Αντώνης πήρε τα κιάλια από τον δεσμοφύλακα και
κοίταξε προς την παραλία. Ο Γάτος είχε δίκιο. Ήταν ένα κορίτσι με καστανόξανθα
μακριά μαλλιά καθισμένο στην αμμουδιά. Δεν μπορούσε να διακρίνει πολλά. Τα χυτά
μαλλιά της που έπαιζαν με τον άνεμο όμως μπόρεσε να τα δει. Κι ακόμη το λευκό
μπικίνι της που έκανε ένα πολύ ερεθιστικό κοντράστ με το μαυρισμένο της κορμί.
Ποια να ήταν αυτή η κοπέλα, μόνη, ολόμονη σ'αυτή την ρημαδο-παραλία;
"Χανιώτης!
Χανιώτης, άσε τα κιάλια και κάτσε κάτω", άκουσε την αγριοφωνάρα του
αρχιφύλακα που βγήκε από το κουβούκλιο της γέφυρας για να τον κατσαδιάσει.
Αει γαμήσου, αποκρίθηκε σιγανά
εκείνος και ακούμπησε τα κιάλια πάνω στο κουτί της μηχανής.
"Την είδες;"
Ο Αντώνης γύρισε και είδε τον Γάτο να σκύβει
και να του χαμογελάει μέσα από τα σάπια δόντια του. "Όμορφη ε;"
"Ναι, την είδα", είπε απλά ο
Αντώνης και γύρισε το βλέμμα του.
"Μωρέ, μπουκιά και συχώριο σου λέω. Λες
μεθαύριο που θα πάμε για να καθαρίσουμε να την ξαναβρούμε;"
Ο Αντώνης έβγαλε τα τσιγάρα του και άναψε με
αργές κινήσεις ένα.
"Δεν ξέρω. Αλλά αν δεν την βρούμε θα
είναι καλύτερα", είπε και φύσηξε τον καπνό.
Το βλέμμα του Γάτου σκοτείνιασε.
"Γιατί ρε Φιλέ;"
"Σου έχω ξαναπεί να μην με λες
έτσι", αποκρίθηκε ο Αντώνης και έριξε στον Γάτο ένα τσατισμένο βλέμμα.
"Καλά ρε Φιλ... ρε Αντώνη. Αλλά πες
μου, θα την βρούμε μεθαύριο;"
"Σου είπα, καλύτερα να μην την δούμε.
Αρκετές μαλακίες δεν έχεις τραβήξει οχτώ χρόνια τώρα; Θα τον ξεκολλήσεις στο
τέλος!".
Κάποιοι πάρα πέρα, ο Σουηδός και ο
Μουράβγιας ξέσπασαν σε γέλια. Ο Γάτος σήκωσε τους τεράστιους ώμους του και
απομακρύνθηκε από τον Αντώνη.
Κι όμως, μονολόγησε εκείνος
γυρίζοντας προς την ανοιχτή θάλασσα, θα'ταν αληθινά όμορφο να την ξαναδούμε
μεθαύριο.
Ο Αντώνης έβαλε και τα τελευταία ρούχα στο
πανάρχαιο πλυντήριο, έκλεισε και ασφάλισε την στρογγυλή του πόρτα. Γύρισε τον
διακόπτη και αφού άκουσε τον... βρυχηθμό που σήμαινε την έναρξη του
προγράμματος πλύσης, κάθισε στον πάγκο του και άναψε ένα τσιγάρο. Το μυαλό του
είχε σταματήσει στο κορίτσι της παραλίας, με το λευκό μαγιό και τα όμορφα
μαλλιά που τα έπαιρνε ο άνεμος. Τι χρώμα άραγε να είχαν τα μάτια της;
"Γαλάζιο!"
Ο Αντώνης γύρισε αιφνιδιασμένος το κεφάλι
του. Ο Γάτος βρισκόταν από πάνω του και γελούσε με την γνωστό του ύφος.
