Βλέπεις;
Αυτό το μικρό παιδί
Το απισχνασμένο
Το λερό
Το μόνο;
Μην του γυρνάς την πλάτη
Όχι άλλο
Όχι πια…
Μην στρέφεις το βλέμμα
Και μην δειλιάζεις
Μπροστά στο σφίξιμο που νιώθεις στο στομάχι
Και στη μέγγενη που σου συνθλίβει το ρωμαλέο
Και πρησμένο καρδιακό σου μυ…
Βλέπεις λοιπόν;
Πως εκδικείται το Όλο
Την ηδονή του μερισμού;
Πως γιορτάζει το Αχώρητο
Όταν εσύ κλεισμένος ασφυκτιάς
Ανάμεσα
σε αναρίθμητα μικρά εγώ
Που φωνασκούν αδιάκοπα;
Σε κάθε βήμα
Η μεγαλειώδης μπέρτα του Ανεκδήλωτου
Γίνεται και μια ριπή ανέμου
Στα κόκκινα μάγουλά σου
Και αναπαριστά το μοναδικό της κάθε ακριβής στιγμής
Αρπάξου απ΄τον ποδόγυρο του απείρου!
Και όρμηξε στο φως!
Έρχεται ο τρισάθλιος μετανάστης
Να σου ζητήσει μια τυρόπιτα
Του ενός ευρώ
Έρχεται η πρόωρα γερασμένη
Κοπέλα
Με τα φωτεινά ακόμη μάτια
Να σου ζητήσει ένα τσιγάρο
Έρχεται ο αδελφός σου
Με την παλάμη ανοιχτή
Να διεκδικήσει απ’το πρωινό σου
Μια ακόμη μέρα
Στον εφιάλτη της ύπαρξης…
Σιώπησε τον εσωτερικό διάλογο
‘παρατάτε με όλοι σας’
Σήκωσε το βλέμμα απ΄το πεζοδρόμιο
Όσοι ακόμη ζουν
Και ανασαίνουν με θράσος
Δεν έγιναν ένα με το έδαφος…
Εκτός
Αν κάπου εκεί
Κρυμμένο ανάμεσα στις ρωγμές του δρόμου
Ψάχνεις να βρεις
Τον εαυτό σου…
Αυτόν που σου απλώνει το χέρι
Αυτόν να σηκώσεις…
end of time