Δευτέρα 30 Σεπτεμβρίου 2013

Βουλιάζοντας μέσα σου




Το μέρος όπου θα πεθάνω
Το αγγίζω ψηλαφητά με το νου,
Είναι ένα σώμα γυναικείο,
Αλειμμένο με αρωματικό λάδι.
Είναι μια πλάτη απαλή με καμπύλες
Που τραβάν προς τα κάτω
Κι ενώνονται και τέμνονται,
Μπερδεύονται σε ένα κύκλο ζωής.
Αυτό άλλωστε έκανα από πάντα,
Άγγιζα την όψη του θανάτου,
Πάλευα να καταλάβω
Χωρίς να βλέπω τα χαρακτηριστικά του.
Νόμιζα διάφορα, νόμιζα θάλασσες,
Περίεργες λίμνες και βουνά,
Σεληνιακά τοπία βυθισμένα στη φαντασία.
Αλλά είναι γυναίκα,
Είναι η πλάτη μιας γυναίκας
Κι όσο κοντοζυγώνει ο καιρός να φύγω
Τόσο γίνεται ο χρόνος μια βεβαιότητα,
Ένα βαρίδι γκριζωπό που με τραβάει
Προς τα κάτω,
Προς το σκοτάδι,
Εκεί που όλα τέμνονται,
Εκεί που όλες οι καμπύλες τελειώνουν.


Ηλίας Δεσύλλας

Κυριακή 29 Σεπτεμβρίου 2013

να γυρίσουμε στα πρωτογενή ερωτήματα



Με κοίταξε στα μάτια και είπε
…δεν μπορούσα ποτέ να κατέχω… να έχω τίποτε… από παιδί… δεν ήθελα να διαχειρίζομαι… να είμαι εγώ υπεύθυνος για οτιδήποτε… μα, ακόμα κι αν ήθελα, δεν μπορούσα… ήμουν ανίκανος να κατέχω… ήθελα μόνο να βιώνω… δεν ήξερα τότε τι σημαίνει να βιώνει κανείς μια στιγμή, ένα πάθος, ένα τραύμα, μια γέννηση ή ένα θάνατο… ούτε και σήμερα ξέρω τα όρια των λέξεων και των εννοιών τους… ξέρω μονάχα πως δόθηκα ολόψυχα στο να βιώνω…
…κι όταν κανείς θέλει να αρμέγει άπειρο από το Άπειρο, δεν έχει ενέργεια, δεν έχει νου, δεν έχει χρόνο για να κατέχει το παραμικρό…

Με κοίταξε στα μάτια και είπε
πρέπει να γυρίσουμε στα πρωτογενή ερωτήματα αγαπημένε μου… οφείλουμε να επιστρέψουμε σε εκείνα που ποδοπατήσαμε και σύραμε μαζί μας όπως κάνει η χελώνα με το φαγητό της… να επιστρέψουμε στα πρωτεϊκά σύμπαντα των στοιχείων πριν αυτά γίνουν συνθέσεις, σύμπλοκα και κρύσταλλοι… πριν σκοτώσω είχα τα χέρια μου άδεια, πριν τρέξει το αίμα είχα τον ορίζοντα καθαρό, πριν δω τον Άβελ να σωριάζεται, κρατούσα το όπλο, πριν σταυρώσω τον αδελφό μου, πήγαμε μαζί μια βόλτα σε έναν ελαιώνα… καταλαβαίνεις;
…να γυρίσουμε στα αφελή ερωτήματα που έχουμε ‘απαντήσει’, που βιαστήκαμε –από ποιον και γιατί; - να κλείσουμε, να ξεμπερδεύουμε μαζί τους… έχω σκέψεις, έχω συναισθήματα, φοβάμαι, οργίζομαι, ερωτεύομαι, ονειρεύομαι, είμαι μόνος… μόνος είμαι… ό,τι κι αν κάνω, όπου κι αν πάω… πριν φύγω όμως θέλω ένα καθαρό βλέμμα, ένα όμορφο πρωινό χωρίς εκκρεμότητες, ένα χάδι χωρίς προσδοκίες, έναν έρωτα χωρίς το αίμα της εκδίκησης, ένα απόγευμα χωρίς τον εφιάλτη της νύχτας…
…γύρισέ με στα πρώτα ερωτήματα αδελφέ μου…