"Τι είπες μωρέ μαλάκα;"
"Γαλάζιο ρε Φιλέ. Θα πάμε μεθαύριο στην
παραλία. Βγήκαν οι βάρδιες".
"Γαλάζιο" στη διάλεκτο της Πτέρυγας
Β σήμαινε ότι 'όλα πάνε καλά, όπως εμείς θέλουμε'. Ο Αντώνης χαμογέλασε
ικανοποιημένος. Μέχρι που προσέφερε και τσιγάρο στον Γάτο.
"Ευχαριστώ Φιλέ!", είπε εκείνος με
μάτια γουρλωμένα και δεν το πίστευε. Κάθισε δίπλα, -όχι και κολλητά, ο Αντώνης
δεν γούσταρε οικειότητες-, άναψε το τσιγάρο του και απήλαυσε την πρώτη του
τζούρα.
"Λες να είναι εκεί Φιλέ;", τον
ρώτησε ύστερα από λίγο.
"Ποια μωρέ;", τον ρώτησε με εύθυμο
ύφος ο Αντώνης που είχε λίγη διάθεση να χαζολογήσει με τον πανύψηλο φίλο του.
"Η κοπέλα της παραλίας. Λες να είναι
εκεί και να μας περιμένει;"
"Ναι, έχει αναβάλει όλες τις δουλειές
της και περιμένει 12 κατάδικους από τον Αη Λιά να πάνε να καθαρίσουν τα
σκουπίδια. Ποια σκουπίδια δηλαδή; Τέλος πάντων".
Ο Γάτος είχε μείνει συνοφρυωμένος. Τώρα ο
Αντώνης τον δούλευε ή μιλούσε σοβαρά;
"Φιλέ..."
Ο Αντώνης έριξε μια φιλική καρπαζιά στον
γιγαντόσωμο φίλο του.
"Σου είπα ή δεν σου είπα να μην με λες
έτσι ρε;"
"Μου κόλλησε ρε Φιλέ. Να σε
ρωτήσω;"
Το παρατσούκλι αυτό το είχαν επινοήσει ο
Τζαμάικας και ο Σουγιάς όταν είδαν τον Αντώνη να παίζει βόλεϊ κάποια Κυριακή
και να φωνάζει "πάνω απ'το φιλέ ρε μαλάκες, όχι από κάτω!". Οι
περισσότεροι δεν το χρησιμοποιούσαν πια αλλά όχι και ο Γάτος. Στην
πραγματικότητα δεν τον πείραζε τον Αντώνη να τον αποκαλούν "Φιλέ",
"Ρόμβο", ή "Νανού", ή όπως αλλιώς ήθελαν. Και τον Γάτο τον
αγαπούσε στο βάθος, άσχετα αν μερικές φορές γινόταν τσιμπούρι.
"'Άντε, ρώτα", του απάντησε και
κάθισε πιο αναπαυτικά στον πάγκο του.
"Θα της την πέσεις;"
"Τι είπες;"
Ο Γάτος τώρα σηκώθηκε από τον πάγκο και
έκανε δυο βήματα πίσω. Ήταν αστείο το θέαμα. Με ύψος περίπου κοντά δυο μέτρα
και βάρος πάνω από 120 κιλά, ο Γάτος έτρεμε σαν το ψάρι και μόνο στη σκέψη ότι
ο Αντώνης, περίπου 30 πόντους πιο κοντός και καμιά 40ριά κιλά πιο αδύνατος, θα θύμωνε
και θα του έβαζε τις φωνές. Όμως ο Αντώνης ήταν κάτι σαν θεός για τον Γάτο, και
όχι μόνο. Ο λόγος του ήταν ο πιο σεβαστός στην Πτέρυγα και ό,τι αποφάσιζε
εκείνος ήταν περίπου νόμος για όλους.
