Πέμπτη 30 Απριλίου 2015

το στομάχι, το φαΐ ή τα τσουκάλια...



Ο Διδάσκαλος εκείνη την ημέρα δεν θέλησε να μιλήσει σε κανέναν. Ξύπνησε όπως πάντοτε πριν το χάραμα και έφυγε προς το ποτάμι. Μετά τον είδαν να κάθεται στην ιερή του πέτρα. Ολομόναχος! Οι μαθητές τον πλησίασαν και τους απομάκρυνε. Ακόμα και οι δυο αγαπημένοι του δεν είχαν καλύτερη τύχη. Δυο χωρικοί τον ζήτησαν και τους έδιωξε. Ως και ο γραμματέας του Άρχοντα τον ζήτησε και εκείνος του έδωσε έναν ‘λωτό σιωπής’ και τον έδιωξε.
Οι μαθητές μαζεύτηκαν στην μεγάλη αυλή και άρχισαν να συζητούν μεταξύ τους ανήσυχοι.
«Ο Διδάσκαλος δεν είναι καλά»
«Είναι χλωμός»
«Το τσι του διαρρέει από τα δάχτυλά του πια…»
«Ο φυσικός του φορέας γέρασε. Δεν αντέχει άλλο»
«Ίσως να είναι ταξιδεμένος πια…»
«Ίσως να είναι στο μεγάλο του όνειρο και δεν θέλει να επιστρέψει…»
«Ίσως να μην μας θέλει άλλο πια»
«Οι Δυνάμεις δεν τον ευνοούν άλλο. Και ντρέπεται να μας το πει»
«Ξεκούτιανε. Και δεν καταλαβαίνει»
Έτσι συζητούσαν οι μαθητές και είχαν αρχίσει να θορυβούν γύρω από τον γέρικο κορμό στη μέση της αυλής.
Κάποια στιγμή τους πλησίασε η γριά μαγείρισσα της σχολής. Έκανε πως κάτι είχε χάσει και το έψαχνε ενώ είχε στήσει αυτί κι άκουγε τους μαθητές να λένε αυτά για τον διδάσκαλο. Κι όσο άκουγε τόσο κούναγε το κεφάλι της. Ύστερα, χωρίς να της δώσει κανείς σημασία ξεγλίστρησε ανάμεσά τους και άρχισε να κατηφορίζει προς το ποτάμι. Εκεί, στην αγαπημένη του λευκή πέτρα καθόταν ο Διδάσκαλος από το πρωί. Ολομόναχος.
«Ήρθα», του είπε σιγηλά και κάθισε λίγο πιο πέρα.
«Πες μου», είπε εκείνος αμέσως και η γερόντισσα άρχισε να του λέει όσα είχε ακούσει. Κάποιες στιγμές κόμπιαζε, δίσταζε μα μετά συνέχιζε ώσπου να τελειώσουν όλα όσα είχε να του πει.
Για λίγο έπεσε σιωπή.
«Τι λες εσύ για όλα αυτά;», τη ρώτησε άξαφνα ο Διδάσκαλος κι εκείνη σάστισε. Στύλωσε το βλέμμα της στο ποτάμι λες κι εκείνο θα της έδινε διέξοδο.
«Τι να σου πω εγώ σοφέ; Δεν έχω ιδέα…»
«Δεν είναι αυτό που σε ρώτησα!», έκανε θυμωμένος ο Διδάσκαλος και το αίμα της πάγωσε. «Πες μου τι σκέφτεσαι για όλα αυτά;»
Μέτρησαν οι χτύποι της καρδιάς της το χρόνο που πέρασε και ύστερα άρχισε να μιλάει.
«Σκέφτομαι πως… πως είχες δίκιο τις προάλλες», άρχισε να ψελλίζει και μαζί κούναγε πάλι και το κεφάλι της.
«Τι απ’όλα;»
«Να, στο δείπνο που είχαμε στον… πως τον λένε… κείνον που γράφει την ιστορία του Άρχοντα και τη ζωή του και τα σημαντικά και τα ασήμαντα… κι επέμενε πως όλα είναι ο Διδάσκαλος… πως ένας δάσκαλος κάνει χίλιους μαθητές άξιους όπως ένα δοχείο μελάνι κάνει για εκατό σελίδες όμορφες γραμμές και ιστορίες… και άρα σε όλη σου τη ζωή ψάχνεις τον δάσκαλό σου και… κάτσε να δεις, δεν τα θυμάμαι η καημένη όλα… κι έπειτα εσύ χτύπησες το χέρι στο τραπέζι και του είπες… μια μέρα, του είπες, μια μέρα να λείψει ο διδάσκαλος όλα πάνε στα τσακίδια! Κι όμως, η μαθητεία μένει σε κείνον που ήταν πάντα έτοιμος και τώρα πρέπει να το δει για τα καλά… αν δεν λείψει ο δάσκαλος, μένει ανάπηρος και ο πιο φωτισμένος μαθητής… και πως… αυτό ήταν όμορφο που είπες… πως σε όλη σου τη ζωή δεν ψάχνεις τον δάσκαλο αλλά ο δάσκαλος ψάχνει εσένα… τον ένα… τον ένα στους χίλιους και… αυτός ο ένας είσαι εσύ ο ίδιος… μα στάσου γιατί μπορεί να τα μπερδεύω… άλλο δεν θυμάμαι... κάπως έτσι τα είπες και να με συμπαθάς γιατί μια απλή γυναίκα είμαι σοφέ και λέω ανοησίες…»
Για λίγο έπεσε σιωπή ανάμεσά τους και τότε, τι περίεργο πράγμα, άκουγε τον ήχο του νερού η γυναίκα πιο δυνατά από ποτέ!
Και τότε έβαλε τα γέλια ο σοφός… και άρχισε να τραντάζεται το σώμα του και τις δονήσεις να τις νιώθει και η γριά μαγείρισσα που είχε σαστίσει και δεν ήξερε τι να κάνει. Βρε λες να είχαν δίκιο τα παλιόπαιδα, σκέφτηκε, λες να ξεκούτιανε και διαρρέει το τσι από τα δάχτυλά του;
Σιώπησε ξαφνικά ο σοφός και της είπε:
«Είδες καλή μου; Μια μέρα μόνο κι ούτε ολόσωστη… πέθανα για μισή μέρα και ήταν αρκετή… μα για εκείνον που ήταν έτοιμος, ήμουν πάντα πεθαμένος!», τέλειωσε τη φράση του και σηκώθηκε κεφάτος με ένα πήδο από την ιερή του πέτρα και γύρισε το βλέμμα του πάνω της. Η γυναίκα σηκώθηκε στα πόδια της με δυσκολία αλλά δεν τόλμησε να σταθεί στο βλέμμα του σοφού.
«Εσύ… εσύ αν μια μέρα λείψεις από το τσουκάλι… τι λές θα γίνει στα στομάχια μας;»
Η γυναίκα γούρλωσε τα μάτια και πάλευε στο μυαλό της να βάλει τα τσουκάλια στη σειρά και τις σκέψεις της επίσης.
«Δεν… δεν…», ψέλλισε και ο σοφός συνέχισε.
«Αναρωτιέμαι λοιπόν αν το στομάχι διδάχτηκε να περιμένει το φαγητό σου και καλόμαθε πως εσύ είσαι πιο υπεύθυνη από εκείνο. Γιατί αν συμβαίνει αυτό κυρά μου, μας πήρε όλους ο διάολος και μας σήκωσε!», φώναξε ο σοφός και ύστερα ήρθε κοντά της και της χτύπησε την πλάτη.


