Τρίτη 30 Σεπτεμβρίου 2014

τροχιές...



ήταν ένας αναπτήρας zippo... τον θυμάμαι... ένας μαύρος αναπτήρας με μια λευκή σταμπαρισμένη νεκροκεφαλή... τον είχα αγοράσει από το κυλικείο (που είχε και μια μικρή 'μπουτίκ' με ναυτικά είδη) του Κέντρου Προπαίδευσης του Πόρου εκείνες τις πρώτες παράξενες ημέρες της θητείας... στην ουσία δεν τον είχα χρησιμοποιήσει ποτέ... το συνήθιζα να αγοράζω μικρά αντικείμενα που κάτι 'μου έλεγαν' στο μάτι έστω κι αν ποτέ στην ουσία δεν καταλάβαινα τι ήταν αυτό... ο συγκεκριμένος αναπτήρας είχε μια ωραία 'ματ' επίστρωση κάτω από το υπόλευκο σχέδιο της πειρατικής νεκροκεφαλής και μάλλον αυτό ήταν που μου είχε κεντρίσει το ενδιαφέρον... ίσως... ίσως ήταν απλά και μια προσπάθεια καταναλωτικής εκτόνωσης της αμηχανίας και της νευρικότητας εκείνων των ημερών της γενικής αναστάτωσης στη ζωή μου...

όταν πήγα κάμποσο καιρό αργότερα στο 'Αβέρωφ' για να ξεκινήσει η κανονική μου θητεία, ο μικρός αναπτήρας ήταν πάντα κοντά μου... πήγαινε από τσέπη σε τσέπη, από σάκο σε σάκο, από ερμάριο σε ερμάριο... δεν χάθηκε ποτέ... περιέργως... κι ας τον είχα σχεδόν σε αχρηστία... μερικά πράγματα τελικά επιμένουν να μας ακολουθούν με μια μυστηριώδη εμμονή...

ίσως γιατί περιμένουν
περιμένουν τη στιγμή που θα βρούν τον κατάλληλο κάτοχο…

ο Αχιλλέας ήταν ο 'Η' (Ηλ/γος) του πλοίου... ένας από τους ναύτες με αυτή την ειδικότητα... και ήταν ένα μοναχικό παιδί... κοιμόταν τον περισσότερο καιρό στη κουκέτα από πάνω μου... δεν τον συναναστρέφονταν πολλοί και μάλλον από δική του επιλογή δεν βρισκόταν σε ιδιαίτερη συνάφεια με κανέναν… ένας από τους ανθρώπους εκείνους που περισσότερο σου μένουν στη μνήμη για την 'απουσία' τους παρά για την παρουσία τους... όταν είσαι παρατηρητικός βέβαια... ή ίσως κι όταν έχεις μια ανεπτυγμένη αίσθηση συντροφικότητας, ειδικά κάτω από ανάλογες συνθήκες υποχρεωτικής συμβίωσης...

τον συμπαθούσα τον Αχιλλέα… θα έλεγα κάτι παραπάνω, τον εκτιμούσα, τον σεβόμουν και ως υπεύθυνος του Οπλονομείου προσπαθούσα, όσο μπορούσα, να τον έχω σε 'ξεκούραστες' βάρδιες χωρίς να αδικώ ή να ρίχνω κανέναν... τον συμπαθούσα γιατί ήταν σιωπηλός, έκανε τη δουλειά του, δεν ζητούσε την εξαίρεση ποτέ, δεν γόγγυζε, δεν ενοχλούσε...  κι είχε κι εκείνο το συρτό βήμα που το άκουγες από μακριά και ήξερες πως ήταν το δικό του...