Ο Αντώνης σηκώθηκε από τον πάγκο, δήθεν να
ορμήξει στον φοβισμένο συγκρατούμενό του. Ο τελευταίος υπεράσπισε το κεφάλι του
με τα χέρια του αλλά ο Αντώνης το μόνο που έκανε ήταν να τον χτυπήσει φιλικά
στην πλάτη και να τον χαϊδέψει στα μαλλιά.
"Δεν θύμωσες Φιλέ, έτσι;", του
είπε χαμογελώντας ο πανύψηλος άντρας.
"Όχι ρε μάγκα, δεν σου θύμωσα. Άντε,
πάγαινε πάνω τώρα. Σε λιγάκι θα έρθω κι εγώ".
"Θα σου φτιάξω καφέ Φιλέ", είπε
χαρούμενος ο Γάτος φεύγοντας.
"Καλά", απάντησε ο Αντώνης
χαμογελώντας και έριξε μια τελευταία ματιά στο σαράβαλο που πριν από αιώνες ήταν
πλυντήριο και αγκομαχούσε να τα βγάλει πέρα.
Ο διευθυντής των φυλακών περίμενε καθισμένος
στο παλιό, βρόμικο γραφείο του, χωμένος –ως συνήθως- πίσω από μια αθλητική
εφημερίδα.
"Κλείσε την πόρτα ρε Νανού", είπε
στον Αντώνη που περίμενε όρθιος στο κατώφλι. "Έλα, κάτσε να τα
πούμε".
Ο διευθυντής πέταξε την εφημερίδα στο πλάι
και ανακάθισε στη φθαρμένη προκατακλυσμιαία πολυθρόνα του που έτριξε απαίσια. Ο
Αντώνης κάθισε σε μια από τις καρέκλες εμπρός από το γραφείο.
"Πως τα πας ρε Νανού;"
Το παρατσούκλι αυτό το είχε βγάλει ένας
παλιός δεσμοφύλακας τον πρώτο καιρό που είχε έρθει ο Αντώνης στην Πτέρυγα. Κι
αυτό επειδή έκανε ένα σαρδάμ με την γνωστή φίρμα γαλακτοκομικών. Ένα 'α' στην
θέση του 'ου' ήταν αρκετό για να του κολλήσουν το παρατσούκλι.
"Καλά είμαι κε διευθυντά",
απάντησε ο Αντώνης κάπως βαριεστημένα. Ήξερε ποιο ήταν το θέμα της συνάντησης.
Δυό ημέρες το μήνα γινόταν αυτή η συζήτηση, η ίδια συζήτηση. Οι δώδεκα
κρατούμενοι θα αποβιβάζονταν στο νησάκι της Γριάς -έτσι ήταν γνωστό- και θα
καθάριζαν την μοναδική του παραλία από τα υποτιθέμενα σκουπίδια που άφηναν εκεί
οι υποτιθέμενοι επισκέπτες του. Αυτό τουλάχιστον ήξερε το Υπουργείο Δικαιοσύνης
που επιδοτούσε το πρόγραμμα αυτό και έκανε πιο παχυλό τον μισθό του διευθυντή
ενώ δεν έμεναν παραπονούμενοι και οι φύλακες βέβαια.
"Πάρτε και σακούλες. Κάντε ότι
καθαρίζετε. Γεμίστε τις με ξερόκλαδα και τέτοια να φουσκώσουν. Και μετά τις 12
αράξτε στην παραλία, κάντε και καμιά βουτιά και μετά θα γυρίσετε.
Ξηγημένοι;", ρώτησε ο διευθυντής και έκλεισε το μάτι στον Αντώνη.
"Έγινε κε διευθυντά", απάντησε
βαριεστημένα εκείνος και σηκώθηκε από την πολυθρόνα. "Α, μην το
ξεχάσω".
"Τι είναι;".