Με κοίταξε στα μάτια και είπε
… τι σημασία έχουν όλα αν σε όλα έχουμε εμείς την μέγιστη σημασία; Έξω από μας υπάρχει ένα ολόκληρο στερέωμα δυνατοτήτων… τι σημασία έχει αν νοηματοδοτείς εσύ αδελφέ μου τον κόσμο μέσα από τον ουρανό κι εγώ από τη γη… στο ενδιάμεσο της μικρο-ύπαρξης γεννιούνται και πεθαίνουν όλα…
…έρχονται μέρες που θα σε αναζητήσω και δεν θα υπάρχεις…
…με συγχωρείς που τόσες φορές με αναζήτησες εσύ και η φωνή σου έμεινε μετέωρη…

…ίσως να σε άκουγα και φοβόμουν να απαντήσω…

Μαι2011

Checkmate
sur

Τετάρτη 25 Σεπτεμβρίου 2013

José Emilio Pacheco



Κατοχή
-Σε έκανα δική μου- 
Είπα στο βρόχινο νερό.
Και το νερό
Γέλασε μαζί μου
Και μου γλίστησε από τα δάχτυλα.

Η νύχτα
Είναι μάταιο να πιστεύουμε ότι είμαστε παιδιά του Ηλιου:
Oλοι έχουμε πολύ μέσα μας τη Νύχτα.

Παιδιά και μεγάλοι
Στα δέκα πίστευα
ότι η γη ήταν των μεγάλων.
Μπορούσαν να κάνουν έρωτα, να καπνίσουν, να πιουν στο κέφι τους,
να πάνε όπου θέλουν.
Κυρίως, να μας συνθλίψουν με την αδάμαστη δύναμή τους.
Τώρα ξέρω από μεγάλη πείρα τον κοινό λόγο:
στην πραγματικότητα δεν υπάρχουν μεγάλοι,
μόνο γερασμένα παιδιά.
Θέλουν αυτό που δεν έχουν:
το παιχνίδι του άλλου.
Φοβούνται τα πάντα.
Υπακούουν πάντα σε κάποιον.
Δεν ορίζουν την ύπαρξή τους.
Κλαίνε για οτιδήποτε.
Oμως δεν είναι ανδρείοι όπως στα δέκα:
το κάνουν τη νύχτα, σιωπηλά και μόνοι τους.

Τοίχοι
Από ένα τοίχος που πέφτει
Πόσοι τοίχοι μίσους υψώνονται
Και φτιάχνουν από στέρεη γη μια θάλασσα νησιών.



José Emilio Pacheco
Οι μεξικάνικες βρόχινες στάλες
μτφρ.: Βιργινία Χορμοβίτη

http://www.e-poema.eu/poem.php?id=325&pid=27

Δευτέρα 16 Σεπτεμβρίου 2013





Σα να’χει από καιρό
τούτο το σώμα
σαν αίσθηση, σα λάμψη
ολοκληρώσει πια τη τροχιά του
μόνο το άγγιγμά της
με κάνει να επαναστατώ
όπως και η φωνή της
όταν διαπερνά τους πόρους
που ξαφνικά ανοίγουν και ανθίζουν πάλι
και στέκονται αρνητές
για λίγο
του θανάτου

Κι εκείνο το εφηβικό της χαμόγελο
που αιχμαλώτισε δροσιές και μνήμες
και έκρυψε λίγη ροή του χρόνου
στη τρυφερή αγκαλιά της...



Designed by lights

Τρίτη 10 Σεπτεμβρίου 2013

Σώματα συγχυσμένα, μνήμες κακομεταχειρισμένες...



Παράξενες μέρες μας έχουν γονατίσει
Πάνε να καταστρέψουν
τις πρόσκαιρες χαρές μας.
Να συνεχίσουμε να παίζουμε
ή να βρούμε μια νέα πόλη.
Παράξενα δωμάτια γεμάτα παράξενα μάτια.
Φωνές θα δώσουν το σύνθημα
για το κουρασμένο τέλος τους.
Η οικοδέσποινα χαμογελά,
Οι καλεσμένοι κοιμούνται
κουρασμένοι από τις αμαρτίες.
Ακούστε με να μιλάω για αμαρτία,
και θα καταλάβετε, αυτό είναι.
Παράξενες μέρες μας έχουν βρει,
Και μέσα στις παράξενες ώρες τους
αργοπεθαίνουμε μόνοι.
Σώματα συγχυσμένα,
μνήμες κακομεταχειρισμένες
καθώς από την ημέρα καταφεύγουμε
σε μια παράξενη νύχτα από πέτρα.

