Ο θάνατος του Καραϊσκάκη και η ήττα της μάχης του
Ανάλατου
«…Εις τον Περαιά και Τζερατζίνι συνάχτηκαν πολλά στρατέματα διά να γένη το
κίνημα των Αθηνών. Ήρθε κι’ ο αγαθός Πέτας μ’ ως διακόσιους ανθρώπους, ο
Νικόλας αρχηγός του Κρανιδιού με τους γενναίους πατριώτες του (ήμαστε πολύ
φιλιωμένοι από το Νιόκαστρον)· ήρθε μ’ εκατόν ογδοήντα ανθρώπους· ήρθε ο
ανιψιός του Κοκράν με περίτου από πεντακόσιους Νυδραίους, Πετζώτες κι’άλλους
νησιώτες. Συνάζονταν ολοένα και οι Αθηναίγοι χώρα και χωριά. Και γινήκαμεν εις
αυτό το πόστο περίτου από τρεισήμισυ χιλιάδες. ’Στου Καραϊσκάκη, εις το
Τζερατζίνι, πήγανε όλοι οι Σουλιώτες, Μποτζαραίγοι, Τζαβελαίγοι, Βέγικος,
Γιαννούσης, Ντούσας, Φωτομαραίγοι, Δρακαίγοι, Πελοποννήσιοι, Κολοκοτρωναίγοι,
Σπαρτιάτες, Σισιναίοι, Πετιμεζαίοι κι’ άλλοι πολλοί· Περραιβός, Καλλέργηδες με
τους Κρητικούς, Νοταραίγοι. Το όλο πραματικώς ήταν εις τα δυο πόστα έντεκα
χιλιάδες. Τους έλεγαν δεκαπέντε· δεν ήταν, πραματικώς ήταν έντεκα.
Το Μοναστήρι κι’ ολόγυρα εκείνο το μέρος ως τα κανόνια των Τούρκων εις την
ράχη ήταν πόστα των Τούρκων, δεκαπέντε ταμπούρια, ’στα περισσότερα μέρη
δυναμωμένα πολύ από ανθρώπους και κανόνια και γρανέτες. Αν δεν χαλάγαμεν αυτά
τα πόστα, δεν μπορούσαμεν να τραβήσουμεν διά την Αθήνα. Ήρθε ο Μιαούλης, άλλα
καράβια και η φεργάδα και το παπόρι, και βαρούσαν το Μοναστήρι κι’ όσα ταμπούρια
ήταν πρόσωπον κατά την θάλασσα. Ως τη γης το πήγαν χτυπώντας το Μοναστήρι· και
οι Τούρκοι πολεμούσαν γενναίως, ως λιοντάρια. Κατά το μέρος το δικό μας δεν
τόβλεπε το κανόνι της θαλάσσης· ήταν μία μάντρα κι’ άλλα τούρκικα ταμπούρια και
ήταν εις το γούπατο, οπού είναι το πηγάδι. Τότε πήγαν από τους αθάνατους τους
Νυδραίους, Κρανιδιώτες και πολλοί Ρουμελιώτες και πέσαν από κάτου αυτεινών των
ταμπουργιών. Και δεν
άφιναν τους δικούς μας να σηκώσουν κεφάλι οι Τούρκοι· τους είχαν από κάτου.
Τότε πήρα καμμιά τριανταριά ανθρώπους από το σώμα μου και τους λέγω: «Να πάμεν
κάτου να ενθουσιάσωμεν τους δικούς μας, να τους ειπούμεν, τι κάθονται εκεί
πεσμένοι της κοιλιάς και φυλάνε τους Τούρκους – από την στράτα της Αθήνας
εμπήκε το ταχτικόν και οι Σουλιώτες κι’ ο Καραϊσκάκης και πήραν τα ταμπούρια
των Τούρκων· και πήραν τόσα λάφυρα (να τους ειπούμε ψέματα, να ενθουσιαστούν)·
«κ’ ευτύς να βγάλωμε, τους λέγω, τα μαχαίρια πώς να κινηθούμε ομπρός· όμως να
μην προχωρέσουμεν, ότι μας σκοτώνουν οι Τούρκοι, είναι πλησίον πολλοί». Καθώς
κατεβήκαμεν, τους ενθουσιάζομε με ψευτιές – κι’ ο Θεός τόκαμεν αλήθεια· όσο να
ειπούμε εμείς αυτά, και τραβήσαμεν και τα μαχαίρια, (και ποιος κόταγε να κινηθή
ομπρός;), τότε ένας μπαγιραχτάρης Νυδραίος – εκείνος δεν ήταν άνθρωπος, ήταν
εις τα ποδάρια αγιτός και εις την καρδιά λιοντάρι – ευτύς πήρε την σημαία του και
την έμπηξε μέσα εις το τούρκικον ταμπούρι· και κοντά εις αυτόν όλο το στράτεμα.
