Λοιπόν να ξέρεις
δε σε φοβάμαι εσένα γιε μου
γιατί μια μέρα
και τούτο να κρατήσεις όπως σήμερα
στο λέω
μια μέρα θα γυρίσεις
και θα΄χεις τον ουρανό στα μάτια
και άμμο απ’τις ερήμους που περπάτησες
στα φθαρμένα σου σανδάλια
και τη δροσιά απ’τα φιλιά των γυναικών
στα δυο σου χείλη
και βιωμένο πόνο από τη μοναξιά
την εγκατάλειψη
τη πείνα και τις κακουχίες
σε κάθε κύτταρό σου
σε κάθε αμυχή της σάρκας σου
και θα’χεις συσσωρεύσει γνώση και σοφία
και εμπειρίες πολύτιμες
και οι εκδορές σου με το αίμα ξεραμένο θα’ναι
αλλά στο άγγιγμα πάντα θα πονάνε
μα για τον αδελφό σου
γι αυτόν έχω στο στήθος μου το βάρος
που προτιμά την ησυχία της γλυκερής ασφάλειας
από την περιπέτεια να ζήσει
να μεγαλώσει, να γεράσει
στο πεπερασμένο, το εφικτό
το λίγο
απ’το να κλέψει ακτίνες του ήλιου της αυγής
για να ζεσταίνει το κορμί του
και νερό να πίνει απ’τα ποτάμια
για να πορεύεται ως το βράδυ
για κείνον πάντοτε θ’ανησυχώ
που θα ξυπνήσει μια μέρα
γέρος
όπως εγώ είμαι τώρα
και θα πονάει παντού μα όχι απ’του σώματος αρρώστιες
αλλά απ’του μυαλού και της ψυχής τις κατηγόριες
πως ενώ μπορούσε δεν το τόλμησε
πως ενώ του έπρεπε, δεν θάρρεψε
πως ενώ το έβλεπε, δεν το άγγιξε
και τότε
σε ξορκίζω γιε μου
να τον σπλαχνιστείς τον μεγαλύτερο αδελφό σου
και λίγο απ’τον ουρανό σου να του δώσεις
λίγη απ’τη φλόγα της ψυχής σου
λίγο απ’το απέραντο του ορίζοντά σου
κι από του βλέμματός σου
την ελπίδα
τη χαρά
την αγάπη
πως κι αύριο και πάντα
αδελφός σου θα’ναι
και άλλος ποτέ κανείς
δεν θα στον δώσει πίσω ακέραιο
αν στον απρόσβλητο κόσμο
κόσμο που διάλεξε να ζει
τεμαχισμένος σου ψελλίσει ένα πνιχτό
‘συγχώρεσέ με’
και μόνος
πιο μόνος απ’όσο έζησε ποτέ
στην αγκαλιά σου ξεψυχήσει…