κάποια μέρα αποφάσισα να του δωρίσω, έτσι, χωρίς να το πολυσκεφτώ, τον μαύρο αναπτήρα με την νεκροκεφαλή... ήξερα ότι ήταν λάτρης των συμβόλων αυτών και της death metal μουσικής... δεν θυμάμαι πως το ήξερα αυτό... μάλλον θα είχαμε κάνει κάποια σχετική συζήτηση... ίσως αυτό με παρακίνησε να του τον δώσω... σε κείνον άρμοζε περισσότερο να τον έχει... ίσως πάλι γιατί απλά τον είχα συμπαθήσει και πολλά χρόνια μετά κατάλαβα πως το 90% των ενεργειών μας δεν είναι γιατί 'συνειδητά' τις αποφασίσαμε αλλά γιατί... το αποφάσισαν εκείνες... και γιατί, ανεξήγητα συμπαθούμε ή αντιπαθούμε τους ανθρώπους... στους πρώτους δικαιολογούμε πρόθυμα όσα δεν συγχωρούμε στους δεύτερους... γιατί; άγνωστον... γιατί έτσι... απλά...

θυμάμαι τη λάμψη στα μάτια του Αχιλλέα όταν του τον προσέφερα... τον πήρε σαν μικρό παιδί στα χέρια του, τον κοίταξε σιωπηλός αλλά γεμάτος απροσδόκητη χαρά και μετά κοίταξε εμένα... μου είπε ένα κάπως διστακτικό αλλά φορτισμένο 'ευχαριστώ φίλε' και ύστερα με ακόμη πιο αργά βήματα απ'ό,τι συνήθως, απομακρύνθηκε...

κάποιες νύχτες μετά...
όταν πλησίασα στο φυλάκιο της προβλήτας που έκανε βάρδια ο Αχιλλέας, τον είδα μέσα από το τζαμάκι να είναι σκυφτός κοιτάζοντας κάτι... όταν πλησίασα χωρίς να κάνω θόρυβο, τον είδα να έχει στα χέρια του τον μικρό αναπτήρα και να τον χαϊδεύει... δεν ξέρω γιατί αλλά συγκινήθηκα... σχεδόν με έπιασε ένας λυγμός... απομακρύνθηκα κλεφτοπατώντας...
άρχισα να βαδίζω στην προβλήτα που είναι δεμένος ο γερο-Αβέρωφ καπνίζοντας… αναρωτήθηκα τι είναι αυτό που μας δίνει τόση χαρά σε ένα μικρό αντικείμενο... είναι η προσφορά από κάποιον που δεν το περιμέναμε γιατί ούτε φίλος μας ήταν ούτε είχε καμιά 'υποχρέωση' να μας δωρίσει οτιδήποτε;
είναι το ίδιο το αντικείμενο που μας αποφορτίζει από την στιγμή και συμβολίζει την διάσπαση της συμπάγειας της 'καταραμένης' στιγμής και την έξοδο σε μια πιο δροσερή διαφυγή;
είναι ίσως το ότι η σκέψη ενός ανθρώπου ακούμπησε για λίγο πάνω μας... ακόμα και αν τα κίνητρά του δεν είχαν τόσο βάθος, για μας η χειρονομία του είναι ακριβή και ατίμητη...
και ας μην το μάθει ποτέ...
δεν τον ξανάδα ποτέ από τότε που απολυθήκαμε... πόσες ανάλογες τροχιές έχουμε διανύσει όλοι από τότε και πόσες φορές ανταμωθήκαμε με ανθρώπους που ήρθαν για λίγο και έφυγαν πάλι...

έχουν δίκιο οι βουδιστές που λένε λοιπόν πως οι ζωές των ανθρώπων μοιάζουν με τις τροχιές των κομητών στο στερέωμα... μοναχικές, σχεδόν μελαγχολικές τροχιές που κάποια στιγμή τέμνονται, έτσι, για λίγο και μετά συνεχίζουν τη μοναχική τους ρότα...