(Strange Days, Doors, 1967)

Τετάρτη 4 Σεπτεμβρίου 2013




Το Οχυρό και η Έρημος

Φαντάσου μια απέραντη έρημο και στην αρχή της ένα πελώριο οχυρό. Είσαι κι εσύ ένας στρατιώτης που μόλις πήρε την μετάθεσή του για το οχυρό αυτό. Φτάνεις κάποια ημέρα και σε υποδέχεται ο ίδιος ο Διοικητής, ως είθισται σ'αυτές τις περιπτώσεις. Ο Διοικητής είναι λιγόλογος και σαφής. Σου ξεκαθαρίζει πως τα καθήκοντά σου περιορίζονται στα αυστηρώς καθορισμένα από τον Κανονισμό και οφείλεις να είσαι πάντα υπάκουος σ'αυτόν. Σου εφιστά επίσης την προσοχή στους διάφορους "θρύλους" που κυκλοφορούν ανάμεσα στους στρατιώτες και ειδικότερα στους "παλιούς". Θρύλοι που έχουν να κάνουν με την απέραντη και αφιλόξενη έρημο που απλώνεται σαν ωκεανός από άμμο και εξαντλεί τα όρια της ανθρώπινης όρασης στον ορίζοντα. Ο Διοικητής του οχυρού δεν θέλει να αφεθείς στους θρύλους αυτούς γιατί δεν θέλει να εξάπτεται η φαντασία σου. "Ενας στρατιώτης δεν χρειάζεται την φαντασία του αφού δουλεύει με τη λογική και την πειθαρχία του", τονίζει αυστηρά. "Όλα τα υπόλοιπα είναι επιζήμια στο έργο του". Και το έργο σου είναι σοβαρό και προκαθορισμένο. Είσαι εκεί για να ενισχύσεις τις βάρδιες στα φυλάκια του οχυρού, είσαι εκεί για να κάνεις τις Υπηρεσίες σου απέναντι σε όλους εκείνους που έχουν επαναπαυθεί ξέροντας πως οι στρατιώτες ενός τόσο σημαντικού οχυρού κάνουν καλά τη δουλειά τους, χωρίς να αναρωτιούνται, χωρίς να ψάχνουν και χωρίς να αναζητούν.
            Αυτή άλλωστε είναι η ζωή του στρατιώτη.
            Κι έτσι γίνεται.
            Ξεκινάς την ζωή σου, σαν καλός και πειθαρχημένος στρατιώτης, όπου οι βάρδιες σε καλούν να προσφέρεις, όπου οι Υπηρεσίες απαιτούν, όπου οι ανώτεροί σου σε χρειάζονται.
            Περνά όμως ο καιρός, μονότονα και χωρίς εναλλαγές. Και έρχεται η στιγμή που χαλαρωμένος πια και εξοικειωμένος με το περιβάλλον και τους συναδέλφους σου, υποκύπτεις στον πειρασμό να μάθεις κι εσύ για τους περίφημους αυτούς θρύλους που υπάρχουν για την έρημο.
            Έχεις κι εσύ αναρωτηθεί πολλές φορές, κυρίως τις νύχτες που είσαι μόνος, ολομόναχος σε κάποιο απόμερο φυλάκιο, τις νύχτες που η έρημος μοιάζει με σκοτεινή, απέραντη θάλασσα που απλώνεται νωχελικά εμπρός σου, τι πραγματικά εξυπηρετεί τούτο το οχυρό; Ποιος ο σκοπός όλων αυτών των φυλακίων, των στρατιωτών, των αξιωματικών, τόσων ανθρώπων;
            Γιατί αυτό το Οχυρό είναι, τελικά τόσο σπουδαίο;
            Ποια είναι αυτή η έρημος;
            Τι κρύβει μέσα της;
            Την έχει διαβεί κανείς ως τώρα; Κι αν ναι, γύρισε κάποιος να διηγηθεί τι είδε, τι βίωσε; Αν συνάντησε κανέναν εκεί;
            Ναι, έχεις αναρωτηθεί από το πρώτο σχεδόν βράδυ που πάτησες το πόδι σου στο περίεργο αυτό οχυρό, έχεις τόσα ερωτήματα αλλά καμιά απάντηση.
            Και κάποιο βράδυ, ένας "παλιός" στρατιώτης, που έτυχε να βρεθείτε στο ίδιο φυλάκιο μαζί, αποφασίζει να σου μιλήσει για την έρημο και για όσα κρύβει μέσα της.