"Έχω κάνει μια λίστα με κάποια βιβλία
για την βιβλιοθήκη. Τα παλιά τα έχουμε διαβάσει όλα. Να σας την αφήσω;", είπε
ο Αντώνης και έβγαλε ένα χαρτί από το πουκάμισό του.
"Εντάξει, άστο", απάντησε ο
διευθυντής. "Πολύ διάβασμα πέφτει τελευταία Νανού", συμπλήρωσε με ένα
καχύποπτο ύφος.
"Μορφώνω τον Γάτο. Μπας και πάρει καμιά
φορά το απολυτήριο Λυκείου", απάντησε ο Αντώνης χαμογελώντας και
εγκατέλειψε το γραφείο αφήνοντας τον διευθυντή να ξύνει το κεφάλι του.
Το καΐκι δεν έπιανε πάνω από 8 μίλια την
ώρα. Κι αυτά με ιδανικές συνθήκες. Σήμερα που είχε θαλασσίτσα δεν θα πρέπει να
ξεπερνούσε τα 6 μίλια. Σκέτο καφεκούτι. Όχι πως βιαζόταν κανείς βέβαια. Θα
πιάνανε το νησάκι της Γριάς σε καμιά ώρα.
Ο Αντώνης είχε ξαπλώσει και λαγοκοιμόταν σε
ένα πάγκο στην πλώρη. Πιο κει, πάνω σε κάτι κουλουριασμένα σχοινιά προσπαθούσε
να βολέψει το θηριώδες σώμα του ο Γάτος.
"Να σε ρωτήσω κάτι ρε Φιλέ;"
"Παλεύω να κοιμηθώ λιγάκι. Κάνε κι εσύ
το ίδιο".
"Κουνάει ρε Φιλέ. Ανακατεύομαι".
"Μην ξεράσεις πάνω μου μονάχα".
Ο Γάτος έμεινε για λίγο ήσυχος αλλά ο
Αντώνης ήξερε πως αυτό το... λίγο ήταν πολύ λίγο.
"Φιλέ, λες να την βρούμε;"
"Ποια;"
"Την κοπελιά της παραλίας"
"Κοιμήσου".
"Ήταν πολύ όμορφη. Και μπορεί να έχουν
έρθει και φίλες της σήμερα. Θα κάνουμε παρέα"
"Καλά, άσε να τελειώσουμε το γόπινγκ
και θα δούμε".
"Φιλέ, αν είναι τα κορίτσια εκεί, θα με
πάρεις μαζί σου, ε;"
"Ρε ένα τσιμπούρι που με βρήκε,
εντάξει, θα σε πάρω μαζί μου".
"Σ'ευχαριστώ Φιλέ. Είσαι εντάξει".
Ο Αντώνης χαμογέλασε. Κι εκείνος, κάπου μέσα
του, ευχόταν να συναντήσουν κάποια κορίτσια στην ξεχασμένη παραλία της Γριάς.
Αν και ήταν πολύ σπάνιο. Πότε πότε ερχόταν κανένα ταχύπλοο και άραζε για λίγο
αλλά τα τελευταία χρόνια δεν γινόταν ούτε κι αυτό.
Το μυαλό του σχημάτισε πάλι την εικόνα της
κοπέλας με το λευκό μαγιό και τα καστανά μαλλιά. Χαλάρωσε, είπε στον
εαυτό του και προσπάθησε να χαλαρώσει. Μάταια όμως, ο Γάτος είχε δίκιο, κούναγε
πολύ.
Προχωρημένο μεσημέρι. Ήταν στην παραλία, ο
Αντώνης, ο Γάτος, ο Σουγιάς και ο Τσάφας. Ο Αντώνης είχε βγάλει το πουκάμισό
του και το παντελόνι του και λιαζόταν. Ο Γάτος με τους άλλους δυο έφτιαχναν
κάτι σαν που με πολύ φιλότιμο θα μπορούσες να το αποκαλέσεις πύργο.