Και παίρνομεν δεκατρία ταμπούρια των Τούρκων και τους πήγαμεν κυνηγώντας ως τα
κανόνια τους εις την ράχη. Μπροστά, εις τα Καμίνια, ήταν οι Αθηναίγοι, εις τα
πόστα μας· και τους τόπιασαν των Τούρκων και βαρούσαν ’στο κρέας. Και τους
έγινε ένας μεγάλος σκοτωμός σε όλα αυτά τα μέρη.
Ο Καραϊσκάκης και οι άλλοι όλοι από το Τζερατζίνι δεν ήξεραν τίποτας, και
δεν κινήθηκαν. Περάσαμεν με καμπόσα κεφάλια τούρκικα από μέσα τον βάλτο και
πήγαμεν εις τον Καραϊσκάκη. Φιληθήκαμεν· έδωσε δυο ντούπιες των παιδιών οπούχαν
τα κεφάλια. Κατέβηκε από τ’ άλογό του ο Καραϊσκάκης και μου τόδωσε και καβαλλίκεψα,
και μου είπε να συνάξω από το σώμα μου να κλείσουμεν με χαντάκια τους Τούρκους
οπού μείναν εις το Μοναστήρι. Σύναξα όλους και τους έδωσα τζαπιά και φκυάρια
και φκειάσαμεν ένα χαντάκι πλατύ, να φυλάγη και κατ’ το Μοναστήρι και κατ’ την
Αθήνα, να μην τους έρθη μιντάτι των Τούρκων. Αφού φκειάσαμεν το χαντάκι,
βάλαμεν ασκέρι απ’ ούλα τα σώματα και πολεμούσαμεν το Μοναστήρι. Ήρθαν όλοι από
το πέρα μέρος, ήρθε κι’ ο νέος Ναύαρχος κι’ ο Αρχιστράτηγος εβήκαν από τα
καράβια. Τους πήγαν οι Έλληνες τα κεφάλια να τους δώσουν μπαχτζίσι· δεν θέλησαν
να ιδούνε ούτε εκείνους οπού τα βαστούσαν.
Οι Τούρκοι του Μοναστηριού θέλουν να παραδοθούν ’σ εμάς με συνθήκες να μην
σκοτωθούν· και τοιούτως συνφωνήσαμεν και δώσαμεν τον λόγον της τιμής μας. Τ’
ασκέρια τούς κακοφάνη· ήθελαν να τους πάρωμεν με ντουφέκι. Δώσαμεν τον λόγον
μας να βγούνε. Θέλει ο Καραϊσκάκης να πάγω να τους συντροφέψω εγώ ως τα κανόνια
τους. Αφού είδα τα στρατέματα αγαναχτισμένα δεν θέλησα, κ’ έστειλε τον Βάσιο.
Βγαίνοντας από το Μοναστήρι οι Τούρκοι απόξω, εις την βρύση, έκαμεν ένας
Έλληνας ν’ απλώση ’σ έναν Τούρκον, βγάζει ο Τούρκος την πιστιόλα και σκοτώνει
τον Έλληνα. Τότε, ήταν ως τρακόσοι πενήντα Τούρκοι όλο διαλεμένοι, και καμμιά
δεκαριά σώθηκαν εις τα κανόνια τους. Είναι η αλήθεια του Θεού, από ’μάς δεν
ήξερε κανένας· κατά τον λόγο μας θ’ ακολουθάγαμεν.