και δεν ξανασυναντιούνται ποτέ…

Παρασκευή 26 Σεπτεμβρίου 2014

Κάποτε… 

Πράττε δίκαια
Ύβριν μίσει
Ευσεβείας έχου
Επαίνει τα καλά
Κακίας απέχου
Χάριν απόδος
Ικέτας ελέει
Υιούς παίδευε
Σοφούς χρω
Έριν μίσει
Αγαθούς τίμα
Άκουε τα προσήκοντα
Μηδενί φθόνει
Το δίκαιον μιμού
Ελπίδος νέμε
Διαβολήν μίσει
Ευπροσήγορος γίνου
Αμαρτών μεταβουλεύου
Χρόνιαν φιλίαν φύλαττε
Φίλους ευνόει
Ομόνοιαν επιδίωκε
Μη λάλει προς ηδονήν
Σ(ε)αυτού μη αμέλει
Τα λεωφόρους μη βαδίζειν
Θνήσκε υπέρ πατρίδος
Μη επαίρου
Μη άρχου αδικείν
Άκουε πολλά, λάλει ολίγα
Νόει και τότε πράττε
Ανάξιον άνδρα, δια πλούτον μη επαινής
Πείσας λάβε, μη βιασάμενος
Ανέχου τον πλησίον σου μικρά ελαττούμενος
Μη έριζε γονεύσι, καν δίκαια λέγης
Παιδείας αντέχου
Επαίνει αρετήν
Εχθρούς αμύνου
Ευγένειαν άσκει
Ίδια φύλασσε
Αλλοτρίων απέχου
Φίλω χαρίζου
Μέτρον άριστον
Γνώθι σαυτόν
Χρόνου φείδου
Μηδέν άγαν
Φιλόσοφος γίνου
Όσια κρίνε
Γνους πράττε
Φόνου απέχου
Ήθος δοκίμαζε
Ευεργεσίας τίμα
Δικαίως κτω
Κριττήν γνώθι
Γάμους κράτει
Δαπανών άρχου
Αισχύνην σέβου
Χάριν εκτέλει
Ακούων όρα
Αδωροδόκητος δοκίμαζε
Βίας μη έχου
Ομίλει πράως
Φιλοφρόνει πάσιν
Γλώττης άρχε
Σαυτόν ευ ποίει
Αποκρίνου εν καιρώ
Πόνει μετά δικαίου
Οφθαλμόν κράτει
Καιρόν προσδέχου
Έχθρας διάλυε
Επί ρώμης μη καυχώ
Γήρας προσδέχου
Ευφημίαν άσκει
Πλούτει δικαίως
Κακίαν μίσει
Κινδύνευε φρονίμως
Πρεσβύτερον αιδού
Νεώτερον δίδασκε
Προγόνους στεφάνου
Χαρίζου αβλαβώς
Επαγγέλου μηδενί το παράπαν
Μη ψεύδου, αλλ'αλήθευε
Μη επιθύμει αδύνατα
Περί θεών λέγε, ως εισίν
Νόει το πραττόμενον
Μελέτα το παν
Γηράσκω αεί διδασκόμενος
Αγάπα τα του πλησίον σου και [δια]τήρει ως τα σαυτού
Ο συ μισείς, ετέρω μη ποιήσεις
Η περί του μέλλοντος πρόνοια, ανδρός έστιν άρετή
Συνετών ανδρών, πριν τα δυσχερή γενέσθαι προνοήσαι


Σήμερα… 

Άρπαξε να φας και κλέψε να’χεις…
Ωχ αδερφέ!
Δε βαριέσαι…
Μην ανακατεύεσαι…
Σώπα καημένε!
Μην είσαι κορόιδο
Εσύ θα βγάλεις το φίδι απ’τη τρύπα;
Βρε κάτσε στ’αβγά σου!
Βουρ στο πατσά
Γ.. τους όλους!
Να καεί το σύμπαν!
Όλοι κλέφτες είναι
Άραξε στα κιλά σου
Μην ασχολείσαι μωρέ!
Την πάρτη σου να κοιτάς!
Που πας να μπλέξεις;
Το πορτοφόλι μου γεμάτο να’χω…
Πλέρωσε να κάνεις τη δουλειά σου…
Βρε δεν πα να γ… όλα!
 

