θέλουν σβήσιμο μες στο κεφάλι μου! Αχ! Πόσο ευτυχισμένο είναι το παιδί το παρατημένο σε μια γωνιά, μεγαλωμένο στην τύχη, που φτάνει στην ηλικία του άντρα χωρίς να του έχουν χώσει καμιά ιδέα ούτε δάσκαλοι, ούτε οικογένεια. Καινούριο, καθαρό, χωρίς αρχές, χωρίς έννοιες -αφού ό,τι μας διδάσκουν είναι τρίχες- και ελεύθερο, ελεύθερο απ'όλα!