«Έλα, μη σκοτίζεσαι εσύ μ’αυτά… αρκετά… πάμε τώρα πάνω να δούμε ποιο είναι το πιο σπουδαίο… το στομάχι, το φαΐ ή τα τσουκάλια σου!», έκανε και γελώντας δυνατά κίνησε μαζί της το δρόμο πίσω στη σχολή. 

Παρασκευή 24 Απριλίου 2015

Η Φύση δεν εκδικείται … απλώς Αγνοεί!



Είχε μια αλλόκοτη διάθεση σήμερα. Ήταν οξύς, σχεδόν επιθετικός. Και το βλέμμα του την διαπέρασε σαν ξίφος όταν του διάβασε ένα άρθρο στην εφημερίδα. «Η φύση εκδικείται», ήταν ο τίτλος του άρθρου και αφορούσε το κοινότοπο ζήτημα των τελευταίων δεκαετιών με το λιώσιμο των πάγων, την εξαφάνιση πολλών ειδών, τον ορατό κίνδυνο να υποφέρουμε όλοι στο άμεσο μέλλον από την υπερθέρμανση… ή κάτι άλλο… το κείμενο ήταν υπερβολικό, φλύαρο, σχεδόν προκλητικό…

«Σταμάτα, σε παρακαλώ! Μη διαβάζεις άλλο… ούτε γραμμή, ούτε λέξη!», της φώναξε κι αυτό την αιφνιδίασε πολύ δυσάρεστα. Δεν το συνήθιζε να συμπεριφέρεται έτσι.