Δευτέρα 22 Σεπτεμβρίου 2014






Ένα κερί

Αυτό το κερί που άναψα
περαστικός από τον οίκο Σου
δεν είναι η προσευχή μου
για να Σε φτάσει εκεί ψηλά
δεν είναι οι παρακλήσεις μου
ούτε βεβαίως καμιά ελπίδα
που εναπόθεσα σε Σένα.
Η καθαρότητα της ύλης του
δε συμβολίζει το ακηλίδωτο
της πρόθεσής μου
και η μαλακή του υφή
καθόλου δεν υπόσχεται
την εύπλαστη μεταστροφή μου
στη μετάνοια
όπως οι αλληγορίες εγγράμματων πιστών Σου
ξέρουν να τυλίγουν.
Μπορεί να μοιάζει μ’ όλα τα’ άλλα
όμως αυτό ανάφτηκε
για να Σου πει
πως ευτυχώς
στέκομαι εδώ αβοήθητος
και πως ακόμα
όσο μπορώ
θα λάμπω.

Γιάννης Βαρβέρης

Πέμπτη 18 Σεπτεμβρίου 2014

Αρκούμαι στα λίγα και ζω κατά τα κέφια μου




Ο ΒΑΣΙΛΕΥΣ ΔΑΡΕΙΟΣ, ΓΙΟΣ ΤΟΥ ΥΣΤΑΣΠΟΥ, 
ΣΤΟΝ ΦΙΛΟΣΟΦΟ ΗΡΑΚΛΕΙΤΟ ΤΟΝ ΕΦΕΣΙΟ, ΧΑΙΡΕ!

«Συνέθεσες ένα σύγγραμμα πάνω στη φύση, δύσκολο να το κατανοήσει και να το εξηγήσει κανείς. Μερικά αποσπάσματα του κειμένου, ερμηνευμένα σύμφωνα με τις εκφράσεις σου, φαίνονται να περικλείουν μια θεωρία του συνόλου του σύμπαντος, των φαινομένων που αγκαλιάζει και των θεϊκών κινήσεων που επιτελούνται εκεί.  όμως τον περισσότερο καιρό ο νους αμφιταλαντεύεται, και ακόμη κι εκείνοι που έχουν περισσότερο μελετήσει το έργο σου, δεν μπορούν να διευκρινίσουν ακριβώς το νόημα των λόγων σου. Έτσι, ο βασιλεύς Δαρείος, γιος του Υστάσπου, επιθυμεί να σε ακροασθεί και να μυηθεί από σένα στην επιστήμη των Ελλήνων. Έλα λοιπόν το συντομότερο στο παλάτι μου. Οι Έλληνες γενικά, δεν απονέμουν στους σοφούς όλη την εκτίμηση που αξίζουν. περιφρονούν τις ευγενείς διδασκαλίες τους, άξιες ωστόσο σοβαρής και προσεκτικής μελέτης. Κοντά σε μένα, αντίθετα, καμιά τιμή δεν θα σου λείψει. θα βρίσκεις εδώ καθημερινά αξιοπρεπείς συζητήσεις, έναν αφοσιωμένο ακροατή που θα επιδιώκει να ρυθμίσει τη συμπεριφορά του πάνω στις διδαχές σου»


Ο ΗΡΑΚΛΕΙΤΟΣ Ο ΕΦΕΣΙΟΣ 
ΣΤΟΝ ΒΑΣΙΛΕΑ ΔΑΡΕΙΟ, ΓΙΟ ΤΟΥ ΥΣΤΑΣΠΟΥ, ΧΑΙΡΕ!

