Σάββατο 26 Αυγούστου 2023

όχι για πολύ ακόμα…

 


Κανένας δεν μάς περίμενε αδελφέ μου στις Σκαιές Πύλες.
Υπήρχε μια ιδιαίτερη ησυχία σε τούτο τον τόπο της αναχώρησης. Μια ησυχία που ορίζουν ο χρόνος και η απουσία χρόνου.

Ο ουρανός ήταν εχθρικός, σκοτεινός και λάβρος. 
Είχες ένα βλέμμα γλυκό, παιδικό, ήρεμο. Δεν σε ενοχλούσε εσένα ποτέ ό,τι γινόταν έξω. Δεν έδωσες ποτέ σου σημασία στις μεταβολές της φύσης, στα παιχνιδίσματα του ανέμου, στα ερωτικά καλέσματα της θάλασσας. Δεν μπορούσε εύκολα να σε ξεγελάσει τίποτε που οι αισθήσεις μακαρίζουν και οι οφθαλμοί ερωτεύονται. Το παλίμβουλο της φύσης φρόνημα εσένα δεν σε άγγιξε ποτέ.
Ήξερες πως όλα βρίσκονται μέσα μας. Ήξερες πως ό,τι δεχόμαστε και ό,τι αρνιόμαστε, ό,τι ονοματίζουμε και ό,τι αποσιωπούμε, ό,τι χαρίζουμε κι ό,τι μάς δωρίζουν είναι μικρές ψηφίδες σε ένα παλίμψηστο που κάποτε θα διαβρωθεί, θα σπάσει, θα χαθεί. Για πάντα.
Σε κρατούσα από το χέρι σα να ήσουν μικρό παιδί. Κι εσύ δυσφορούσες και με άφηνες. Ήθελες να περπατήσεις μόνος σου, ήθελες να τρέξεις σε τούτα τα λιγοστά τελευταία μέτρα ως το Μεγάλο Κατώφλι. Μα εγώ δεν μπορούσα να σε αφήσω και σ’έπιανα πάλι. Αιχμάλωτο για πάντα σε ήθελα, δικό μου κι αυτό ποτέ σου δεν μού το συγχώρησες.
Και σε τούτες τις φοβερές πύλες δεν μάς περίμενε κανείς.
Ολόγυρα ένα σκληρό, αμείλιχο τοπίο. Ένα τοπίο αγέλαστο, πανάρχαιο, σιωπηλό.
Ανάσαινες βαριά τώρα κι ένιωσα την καρδιά μου να σφίγγεται. Τι ερχόταν τώρα; Τι μάς περίμενε; Μα για τα όσα άφηνες πίσω σου είχες προ πολλού αδειάσει την ψυχή σου και δεν ενδιαφερόσουν. Ούτε για μένα πια ενδιαφερόσουν καθώς το βήμα σου γινόταν ολοένα και πιο ανυπόμονο. Ήθελες να γνωρίσεις τι συμβαίνει, ήθελες να ψηλαφήσεις το αναπόδραστο, να κοινωνήσεις το αιώνιο. Η ψυχή μου ζήλεψε την αγέρωχη στάση σου, το γενναίο σου πνεύμα. Δεν ήσουν εσύ που φοβόσουν, εγώ ήμουν.
Σαν φτάσαμε κάτω απ’τις Πύλες άρχισε να πνέει ένας παράξενος, ζεστός άνεμος. Δεν έκανες καμιά κίνηση να προστατευτείς. Γύρισες μονάχα και με κοίταξες για μια στιγμή μού άφησες το χέρι και προχώρησες. Νόμιζα πως θα διαλυθώ σε όλα μου τα εκατομμύρια κύτταρα από τούτο τον αποχωρισμό μα σε κοιτούσα στέρεος ακόμα και όρθιος να διαβαίνεις θαρρετά το πιο φοβερό κατώφλι της Ύπαρξης.
Λίγο πριν σε χάσω μέσα στο στροβιλισμό αυτού του λίβα που κατέκαιε το πρόσωπό μου, γύρισες και με κοίταξες ξανά, για στερνή φορά. Δεν μού χαμογελούσες, δεν είπες τίποτα. Κι ύστερα χάθηκες μέσα στο πέρασμα που οδηγεί τα ανθρώπινα πλάσματα από το μερικό στο Όλο και από το πολλαπλό στο Εν…
Έμεινα κάμποση ώρα, δεν ξέρω πόση, ακίνητος και περίμενα… δεν ήξερα τι… πού να γυρίσω, είπα, πού να πάω… σκέφτηκα να κινήσω κι εγώ μπροστά, να σ’ακολουθήσω, να χωθώ κι εγώ μέσα στην νεκροδίνηση αυτή που μαινόταν ολόγυρα μα σιγά σιγά έπαυε.
Έκλεισα τα μάτια και με την απόφαση να πυργώνεται μέσα μου έκανα ένα βήμα μπρος… κι άξαφνα μια τρομερή δύναμη με τίναξε προς τα πίσω και βρέθηκα ξαπλωμένος πάνω σ’αυτό το ξερό, άνυδρο χώμα.
Άρχισε να βρέχει… ένα γκρίζο, βρομερό ψιλόβροχο… οι σταγόνες πέφταν στο κεφάλι και στα χέρια και με έκαιγαν…
Σηκώθηκα, γύρισα το σώμα μου αργά και πήρα το δρόμο της επιστροφής…