Κάποια στιγμή ακούστηκε ήχος από εξωλέμβια
μηχανή. Ερχόταν προς το μέρος τους κάποιο κρις κραφτ. Ο Γάτος παράτησε την
κατασκευή του πύργου και έτρεξε δίπλα στον Αντώνη.
"Να'τες! Να'τες, σήκω Φιλέ!", είπε
με ενθουσιασμό δείχνοντας προς το μικρό σκάφος που ερχόταν με ταχύτητα.
"Μην δείχνεις και ηρέμησε, μην
φωνάζεις. Ύστερα σηκώθηκε, ανακάθισε και στύλωσε το βλέμμα του στο μικρό
σκαφάκι.
"Δεν έρχονται εδώ", ανακοίνωσε σε
λίγο.
"Που πάνε Φιλέ;", ρώτησε ο Γάτος
με αγωνία.
"Ε, πιο κάτω πάνε. Δεν θέλουν κόσμο.
Ερημιά θέλουν".
"Είναι και η δικιά μας μέσα Φιλέ;"
"Δεν μπόρεσα να δω. Πάντως είναι τρία
άτομα".
Ο Γάτος σηκώθηκε όρθιος και κάλυψε τον ήλιο
από τον φίλο του.
"Μην διανοηθείς να πάς προς τα εκεί. Έχουμε
διαταγές, μην τις ξεχνάς."
Ο Γάτος υπάκουσε αμέσως και ξανακάθισε δίπλα
στον Αντώνη.
"Εμείς την πέφτουμε για καμιά βουτιά.
Πότε φεύγουμε Νανού;", ρώτησε ο Σουγιάς.
"Σε λιγάκι παιδιά. Κάντε την βουτιά σας
με την ησυχία σας".
Οι δυο άντρες έπεσαν στο νερό.
"Δεν πας κι εσύ να δροσιστείς
λιγάκι;", είπε ο Αντώνης στον Γάτο.
"Καλά, να πάω", είπε εκείνος και
έτρεξε στο νερό.
Ο Αντώνης τον παρακολουθούσε να τρέχει με
αυτό το άγαρμπο, ασουλούπωτο στυλ του και χαμογέλασε. Μετά αποφάσισε να
χαλαρώσει λιγάκι μέχρι να ακούσουν το σφύριγμα του αρχιφύλακα.
Στην αρχή νόμιζε πως ήταν ο Γάτος και
απώθησε με το χέρι του το πόδι που είχε ακουμπήσει στο στέρνο του. Όμως σε
ελάχιστα δευτερόλεπτα το πόδι ξαναγύρισε και με μια παιγνιδιάρικη διάθεση
ακούμπησε πάλι πάνω στην κοιλιά του αυτή τη φορά. Αποκλείεται να ήταν ο Γάτος.
Εκείνος δεν θα επέμενε. Και βέβαια ο Γάτος δεν είχε τόσο… ναζιάρικες διαθέσεις.
Ο Αντώνης κατέβασε το χέρι από το πρόσωπό
του έτοιμος να ξεστομίσει κάποια ‘Γαλλικά’ αλλά αυτό που αντίκρισε του πήρε τη
μιλιά. Όρθια από πάνω του στεκόταν, τον κοιτούσε και χαμογελούσε εκείνη! Η
κοπέλα της παραλίας! Το δικό της πόδι είχε απωθήσει λίγο πριν και το είχε ξαναφέρει
στο γυμνό του σώμα. Η εικόνα ήταν σχεδόν μαγική, σαν ψεύτικη. Έτσι όπως την
κοιτούσε από χαμηλά, είχε την μοναδική ευκαιρία να επιθεωρήσει και να θαυμάσει
το όμορφο αυτό κορίτσι σε όλη του την μεγαλοπρέπεια. Το χαμόγελό της όμως, αυτό
ήταν που τον είχε αιχμαλωτίσει, το αλήτικο βλέμμα της και...
