Παρασκευή 28 Ιουλίου 2017

Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΜΑΛΙΓΚΡΙΣ




Η γραφή του Κ. Α. Σμιθ είναι αυτή που μου αρέσει. Παλιομοδίτικη ίσως και πιθανώς ‘ξεπερασμένη’ αλλά δεν με ενδιαφέρει καθόλου. Γιατί είναι αυτό ακριβώς που με γοητεύει. Εδώ βρισκόμαστε στον πυρήνα της Λαβκραφτιανής ‘σχολής’ και φυσικά έχουμε να κάνουμε με τις ποιότητες και τα αρώματα της μεγάλης και ισχυρής γκόθικ παράδοσης, των ατμοσφαιρικών περιγραφών, των μυθικών βασιλείων, των φοβερών μάγων, των πανάρχαιων αρχετύπων… διαβάζοντας συγγραφείς όπως ο Κ. Α. Σμιθ είναι σα να γυρνάς στο ‘γενέθλιο’ τόπο σου, είναι σα να ξαναβαφτίζεσαι στο νερό από τις πρωτοπηγές των εννοιών και των λέξεων ακόμα… Όλα εδώ είναι όπως τα θυμάσαι από παιδί, όπως περιμένεις να τα βρεις αν τα έχεις αφήσει για να περιπλανηθείς στις νεότερες σχολές, στις ‘μοντέρνες’ αντιλήψεις… Μην ξεχνάμε όμως ότι το υπερφυσικό και το αρχέγονο δεν μοντερνίζονται, δεν ‘εκσυγχρονίζονται’, δεν αλλάζουν… οι φόρμες διαφέρουν και η ματιά από γενιά σε γενιά. Όμως ο πυρήνας παραμένει ο ίδιος. Και στη γραφή ανθρώπων όπως ο Κ. Α. Σμίθ είσαι οπωσδήποτε στον αρχικό πυρήνα.
Μα και τον ίδιο τον Κ.Α. Σμιθ, ομολογώ θα ήθελα πολύ να τον γνωρίσω. Θα περίμενα να τον ανταμώσω μια κρύα χειμωνιάτικη βραδιά, σε ένα ‘βαρύ’ σαλόνι με μεγάλες πολυθρόνες, χειροποίητα χαλιά, ελαφρώς φθαρμένα και αναμμένο τζάκι, απαραιτήτως. Με έναν ιππότη του μεταφυσικού τρόμου όπως ο συγγραφέας μας, με φυσική ευγένεια και έμφυτη μελαγχολία, θα μπορούσα να αφεθώ ευχάριστα για να μην πω με απληστία, σε ένα μαγικό ταξίδι αφηγήσεων σε άλλες διαστάσεις και άλλους κόσμους… αλλόκοσμους… 
Ο Κ.Α. Σμιθ (1893-1961) δεν έγινε πλούσιος ούτε διάσημος από τις ιστορίες του -50 δολάρια του έδιναν οι εκδότες για κάθε ιστορία του κι αυτά στην καλύτερη περίπτωση. Και θα παρέμενε άγνωστος και ξεχασμένος αν δεν φρόντιζε για τα κείμενά του η πλούσια σύζυγός του με την οποία έζησε μονάχα τα τελευταία εφτά χρόνια της ζωής του. Εκείνη – συμβαίνει πολύ συχνά – πάλεψε μετά το θάνατό του να προωθήσει τα διηγήματά του, να κάνει γνωστή τη γραφή του, να αποκαταστήσει τον Κ.Α. Σμιθ  ανάμεσα στους μεγάλους συγγραφείς του Φανταστικού (Χ.Λ. Λάβκραφτ, Ρ. Χάουαρντ, Ντάνσανι, κ.α.). Και μάλλον τα κατάφερε.
Η ευγενική και μελαγχολικά απόμακρη φύση του συγγραφέα ταιριάζει απόλυτα με τον ‘ψυχισμό’ των έργων του. Και το συγκεκριμένο διήγημα είναι απολύτως χαρακτηριστικό αυτής της αχνίζουσας και ομιχλώδους γραφής.
Και είναι και από τα αγαπημένα μου… 






















Κλαρκ Άστον Σμιθ, Ο θάνατος του Μαλιγκρίς

The Death of Maligris, πρώτη έκδοση Weird Tales, 1934

(Το ταξίδι του βασιλιά Γιουβόραν και άλλα διηγήματα)

Μετ: Θωμάς Μαστακούρης

Εκδ. ΑΙΟΛΟΣ, 2010

Παρασκευή 21 Ιουλίου 2017

H αλήθεια μόνον έναντι θανάτου δίδεται.