Την ίδια βραδειά μού λέγει ο Καραϊσκάκης εμένα και του ταχτικού και του
Κώστα Βλαχόπουλου να φκειάσουμεν κι’ άλλα τρία ταμπούρια, να τα ξημερώσουμεν·
να είναι συνκρατητά με τα δικά μου, να πάμεν ως της ελιές διά να γένη το κίνημα
διά την Αθήνα και να μην μας κόψουν τον δρόμον οι Τούρκοι – ότ’ ήταν πλησίον
μας τούρκικα ταμπούρια πλήθος. Και διά νυχτός τα ξημερώσαμεν φκειασμένα χωρίς
οι Τούρκοι να μας πάρουν χαμπέρι. Βάλαμεν και τα κανόνια τους μέσα εις τα τρία
και ζυγώσαμεν εις την άκρη της ελιές. Την αυγή οπού ξύπνησαν οι Τούρκοι βλέπαν
και τρίβαν τα μάτια τους. Τότε πιάσαμεν τον πόλεμον χωρίς να μας κάμουν καμμίαν
ζημίαν, οπούρθαν τόσοι Τούρκοι πεζούρα και καβαλλαρία.
Τότε συναχτήκαμεν όλες οι κεφαλές εις το τζαντίρι του Καραϊσκάκη και
μιλήσαμεν να γένη το κίνημα διά την Αθήνα. Να γένουν δυο κολώνες· μία κολώνα να
πάγη από τους Τρεις Πύργους, δυο χιλιάδες, να δώσουν εκεί προσοχή οι Τούρκοι,
κι’ από της ελιές να κινηθή ο Καραϊσκάκης να έμπη μέσα εις την Αθήνα. Κεφαλές
διά τους Τρεις Πύργους ο Μπότζαρης, ο Βέικος, ο Ντούσιας, ο Γιώργο Τζαβέλας, ο
Δράκος, ο Βάσιος, οι δυο Νοταραίοι, Καλλέργης, Ποργιώτης. Όλοι αυτείνοι ζήτησαν
κ’ εμένα να πάγω από ’κεί. Ο Καραϊσκάκης δεν ήθελε· ήθελε να πάμεν μαζί από της
ελιές. Δεν θέλαν όλοι. Αποφασίστηκε να πάγω μ’ εκατόν πενήντα ανθρώπους και
τους άλλους να τους αφήσω μ’ έναν αξιωματικόν κεφαλή εις της θέσες τους. Ο
Καραϊσκάκης να κινηθή από της ελιές με πέντε χιλιάδες· δυο χιλιάδες – να είναι
από πεντακόσοι μ’ έναν κεφαλή – να κινιώνται μιντάτι ούθεν κάμη χρεία. Και οι
δυο, η σαβούρα, να είναι εις τα ταμπούρια.
Ο Καραϊσκάκης ήταν άρρωστος. Με φωνάζει και μου λέγει να ειπώ του
Αρχιστράτηγου και του Ναύαρχου το σκέδιον και να λάβω από τον Ναύαρχον τα
τζαπιά και φκυάρια, οπούταν μέσα εις το καράβι του, κι’ αυτά να τα μεράσω εις
τους αρχηγούς οπού θα πάμεν από τους Τρεις Πύργους. Και το σκέδιον ήταν να δώσω
του κάθε ενού οδηγό κι’ απόναν Αθηναίον να ξέρη της θέσες. Από τους Τρεις
Πύργους ως τον Ανάλατον να γίνουν – από την θάλασσα κι’ ως εκεί – έντεκα
ταμπούρια· ’στο μπροστινό να είναι χίλι’ άνθρωποι μέσα. Πήγα αντάμωσα τον
Κοκράν και Τζούρτζη και είπα τα σκέδια και να ετοιμάσουν και τα καράβια διά
όσους θα πάμεν από τους Τρεις Πύργους – σουρουπώνοντας να βαρκαριστούμεν. Πήρα
τα τζαπιά καιφκυάρια και τάδινα τού κάθε οδηγού της θέσης κι’ αρχηγού.
