Παρασκευή 30 Μαρτίου 2018

πονώ γιατί δεν έμαθα τίποτα…





Ήταν κοντά του με τον τρόπο εκείνο, με τη στάση εκείνη που απαιτούσε η στιγμή. Η συμπαντιαία στιγμή της τρομακτικής επίγνωσης ότι το να είσαι μόνος είναι μια διάσταση που τα εξακτινώνει όλα στην αρχή τους… στον πυρήνα τους.. στη γέννησή τους. Στο αδιαμόρφωτο είναι τους.

Ήταν σα να είχε μπροστά της το πέπλο του Ανεκδήλωτου. Ριγούσε. Έτρεμε στη σκέψη τι θα συνέβαινε εάν ανασήκωνε τούτο το πέπλο. Πόσο εύθραυστη ήταν η ίδια η στιγμή! Το δικό του βήμα προς την Άβυσσο, η δική της ανάσα που φοβόταν πως θα μπορούσε να τα καταστρέψει όλα…

«Πέθανα τόσες φορές», ανάσανε περισσότερο παρά μίλησε. «Τόσες φορές… και δεν αξιώθηκα ακόμα να ζήσω…»

Ήταν μια ολόκληρη Δημιουργία εκείνη η Στιγμή. Το Μηδέν που τα περιέχει όλα εν δυνάμει. Ποια βούληση και σε ποια κατεύθυνση θα στρέψει τη Δημιουργία όταν εκείνη μοιραία θα επισυμβεί; Ήταν μια στιγμή Απόλυτης Ενσυναίσθησης για εκείνη και το ένιωθε στα κόκκαλα και στους νεφρούς της. Δεν ανάσαινε πια από το στέρνο της. Εισέπνεε το μεγαλείο της Ώρας και το εξέπνεε από τους πόρους του κορμιού της. Με οδύνη. Με ωδίνες.

«Αν μπορούσα να αποδεχθώ ότι φοβάμαι… ανοίγομαι σ’ αυτό το βάραθρο… και δεν ξέρω αν είναι απλά ο επόμενος θάνατος… ή ίσως η μία και μόνη ζωή που αξιωνόμαστε…»

Τα δάχτυλά της σταμάτησαν στην αύρα του σώματος και δεν τόλμησε να την διαπεράσει για να ανταμωθεί με το δέρμα… πονούσε κι αυτό… ένα Τραύμα… το Αρχαίο Ρίγος είναι, τελικά, ένα Τραύμα… τα δάκρυά της ήταν ο δικός του πόνος… απόλυτη ενσυναίσθηση…

«Περπατώ μόνος όλους αυτούς τους αιώνες… δεν είχα βήμα, δεν διδάχθηκα την εναρμόνιση… δεν γονάτισα μπροστά στο Κατώφλι… ασεβής ίσως σκεφτείς… άσμενος περιπατητής… χαρούμενος... και λυπημένος… δεν διδάχθηκα τίποτα… πονώ γιατί δεν έμαθα τίποτα…»

Οι λέξεις διαχύνονταν στην ατμόσφαιρα όπως οι σταγόνες της βροχής από τη θύελλα. Λες κι αναζητούσαν να ταιριάξουν με άλλες λέξεις, να γονιμοποιηθούν, να φτιάξουν νέα στερεώματα…

Άρχισε να βαδίζει αργά… απομακρυνόταν…

Δεν θα τον έχανε από τα μάτια της… ποτέ… κοιτούσε πλέον μέσα απ’τα δικά του…


Der [ angler ]

Πέμπτη 15 Μαρτίου 2018

Κι έτσι προχωράς...