«Πόση αλαζονεία, πόση έπαρση, πόση οίηση… πόση αηδία!», μουρμούρισε δυνατά και ξεφύσηξε περνώντας σαν σκιά από κοντά της. «Ακόμα και στην καταστροφή, ακόμα και στο τέλος… τόση αναίσχυντη μεγαλαυχία!», φώναξε τώρα και ξαναγύρισε το ίδιο γρήγορα. Επιτέλους σταμάτησε δίπλα στο μεγάλο παράθυρο. Κοίταξε για μια στιγμή τον ουρανό. Ήταν καταγάλανος, ανοιξιάτικος, φιλικός…

«Μα…», προσπάθησε εκείνη να ψελλίσει αλλά δεν πρόλαβε να πει τίποτε άλλο.

«Η φύση εκδικείται! Ανοησίες, ψέματα, βλακείες! Λες κι έχουν ιδέα τι είναι η φύση… τι ήταν πάντα η Φύση και πώς ζει, πώς αναπνέει, πώς σκέφτεται… πώς εκδικείται!»

Μιλούσε έντονα αλλά δεν απευθυνόταν σε κείνη. Σηκώθηκε απ’την καρέκλα της και τον πλησίασε για να τον ακούει καθαρότερα. Υπήρχαν στιγμές που την αγνοούσε εντελώς και βυθιζόταν στον παράξενο κόσμο του. Ήταν αυτές οι στιγμές που συνομιλούσε με κάτι… ή κάποιον που βρισκόταν… κανείς δεν ήξερε που…

«…νομίζουν οι άθλιοι πως η Φύση καταδέχεται να εκδικηθεί… προσωποποίησαν τα πάντα στη ‘λογοτεχνία’ τους οι σαλτιμπάγκοι… κάνανε το σκύλο να μοιάζει με καρικατούρα, το άλογο να τρέχει στα τσίρκο για να τους διασκεδάζει, την αρκούδα να χορεύει για να τους κάνει να γελάνε… γελοιοποίησαν τον ελέφαντα, το λιοντάρι… τα έφεραν όλα στα άθλια μέτρα τους για να τα κάνουν αγαπητά και προσφιλή και συμπαθητικά… ο πίθηκος ντύνεται με ρουχαλάκια σαν κλόουν και χτυπάει παλαμάκια για να γελάνε τα δίποδα που το διαφεντεύουν… οι τίγρεις μαστιγώνονται ανελέητα για να νιαουρίζουν σα γατούλες μπροστά στο δαμαστή τους… έφτυσαν στο Μεγαλείο και το Απρόσιτο της Μητέρας και τώρα κλαψουρίζουν πως τάχα Εκείνη τους εκδικείται!!...»

Οι φλέβες του είχαν πεταχτεί στο μέτωπό του. Ξαφνικά γύρισε και την κοίταξε και το βλέμμα του είχε μια έκφραση που ήταν αδύνατο να περιγράψει. Αν μπορούσε εκείνη τη στιγμή θα εξαφανιζόταν από δίπλα του.

Ψέματα… θα έμενε κολλημένη ακριβώς εκεί που ήταν… ό,τι κι αν της κόστιζε…

«Η Φύση δεν εκδικείται αγαπημένη μου… απλώς Αγνοεί! Όσους βλαστήμησαν την κυριαρχία, την ομορφιά και το σκοτάδι Της… το αρχέγονο Φως και την αγριοσύνη Της… Γιατί η Φύση δεν καταδέχτηκε να πάρει μέρος στην Δημιουργία τους… προϋπήρχε αιωνιότητες προτού εκείνος ο μοχθηρός γυμνός προδότης με τη σύντροφό του ασχοληθούν περιφρονητικά μαζί Της! Από τότε τους παρακολουθεί με την ίδια σιωπηλή περιφρόνηση κι Εκείνη. Τα παιδιά τους και τα παιδιά των παιδιών τους. Νομίζουν ότι την έχουν ξεγελάσει… νομίζουν ότι την έχουν… κατακτήσει! Πόση ειρωνεία, πόση ωκεάνια μωρία… πόση αφροσύνη! Και σήμερα… σήμερα…»

Κάθισε στον μεγάλο καναπέ και την προσκάλεσε δίπλα του. Το βλέμμα του είχε επιστρέψει σιγά σιγά, η έκφρασή του ήταν αυτή που εκείνη αγαπούσε, το χαμόγελό του έδειχνε πως αποζητούσε τη συντροφιά της.