 «Όλοι οι άνθρωποι σήμερα απομακρύνονται από την αλήθεια και την δικαιοσύνη, ολοκληρωτικά. δοσμένοι στη φιλοδοξία και τη δόξα, οι δύστυχοι ανόητοι! Για μένα που αγνοώ εντελώς το κακό, που δεν έχω σφοδρότερη επιθυμία από το να αποφύγω τον ενοχλητικό φθόνο και να ξεφύγω από την αλαζονεία της εξουσίας, δε θα πατήσω το πόδι μου στη γη των Περσών. Αρκούμαι στα λίγα και ζω κατά τα κέφια μου»



ΜΕΤΑΦ: ΠΟΛΥ ΓΚΕΚΑ
ΕΚΔ. ΠΛΕΘΡΟΝ

Δευτέρα 15 Σεπτεμβρίου 2014

Όντα ευθύνης...




Θ
υμάμαι ακόμη εκείνη την παγωμένη ημέρα στο ορεινό χωριό στα νότια της Αρκαδίας. Είχε προκύψει μια επείγουσα υψομέτρηση και αποτύπωση μιας χάραξης οδοποιίας που είχε προβλήματα. Κι έπρεπε να γίνει αυθημερόν. Ξεκινήσαμε νύχτα από το γραφείο για να φτάσουμε ξημέρωμα στο χωριό. Και πιάσαμε δουλειά αμέσως. Αρχίσαμε από ψηλά, ο συνάδελφός μου κι εγώ και κατεβαίναμε τον φιδωτό δρόμο. Στόχος ως το τέλος της μέρας να έχουμε φτάσει εκεί που η χάραξη συναντούσε το δημόσιο δρόμο. Κάπου στη μέση της διαδρομής, υπήρχε ένα μικρό χωριό. Έρημο, σχεδόν εγκαταλελειμμένο. Αναζητήσαμε κάποιο καφενείο για λίγο νερό και κάτι να φάμε και μας υποδέχθηκε ένας γέροντας που καθόταν σε ένα παγκάκι κάτω από έναν θεόρατο πλάτανο.

Η σκηνή ήταν για κινηματογράφηση. Ένας μοναχικός υπέργηρος κάτοικος ενός χωριού – φαντάσματος που καθόταν στο παγκάκι μέσα στο κρύο. Τον πλησίασα κουβαλώντας το όργανο και κάποια εργαλεία. Δίπλα μου ήταν ο συνάδελφος με τον τρίποδα και το ακόντιο.
«Γεια σας», του είπα και μου ανταπέδωσε τον χαιρετισμό με ένα πλατύ χαμόγελο.
«Ήρθατε για το δρόμο ε;», με ρώτησε και σηκώθηκε. «Πάμε στο σπίτι, να δείτε τη γυναίκα», μου είπε μετά και κοίταξα με νόημα το φίλο μου.
«Λίγο νερό θα θέλαμε μόνο και θα συνεχίσουμε, πρέπει να τελειώσουμε απόψε και…»
«Πάμε, πάμε», είπε και ήδη είχε προηγηθεί.
Τον ακολουθήσαμε. Προσπέρασε δυο τρία σπίτια κι άνοιξε μια παμπάλαια πόρτα και μπήκε στο δικό του. Στο ζεστό εσωτερικό με το τζάκι αναμμένο νιώσαμε να ξαναβρίσκουμε την επαφή με τον εαυτό μας. Είχαμε ξεπαγιάσει τόσες ώρες στο βουνό και δεν το είχαμε αντιληφθεί.
Η κυρά του εμφανίστηκε αμέσως. Μας είχε δει να ερχόμαστε και έφερε ένα δίσκο με κρασί και μεζέδες.
«Μην πιούμε πολύ, έχουμε άλλο τόσο ως κάτω», είπα αλλά το κρασί ήταν υπέροχο και οι μεζέδες οι νοστιμότεροι που είχα δοκιμάσει στη ζωή μου.
Με το κρασί και το κρέας δεν υπάρχει τίποτε ιδανικότερο από μια ωραία συζήτηση. Αποφασίσαμε να μην βιαστούμε τελικά. Το κρύο συνηγορούσε σε μια τέτοια απόφαση. Ήξερα το φίλο μου. Λίγο ακόμη και θα τον έπαιρνε πάνω στο τραπέζι. Εγώ όμως ήθελα να μιλήσω με τους μοναχικούς αυτούς ανθρώπους που τους έβλεπα σαν ακρίτες, σαν φύλακες ενός συνοριακού, μακρινού φυλακίου.