Τελειώνοντας από αυτά, ακώ έναν πόλεμον. Πηγαίνομε, τηράμε· πλησίον εις το
Γλυκό νερό ήταν ένα ταμπούρι Τούρκικον· κ’ εκεί πήγαν κάτι μεθυσμένοι νησιώτες
και Κρητικοί, πιάσαν τον πόλεμον. Συνάχτη το περισσότερον στράτεμα. Εκεί οπού
πήγαμεν να σβέσωμεν τον πόλεμον, ότι θα κάναμεν το κίνημα το βράδυ, πλάκωσαν
και Τούρκοι περισσότεροι πεζούρα και καβαλλαρία. Άναψε ο πόλεμος πολύ· ήρθε κι’
ο Καραϊσκάκης. Τότε του λέγω: «Σύρε οπίσου να πάψη ο πόλεμος, ότι το βράδυ θα
κινηθούμεν. – Μου λέγει, στάσου αυτού με τους ανθρώπους κ’ εγώ φέγω». Τότε σε
ολίγον μαθαίνω ότι βαρέθη ο Καραϊσκάκης. Πάγω εκεί· μαζευόμαστε, τηράμεν· ήτανε
βαρεμένος εις τ’ ασκέλι παραπάνου, εις τα φτενά. Μαζωχτήκαμεν όλοι εκεί. Μας
είπε με χωρατά· «Εγώ πεθαίνω· όμως εσείς να είστε μονοιασμένοι και να βαστήξετε
την πατρίδα». Τον πήγαν εις το καράβι. Την νύχτα τελείωσε και τον πήγαν εις την
Κούλουρη και τον τάφιασαν.
Τότε Τούρκος έφυε, οπού ήταν μ’ εμάς, και το είπε του Κιτάγια αυτό και το σκέδιόν
μας. Ο καιρός πέρασε, δεν έγινε το κίνημα. Βάνομεν τον Τζαβέλα αρχηγόν τ’
ασκεριού. Δεν είχε επιρρογή. Το σκέδιον μένει εις το ίδιον. Εγώ τους είπα ν’
αλλάξωμεν αυτό το σκέδιον, ότι ο Αρχηγός σκοτώθη κι’ αυτείνη η άργητα – θα μας
προδώσουνε. Δεν ήθελε με κάνα τρόπον ο Κοκράν και οι άλλοι. Έστειλα τον
Μαυροκορδάτο, τους μίλησε· δεν θέλησαν να συνακουστούμεν. Σε δυο ημέρες
κινηθήκαμεν. Ο Κιτάγιας το ήξερε· έστειλε παντού και σύναξε ως δυο χιλιάδες
καβαλλαρία. Πήραμεν να φέξωμεν εις τα καράβια. Έστειλα έναν καραβοκύρη, πήγε
εις τον Κοκράν να του ειπή να βολτιτζάρωμεν εκείνη την ημέρα και να βγούμεν το
βράδυ, νάχωμεν καιρό να φκειάσουμεν τα ταμπούρια. Δεν θέλησε. Απάνου οπού πήρε
να δώση ο ήλιος, πρωτοεβήκαμεν ο Βάσιος, ο Καλλέργης κ’ εγώ από πέρα τους Τρεις
Πύργους. Οι άλλοι οι αρχηγοί ήταν ακόμα εις τα καράβια. Τότε μείναμεν σύνφωνοι
εμείς οι τρεις και φκειάσαμεν απόνα ταμπούρι από πάνου εις την ράχη. Ήταν και η
θάλασσα πλησίον, αν μας πλάκωνε πολλή Τουρκιά, νάχωμεν και τα καράβια να μας
βοηθήσουνε. Ο Κοκράν, διά να μην μείνη κανένας ζωντανός – (ήταν αυτός ο αίτιος
κι’ ο Τζαβέλας κι’ ο Περραιβός κι’ όλη αυτείνη η συντροφιά διά να γένη το
κίνημα·κι’ αυτείνοι μείναν όλοι πίσου εις τον Φαληρέα μ’ εννιά χιλιάδες ασκέρι
και κάναν σίγρι με τα κιάλια. Είχαμεν συνφωνήση να μας στείλουν και την
καβαλλαρία· ούτε έναν καβαλλάρη δεν έστειλαν). Έταξε χρήματα ο Κοκράν, «όποιος
πρωτοπάγη εις την Αθήνα». Έπιαν και ρούμι κι’ άλλα σπίρτα όσοι μείναν εις τα
καράβια – τότε βήκαν έξω. Δεν στάθηκαν εις τα δικά μας πόστα, τράβηξαν ομπρός,
εις τον Ανάλατο. Σαν είδαν αυτείνους οι εδικοί μας άνθρωποι φύγαν κ’ εκείνοι
διά ομπρός. Δεν συνακουγόμαστε, καθώς εγίναμεν. Παραγγέλνω του Τζούρτζη όλα
αυτά, ως αρχηγός να στείλη κανέναν, ή ναρθή μόνος του να ειπή των ανθρώπων να
γυρίσουν οπίσου. Αυτείνοι κάθονταν και οι δυο εις τους Τρεις Πύργους ’στα
καράβια, κι’ ο Ναύαρχος κι’ ο Αρχιστράτηγος. Πάνε φκειάνουν ένα στραβό
ταμπούρι. Ήταν πλησίον ένα ρέμα· τους λέγω να το φκειάσουμεν εκεί, δεν ήθελαν.