Αποδέχτηκε ήρεμα την πρόσκληση και κάθισε δίπλα του.

«… σήμερα πιστεύουν ότι η Αρχαία Μητέρα τους εκδικείται!!! Δεν θα το μάθουν ποτέ… πως εξακολουθεί να τους αγνοεί επιδεικτικά και πως θα παρακολουθήσει τον αφανισμό τους για μια ακόμα φορά όπως έγινε δεκάδες στο παρελθόν… και πως θα τους υποδεχτεί το ίδιο απρόσιτη, σιωπηλή και απόστατη… ψυχρή και απόμακρη όπως τους αξίζει όταν θα ξεκινήσουν πάλι από το μηδέν να ψηλαφούν το νέο τους κόσμο… με τις θλιβερές ελπίδες τους και τα ορφανά πιστεύω τους… με τους καινούργιους χθαμαλούς ηγετίσκους τους και τους νανόφρονες πρωτοπόρους εξερευνητές τους… θα φτάνουν πάλι ως τη γωνία του δωματίου και θα πανηγυρίζουν… θα καταπλέουν το πρώτο ποτάμι που θα τους καταδέχεται και θα γιορτάζουν τρεις μέρες για το επίτευγμά τους… μίζερη και ουτιδανή θα γεννηθεί και πάλι η ανθρωπότητα αγαπημένη μου… αναιμική και άρρωστη με την κληρονομιά αυτής που ζει ακόμα…»

Της έκλεισε την παλάμη στη δική του. Την χάιδεψε τρυφερά και ύστερα σηκώθηκε και περπάτησε ως τη βεράντα. Δεν τον ακολούθησε. Ήξερε που πήγαινε. Και ήξερε πως δεν θα επέστρεφε πριν το λυκόφως… 


Edge of Ancient Fields © by Tomasz Maronski

Τρίτη 21 Απριλίου 2015



Φρανκενστάιν



Ο δόκτωρ Φρανκενστάιν είχε μνήμες
μέσα στη σιγηλή νομοτέλεια
της φρίκης που τον είχε αρπάξει
απ’τη ψυχή
και του ροκάνιζε τα κύτταρα της λογικής του

είχε όμως μνήμες

ενός αθώου κοριτσιού που έγινε γυναίκα
στην αγκαλιά του
ενός περαστικού που το βλέμμα του
είχε ολόκληρο
τον αρχαίο πόνο
ενός κοπρόσκυλου που κάποτε
μάζεψε απ’το δρόμο
και φρόντισε τις πληγές του
και το συνόδευσε
κλαίγοντας
ως τις τελευταίες του στιγμές…

Ο Βίκτορ Φρανκενστάιν
είχε μνήμες

καθώς ετοίμαζε τα ηλεκτρόδια
έλεγχε τις λυχνίες
προετοίμαζε το άψυχο κορμί
για το μεγάλο θαύμα της ζωής του
ζωή να τρέξει στο γυμνό του σώμα
από την τάση χιλίων κεραυνών
οι φλέβες να ζωντανέψουνε
η καρδιά ν’αρχίσει να χτυπάει
οι νεκρωμένες αρτηρίες να γεμίσουνε
απ’το αίμα του νεκρόφιλου χρόνου

και οι νευρώνες του εγκεφάλου
να λάμψουνε ξανά
από ευφυΐα ανθρώπινη!
με φως που θα χορεύει
σ’ένα στερέωμα βλάσφημο
σαν το βόρειο σέλας
στους ουρανούς της κόλασης…

κι όμως την ύστατη στιγμή
ενώ στο εργαστήριο βροντάνε οι μηχανές
το ρεύμα μαστιγώνει με ριπές τους τοίχους
και οι κολώνες έχουν ζωστεί
με φλόγες ανίερου πυρός

το τέρας
τα άψυχα μάτια του ανοίγει
το μπράτσο του τεντώνει
κι αρπάζει τον εκστασιασμένο δημιουργό του
απ’τον καρπό!

Ο δόκτωρ Φρανκεστάιν
τρέμει
όχι από φόβο
αλλά από προσμονή
και τούτο το σφίξιμο δεν τον πτοεί
το πείραμα είναι έτοιμο
θα γίνει!

Χιλιάδες βολτ
σα φίδια μαγικά
πολύχρωμα, σατανικά
θα ορμήξουν μέσα στο κουφάρι του
και τότε ευθύς εκείνος θα…

μη με σκοτώνεις πάλι
αδελφέ μου!