"Ποιος είσαι εσύ;", άκουσε την
μελωδική της φωνή να βγαίνει από τα χειλάκια της.
"Αν σταματήσεις να με πατάς και με
αφήσεις να σηκωθώ, θα σου πω", της απάντησε με εύθυμο ύφος.
Η κοπέλα πήρε το όμορφο πόδι της από πάνω
του και του επέτρεψε να σηκωθεί. Όταν βρέθηκε όρθιος δίπλα της, μπόρεσε να
ολοκληρώσει την εικόνα της. Δεν θα πρέπει να ήταν πάνω από 20 ή 22 χρόνων.
Δροσερή, γλυκιά και αθώα. Έτσι σχηματίστηκε η εικόνα της μέσα του και
ευχαριστήθηκε που βρισκόταν δίπλα σε ένα τέτοιο κορίτσι ξανά, ύστερα από τόσα
χρόνια.
Ο Αντώνης θυμήθηκε τους συγκρατούμενους. Έψαξε
με το βλέμμα του παντού. Δεν υπήρχε κανείς.
"Τι ψάχνεις;", τον ρώτησε.
"Εεε, τίποτα"
"Μήπως την κοπελιά σου;"
"Όχι, όχι, μόνος είμαι", της
απάντησε και απόρησε. Μάλλον έφυγε το καΐκι και με παράτησαν εδώ. Σκατά!, σκέφτηκε
και δεν μπορούσε να το χωνέψει. Καλά όλοι οι άλλοι, αλλά να τον παρατήσει και ο
Γάτος;
"Πάμε μια βόλτα;", άκουσε την
μικρή να τον ρωτάει και δεν πρόλαβε να απαντήσει γιατί ήδη τον είχε τραβήξει να
σηκωθεί, του είχε πιάσει το χέρι και περπατούσαν κιόλας σαν ερωτευμένο
ζευγαράκι στην αμμουδιά.
"Πως σε λένε;", τον ρώτησε.
"Ναν... ε, Αντώνη θέλω να πω.
Εσένα;"
"Σταυρούλα. και τι κάνεις σ'αυτή την
παραλία ολομόναχος;"
"Εεε, εσύ; Εσύ τι κάνεις εδώ;"
"Μα, αυτό το νησάκι, είναι δικό
μου!", του απάντησε γελώντας και προς στιγμήν τον άφησε άναυδο.
Λες να το πούλησε η κυβέρνηση;, σκέφτηκε
αλλά απέρριψε αμέσως την ιδέα.
"Ώστε είναι δικό σου ε; Και που
μένεις;", την ρώτησε.
"Πουθενά. Έρχονται, με αφήνουν να κάνω
το μπάνιο μου και μετά γυρίζουν και με παίρνουν πάλι. Να, πιο κάτω είναι τα
πράγματά μου", του απάντησε και ξαφνικά τον άφησε. Άρχισε να τρέχει και σε
λίγο τον ανάγκασε να την ακολουθήσει.
Ύστερα από λίγο έφτασαν κάτω από ένα ξύλινο
υπόστεγο, στο τέλος της μεγάλης παραλίας. Αμέσως μετά άρχιζαν κάποια μεγάλα,
κοφτερά βράχια. Το υπόστεγο φιλοξενούσε τα πάντα. Καρέκλες, τραπεζάκι,
ξαπλώστρες και πετσέτες, μικρά ψυγειάκια γεμάτα με αναψυκτικά και μπίρες ενώ
πάνω στο τραπέζι υπήρχε ένα μπολ με φρούτα.
"Μήπως πεινάς;", τον ρώτησε και
κάθισε στη μια από τις δυο θέσεις και άρχισε να τρώει με βουλιμία κάποιες ρώγες
σταφύλι.
"Πιο πολύ διψάω, να σου πω την
αλήθεια", απάντησε ο Αντώνης και έσπευσε να βγάλει δυο μπίρες από το
ψυγείο.