Θυμάσαι εκείνη την όμορφη εποχή;
Την εποχή της καθαρότητας; Της λιακάδας; Της ευδίας;
Θυμάσαι τον ήλιο της σχέσης μας;
Ήταν λαμπερός, θαλερός, παλλόμενος… σχεδόν θρασύς…
Εγώ θυμάμαι την ομίχλη…
Την ομίχλη που μας σκότωσε… την ομίχλη που μας τα πήρε όλα…
Αυτή θυμάμαι εγώ… και το ότι κάποια στιγμή… άγνωστο πως και γιατί, έπαψα να σε βλέπω…
Έπαψες κι εσύ να βλέπεις εμένα… αυτός που κοίταζες δεν ήμουν εγώ, αυτή που κοίταζα δεν ήσουν εσύ…
Προκειμένου να οικειωθούμε το μεταξύ μας, γίναμε ξένοι στον εαυτό μας…
Αναζητώντας προσκύρωση στο έμπεδο, χάσαμε το ροϊκό…
Ψηλαφώντας τις διαστάσεις του εαυτού, αρνηθήκαμε το εν τω αυτώ…
Δεν μας εκδικήθηκε το αύριο ούτε το χτες…
Μας αφάνισε το τώρα που πρώτοι εμείς περιφρονήσαμε…

Κι έπειτα
Κάποια μέρα
Δεν ξέρω το πώς και το γιατί…
Γεννήθηκε η ομίχλη…
Τα σκέπασε όλα, τα κατάπιε όλα…

Κι όταν την ανασάναμε τόσο ώστε να γίνουμε ένα μ’αυτήν…
Μας εγκατέλειψε…

Και πήρε μαζί της τα πρόσωπα
Τις ιαχές
Τις γεωμετρίες
Τα πιθανώς
Τα επιπλέον
Τα ενδεχομένως…
Ακόμα κι αυτά...

Στην ερημία που άφησε πίσω της
Ο χρόνος γενναιόδωρα
Και πάντα μοχθηρά
Σου προσφέρει την προίκα της επίγνωσης…

Κι έτσι προχωράς…

Σάββατο 10 Μαρτίου 2018

Ψυχονομείο



Ψυχονομείο

από τούτη την απόσταση
όλα μοιάζουν ένα λεβιαθανικό τοπίο
πέτρες θεόρατες
ριζωμένες σε πρόστυχα μωβ σύννεφα
με τις ριπές του χρόνου
να τις αναγκάζουν ν’ανθίσουν
όνειρα αρχαίων όντων…

ο χρόνος θολώνει τ’οπτικό πεδίο
και σαρκάζει το τεράστιο μελανογράφημα
στο σώμα μου
μα δεν είναι
τους φωνάζω
ποτέ δεν ήταν
το δικό μου σώμα!

ως ξενιστής αρκούμαι
να υποδέχομαι τις εποχές
σιωπηλά
μακελεύοντας όλες τις γλυκές στιγμές
που δραπετεύουν απ’το ψυχονομείο του Απείρου

από τούτη την απόσταση
έχω την πολυτέλεια του θρήνου
και την αφέλεια της ελπίδας

κι αρνούμαι πια να στερηθώ
το αρχαίο αυτό βλέμμα
ως ξενιστής το δανείστηκα
απ’το ήπαρ του Αχανούς
σαν δηλητήριο ενέσιμο ιχώρ
και μεταβολισμένο από όσα το άγγιγμα φανέρωσε
θα το παραδώσω καθαρό
στο επόμενο καλοκαίρι
που θα με αγκαλιάσει…



simplement... une petite fleur

Σάββατο 3 Μαρτίου 2018

Σαχτούρης - Ὁ Ἐλεγκτὴς



Ὁ Ἐλεγκτὴς

Ἕνας μπαξὲς γεμᾶτος αἷμα εἶν' ὁ οὐρανὸς
καὶ λίγο χιόνι
ἔσφιξα τὰ σκοινιά μου
πρέπει καὶ πάλι νὰ ἐλέγξω
τ' ἀστέρια
ἐγώ
κληρονόμος πουλιῶν
πρέπει
ἔστω καὶ μὲ σπασμένα φτερά
νὰ πετάω.


Μ. Σαχτούρης