άθονταν εδώ και
λίγη ώρα σιωπηλοί… εκείνος την κοιτούσε με κοφτές, σύντομες ματιές… πίσω της
απλωνόταν η θάλασσα. Το φόντο ήταν αυτό που της ταίριαζε, σκέφτηκε, της άρμοζε… σα να έπρεπε με κάποιο τρόπο να υπάρχει και το κατάλληλο τοπίο πίσω απ’το
πρόσωπό της. Άλλοτε σκληρό κι εκείνο, άλλοτε μελαγχολικό, άλλοτε απλά, αυτό που
ήταν…
Εκείνη τον
κοιτούσε συνέχεια, από τη στιγμή που είχαν καθίσει σ’αυτό το απόμερο
καφενεδάκι… ήταν ένα παλιομοδίτικο μαγαζί που είχε... εκμετρήσει το ζην από καιρό
όμως, μπορούσε κανείς να πει δυο ήσυχα λόγια… λόγια ήσυχα από όχι ήρεμους
ανθρώπους…
Πήρε το κινητό
της στα χέρια και το απενεργοποίησε. Τελευταία το έκανε όλο και πιο συχνά αυτό.
-Γιατί το
έκλεισες; την ρώτησε.
Εκείνη πήρε το
βλέμμα της από πάνω του και το άφησε να αλητεύει στο πουθενά για να βρει τα
δευτερόλεπτα πριν του απαντήσει.
Έχουν παράξενο
χρώμα τα μάτια της σήμερα, σκέφτηκε εκείνος. Πιο ανοιχτό κι όμως, πιο πένθιμο.
-Νομίζω ότι δεν
πρέπει να είναι ανοιχτό κάτι τόσο… τόσο… ξεκάρφωτο… δεν ξέρω ποια λέξη να βρω…
τόσο άσχετο με τη στιγμή αυτή… να μην λειτουργεί… να μην… σε προσβάλει.
Είπε το ρήμα σα
να πατούσε με το πόδι της μια στέρεη πέτρα που θα την οδηγούσε με ασφάλεια πάνω
από το ορμητικό νερό ενός χειμάρρου στην απέναντι όχθη. Το έκανε συχνά αυτό,
σκέφτηκε. Της άρεσαν οι λέξεις πέτρες… οι λέξεις που έχουν την αιώνια σιωπή
μαζί με την αρχαία δύναμή τους. Βάρος και ευθύνη και σιγουριά και… σιωπή…
-Σκεφτόμουν…
-Τι;
-Αυτό που μου
είχες πει την πρώτη μας βραδιά…
-Ποιο απ’όλα;
-Εκείνο για τη
σιωπή…
Πάγωσε… είχαν συντονιστεί…
πάλι… ήταν όμορφο και ανησυχητικό μαζί. Ξαφνικά αισθάνθηκε την ανάγκη για καφέ.
-Πριν μου πεις…
πάω μέσα να παραγγείλω δυο καφέδες…
-Δεν θέλω εγώ…
-Για μένα θα τους
πάρω…
-Πάρε έναν διπλό…
-Ποτέ ο διπλός
δεν είναι πραγματικά διπλός…
Όταν γύρισε την
βρήκε να έχει γυρίσει και να κοιτάζει τη θάλασσα. Είχε μαζέψει τα πόδια της
πάνω στο τσιμεντένιο στηθαίο.
-Πιες μια γουλιά,
της είπε κι εκείνη ήπιε.
-Τελικά ήθελα κι
εγώ λίγο καφέ.
-Πες μου…
Πριν του μιλήσει
τον κοίταξε ξανά. Ολόισια στα μάτια.
Το χρώμα τώρα
είναι πάλι το κανονικό της, σκέφτηκε και κάθισε δίπλα της.
Χαμογέλασε. Ήπιε
μια μικρή γουλίτσα καφέ. Όπως πάντα.
-Είχες πει πως οι
άνθρωποι περνούν όλη τους τη ζωή στη σιωπή. Κι αυτό είναι τόσο τρομερό όσο το
σκεφτόμουν… σήμερα… γυρνώντας από το νοσοκομείο… ήμουν στο θείο μου, ξέρεις…
-Ναι…
-Τον παρατηρούσα…
με τη θεία μου… κάτι έλεγαν… κάτι δυνατό και έκλαιγαν… σκεφτόμουν… χρειάστηκε
μια οριακή στιγμή στη ζωή του ενός για να σπάσουν τη σιωπή… για να μιλήσουν
ξανά… αληθινά… εκείνη τη στιγμή ένιωσα πως σ’αγαπώ… πολύ… και δυνατά… και δεν
άντεχα άλλο εκεί μέσα… βγήκα τρέχοντας και σου τηλεφώνησα…
Δεν της μίλησε.