Eίμαι άλλης γλώσσας, δυστυχώς, και Hλίου του Kρυπτού ώστε
Oι όχι ενήμεροι των ουρανίων να μ’ αγνοούν. Δυσδιάκριτος
Kαθώς άγγελος επί τάφου σαλπίζω άσπρα υφάσματα
Που χτυπιούνται στον αέρα και μετά πάλι αναδιπλώνονται

Φίλε συ που ακούς, ακούς της ευωδιάς των κίτρων
Tις μακρινές καμπάνες; Ξέρεις τις γωνιές του κήπου όπου
Eναποθέτει τα νεογνά του δειλινός ο αέρας; Oνειρεύτηκες
Ποτέ σου ένα καλοκαίρι απέραντο που να το τρέχεις
Mη γνωρίζοντας πια Eρινύες; Όχι. Nα γιατί καταρκυθμεύω
Που οι βαριές υποχωρούν αμπάρες τρίζοντας κι οι μεγάλες θύρες
ανοίγονται
Στο φως του Ήλιου του Kρυπτού μια στιγμούλα, η φύση μας η
τρίτη να φανερωθεί
Έχει συνέχεια. Δε θα την πω. Kανείς δεν παίρνει τα δωρεάν
Στον κακόν αγέρα ή που χάνεσαι ή που επακολουθεί γαλήνη
Aυτά στη γλώσσα τη δική μου. Kι άλλοι άλλα σ’ άλλες. Aλλ’
H αλήθεια μόνον έναντι θανάτου δίδεται.

Οδυσσέας Ελύτης, Ρήμα το Σκοτεινόν



Δευτέρα 3 Ιουλίου 2017


Ο Πολύφημος δεν σου είναι άγνωστος,
Δεν τον γνώρισες ξαφνικά. Δεν σε αιφνιδίασε ποτέ.
Ο Πολύφημος είναι το αρχαίο πεδίο που σε φιλοξενεί από τη γενέθλια αυγή σου. Σπηλιά και βράχος, μήτρα και τάφος. Είναι οι γονείς και ο αδελφός σου.
Ο Πολύφημος σε θεωρεί όντας ολόκληρος ένας παλλόμενος οφθαλμός… δεν σου δίνει το χέρι γιατί τα χέρια σου δεν μπορούν να ψηλαφήσουν παρά μονάχα τοίχους φυλακής… στη στενόχωρη γεωμετρία της ειρκτής σου, δεν χρειάζεσαι ούτε χέρια, ούτε οφθαλμούς… χρειάζεσαι τον ιδρώτα της σκέψης και το στερέωμα είναι ασύνορο… εσύ όμως είσαι πεπερασμένος…
Η ειρκτή σου είναι σώμα και σήμα… είναι σταθμός και οδός… είναι σημείο και πέρασμα… είναι λίκνο και μνήμα… Σε γνωρίζει… έχει το σχήμα σου… έχει την ανάσα σου να δροσίζει τους τοίχους, έχει τους φόβους σου να λερώνουν το χώμα… το σκοτάδι σου… ακόμα κι αυτό γνωρίζει… είναι το οικείο που γεννήθηκε μαζί σου…
Η σπηλιά του Πολύφημου… η προσωπικότητα που σε αιχμαλώτισε… το μεγακυδές εγώ σου… το μεγαλαυχές λαρύγγι σου… το κυκλώπειο στομάχι σου… εσύ είσαι ο Κύκλωπας και δεν χωράς σε τούτο το σπήλαιο. Εσύ ήσουν πάντα ο Πολύφημος. Σκότωσες τους συντρόφους σου έναν προς έναν και η πείνα σου μεγαλύνθηκε αντί να κορεστεί. Εσύ είσαι που ψάχνεις τώρα τον τρόπο να γλιτώσεις από εσένα
Σκοτώνεις τον Πολύφημο, τον Μεγάφημο, τον πολύσημο, τον σπουδαίο εαυτό σου και ελευθερώνεσαι… γίνε ο κανένας αν έχεις τα κότσια και ελευθερώσου… γίνε ο κανένας και τρέξε…

Κυριακή 2 Ιουλίου 2017

Η ΝΟΣΤΙΜΙΑ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΚΑΙ Ο ΝΟΣΤΟΣ ΤΟΥ ΚΑΛΟΥ ΤΕΛΟΥΣ


Αναδημοσιεύω από: http://liantinis-o-daskalos-mas.blogspot.gr/2010/02/blog-post_15.html


ΛΙΑΝΤΙΝΗΣ: Η νοστίμια της ζωής και ο νόστος του καλού τέλους


(Από το ανέκδοτο έργο του Δ. Λιαντίνη)

Όλοι ταξιδεύουμε με το τσούρμο του Οδυσσέα. Το καράβι μας τραβά στους ανοιχτούς ορίζοντες του χρόνου. Σήμερα γλιστράμε πλησίστιοι με το ζέφυρο και με τους ετησίες. Αύριο ένας αιφνίδιος θρακιάς σηκώνεται από τα βουνά και το σύννεφο, και μας κατεβάζει ξυλάρμενους στην κοιλιά της καταιγίδας.