ακούει για πρώτη του φορά
εκείνη τη φωνή που είχε ξεχάσει
που είχε θάψει από αιώνες
κι έρχεται απ’το στόμα του δημιουργήματός του!

μη με σκοτώνεις
πάλι
αδελφέ μου!

πέφτει στα γόνατα ο επιστήμονας
και τα δάκρυα τρέχουν ανεμπόδιστα
απ’τα μάτια του
κραυγές και ανάσες
απ’το στόμα του
ζαλάδα, ανεμοδούρα, σκοτοδίνη
όλα μηδέν και όλα τίποτα
του παίρνει χρόνο να συνέλθει…

κι όταν σηκώνεται
ερείπιο πια
και λέει να βάλει μπρος το πείραμά του

η κλίνη εμπρός του
είναι άδεια!

το τέρας λείπει!

αλαφιασμένος!
έντρομος!
ψάχνει ολόγυρα
ψάχνει παντού!

παραμιλάει…
φωνάζει!

το τέρας λείπει!

κάποιος περνάει έξω απ’το παράθυρο
τρέχει να δει

κάποιος
ολόιδιος εκείνος
γυρίζει ξαφνικά
και τον κοιτά 

με τα δικά του μάτια!

και του χαμογελά

με το δικό του στόμα!



Απρ2015



Όπως
ο οίκτος που δεν γίνεται συμπόνια
και δεν βαφτίζεται στην απέραντη θάλασσα της περιχώρησης
που δεν τολμάει να σκεπάσει με τις φτερούγες της 
η ψυχή
το Άγνωστο
διακινδυνεύοντας
ό,τι είναι ακριβότερο απ’τη στιγμή
έτσι ομοιάζοντας
το μικρό κερδίζει τις καθημέριες μάχες
και το Απόλυτο χαμηλώνει το βλέμμα

και ξοδεύει άπληστα
με θράσος
όλη την Αγάπη Του ο Ένας
στο αιώνιο
που δεν φυλακίζεται

φιλοξενώντας απρόθυμα
τον Πρώτο και τον Έσχατο
στοχασμό και πόθο

στη φωτιά Του την ονειρεμένη από την Αρχή του


για τον άνθρωπο



14 Φλεβάρη 2014

Τετάρτη 15 Απριλίου 2015

Το Βλέμμα και ο Ιερός Όφις



Αποσπάσματα από επιστολές ενός διδασκάλου στο μαθητή του


…Με ρωτάς για τη μνήμη και διαπιστώνω πως έχουμε πολλή δουλειά να κάνουμε. Γιατί συνδέεις κι εσύ τη μνήμη με το συναίσθημα κι αυτό μοιάζει με το μηχανισμό όταν συνδέει το φαγητό του ένας εκπαιδευμένος σκύλος με την εντολή του αφεντικού του για να φάει. Ή σα να χρειάζεται ένα τραγούδι ή μια παλιά φωτογραφία να αποτελέσει αγωγό για να αναδυθεί μνημονικό περιεχόμενο που μας θλίβει και μας μελαγχολεί.

Χρειάζεται να εργαστούμε πολύ και οφείλουμε να ξεκινήσουμε με τις αισθήσεις. Γιατί αν δεν εμπειρωθείς την υλακή ενός λύκου την πανσέληνο δεν μπορείς να είσαι σίγουρος πως είναι πανσέληνος. Νομίζεις πως είναι αλλά δεν είναι. Πρέπει όχι μόνο να δεις τη σελήνη αλλά να ρωτήσεις και το λύκο! Όχι μόνο να τον ακούσεις. Να ακούσεις, να δεις, να θυμηθείς… και μετά να κυνηγήσεις το λύκο και να τον πιάσεις… με κίνδυνο της ζωής σου όμως… της ζωής σου όπως την ξέρεις και έχεις καλοβολευτεί ως σήμερα βέβαια… Στην περίπτωσή μας, αν δεν είσαι πολεμιστής, ο λύκος θα σε κατασπαράξει. Σε αντίθετη περίπτωση θα έρθει στα πόδια σου και θα σε υποδεχθεί με την ήρεμη αυτοπεποίθηση ενός αδελφού. Όχι σαν ψωριάρικο σκυλί που θα σου γλείφει τα χέρια. Ο λύκος έχει την αξιοπρέπεια ενός αδελφού στην ατραπό και πάντοτε θα τον αντιμετωπίζεις ανάλογα…