Το κρασί κατέβαινε εύκολα και η συζήτηση σε λίγο πήρε τις μόνες διαστάσεις που αξίζουν. Αυτές της εξομολόγησης. Το ηλικιωμένο ζευγάρι δεν είχε αφήσει ποτέ το χωριό για να πάει οπουδήποτε. Όλη τους τη ζωή είχαν ξοδέψει στο μικρό χωριό τους βλέποντας τα ίδια δέντρα, τους ίδιους ανθρώπους, τις ίδιες εικόνες με την αδιάκοπη εναλλαγή αμέτρητων εποχών.
«Κάποτε είχαμε σχολείο εδώ, παιδιά, φασαρία… ίσαμε 600 ψυχές… σήμερα, να, όσους μετράς εδώ…» είπε ο άντρας και χαμογέλασε πικρά. Η γυναίκα του δεν μιλούσε. Σιωπηλή κοιτούσε τη φωτιά και πότε πότε άλλαζε το κρασί ή μας ρωτούσε αν θέλαμε και κάτι άλλο.
Ο φίλος μου δεν άντεξε και κούρνιασε στο μπαουλοντίβανο. Σε δευτερόλεπτα άκουγα το ροχαλητό του.
«Και είσαστε μαζί… όλα αυτά τα χρόνια…» είπα.
«Εξήντα χρόνια!», μίλησε για πρώτη φορά η γυναίκα προλαβαίνοντας τον άντρα της.
«Εξήντα δυο», τη διόρθωσε εκείνος.
Σοκαρίστηκα όταν άκουσα το νούμερο.
«Εδώ, πάντα μαζί…»
«Και μη τη βλέπεις έτσι… κι εμένα… ούτε να με φτύσεις δεν είμαι, έ;», μου είπε ο γέροντας και γέλασε. «Αυτήν όμως… αυτήν έπρεπε να δεις… αυτήν… πως ήταν τότε… πώς κατέβαινε ο λαιμός της…», είπε με μια αποστροφή όχι μονάχα ποιητική αλλά και εξόχως αισθαντική… αυτό το ‘κατέβαινε’ είχε μέσα του την πιο ‘γλυπτική’ περιγραφή που είχα ακούσει. Και τον έκανε για λίγο να σαστίσει καθώς ταξίδεψε σε κείνη την εικόνα που τον αναστάτωνε.
«Χαραμίστηκε μαζί μου… αυτό σου λέω…»
Χαραμίστηκε… η λέξη κόλλησε στο κεφάλι μου.
Η γηραιά οικοδέσποινα δεν μιλούσε.
«Μα όμως δεν ήταν αλλιώς να γίνει», είπε ξαφνικά.
Την κοίταξα με μεγάλη προσοχή.
«Τι θέλετε να πείτε;», τη ρώτησα και το μετάνιωσα. Είχα γίνει αδιάκριτος.
«Η ευθύνη… αυτή να… τα σκέπασε όλα…» είπε η γερόντισσα και αισθάνθηκα ένα ρίγος.
«Η ευθύνη
«Πώς ο ένας να ξυπνήσει και ο άλλος να μην τον νιώθει δίπλα του; Πώς εκείνος να φύγει και μέχρι να πάει στη γωνιά να μην με σκεφτεί εμένα; Πώς αυτός να μπορεί να φύγει αλλά να μένει;»