Έβαλα κ’ έφκειασα ένα ταμπούρι. Πλησίον μου έφκειασε κι’ ο Νοταράς και ήταν και
το ταχτικόν.
Κατέβηκα εις την θάλασσα και πήρα μπάλλες κι’ άλλα αναγκαία,
οπούχαμεν και κανόνια μαζί. Μας πλάκωσαν οι Τούρκοι πλήθος, πεζούρα και
καβαλλαρία. Βαρούγαν από το κάστρο, δεν μπορούσαν να τους κάμουν τίποτας· βαρούγαμεν
εμείς με τα δικά μας κανόνια, το ίδιον. ’Στο στραβό ταμπούρι ήταν οι Σουλιώτες·
δεν είχαν δύναμη, τους δώσαμεν ανθρώπους όλοι και γιομίσαμεν το ταμπούρι τους.
Συνάχτηκαν εις το ρέμα πλήθος Τουρκιά. Με πρώτο γιρούσι εμπήκαν μέσα εις το
ταμπούρι των εδικώνε μας. Μια φωτιά μόνον πρόφτασαν οι εδικοί μας κ’ έρριξαν –
και τους πελέκησε η πεζούρα και ηκαβαλλαρία. Καμμιά εξηνταριά λαγάρισαν από
τους δικούς μας – τους έβαλαν εις τη μέση και τους τελείωσαν κι’ αυτούς.
Τότε γιομίσαμεν εμείς με κομμάτια τα ντουφέκια μας και προσμέναμεν να
ρίξωμεν εις το κρέας όσο να λυώσουμε εκεί μέσα. Τα ταμπούρια τάχαμεν φκειασμένα
καλά. Είχα πιάση την πόρτα και βαστούσα τους ανθρώπους. Τότε ένας αξιωματικός
μού δίνει μίαν ασκουντιά και κόντεψε να μου μπη το μαχαίρι μέσα εις την κοιλιά
μου. Σηκώνομαι απάνου, πιάστηκα μ’ εκείνον· «Τήρα κάτου, μου λέγει· σήμερα μας
πήρετε όλους εις το λαιμό σας». Όσα ταμπούρια ήταν από την άκρη την θάλασσα ως
τα δικά μας, δέκα έντεκα, τζακίστηκαν χωρίς πόλεμον και μας άφησαν τα τρία ταμπούρια
του Νοταρά, το δικό μου, του Βάσιου και του αλλουνού Νοταρά, οπούήταν σε ένα
ταμπούρι. Και εις τον ίδιον καιρόν τζακιστήκαμεν και τα τρία ταμπούρια και
πελεκιώντας με τους Τούρκους – άκουγες σα να ήταν λόγκος χτύπαγαν τα μαχαίρια
και τα σπαθιά. Τυλιμένος με τους Τούρκους και χάριν εις τα ποδάρια μου κι’ ότι
βρέθηκα με κουράγιον, δεν κιότεψα (ότι οι περισσότεροι από αυτό χάθηκαν) και
κόβοντας από ’μάς οι Τούρκοι από τον Ανάλατον ως την θάλασσα, φτάσαμε εκεί,
οπού γίνεταν θρήνος.
Και οι Έλληνες κάμαν το χρέος τους, όμως κέρδεσαν την νίκη οι Τούρκοι.
Περίτου από οχτακόσοι Έλληνες πήγαν, όλο το άνθος. Και οι Τούρκοι ζύγωσαν εις
αυτό. ’στην θάλασσα ηύραμεν τον Κώστα Μπότζαρη και τους άλλους, οπού άφησαν τα
ταμπούρια τους και φύγαν πρωτύτερα. Είχαν όλοι μπη εις την θάλασσα και
φαίνονταν τα κεφάλια τους μόνον. Τότε μας ρίχτηκαν κ’ εκεί πεζούρα και
καβαλλαρία, και με τα μαχαίρια σκάβαμεν την γης και φκειάναμεν ταμπούρια και
μπαίναμεν από πίσου. Και πολεμήσαμεν ως τα σούρπα.