…Η όραση έχει μνήμη και η μνήμη έχει όραση. Και η αφή έχει μνήμη καθώς και η μνήμη έχει αφή. Το ίδιο συμβαίνει με όλες τις αισθήσεις. Η μνήμη είναι τόσο ζωντανή όσο δυνατές είναι οι αισθήσεις. Η μνήμη δεν θυμάται απλές, θολές φιγούρες. Η μνήμη πεινάει, διψάει, αγχώνεται. Η μνήμη ιδρώνει, στενάζει και φοβάται. Η μνήμη αγγίζει, οσφραίνεται, βλέπει ολοκάθαρα και μπορεί να ακούσει και το παραμικρό. Η μνήμη έχει ό,τι έχεις εσύ τώρα αλλά και πολύ δυνατότερο. Επειδή όμως κοιμάσαι εσύ κοιμάται κι αυτή. Αν μπορούσες να έχεις τη μνήμη των Μυστών θα τρόμαζες, θα έκανες πίσω. Αλλά στον Μύστη η διαδικασία της ανάμνησης δεν έχει να κάνει με νοσταλγία και καημό για τα περασμένα. Είναι ενσωματωμένη στη ροή του είναι-ικού χρόνου που είναι εκεί πάντα και ταυτόχρονα, δεν είναι πουθενά. Η μνήμη για τον Μύστη δεν είναι φορτίο αλλιώς θα κατέρρεε μονομιάς. Είναι ένα σύμπαν ύπαρξης και το βιώνει με τον απόλυτο έλεγχο που έχει διδαχθεί να έχει σε κάθε τι. Εφόσον δεν υπάρχει τεμαχισμένος χρόνος για τον Μύστη, χτες, σήμερα αύριο κλπ, δεν έχει νόημα να ανασύρει κάτι από το χτες. Ζει το αιώνιο τώρα με την κυριολεξία της λέξης και αυτό από μόνο του είναι τρομακτικό.

…Μην βλέπεις τις αισθήσεις ως μοναχικούς πολεμιστές, ως ξεχασμένους ακρίτες κάποιων φυλακίων. Είναι μέλη μιας πανίσχυρης ομάδας που έχει σκοπό και στόχο και αποστολή…

Να ξέρεις ότι οι αισθήσεις δεν εργάζονται ποτέ για τη λήθη. Εργάζονται για την ανάμνηση, την αλήθεια και την αφύπνιση. Έργο δύσκολο και ενεργοβόρο. Έργο καθαρά μυητικό. Έργο για λίγους και αφοσιωμένους. Γιατί σε αυτό το έργο δεσμεύεις όλη σου την ενέργεια και δεν μπορείς να κάνεις πίσω…

…Οι αισθήσεις συμμαχούν πάντοτε. Είναι μια μικρή αδελφότητα. Μια άρρηκτη και συμπαγής μικρή κοινότητα. Η κάθε μια προστατεύει τις άλλες και όλες μαζί εργάζονται για τον κοινό σκοπό: Το Βλέμμα. Που είναι η Υπεραίσθηση που αγκαλιάζει όλες τις άλλες και έχει όλες τις ποιότητες και τις δυνάμεις τους. Μύηση λοιπόν σημαίνει να πειθαρχήσεις όλες τις αισθήσεις σου για να γεννήσουν το Βλέμμα. Ο Μύστης δεν έχει ανάγκη από καμιά άλλη αίσθηση. Ζει σε έναν άλλο ‘κόσμο’. Εκεί υπάρχει μόνο το Βλέμμα. Θυμήσου τον Ηράκλειτο. Τι λέει για τους αφυπνισμένους. Ενώ οι κοιμισμένοι ζουν ο καθένας στο δικό του κόσμο, οι μυημένοι ζουν στον κοινό τόπο του Βλέμματος. ‘Βλέπουν’ τα ίδια με μια έννοια και ο Ηράκλειτος ήταν μύστης και δεν μπορούσε παρά να μιλά για όσα έβλεπε εκείνος. Όχι πια με τις προηγούμενες αισθήσεις του αλλά με το Βλέμμα.


