Τα βράδια καμιά φορά βγαίνω έξω στα χωράφια, ανεβαίνω στις
γραμμές του τρένου και ταξιδεύω στον χαμένο καιρό
ύστερα ξαναγυρίσω στην πόλη κουρασμένος, κάθομαι σ’ένα
μπαρ και πίνω, με συντροφιά ένα παραμύθι που δεν έμαθα ποτέ το τέλος του
μπαλκόνια με απλωμένα ασπρόρουχα και γυναίκες που τα
μαζεύουν απαλά σαν τα τακτοποιούν το ανέκφραστο
κάτω απ’την πόλη ροχθούνε οι υπόνομοι με λόγια παλιών
δημαγωγών
Θεέ μου, τι ηλίθια που τέλειωσαν όλα
νεανικά όνειρα που δεν πραγματοποιήθηκαν και μάς ακολουθούν
χρόνια και θα πεθάνουν μαζί μας
κι άλλοτε μια παράξενη αίσθηση ότι έχω ξαναζήσει, θυμάμαι πράγματα που δεν έγιναν ποτέ,
αναγνωρίζω δρόμους που δεν έχω ξαναπεράσει
είναι περίεργο αλλά οι άνθρωποι έχουν την ακλόνητη
βεβαιότητα πως ο ήλιος θα βγει και τα’άλλο πρωί
είναι τόσο ωραίο που το συμμεριζόμαστε όλοι μας
οι γέφυρες τις νύχτες παίρνουν τ’άρρωστα παιδιά στα
μυστικά τους ταξίδια
η θάλασσα προχωράει στα βάθη του χρόνου, αλλά τ’αγάλματα
κοιτάζουν πιο πέρα
κάποτε φίλησα στα μάτια ένα κουτσό σκυλί
ή πέθανα μέσα σε κάποιο λεωφορείο για να γλιτώσω το
εισιτήριο
φυσαρμόνικες
ασυλλόγιστες που ξοδεύτηκαν αλύπητα παρασυρμένες απ’το δειλινό
κι ο ύπνος: ένας θάνατος χωρίς συνέχεια, η ερημιά που
καπνίζει έν’ αποτσίγαρο πεταμένο στο δρόμο
οι στίχοι ενός ξεχασμένου ποιητή που παρά την
προοδευτικότητά μας εμείς δεν μπορούμε να τον ξεχάσουμε
ή τι να την κάνω τη ζωή αφού δε γνώρισα τη μητέρα στα
δεκάξι της χρόνια-
τελικά δεν είμαι παρά ένας σύντροφος τρελός από καλύτερες
μέρες
μέσα στον ύπνο ξαναβρίσκω όλα εκείνα που έχασα
κάποτε θα πω λόγια συναρπαστικά σαν ένα ποίημα που δεν
γράφτηκε ακόμα
οι μύγες λατρεύουν τους γέρους, κάθονται στο πρόσωπό
τους, κανείς δεν τις διώχνει
ύστερα τρέχουν στο τζάμι και γράφουν μικρά επιτάφια-
κάθομαι και κοιτάω τη βροχή, τρεις άνθρωποι παίζουν ζάρια
–κανείς δεν επέζησε για να κερδίσει
στη σοφίτα έχουμε ν’ανεβούμε απ’τον καιρό που ήταν ο
παράδεισος εκεί
θυμάσαι τα πουλιά που θάψαμε παιδιά στην άκρη του κήπου;
Από τότε στεκόμαστε σοβαροί καθώς πέφτει το βράδυ
τα χέρια των τυφλών δισταχτικά σα να φοβούνται μην αγγίξουν
το πεπρωμένο
ώσπου το τρίξιμο μιας πόρτας, ύστερα από χρόνια, σου
ανοίγει ένα νόημα βαθύτερο
με μια λέξη: ένας μανιώδης συλλέκτης άστρων που δεν έχω
τι να τα κάνω,
ένας νοσταλγός μιας ευτυχίας που έζησα μέσα στ’όνειρο και
ξύπνησα για να πεθάνω
άνθρωποι αθώοι σαν άγραφες σελίδες
άνθρωποι ανυπεράσπιστοι σαν τις σελίδες που γράφτηκαν
πια.
Τ. Λειβαδίτης [Βιολέτες για μια εποχή], 1985