Όχι για πολύ αδελφέ μου, είπα μέσα μου…
όχι για πολύ ακόμα…


Δευτέρα 14 Αυγούστου 2023

Akaufaciyâ...

 

«οι άνθρωποι που κατοικούν στα βουνά»



Είναι υπέροχο
να σ’αγνοεί η Daiva

Ως κι ο Μεγάλος Βασιλιάς
που ο ήλιος των ανθρώπων
ανατέλλει και δύει
στο πρόσωπό του
δεν έχει λέξη να προφέρει για μας

κανείς δεν ξέρει να του πει
πώς ξημερώνει κάθε αυγή
ο νέος ήλιος στο βλέμμα των μανάδων μας
και πώς χαράζει τα ιερά αυλάκια του ο χρόνος
στα μέτωπα των γερόντων μας

κι ακόμη δεν ξέρει να του πει
πώς λούζουν ψιθυρίζοντας
στη βραδινή βροχή
τα όμορφα μαλλιά τους οι γυναίκες μας
πριν αφεθούν στα χάδια των αντρών τους

κι ούτε ποτέ θα μάθει ο Μέγας Βασιλέας
πώς ανασαίνουν κάθε δειλινό
αποκαμωμένα απ’το παιχνίδι
τα παιδιά μας

και τα τραγούδια των μικρών μας κοριτσιών
τις μυστικές τους ώρες
ποτέ ο Υπέρτατος Αφέντης δεν θ’ακούσει

είμαστε αόρατοι

στα πανάρχαια σπήλαια
των αδελφών μας βράχων
γεννιόμαστε
και στους γκρεμούς των κρυμμένων μας βουνών
τα πρώτα μας όνειρα
με τις σκιές των λουλουδιών
τα μοιραζόμαστε

και στα υψίπεδα που δεν ορίζει άλλος
παρά το αιώνιο βλέμμα των προγόνων
και οι κατεβασιές των αητών
χαράζουν το αδύνατο στους ορίζοντες

σε τούτα τα ιερά υψίπεδα
ερωτευόμαστε

και στα φαράγγια
που οι υλακές των λύκων τα πρωινά
μουδιάζουν τα πόδια των δειλών
εκεί ανδρωνόμαστε

κι ύστερα από το πέρασμα ημερών μεγάλων
που θηλάζουν όλα τα χρώματα του ανθρώπου
και άλλοτε στο χαμόγελο
κι άλλοτε στον πόνο
κουρνιάζουν τη σκέψη του

ύστερα από χιλιάδες νύχτες
που αγωνιούμε για τον πυρετό
στα στήθια των σεβάσμιων
ή τραγουδούμε τον έρωτα που πυρώνει τα χείλη
και μεθάει τα σκέλια

έρχεται Εκείνη η μέρα
που στις αθέατες κορυφές
των χιλιόχρονων βουνών μας
μονάχοι
λέμε στο κουρασμένο σώμα
μείνε αδελφέ μου εσύ εδώ
να σ’αγκαλιάσει η Μάνα
κι άλλους να δώσεις, πιο άξιους από μένα