"Εγώ
δεν πίνω μπίρες. Μου αρέσει μονάχα το κρασί", του είπε και τον κοίταξε
ολόισια στα μάτια. "Μ'αρέσουν τα μάτια σου. Το βλέμμα σου είναι περίεργο,
κάπως καχύποπτο. Φαίνεται πως έχεις περάσει πολλά", του είπε.
Ο Αντώνης κατέβασε σχεδόν μονορούφι την μια
μπίρα -τι θεσπέσια γεύση είχε θεέ μου!- και άνοιξε αμέσως την δεύτερη. Στο
άκουσμα της παρατήρησής της χαμογέλασε.
"Που ξέρεις, μπορεί να είμαι κακό παιδί
και να μ'έχουν φυλακή", της είπε.
"Κι εμένα φυλακή με έχουν. Άρα θα
κάνουν παρέα δυο κρατούμενοι", του απάντησε παιγνιδιάρικα. Ύστερα άφησε το
τραπέζι και ξάπλωσε σε μια από τις ξαπλώστρες. Τον κοίταξε με νόημα.
"Θα με βοηθήσεις να αλείψω το λάδι σε
όλο μου το σώμα;", τον προσκάλεσε και τον έκανε να πνιγεί σχεδόν.
"Ερ... έρχομαι", της απάντησε και
κάθισε δίπλα της. Θαύμασε ακόμη μια φορά τις καμπύλες του κορμιού της και πήρε
στο χέρι του το αντηλιακό.
"Ξεκίνα από τα δάχτυλα των ποδιών και
ανέβαινε. Σιγά σιγά όμως αν θέλεις", του απάντησε και χαλάρωσε για να
απολαύσει τις περιποιήσεις του Αντώνη.
Ήταν κάτι που ο Αντώνης δεν πίστευε ποτέ πως
θα ζούσε, ύστερα από τόσα χρόνια μέσα στο πνιγηρό του κλουβί, παρέα μονάχα με
κάτι ανθυγιεινούς τύπους όπως ο Ζαλούφας, ο Μωρές, ο Τσάφας, ο Σουγιάς, ο
Καρυδάκιας και ο Γάτος. Που να το φανταστεί πως θα ερχόταν μια ευλογημένη μέρα,
σε μια μυθική παραλία, μόνος και ελεύθερος από δεσμοφύλακες να βάζει λάδι στα
καλλίγραμμα πόδια της ωραιότερης κοπέλας που είχε γνωρίσει ποτέ!
"Και στο άλλο πόδι τώρα", τον 'διέταξε'
η Σταυρούλα βγάζοντας τον από τις σκέψεις του.
Πόσο θα κρατούσε αυτό; Κάποια στιγμή το καΐκι
θα γυρνούσε και...
Τα χέρια του ανέβαιναν και είχαν φτάσει τώρα
σε... επικίνδυνες περιοχές. Χάιδευε τους μηρούς της και το λεπτό κορδονάκι από
το μαγιό της.
"Κατέβασέ το!", του είπε αφήνοντας
ένα μικρό αναστεναγμό και τον καθήλωσε. Εδώ που κάθονταν είχε σκιά αλλά εκείνος
είχε αρχίσει να ιδρώνει. Ο Αντώνης υπάκουσε στην ευχάριστη εντολή και το
κατέβασε σιγά σιγά ώσπου το πέταξε από πάνω της. Θαύμασε για λίγο την ευαίσθητη
περιοχή της και αισθάνθηκε τον ανδρισμό του να φουσκώνει επικίνδυνα.
"Βγάλε και το πάνω!", του ζήτησε
τώρα και δεν άργησε καθόλου να εκτελέσει κι αυτή την προσταγή.
Η Σταυρούλα ήταν τώρα γυμνή, ολόγυμνη και...
διαθέσιμη. Σηκώθηκε, ανακάθισε στην ξαπλώστρα και έφερε το πρόσωπό της δίπλα
στο δικό του.