Ταξιδεύουμε στον πλόα του χρόνου με κόντρα τα κύματα και με τους ανέμους πειρατές. Και μπροστά μας καρτεράνε τα τέρατα και τα ξένα. Ο φόβος και οι καλές ελπίδες υφαίνουν το ρούχο της εμπειρίας μας στον αργαλειό του αγνώστου. Μας μαγνητίζει το ανείδωτο, και το ανείδωτο μας απειλεί. Παίζει μαζί μας και γελά το ναι και το όχι.

Θαμπά, πέρα από την αλισάχνη του πέλαγου ξαπλώνεται εκείνο το ακρωτήρι. Οι άνεμοι ταράζουν το πέτρινο σώμα του. Και η γλώσσα της θάλασσας γλείφει τις εξοχές και τα σκληρά άκρα.

Πίσω από το ανάσκελο μπόι του το μακρύ η τρίαινα του Ποσειδώνα αγριαίνει και κατακρούει τον πόντο. Εκεί έχει το νησί της η Κίρκη. Η Κίρκη περιμένει τους ναυτικούς με τα μάγια και τις βαθιές γητειές. Έτσι που περιμένει ο έρωτας τους νέους στη στροφή της ηλικίας τους. Και ο έρωτας πολλές φορές τρελαίνει τον άνθρωπο. Και τον κάνει να ξεχνά. Σπίτι, πατρίδα, ταξίδι, σκοπό, όλα τα ξεχνά ο ερωτευμένος. Βουλιάζει στο νέο του σύμπαν. Σαν το φωτόνιο πηδά σε άλλη στοιβάδα ζωής. Τότε στα μάτια των ανθρώπων που λογικεύουνται και νυστάζουν, στα μάτια δηλαδή των πολλών, ο ερωτευμένος φαντάζει γυρίνος και χοιρίδιο και ιππουρίδα. Σα βαλαντώσει ο έρωτας, μεταμορφώνει κιόλας.

Ταχιά η σχεδία του βίου μας παραπλέει εκείνα τ’ ακρογιάλια και τους μικρούς κάβους. Και ξαφνικά αντικρύζουμε τους Κίκονες. Και λίγο πιο πέρα, στη ροβόλα της θαλασσινής λαγκαδιάς, καρτερούν οι Λαιστρυγόνες. Ονόματα με ήχο αλλοίθωρο και στρεβλό. Όπως στρεβλό είναι και το μπλέξιμο των ανθρώπων με τις κακοτυχιές, τις αρρώστιες, τους σκοτωμούς. Στους Κίκονες και στους Λαιστρυγόνες μας απαντούν και μας παλεύουνε οι δικαστάδες και οι αφορεστάδες, οι ξενιτεμοί, οι χωροφύλακες, τα σανατόρια, οι σπετσιέρηδες και τα γραφεία κηδειών «Ο Μυστράς» και «Ο Λάζαρος». Και ακόμη τούτα τα τέρατα και τα καννιμπαλικά είναι η στέγνια και η ανεβροχιά, οι σιτοδείες και οι σεισμοί. Οι επιληπτικοί σεισμοί που ξεσηκώνουν τα σπίτια να σκοτώνουν τους ανθρώπους που τα χτίσανε.

Μακρυά, ακόμη πιο μακρυά, ξεχωρίζουμε εκείνη την κουκκίδα στου ματιού την άκρη. Εκεί είναι το νησί με τα ιερά ζώα του ήλιου Απόλλωνα. Τρακόσια εξήντα και πέντε γελάδια. Το καθένα και μια μέρα του ήλιου που ζητά να την ζούμε με κλιτότητα και με τάξη.

Γιατί η κάθε μέρα μας δεν είναι αναβλητή, ούτε ανταλλάξιμη. Και δεν γυρίζει πίσω όταν περάσει. Δεν ημπορούμε να σπαταλάμε το έχει της ανόητα και στο βρόντο. Απαγορεύεται να τα σφάξεις τα γελάδια του ήλιου.

Αύριο βέβαια θα ποντίσουν στο μικρό λιμανάκι του νησιού οι λογής ασεβείς. Καιροσκόποι, νεόπλουτοι, τυμβωρύχοι, κληρονόμοι τεράστιοι που δεν το περίμεναν, οι τυχεροί στο λότο. Και ακόμη οι φιλόδοξοι, οι μωροί, οι αριβίστες, οι κλέφτες. Και όσοι τους πόρεψε η τυφλή τύχη και καζάντισαν χαράμι.

Αυτοί θα τα σφάξουν τα γελάδια του Ήλιου. Θα αδειάσουν την ύπαρξη από το νόημά της. Και θα πεθάνουν χωρίς να ζήσουν. Χωρίς της ζωής τη νοστίμια και χωρίς του καλού τέλους το νόστο.

_________________