και με το πνεύμα ελεύθερο πια
να απλώνεται στα ασύνορα λιβάδια τ’ουρανού
πέρα από τους ποταμούς στα βορινά
πέρα από τις στέπες και τις ανοιχτωσιές της δύσης
πέρα απ΄τα αφιλόξενα της ανατολής κάτασπρα βουνά
κι ως κάτω, στον αδελφό ωκεανό, στο νότο

στο Ταξίδι του Ανέμου αφηνόμαστε
και με το Φως του Αρχαίου Πατέρα
και την Πνοή των Ονείρων

χαμογελώντας

ένα γινόμαστε…

Παρασκευή 11 Αυγούστου 2023

Να θυμώνεις πνευματικά, όχι συναισθηματικά…

 


Τ
ο Έργο επιτελείται κατά στάδια. Έχει αναβαθμούς. Και απαιτεί χρόνο. Χρόνο και μελέτη. Μελέτη και υπομονή. Υπομονή και… ψυχραιμία. Ένα σύντομο αφήγημα θα διαλύσει τα νέφη της απορίας.
Ένας καλός φίλος, σε μακρινές εποχές, συνήθιζε να διαβάζει ένα απόσπασμα από τη Γραφή κάθε απόγευμα και έπειτα, σε έξαλλη κατάσταση, εκσφενδόνιζε το βιβλίο του προς οιαδήποτε κατεύθυνση. Μια μέρα μού τηλεφώνησε κατά τις 7.00. Για την ακρίβεια με ξύπνησε.
«Σε ξύπνησα;», με ρώτησε επαναλαμβάνοντας την ίδια περιττολογία που χαρακτηρίζει όλους μας για να καταπολεμήσουμε την αμηχανία.
«Τι σημασία έχει; Τώρα έγινε», του είπα. «Συμβαίνει κάτι;»
«Κερνάω καφέ»
«Σε λίγο πάω στη δουλειά», του είπα. Λάθος. Ήταν Κυριακή. Ο φίλος μου κι εγώ λοιπόν, σε λιγότερο από μια ώρα καθόμασταν ολομόναχοι σε καφέ του Πειραιά με την κοπέλα που πήρε παραγγελία να μας στραβοκοιτάζει.
«Μου κάνει εντύπωση», του είπα μετά την πρώτη γουλιά και με κάποια νεύρα για το βίαιο ξεσηκωμό μου Κυριακάτικα.
«Τι πράγμα;»
«Η επιμονή σου με την Αγία Γραφή… αφού ό,τι διαβάζεις σε εκνευρίζει… γιατί δεν την παρατάς;»
«Αυτή θα ήταν μια ήττα που δεν θα την επέτρεπα να μου συμβεί», είπε. Ήταν και αυτός αρπαγμένος. Για άλλους λόγους.
«Δεν φταίει η Γραφή», του είπα και τον φούντωσα περισσότερο.
«Τι φταίει;»
«Εσύ»
Τον είδα να κουνάει το κεφάλι του.
«Χτες ας πούμε… τι έγινε;»
«Χτες τα πήρα πολύ άγρια… έφτασε η Γραφή απέναντι, στη γειτόνισσα», είπε και ανακάθισε.
Χαμογέλασα.
«Τι γελάς; Της χτύπησα το κουδούνι βραδιάτικα… ευτυχώς δεν με παρεξήγησε… είχε προσγειωθεί στο μπαλκόνι της»
«Ευειδής η γειτόνισσα;», τον ρώτησα με νόημα.
«Μια χαρά. Και νεοτάτη»
«Άρα κάνεις και γνωριμίες…», είπα και ο εκνευρισμός του πήρε φωτιά.
«Θα σου πω τώρα τι κάνω πρωινιάτικα και σένα»
«Καλά… εντάξει… ας επιστρέψουμε στο θέμα μας. Τι προκάλεσε την οργή σου;»
Ο φίλος μου ήπιε όλο τον υπόλοιπο καφέ του, παρήγγειλε δεύτερο και άρχισε να μου ιστορεί.
«Με τάραξε αυτή η… συνάντηση του Ιησού με τη Χαναναία… τα θυμάσαι το περιστατικό… από τον Ματθαίο…»