Είχα σταματήσει να τρώω και να πίνω και απλά την άκουγα. Ο σύζυγός της νομίζω είχε αυτή την υγρασία στα μάτια που επιτρέπουν οι μεγάλοι άντρες στον εαυτό τους χωρίς να ντρέπονται.
 Η γυναίκα ήθελε να πει. Ήθελε να μιλήσει. Ήθελε να ακουστούν όσα είχε αποθησαυρίσει ως πανάκριβη σοφία ζωής.
«Κι αν δεν είχαμε το διάολο μέσα μας; Όμως… αυτό λέω… κι ας μ’ακούσουνε τα ροκανίδια… να μην περάσει ο ήλιος μια μέρα και να σκοτεινιάσει χωρίς ν’ακούσω τη φωνή του… λέω θα έχω την ευθύνη εγώ… γιατί δεν γίνεται αλλιώς… τον δρόμο δεν αντέχεις να τον ανεβείς αλλιώς…», είπε την τελευταία της φράση και γύρισε για μοναδική φορά και με κοίταξε… Για μια στιγμή είχε ακινητοποιηθεί ο χρόνος, είχαν σωπάσει όλα και άκουγα την ανάσα μου βαριά και το αίμα να βροντάει στις φλέβες μου. Το σκηνικό ολόγυρά μου είχε εξαφανιστεί και ένιωθα πίεση στ’αυτιά μου καθώς οι λέξεις χώνονταν μέσα μου μια μια και με πονούσαν… με πονούσαν όμορφα όμως…
«Άντε, να φέρω κανά μεζέ ακόμα», είπε ύστερα και το σκηνικό ξανάγινε αυτό που ήταν μονομιάς κι εγώ πέρασα σε φάση αποσυμπίεσης… Συνήλθα, ξύπνησα τον συνάδελφό μου, ευχαριστήσαμε τους ανθρώπους για την θεσπέσια φιλοξενία και βγήκαμε ξανά στο απογευματινό ψύχος να συνεχίσουμε απρόθυμα τη δουλειά.
«Τι λέγατε τόση ώρα;», μου είπε κάποια στιγμή ενώ χασμουριόταν μεγαλοπρεπώς.
«Διάφορα», είπα για ν’αποφύγω την απάντηση και περπατούσα επηρεασμένος βαθιά από όσα είχα ακούσει, όσα είχα νιώσει και δούλευαν ήδη μέσα μου.
«Που τη βρίσκεις την όρεξη για πάρλα ρε φίλε;», μου είπε ξανά κάποια στιγμή. «Εγώ ευχαρίστως θα κοιμόμουν ως το βράδυ σε αυτή τη ζέστη… δίπλα στο τζάκι… φαί, πιοτί… τέλεια ήταν»
Δεν είπαμε άλλα. Ριχτήκαμε στη δουλειά καθώς είχαμε αργήσει. Μας πήρε το βράδυ για να ολοκληρώσουμε όλη τη χάραξη.