"Με θέλεις, το ξέρω. Όσο σε θέλω κι εγώ
του είπε και κόλλησε τα τριανταφυλλένια χείλη της στα δικά του".
Ο Αντώνης είχε μεθύσει, είχε χαθεί σε ένα
ταξίδι αλλόκοτο, μαγευτικό, υπέροχο.
"Σε θέλω, ναι, ναι..."
Ξύπνησε από τα βροντερά γέλια του Σουγιά και
τα σφυρίγματα του Τσάφα.
"Με θέλεις; Ουάου, παιδιά, ο Νανού
εκδηλώθηκε!", φώναξε ο Τσάφας.
"Φιλέ, έχεις... έχεις", ήταν ο
Γάτος που του μιλούσε και έδειχνε το φούσκωμα στο μαγιό του που είχε πάρει
απίστευτες διαστάσεις.
"Ποιον θέλεις απ'όλους ρε Νανού;",
άκουσε τον Σουγιά να φωνάζει και να σπρώχνει τον Τσάφα που είχε λυθεί στα
γέλια.
Ώστε ήταν όνειρο. Ένα όμορφο, καυτό και
άκρως ερεθιστικό όνειρο που είχε
καταλήξει σε μια πελώρια στύση και το γιουχάρισμα των υπολοίπων. Ο Γάτος δεν
γελούσε πάντως. Αντίθετα κοιτούσε τον ανδρισμό του φίλου του με δέος.
Σε λίγο ακούστηκε από μακριά το σφύριγμα του
αρχιφύλακα.
"Φύγαμε!", έκανε ο Σουγιάς και
όλοι σηκώθηκαν να βάλουν τα ρούχα τους.
"Ε, Νανού, δεν πιστεύω να μας τον
σφυρίξεις στο καΐκι και έχουμε φασαρίες", είπε ο Τσάφας και με χοντρά
καλαμπούρια άρχισαν να κατευθύνονται προς την προβλήτα που ήταν αραγμένο το καΐκι.
Ο Αντώνης είχε μια έκφραση μακαριότητας στο
πρόσωπό του. Αυτό που είχε ζήσει, έστω και στο όνειρό του ήταν μοναδικό,
όμορφο, λυτρωτικό.
Το
καΐκι είχε ανοιχτεί καμιά διακοσαριά μέτρα και απομακρυνόταν από το νησάκι της
Γριάς. Ο Γάτος ήρθε προς το μέρος του Αντώνη με τα κιάλια του δεσμοφύλακα στα
χέρια.
"Πάρε, πάρε και κοίτα Φιλέ!",
φώναξε και έδωσε τα κιάλια στον Αντώνη που είχε αράξει σε ένα πάγκο και
σκεφτόταν την Σταυρούλα.
"Άσε με ρε αδελφέ ήσυχο", είπε
αλλά τελικά πήρε απρόθυμα τα κιάλια και τα έστρεψε εκεί που του έδειχνε ο φίλος
του.
Αυτό που είδε όταν εστίασαν οι φακοί στην
παραλία τον έκανε να χάσει το χρώμα του.
Ένα υπόστεγο.
Ένα τραπεζάκι με μπολ γεμάτο φρούτα.
Μια ξαπλώστρα και πάνω της, ένα κορίτσι.
Γυμνό, ολόγυμνο!
"Αυτή είναι, αυτή είναι!", φώναζε
ο Γάτος και έδειχνε στην παραλία.
Και λίγο πριν ο Αντώνης σοκαρισμένος
κατεβάσει τα κιάλια, είδε την κοπέλα να σηκώνεται, να τον κοιτάζει στα μάτια
και να τον χαιρετάει!
Ήταν εκείνη!
Και χρειάστηκε να σπεύσει ο αρχιφύλακας για
να τον συνεφέρει από την κρίση λιποθυμίας.
*
* *