Του έγνεψα καταφατικά.
«…το διάβαζα, το ξαναδιάβαζα… πόσο πολύ τα είχα πάρει… οι Εβραίοι από πάνω κι εμείς από κάτω… δεν το αντέχουν, με νιώθεις φίλε; Δεν το αντέχουν ότι εμείς ήμασταν και είμαστε οι από πάνω… και παρουσίασαν την ειδωλολάτρισσα γυναίκα να ικετεύει τον Ιησού να θεραπεύσει την κόρη της… κι αυτός την αποκάλεσε ‘ψωριάρικο σκυλί’… ή κάτι τέτοιο τέλος πάντων… ‘δεν χαραμίζω τα θαύματα για τους κωλο-έλληνες’, της πέταξε στη μούρη… εκεί ήταν που πήγα να πετάξω τη Βίβλο για πρώτη φορά… αποφάσισα όμως να περιμένω… ε, στο τέλος δεν άντεξα… το κέρατό μου…»
Η αλήθεια είναι ότι δεν τον είχα ξαναδεί τόσο οργισμένο το φίλο μου… το σκηνικό μού φάνηκε προς στιγμήν εντελώς σουρεαλιστικό… να θυμώσεις για ένα περιστατικό που ‘συνέβη’ κάποτε, δυο χιλιάδες χρόνια πριν σε κάποια περιοχή έξω από την Ιουδαία ανάμεσα στον Ιησού και μια άγνωστη γυναίκα… εντελώς τρελό μού φάνηκε για μια στιγμή… όμως μετά άρχισα να το βλέπω διαφορετικά.
Τα πνευματικά ζητήματα δεν έχουν ηλικία. Η αλήθεια δεν έχει ηλικία. Η ζωή δεν έχει ηλικία. Ούτε ο θάνατος.
Γιατί θυμώνουμε με τα πνευματικά ζητήματα; Γιατί κάνουμε ‘συναισθηματικές αναγνώσεις’ ενώ θα έπρεπε να κάνουμε πνευματικές.
«Αν δεν πάψεις να βλέπεις τη Γραφή σαν το μπεστ-σέλλερ του μήνα ή του χρόνου και δεν αρχίζεις να ‘αποστασιοποιείσαι’ αυτά θα παθαίνεις», του είπα ξαφνικά και τον έκανα να σιωπήσει, να ακινητήσει με την κούπα καφέ στο χέρι.
«Τι θέλεις να πεις;», με ρώτησε με χαμηλωμένο τόνο φωνής.
«Θέλω να πω ότι διαβάζεις συναισθηματικά και ανάλογα ερμηνεύεις. Αν δεν κατανοείς το ‘συναισθηματικά’ ας το διατυπώσω διαφορετικά. Διαβάζεις ως αναγνώστης που θέλει να ‘πάρει θέση’, να βρει ήρωα να ‘ταυτιστεί’, να ελευθερωθεί μέσω του ήρωα… αυτή δεν είναι μελέτη ενός ιερού κειμένου, είναι κάποιο τεύχος του Λούκυ-Λουκ… και χωρίς να σε διασκεδάζει κιόλας… γι αυτό θυμώνεις… Έλληνες εναντίον Εβραίων… στη Βίβλο κερδίζουν οι Εβραίοι, δεν έχεις καμιά ελπίδα… πάρτο απόφαση… κι ας υπάρχουν εδάφια που δήθεν ‘σημαίνουν’ το αντίθετο… κι εσύ κάνεις μια ιδεολογική ανάγνωση, βουτάς με όλο σου το πάθος και πιάνεις τον Ιησού από το λαιμό επειδή μίλησε άσχημα στη Χαναναία… δεν κάνουμε δουλειά έτσι…»
Ο φίλος μου ολοκλήρωσε και τον δεύτερο καφέ του… σιωπηλός όμως. σκεφτόταν.
‘Ώστε αυτό κάνω λοιπόν… ταυτίζομαι’