Και όταν γυρίσαμε μετά από ώρες κατάκοποι στην Αθήνα, έτρεξα στο σπίτι, παράτησα τη τσάντα μου στο κρεβάτι, άνοιξα το σημειωματάριο για να αποτυπώσω κάποιες σκέψεις που με τυραννούσαν. Ό,τι προλάβαινα, ό,τι κατάφερνα να σώσω…
Σχετιζόμαστε… Το ότι σχετιζόμαστε… Οι σχέσεις… Το μεγάλο αίνιγμα, το μεγάλο σκάνδαλο και μαζί το μεγάλο θαύμα… Τι μεταβολίζει το δηλητήριο σε δροσερό νερό; Και το αντίστροφο… ποια είναι η απάντηση; Πώς ο μοναχικώς αχνίζων εαυτός επιτρέπει την κοινωνία με τον άλλο; Πέρα απ’την απόλαυση, πέρα απ’τις ηδονές, πέρα απ’τις χαρές και τις λύπες… πώς αντέχεται τούτη η δοκιμασία για 20 ή 30 ή 60 χρόνια;

Το ότι επιβιώνουμε, το ότι λαχταράμε αυτή την περιπέτεια που φτάνει ως την εξόντωση και το ότι μέσα από αυτή αποκτούμε ίσως, αν είμαστε τυχεροί και ικανοί, την μέγιστη αρετή από όλες:  να γίνουμε όντα ευθύνης



φωτο: http://e-parembasis.blogspot.gr/

Τρίτη 9 Σεπτεμβρίου 2014







Akaufaciyâ

«οι άνθρωποι που κατοικούν στα βουνά»



Είναι υπέροχο
να σ’αγνοεί η Daiva

Ως κι ο Μεγάλος Βασιλιάς
που ο ήλιος των ανθρώπων
ανατέλλει και δύει
στο πρόσωπό του
δεν έχει λέξη να προφέρει για μας

κανείς δεν ξέρει να του πει
πώς ξημερώνει κάθε αυγή
ο νέος ήλιος στο βλέμμα των μανάδων μας
και πώς χαράζει τα ιερά αυλάκια του ο χρόνος
στα μέτωπα των γερόντων μας

κι ακόμη δεν ξέρει να του πει
πώς λούζουν ψιθυρίζοντας
στη βραδινή βροχή
τα όμορφα μαλλιά τους οι γυναίκες μας
πριν αφεθούν στα χάδια των αντρών τους

κι ούτε ποτέ θα μάθει ο Μέγας Βασιλέας
πώς ανασαίνουν κάθε δειλινό
αποκαμωμένα απ’το παιχνίδι
τα παιδιά μας

και τα τραγούδια των μικρών μας κοριτσιών
τις μυστικές τους ώρες
ποτέ ο Υπέρτατος Αφέντης δεν θ’ακούσει

είμαστε αόρατοι

στα πανάρχαια σπήλαια
των αδελφών μας βράχων
γεννιόμαστε
και στους γκρεμούς των κρυμμένων μας βουνών
τα πρώτα μας όνειρα
με τις σκιές των λουλουδιών
τα μοιραζόμαστε

και στα υψίπεδα που δεν ορίζει άλλος
παρά το αιώνιο βλέμμα των προγόνων
και οι κατεβασιές των αητών
χαράζουν το αδύνατο στους ορίζοντες

σε τούτα τα ιερά υψίπεδα
ερωτευόμαστε

και στα φαράγγια
που οι υλακές των λύκων τα πρωινά
μουδιάζουν τα πόδια των δειλών
εκεί ανδρωνόμαστε

κι ύστερα από το πέρασμα ημερών μεγάλων
που θηλάζουν όλα τα χρώματα του ανθρώπου
και άλλοτε στο χαμόγελο
κι άλλοτε στον πόνο
κουρνιάζουν τη σκέψη του

ύστερα από χιλιάδες νύχτες
που αγωνιούμε για τον πυρετό
στα στήθια των σεβάσμιων
ή τραγουδούμε τον έρωτα που πυρώνει τα χείλη
και μεθάει τα σκέλια

έρχεται Εκείνη η μέρα
που στις αθέατες κορυφές
των χιλιόχρονων βουνών μας
μονάχοι
λέμε στο κουρασμένο σώμα
μείνε αδελφέ μου εσύ εδώ
να σ’αγκαλιάσει η Μάνα
κι άλλους να δώσεις, πιο άξιους από μένα

και με το πνεύμα ελεύθερο πια
να απλώνεται στα ασύνορα λιβάδια τ’ουρανού
πέρα από τους ποταμούς στα βορινά
πέρα από τις στέπες και τις ανοιχτωσιές της δύσης
πέρα απ΄τα αφιλόξενα της ανατολής κάτασπρα βουνά
κι ως κάτω, στον αδελφό ωκεανό, στο νότο

στο Ταξίδι του Ανέμου αφηνόμαστε
και με το Φως του Αρχαίου Πατέρα
και την Πνοή των Ονείρων

χαμογελώντας

ένα γινόμαστε…

ιαν2012