Άκουγε τις λέξεις να έρχονται από το μικρό της στόμα και τις υποδεχόταν με
γλυκύτητα. Του άρεσαν πολύ αυτές οι στιγμές που η κάθε λέξη είχε τη δική της
απόλυτη σημασία και ομορφιά… μήπως αυτό είναι αγάπη, σκέφτηκε… η κάθε λέξη της
να είναι…
-Τι σκέφτεσαι
πάλι; τον διέκοψε.
Συναντήθηκε ξανά
με το αυστηρό της βλέμμα. Τώρα δεν είχε πίσω της τη θάλασσα αλλά ένα άσχημο
τοπίο. Τέντες και τραπέζια και πλαστικές κακόγουστες καρέκλες.
-Τι σκέφτεσαι;
επέμεινε.
Ήξερε πως δεν το
έκανε από ανακριτική περιέργεια αλλά επειδή είχε νιώσει μόνη. Δεν της άρεσε
καθόλου αυτό και ήταν θέμα δευτερολέπτων να ξεσπάσει ο θυμός της.
-Σκεφτόμουν τον
τρόπο που διαλέγεις τις λέξεις… της είπε και ήταν ειλικρινής.
Το πρόσωπό της
γλύκανε και… έκλεψε ακόμη μια γουλιά από τον δεύτερο καφέ.
-Κλέφτρα… της
είπε.
-Συγνώμη, του
είπε ναζιάρικα και αυτό τους ξύπνησε εκείνες τις μαγικές, πρώτες τους στιγμές
παιγνιδιού.
-Τσιφούτη! του
αντιγύρισε συνεχίζοντας στο ίδιο κοριτσίστικο ύφος.
-Και μάλιστα γερο-τσιφούτης, συμπλήρωσε σοβαρά
εκείνος.
Και μετά σιωπή. Η
αναβίωση παλαιών και θρυλικών στιγμών μόλις είχε ξοδέψει τα καύσιμά της.
Αποφάσισε να
μιλήσει πρώτα εκείνη. Αυτό ήταν ένα από τα συμπτώματα της αλλαγής τους. Κάποτε
την αμήχανη σιωπή ανάμεσά τους την διέκοπτε πρώτα εκείνος.
Κάποτε, σκέφτηκε
μελαγχολικά, δεν υπήρχε αμήχανη σιωπή
ανάμεσά τους…
-Είμαστε λοιπόν
σιωπηλοί;
Είχε γυρίσει το
κεφάλι της και δεν τον κοιτούσε. Άλλο ένα σύμπτωμα. Τι μας συμβαίνει με τον
καιρό και δεν αντέχουμε ούτε το βλέμμα του άλλου; Ειδικά όταν κάνουμε μιαν
ερώτηση που ξέρουμε κιόλας την απάντηση;
-Ναι, της
απάντησε σταθερά και αυτό την αιφνιδίασε κάπως.
Γύρισε και τον
κοίταξε. Το νάζι και η παιγνιώδης διάθεση είχαν εξαφανιστεί. Είχε σκληρότητα
και εισαγγελική αυστηρότητα το νέο της βλέμμα. Δεν τον πτόησε. Σχεδόν το
περίμενε. Ήταν κι αυτό ένα ακόμη σύμπτωμα.
Η αρρώστια είχε
προχωρήσει.
-Ναι; Τόσο απλά;
-Τόσο, της είπε
και ρούφηξε με θόρυβο την τελευταία γουλιά καφέ.
-Κλείνεσαι πάλι…,
απάντησε εκείνη κι ετοιμάστηκε να σηκωθεί.
Ήξερε τη
συνέχεια. Θα περπατούσε για λίγο μόνη, θα την ακολουθούσε σιωπηλός, θα
γυρνούσαν σπίτι, δεν θα έτρωγαν τίποτα, δεν θα έκαναν έρωτα, θα έπεφταν για
ύπνο.
Δεν θα της έλεγε
παραμύθι στην αγκαλιά του.
Ήξερε τη
συνέχεια.
Κι αποφάσισε να
την αλλάξει.
-Μη σηκωθείς. Μη
φύγεις. Δεν κλείνομαι… είπε με φωνή που πάσχιζε να μην σπάσει.