            Σου λέει λοιπόν, πως πριν από χρόνια, αναρίθμητα χρόνια, η Διοίκηση του οχυρού αποφάσισε πως ήταν καιρός να σταλεί ένα επίλεκτο τμήμα από 12 εξαιρετικούς στρατιώτες για να ανιχνεύσουν μια ζώνη είκοσι μιλίων μέσα στην έρημο και εκεί να στρατοπεδεύσουν και αφού σιγουρευτούν πως όλη η ζώνη από το οχυρό έως εκεί είναι "καθαρή", να χτίσουν 12 προκεχωρημένα φυλάκια, μέσα στην καρδιά της ερήμου και να επεκτείνουν έτσι τα "μάτια" του οχυρού έως τα φυλάκια αυτά. Κι αφού περάσουν δέκα χρόνια -όσα για να εξαντληθούν οι προμήθειες του επίλεκτου σώματος των στρατιωτών- να σταλούν άλλοι 12 για να τους αντικαταστήσουν και ακόμη άλλοι 12 για να προχωρήσουν είκοσι ακόμη μίλια πιο βαθιά από τα πρώτα αυτά φυλάκια. Και το σχέδιο ήταν αυτό, ως να καλυφθεί όλη η έρημος, μέχρι το τέλος της, όσα χρόνια και δεκαετίες και αιωνιότητες αν χρειαστούν.
            Και έγινε έτσι.  Και οι πρώτοι 12 έφυγαν και πέρασαν 10 χρόνια και απεστάλησαν οι επόμενοι 12 και ύστερα οι επόμενοι. Όλοι στο οχυρό περίμεναν με τρομερή αγωνία να γυρίσουν οι πρώτοι 12 για να διηγηθούν τι είδαν, τι βίωσαν, τι έζησαν σ'αυτά τα 10 μαρτυρικά και μοναχικά χρόνια. Οι 12 αυτοί πρώτοι Ακρίτες είχαν ήδη γίνει ένας θρύλος, είχαν γίνει πλάσματα μυθικά και ήρωες της φαντασίας των στρατιωτών του οχυρού.
            Και συ τότε, ρώτησες με αγωνία τον "παλιό" που σου τα έλεγε όλα αυτά, τι απέγινε. Και κείνος σου είπε πως από τους πρώτους 12 γύρισε πίσω μονάχα ένας. Και ήταν αληθινά τρομερό το θέαμα που παρουσίαζε, ένας άνθρωπος που γύρισε από έναν άλλο κόσμο. Όχι γερασμένος αλλά "μεταμορφωμένος". Όχι τρελός αλλά "διαφορετικός". Και από όσα είπε στον Διοικητή και την ειδική Επιτροπή που τον περίμενε με αγωνία να καταγράψει τις εμπειρίες του, κανείς δεν έμαθε το παραμικρό. Πολλά λέγονταν, πολλά ακούγονταν, τίποτε έγκυρο ή εξακριβωμένο. Στην ουσία, κανείς δεν έμαθε ποτέ τι έγινε εκείνα τα φοβερά 10 πρώτα χρόνια και κανείς δεν ξέρει τι έγινε τα 10 επόμενα και τα 10 μεθεπόμενα, κλπ. Κι έχουν περάσει αιώνες αναρίθμητοι από τότε που στέλνονται κάθε 10 χρόνια 12+12+ όσοι χρειάζονται επίλεκτοι και η έρημος δείχνει ατελείωτη, απέραντη, απόκοσμη, τρομακτική!
            "Κάποτε μου ζήτησαν κι εμένα να πάω εκεί", σου λέει κάποια στιγμή ο "παλιός" και το αίμα παγώνει στις φλέβες σου. "Ναι, κάποια στιγμή μου είπαν να πάω αλλά αρνήθηκα. Ήμουν ηλίθιος και αρνήθηκα! Και καταδίκασα τον εαυτό μου να φυλάω μόνιμα σ'αυτό το φυλάκιο και να μην ζήσω το ρίγος της ερήμου, να μην νιώσω την ανάσα της, να μην βιώσω τον παλμό της, να μην αισθανθώ το απέραντό της. Φοβήθηκα την πρόκληση και παγιδεύτηκα εδώ, για πάντα. Και γι'αυτό σου λέω. Εάν ποτέ σου πουν να πας εκεί να μην αρνηθείς από φόβο. Γιατί, η ζωή, το ξέρω, η αληθινή ζωή είναι εκεί, έξω, όχι εδώ. Να μην αρνηθείς φίλε", σου λέει και τα μάτια του βουρκώνουν.

            Κι εσύ έχεις καρφώσει τα μάτια σου με ιερό δέος στην σκοτεινή θάλασσα από άμμο που απλώνεται μπροστά σου και δεν μπορείς να αρθρώσεις ούτε συλλαβή.