Αυτός ήταν ο σκοπός των αρχαίων Μυστηρίων, όλων των Εσωτερικών Σχολών (όπως του Πυθαγόρα ας πούμε) και είναι ως σήμερα όπου καίει ακόμα το Ιερό Πυρ των Μυστηρίων. Ο σκοπός δεν ήταν μονάχα η Γνώση. Ο Μύστης εξερχόμενος των Μυστηρίων και μετά από μακρόχρονη εργασία με τον εαυτό του αφυπνιζόταν. Περνούσε στην άλλη διάσταση του Ηράκλειτου. Θα ρωτήσει κάποιος, χρειάζονταν όλοι τα Μυστήρια; Όχι βέβαια. Υπήρχαν άνθρωποι που ήταν ήδη αφυπνισμένοι. Αναφέραμε τον Ηράκλειτο, υπήρξαν κι άλλοι, τους περισσότερους δεν θα τους μάθουμε ποτέ. Υπάρχουν ολόγυρά μας. Δεν είναι πολλοί αλλά υπάρχουν. Ζουν μια ήσυχη, αθόρυβη ζωή. Δεν ενοχλούν, δεν φλυαρούν, δεν θορυβούν, δεν απασχολούν τον Τύπο ή τους συνανθρώπους τους. Δεν μεγαλαυχούν, δεν δοξολογούν το εγώ τους, δεν αναζητούν υμνωδούς για να αθανατίσουν την ασήμαντότητά τους. Οι Μύστες δεν είναι ανασφαλή ανθρωπάκια που κλαψουρίζουν με την άδικη μοίρα, είναι αληθινοί πολεμιστές και αρκεί μονάχα ένα τους βλέμμα για να σε απολιθώσει. Όμως γενικά είναι άγνωστοι, απόμακροι και απομονωμένοι. Αυτοθέλητα. Στην ουσία είναι αθέατοι. Γιατί οι άλλοι τους βλέπουν με τα σάρκινα μάτια τους. Με την συνήθη και συμβατική όρασή τους. Έχουν λάθος γυαλιά, δεν μπορούν να δουν τίποτα πέρα απ’τη μύτη τους. Κι έτσι είναι ‘αόρατοι’ και συνήθως εργάζονται ήσυχοι για έναν ιερό σκοπό. Μιαν αποστολή που δεν την ξέρουμε, δεν την αποκαλύπτουν αλλά κάποτε γίνεται γνωστή σε όλους. Με κάποιον τρόπο.


…Θυμήσου και τους Μύστες αδελφούς της Αιγύπτου όταν φορούσαν το στέμμα με το φίδι, το ιερό τους φίδι που ήταν με ανασηκωμένο το κεφάλι στο μέτωπό τους. Οι βασιλείς εθεωρούντο μυημένοι και φορούσαν το στέμμα αυτό ενώ κρατούσαν το μαστίγιο και το σκήπτρο. Η μύηση για τους Αιγύπτιους σήμαινε να αποκτήσεις το Βλέμμα. Δεν τους ενδιέφερε τίποτε άλλο από την επίγεια ζωή. Οι Αιγύπτιοι δεν άφησαν κανένα πολιτισμό όπως τον αντιλαμβανόμαστε σήμερα. Δεν άφησαν λογοτεχνία και θέατρο και μουσική. Εργάζονταν για το Ιερό και το Αχανές που το βίωναν στην κυριολεξία κάθε στιγμή της σύντομης ζωής τους και ήξεραν πως θα το νιώθουν για πάντα. Στην αιωνιότητα.

…Συνδέεις τώρα όλα αυτά με τον Όφι των πρωτοπλάστων… βλέπεις που όλα συνομιλούν μεταξύ τους… γιατί τι άλλο θα μπορούσε να προσφέρει το Αχανές παρά το Βλέμμα; Οι πρωτόπλαστοι εξορίστηκαν επειδή άρχισαν να βλέπουν… Ο Αδάμ ήταν γυμνός αλλά δεν το ‘έβλεπε’, δεν το γνώριζε. Ξαφνικά απέκτησαν ορίζουσες και συντεταγμένες. Έπαψαν να είναι κοιμισμένοι, σε μια μαυλιστική αιωνιότητα και ζωντάνεψαν, έγιναν κύριοι του εαυτού τους… Η ‘εξορία’ τους είναι η αφύπνιση, η απομάκρυνση από τη λήθη… Όσο δεν γνωρίζεις ολοκληρωτικά ποιος είσαι, τι είσαι, τι μπορείς να είσαι, είσαι εν ύπνω… κοιμάσαι όρθιος καθώς λέγανε οι παλιοί. Και είχαν δίκιο…

Φέρνεις στο νου σου το Μάτι του Ρα… ή τον Παντεπόπτη Οφθαλμό… σωστά συνδέεις όλα αυτά με όσα σου γράφω… Θυμήσου ακόμα για να δεις την ενότητα των αρχαίων αδελφών στις διδασκαλίες της Ατραπού τον Παντοκράτορα στις βυζαντινές εκκλησίες, το περίφημο Τρίτο Μάτι στους Βουδιστές που συμβολίζει ο χιλιοπέταλος λωτός… το τέλος της μυητικής διαδρομής είναι το άνοιγμα του Τρίτου Ματιού, στο μέτωπο… Ο φωτισμένος τότε (σιντάρτα, Βούδας) αποσύρεται από τον κόσμο αυτό και εισέρχεται στον κόσμο των μυστών… 

όλοι παντού είπαν τα ίδια πράγματα με άλλες λέξεις…


Σάββατο 11 Απριλίου 2015





κάποιες λέξεις...



