Κυριακή 22 Σεπτεμβρίου 2019



Κάποιος που περπάτησε
μέσα στους λαβύρινθους του είναι του...

Κάποιος που φιλοξένησε ένα απροστάτευτο ζωάκι
στο δωμάτιό του...

Κάποιος που άπλωσε το χέρι
για να κρατήσει και να κρατηθεί...

Κάποιος που ξόδεψε όλο του το βλέμμα
για να σκεπάσει ένα μοναχικό παιδί...

Κάποιος που δρόσισε τα χείλη με νερό
κάποιου απ’τους ληστές
πάνω στο σταυρό...

Κάποιος που κοιμήθηκε για μια αιωνιότητα
σ’ένα παγκάκι
ανάμεσα στις φωνές των ανθρώπων
και τις ανάσες της νύχτας...

Κάποιος που δεν συκοφάντησε ποτέ
την τρυφερότητα...

Κάποιος που φοβήθηκε
που λεηλατήθηκε
που όλα τα αρνήθηκε…

μια μέρα θα συναντηθούμε
και θα έχει έναν ήλιο τόσο δυνατό
τόσο όμορφο
τόσο μεγάλο
που θα χαθούμε ολόκληροι στο φως του
και ακέραιοι
θα ξαπλώσουμε στη φωτιά του


και δεν θα μας καίει…


Κυριακή 8 Σεπτεμβρίου 2019

Γέρας



Κι έρχεται κείνη η στιγμή που ‘ανακαλύπτεις’ το φορτίο των αναμνήσεων… που αισθάνεσαι όσο ποτέ πριν, ολόκληρο και σχεδόν σημειακό το μνημονικό άχθος…

Και λες ξαφνικά, ‘δεν θέλω πια να είμαι εγώ… αν μπορούσα… μακάρι να γινόταν να μην ήμουν εγώ πια αλλά κάποιος άλλος…’

Αρνείσαι αυτό που είσαι; Αρνείσαι αυτό που φέρεις; Βέβαια το αρνείσαι. Σου είναι απεχθές και επώδυνο, σου είναι περιττό και ασήκωτο. Η κάθε σου στιγμή έχει μολυνθεί από ένα ‘χτες’ που δεν το θέλεις πια. Το κάθε σου βήμα μοιάζει με αυτό του κοσμοναύτη στη Σελήνη, αργό, μελαγχολικό, ασθμαίνον…

Έρχεται εκείνη η κυκλώπεια στιγμή που τα πλακώνει όλα, τα συντρίβει όλα, τα αφανίζει όλα. Σα να μην είσαι εσύ αυτός που καλείσαι να συνεχίζεις κάθε πρωί μα κάποιος που ‘έφτασε’ να γίνει εσύ… αυτός που δεν αναγνωρίζεις και αρνείσαι… εσύ που δεν αγκαλιάζεις και απορρίπτεις…

Είναι βέβαια αργά και είναι μάταιο… όλα όσα ‘έγιναν’ οδήγησαν σε αυτή την καταραμένη ‘στιγμή’ που ακούς μια νότα από κάποια μελωδία και ταράζεσαι, βλέπεις μια σκηνή από μια ταινία και κλονίζεσαι, στρίβεις σε κάποια γωνιά ενός δρόμου και ανοίγεται μπροστά σου ένας ολόκληρος κόσμος… ένας χαμένος κόσμος από φωνές, μυρωδιές και όνειρα… ένας κόσμος που μαγαρίστηκε, που ακυρώθηκε…

‘Ας μην ήμουν πια εγώ’, λες, ‘ας ξυπνούσα ένα πρωί όχι εγώ αλλά ένας άλλος…’. Κι αυτό που φοβάσαι δεν είναι πλέον ο θάνατος γιατί αυτός συνέβη εκατομμύρια φορές, εκατομμύρια στιγμές και ακολουθούν αμέτρητες ακόμα… ο θάνατος περπατούσε μαζί σου συνεχώς, σου κρατούσε το χέρι… μονάχα που ήταν πάντα μεταμφιεσμένος σε ζωή και ξεγελιόσουν…

Κείνο που φοβάσαι πλέον είναι πως κι αυτή η αιώνια στιγμή θα τελειώσει… πως έχει ήδη περάσει, πως έχει ήδη πεθάνει… κείνο που φοβάσαι είναι πως το χτες στην επόμενη στιγμή θα είναι ακόμα βαρύτερο, οι μνήμες πιο ζωντανές, οι διαψεύσεις πιο οδυνηρές, οι αλήθειες πιο αμείλικτες… Γιατί τώρα πλέον έχεις συντονιστεί με το Μεγάλο Ρυθμό και η ανάσα σου αρμονίστηκε με τη δική του. Και γιατί πλέον το Αχανές δεν είναι ένα κορίτσι που σου χαμογελά ανοιξιάτικα ή μια εκδρομή με τους φίλους γεμάτη αστεία, πειράγματα και τρέλες. Μα είναι το σκληρό χέρι της Ειμαρμένης που σου κλείνει σαν τανάλια το λαιμό και σου πλακώνει το στέρνο… είναι το γέρας της πορείας σου να πραγματώσεις ό,τι μπορούσες ή ό,τι τόλμησες…

Περισσότερο…

Είναι το ψεύτικο, νεκρό χαμόγελο της κοπέλας που θα σε υποδεθχεί στο παλάτι με τα γαλάζια μάρμαρα και τα αναρίθμητα δωμάτια…

Και σ’αυτό το μεγαλοπρεπές μέγαρο δεν υπάρχει θάνατος ούτε ζωή… υπάρχει αιωνίωση και φρίκη…

Στιγμές που δεν τελειώνουν ποτέ μα διαδέχονται αναρίθμητα η μια την άλλη…

Κι αυτός ο άλλος που κάποτε ευχήθηκες να ήσουν…

Αυτοί οι αμέτρητοι άλλοι που ευχήθηκες να ήσουν…

Είναι κι αυτοί εκεί και σε περιμένουν… 



LONELY TRAVELER
The Jar - Geir Jartveit