«Είμαστε παιδιά της εικόνας, του κινηματογράφου… ό,τι ξέρουμε το μάθαμε πρώτιστα από τις εικόνες και έπειτα από την προσωπική μας εμβύθιση στο βάθος των γεγονότων… δεν λειτουργούσαν έτσι κάποτε τα πράγματα… κάποτε οι άνθρωποι μάθαιναν δια της ακοής όχι δια της οράσεως… σήμερα δεν αρκεί καν η εικόνα… είμαστε οι πιο έξυπνοι ηλίθιοι της ιστορίας… πολύπλοκοι στη διαδικασία και ρηχοί στην ουσία… με άλλα λόγια…»
«Με λες ηλίθιο;» με ρώτησε δήθεν ενοχλημένος.
«Έξυπνο ηλίθιο… έχει διαφορά. Αυτό λοιπόν που πρέπει να κάνεις…»
«…είναι να το πάρω αλλιώς!», είπε ξαφνικά σα να φωτίστηκε.
«Ακριβώς! Κάποιος που μελετά την ελληνική μυθολογία βιάζεται να βγάλει συμπεράσματα… ο Δίας ήταν ατακτούλης και άπιστος, η Ήρα γκρινιάρα και σκρόφα, ο Άρης ήταν ο Ράμπο και η Αφροδίτη η… τέλος πάντων πρωί πρωί… τι θα του έλεγες αυτού του ανθρώπου; Ήταν οι Έλληνες άραγε τόσο ολιγόνοες ώστε να θυσιάζουν στα σχήματα, στις μορφές και στα είδωλα; Αυτή τη θεώρηση υιοθετούμε για τους προγόνους;»
«Με μια πρώτη ανάγνωση όμως αιφνιδιάζεσαι… πρέπει να το παραδεχτείς…», μου αντιγύρισε ξεθαρρεμένος.
«Είσαι στο μονοπάτι της πνευματικής αναζήτησης χρόνια φίλε μου… πώς καταδέχεσαι να αρκείσαι στην ‘πρώτη’ ανάγνωση; Και να με ξυπνάς πρωί πρωί με τη δροσούλα για να σου εξηγώ τα αυτονόητα;»
Ο φίλος μου έκανε μια χειρονομία ‘συγνώμης’. Ύστερα έπεσε και πάλι σε στοχασμό.
«Και πώς γίνεται να μη θυμώνει κανείς;»
«Να θυμώνεις… αλλά όχι συναισθηματικά… πνευματικά. Πάει να πει να επιστρέφεις στον τόπο του εγκλήματος όπως κάθε καλός ‘ντετέκτιβ’… ‘θα το βρω το κλειδί’ να λες ‘τσαντισμένος’… με τον εαυτό σου όμως… το μυαλό δουλεύει, η ψυχή επαναστατεί, η καρδιά χτυπά δυνατά… είσαι σε κίνηση, σε συναγερμό… όλα συνεργάζονται εντός σου… κι όλη τούτη την ενέργεια που σπατάλησες στην εξαλλοσύνη και το θυμό την παροχετεύεις σε άλλο κανάλι πλέον… και πυροδοτείς τον μυητικό στοχασμό…»
Έπεσε σιωπή.
«Άλλο καφέ;»
Τον είδα να μού χαμογελά συνωμοτικά.
«Το παράκανες μου φαίνεται… σε όλα υπερβολικός!»
«Μου αρέσει να μιλάμε… γι αυτό…»
«Ας σηκωθούμε να περπατήσουμε καλύτερα… έχουμε να πούμε κι άλλα. Είπες θα κεράσεις… δεν βλέπω να βγάζεις το πορτοφόλι», είπα και σηκώθηκα από την καρέκλα.

Παρασκευή 4 Αυγούστου 2023

Και δε σε γνώριζα μήτε με γνώριζες...

 

 
Μέσα στις θαλασσινές σπηλιές
Υπάρχει μια δίψα υπάρχει μια αγάπη
Υπάρχει μια έκσταση
Όλα σκληρά σαν τα κοχύλια
Μπορείς να τα κρατήσεις στην παλάμη σου
Μέσα στις θαλασσινές σπηλιές
Μέρες ολόκληρες σε κοίταζα στα μάτια
Και δε σε γνώριζα μήτε με γνώριζες...


Γ. Σεφέρης