Και τότε αρχίσαμεν να μπαρκαριστούμε. Μετράγω τους ανθρώπους μου· ήμουν μ’
εκατόν πενήντα κ’ έμειναν τριάντα τρεις κ’ εγώ. Ως διακόσοι πενήντα το
ταχτικόν, μείναν καμμία εξηνταργιά. Βλέποντας αυτό, από την λύπη μου – και
πολέμαγα να τους μπαρκαρίσω, με πλάκωσαν πολλοί, ότ’ ήμουν και κουτζός, (άντεσα
ξυπόλυτος οπούφκειανα το ταμπούρι) μου δίνουν ένα ασκούντημα και πάγω εις τον
πάτο εις την θάλασσα. Μισοπνιμένον με βγάλανε και με πήγαν εις την γολέττα τ’
Αρχιστράτηγου. Μπήκαν και οι άλλοι μέσα.
Μαθαίνομεν ότι του αρχηγού Κίτζο Τζαβέλα μ’ εννιά χιλιάδες ασκέρι τού πήραν
τα κανόνια, οπούχαμεν κάτου εις τα πόστα, τους πήραν το Μαναστήρι. Εκεί αυτός,
εκεί ο Νικήτας, εκεί ο Χατζημιχάλης, εκεί ο Γενναίος Κολοκοτρώνης, εκεί οι
άλλοι αξιωματικοί, Πετμεζαίγοι, Σισίνηδες του Καραϊσκάκη. Τους πήραν όλες της
θέσες και Μαναστήρι και Νερό και τους κλείσαν εις την Καστέλλα κι’ ολόγυρα.
Όταν ζούσε ο Καραϊσκάκης όλοι αυτείνοι ούτε διά ψυχογυιόν δεν τον κάναν
καμπούλι. Σκοτώνοντας ο Καραϊσκάκης, σκούργιασαν τα ντουφέκια τους, στόμωσαν τα
σπαθιά τους. Τότε είδαμεν πόσα δράμια ζυάζει ο καθείς. Αφού τους πήραν της
θέσες όλες και θα πέθαιναν της δίψας, τότε βήκαμεν από τα καράβια κ’ εμείς οι
μισοσκοτωμένοι και πολεμήσαμεν μαζί με αυτούς τους Τούρκους και ξαναπήραμεν το
Νερό και Μοναστήρι και της άλλες θέσες. Κ’ έπγαν νερό αυτείνοι όλοι και τα
καϊμένα τ’ άλογα τ’ αθώα.
Πού ακούστη εννιά χιλιάδες Έλληνες, πεζούρα και καβαλλαρία, να τους πάρουν
ομπρός πεντακόσοι Τούρκοι; Και να τους κυργέψουν όλα τα πόστα και κανόνια; Και
να σκάσουνε από τη δίψα; Ανάθεμα τον Κοκράν οπού μας έβγαλε έξω το βράδυ – να
τους αφήσωμε να πεθάνουν από την δίψα, να τους πιάσουν όλους οι Τούρκοι.
Χάθηκαν εις τον Ανάλατον οι γενναίοι και οι καλοί πατριώτες, τα άξια
παληκάρια ο Δράκος, ο Βέικος, ο Ντούσιας, ο Γιώργο Τζαβέλας, ο Νοταράς, ο
Τζελέπης κι’ άλλοι πλήθος αξιωματικοί. Πιάστη ζωντανός κι’ ο καϊμένος ο
Καλλέργης και τράβησε τόσα μαρτύρια· και τον ξαγόρασαν. Σκοτώθηκαν οι
περισσότεροι Κρητικοί κι’ ο γενναίος Κουρμούζης. Αιωνία τους η μνήμη! Η πατρίδα
χρωστάγει χάριτες σε όλους αυτούς. Και να ευκέται τον νέον Ναύαρχον κι’
Αρχιστράτηγον, οπού τους στείλαν παράωρα εις τον Άδη όλους από της κυβέρνειες
τους…»
Στρατηγού
Μακρυγιάννη, Απομνημονεύματα