ετοιμότητα: η εσωτερική γεωδαισία της ανοιχτότητας

διάστημα: το πεπερασμένο που διαρκώς εκτείνεται

επαφή: το μοναδικό χρώμα στο σκοτεινό του Απείρου

δέσμιο φως: το αναγκαίο ποσό ενέργειας για να υπάρξεις ως ετερόφωτο ον

αληθινότητα: η ψευδαίσθηση πως η πραγματικότητα υπάρχει

στερέωμα: ο άνθρωπος ιδωμένος με το βλέμμα του Αχανούς

φυλακή: η διαρκής επαγρύπνηση

απόδραση: κυκλοτερής κίνηση του νου για την διάρρηξη των δεσμών του

αποδοχή: το να εναγκαλίζεσαι το παράλογο

ονειροβάτης: ο αδελφός εκείνος που αναζητά κάτοπτρα που δεν του προκαλούν πόνο

ενδεχόμενο: μια αναπάντεχη ρωγμή στο συμπαγές του αιώνιου

αντιπεπονθός: μηχανισμός του Απείρου που ρυθμίζει με επιείκεια και δικαιοσύνη τα της Ειμαρμένης

υπαρκτικό άλγος: οι λέξεις αδυνατούν να περιγράψουν ό,τι είναι αρχαιότερο από τις λέξεις...

Δευτέρα 6 Απριλίου 2015


Όραμα

Είχα
Ένα περίεργο όραμα
Ο Ιησούς
Αιμόφυρτος
Κατέρχεται απ΄το Σταυρό
Βαδίζει ανάμεσα στους έκπληκτους στρατιώτες
Πλησιάζει τη μητέρα Του
Της χαρίζει ένα βλέμμα απορίας
Πλησιάζει τον Ιωάννη
Του χαρίζει ένα χαμόγελο στοργής
Πλησιάζει έναν άγνωστο
Του χαρίζει σταγόνες απ’το αίμα Του
Συνεχίζει τον αργό βηματισμό Του

Κι ενώ σχίζεται ο ουρανός
Και σείεται η Γη
Εκείνος φτάνει αγέρωχος
Και σιωπηλός
Στο δέντρο που φιλοξενεί
Τον κρεμασμένο Ιούδα
Του αγκαλιάζει τα πόδια
Τον φιλά
Κάτι του ψιθυρίζει
Χαϊδεύει τρυφερά
Το άψυχο κορμί
Τον λύνει
Τον παίρνει στ’Αγια χέρια Του
Και τον πηγαίνει ως τον Τάφο
Που ήταν προορισμένος για Κείνον…

Το στερέωμα πλένεται
Από βροχή και αίμα
Από οργή και ανάσες
Τα χώματα της σκέψης
Καθάρονται σε μια στιγμή
Απ’τη σιωπή όσων
Ευλογήθηκαν
Να Δουν…
Να καταλάβουν…

Κι ο Κύριος τον φίλο Του
αποθέτει στη πέτρα
τον σκεπάζει με καθαρό σεντόνι
τον σκεπάζει με στοργή
Του χαρίζει μια αιωνιότητα αγάπης
Δακρύζει ο Διδάσκαλος
Και η σπηλιά ανασαίνει
Σαν ζωντανός οργανισμός

Κι ύστερα βγαίνει
Επιστρέφει
Βαδίζει πάλι ανάμεσα στο κόσμο
Οι ποταμοί βροχής
Πλένουν το άχραντο κορμί
Οι αιώνες πάνω Του
Ρυτιδώνουν τον αέρα που αναπνέει
Και τα ρυάκια από νερό
Και αίμα
Γίνονται ύστερα από λίγο
Ιαχές
Ρομφαίες Πυρός
Και δέσμες άκτιστου Φωτός

Κι Εκείνος
Πλησιάζει το φοβισμένο Εκατόνταρχο
Και του ζητά
Απλά
Πολύ απλά
Να Τον καρφώσει πάλι
Στο Σταυρό Του…

Σεπ 2009


Pierre-Paul-Prudhon-Crucifixion