-Κλείνεσαι… επανέλαβε
εκείνη πιο δυνατά.
-Πάντα ήμουν
κλειστός, είπε δυνατά κι εκείνος.
-‘Κρυπτικός’…
έτσι είχες γράψει κάπου… σε κείνο το φθαρμένο μπλοκάκι σου με τις σημειώσεις…
-‘Τις σημειώσεις
του δρόμου’, αναπόλησε εκείνος. Το έχεις κρατήσει;
-Φυσικά! Εσύ τα
μεταφέρεις στον κωλο-κειμενογράφο σου στον υπολογιστή κι εγώ τα κρατάω όπως
ήταν, στο χαρτάκι…
Άλλη μια λέξη –
πέτρα. Κωλο-κειμενογράφος… του την πέταξε στο πρόσωπο σαν βότσαλο για να
πονέσει.
Άλλα βέβαια, πονούσαν
πιο πολύ.
-Ναι, κρυπτικός…
αυτό σου άρεσε τότε…, της είπε και ήταν λάθος. Όταν βάζεις το ‘τότε’ στο
παιχνίδι σημαίνει πως το ‘τώρα’ έχει χάσει το παιχνίδι.
Στο διάβολο τα
παιχνίδια με τις λέξεις…
-Τότε δεν
κλεινόσουν, απάντησε ήρεμα εκείνη και δεν σηκώθηκε.
Τον χάιδεψε στο
μάγουλο με τον τρόπο που τον έκανε να ανατριχιάζει.
-Ξέρω τι θα πεις.
-Δεν ξέρεις.
-Ξέρω… θα πεις
ότι ανοίχτηκα για λίγο επειδή σε ερωτεύτηκα και τώρα που σε ξε-ερωτεύτηκα
κλείνομαι πάλι.
-Γυρνάς στη
σπηλιά σου…
-Όχι, όχι πάλι η
σπηλιά… διαμαρτυρήθηκε εκείνος και της φίλησε απαλά το χέρι. Το δέρμα της ήταν
δροσερό. Η αίσθηση όμορφη.
-Εσύ μου την
είχες αναφέρει κι αυτή. Εγώ δεν φταίω σε τίποτα… εγώ απλώς ερωτεύτηκα έναν…
-Σπηλαιώτη…
-Χα, ναι!
Γέλασε εγκάρδια,
σπάνιο και πολύτιμο βίωμα και τον πλημμύρισε ευεργετικά.
-Θα το πω κι ας
είναι κλισέ. Όταν γελάς είσαι μαγική.
-Να το λες πιο
συχνά και ας είναι κλισέ ποιητή μου!, του είπε ζεστά και τον έσπρωξε στο
στηθαίο.
Η κίνησή της τον
αιφνιδίασε. Ξάπλωσε πίσω και στριμώχτηκε να την υποδεχθεί δίπλα του.
-Να κάνουμε έρωτα
εδώ. Γίνεται;, τον ρώτησε απαλά και
τα μάτια της γυάλιζαν.
-Δεν γίνεται…,
της απάντησε χαμογελώντας. Πάμε στην αμμουδιά, στην παραλία.
-Είναι νωρίς…
έχει κόσμο, απάντησε εκείνη και έβαλε την παλάμη της ανάμεσα στα πόδια του.
-Μμμ… αυτός δεν κλείνεται…, του είπε.
Η μαγεία δεν
κράτησε πολύ. Του έδωσε ένα πεταχτό φιλί στο στόμα και σηκώθηκε. Κάθισε ξανά
όπως πριν. Τη μιμήθηκε απρόθυμα.
Σιωπή και πάλι…
-Δεν θέλω να
γυρίσουμε σπίτι…, είπε τώρα εκείνος. Το εννοούσε.
Δεν του απάντησε.
Ήξερε γιατί. Δεν τόλμησε να την ενοχλήσει. Έκλαιγε.
Είχε φανταστεί
πολλές φορές τη σκηνή του χωρισμού τους. Τη λέξη όμως δεν θα τολμούσε να την
πρωτοψελλίσει εκείνος.
Απ’τις λέξεις
πέτρες αυτή δεν θα την άντεχε…
Την περίμενε να
ηρεμήσει. Κοιτούσε τον ήλιο στο βάθος που βουτούσε πίσω απ’το βουνό και
αισθάνθηκε ρίγος με την αναλογία στη σχέση τους.
Το σκοτάδι
ερχόταν…
***