Δευτέρα 28 Μαΐου 2012
Πέμπτη 24 Μαΐου 2012
Τετάρτη 16 Μαΐου 2012
άκουγε κάθε μέρα
εμβατήρια
ήθελε τον πόλεμο στη ζωή του
ήθελε το αίμα
δάγκωνε τα χείλη του
φοβόταν πως θα πέθαινε γέρος
φοβόταν πως θα τον αγαπούσαν πολύ
φοβόταν πως περιείχε φως
άκουγε κάθε μέρα
ιαχές και κρόταλα
έκλεινε στο παρεκκλήσι της καρδιάς του
όσα απέμεναν ακόμα ζωντανά
να τον κρατούν στον εαυτό του
κι ύστερα
ξεχυνόταν στους λειμώνες
των άηχων μεταμορφώσεων
άκουγε
κάθε μέρα τον εαυτό του
να του μιλά
για το βαθύ κρεβάτι του θανάτου
και μαυλιζόταν
και ριγούσε από ηδονή...
ονειρευόταν
πως δεν ονειρευόταν πια...
ένα πρωινό
στεκότανε ξανά
στην κορυφή του εαυτού του
μόνος
όπως πάντα
είδε μακριά
το αχνοφέγγισμα
μιας αλλιώτικης αυγής
ερχόταν στ'αυτιά του
μια μελωδία παράξενη
κι ένα τραγούδι
παιδικές φωνές
και γέλια
και πειράγματα
η μαρτυρική ψευδαίσθηση
της ευτυχίας...
δάκρυσε
ως τα μύχια του είναι του
και είπε
ν'αγνοήσει
τον ίλιγγο της πτώσης...
Μάι2012
εμβατήρια
ήθελε τον πόλεμο στη ζωή του
ήθελε το αίμα
δάγκωνε τα χείλη του
φοβόταν πως θα πέθαινε γέρος
φοβόταν πως θα τον αγαπούσαν πολύ
φοβόταν πως περιείχε φως
άκουγε κάθε μέρα
ιαχές και κρόταλα
έκλεινε στο παρεκκλήσι της καρδιάς του
όσα απέμεναν ακόμα ζωντανά
να τον κρατούν στον εαυτό του
κι ύστερα
ξεχυνόταν στους λειμώνες
των άηχων μεταμορφώσεων
άκουγε
κάθε μέρα τον εαυτό του
να του μιλά
για το βαθύ κρεβάτι του θανάτου
και μαυλιζόταν
και ριγούσε από ηδονή...
ονειρευόταν
πως δεν ονειρευόταν πια...
ένα πρωινό
στεκότανε ξανά
στην κορυφή του εαυτού του
μόνος
όπως πάντα
είδε μακριά
το αχνοφέγγισμα
μιας αλλιώτικης αυγής
ερχόταν στ'αυτιά του
μια μελωδία παράξενη
κι ένα τραγούδι
παιδικές φωνές
και γέλια
και πειράγματα
η μαρτυρική ψευδαίσθηση
της ευτυχίας...
δάκρυσε
ως τα μύχια του είναι του
και είπε
ν'αγνοήσει
τον ίλιγγο της πτώσης...
Μάι2012
Das blaue Zimmer.
Κυριακή 13 Μαΐου 2012
Η
βλάστηση των χειλιών
Γιατί τρέμεις πλάσμα;
αναγερτή
σπάνια πλέκω έντιμες λέξεις
και παίρνει να χαράζει ένα άφατο πρωινό επαίτης
ίριδας
Εκάτη που ορίζεις χρόνια
με τα υψωμένα μπράτσα
άπατρις κτώμαι τη βλάστηση των χειλιών
πριν ξημερώσει από τον άμβωνα με τις μεγάλες
πέτρες
ο Έλενος στρατεύει ένα πουλί
άσαρκο μελλούμενο
να σφίγγει τις εκτάσεις και τα θάματα
σαν ο καημός –εξομολόγηση των θνητών
δεν έχει άλλο βάρος
παρά της λαιμητόμου
σταγόνες που γυαλίζουν εκτεταμένη ελπίδα
του σφαδάζω δυο τριαντάφυλλα σιγής
άλικη ορμή του ρίγους
τα πρώτα ανασαλέματα
αμφίαλος ύπνος
με τα κλεμμένα άσπρα Άβδηρα δάχτυλα
και τον αυλό ηδονή
Αγλαόφημη αδράχνει τον σκοπό
μπορεί και η ανατριχίλα να έχει φως
κι έτσι κοιμάμαι ελεύθερη σιωπή
ανάγλυφη αποστήθιση
ορίζοντες και άμυνες δεν έχει η νύχτα
Ελένη
Νανοπούλου, η μνήμη
των γυμνών λέξεων
εκδ. ΔΡΟΜΩΝ
Πάει πολύς καιρός τώρα που πρωτόρθα σε επαφή με ένα ιστολόγιο που
αισθητικά και εσωτερικά, ως περιεχόμενο, με εξέπληξε θετικά… θα έλεγα με
γράπωσε δυνατά και με ‘αιχμαλώτισε’… τα λεγόμενα ‘ποιητικά’ blogs –άχαρη η κατηγοριοποίηση αλλά για να συνεννοούμαστε– είναι πολλά και
διάφορα, μερικά από αυτά εξαιρετικά… καμιά φορά όμως, πατώντας ένα κλικ
αισθάνεσαι ότι εισέρχεσαι σε έναν αληθινά ‘άλλο’ κόσμο… έτσι συνέβη τότε… έτσι
συμβαίνει σχεδόν πάντα όταν μπαίνω στο από
μελάνι σταγόνες…
Διάβασα τις δυο ποιητικές συλλογές της Ελένης Νανοπούλου με μεγάλη… όρεξη…
όρεξη για αυθεντική ποίηση… και ομολογώ πως με αποζημίωσε για το κάθε λεπτό που
αφιέρωσα… δεν είναι μονάχα η μαστορική γραφή, η δεξιότητα, η ‘γραφή ανάσας’ όπως
την λέω εγώ, το βύθισμα ως τα έγκατα του είναι του ποιητικού λόγου, χωρίς ‘περιστροφές’,
σχεδόν χωρίς… έλεος… είναι πως η γραφή αυτή δεν σε αφήνει, δεν θέλει να φύγει
από μέσα σου, δεν σε εγκαταλείπει σαν φτηνή κολόνια μισή ώρα μετά… σε συνοδεύει,
σε ‘ενοχλεί’ ή σε συντροφεύει… δεν χρειάζονται πολλά λόγια, δεν μου αρέσουν τα ‘παχιά’
λόγια, δεν τα χρειάζεται η ποιήτρια ούτε η ποίηση… αποφασίζεις να ανοίξεις την
πόρτα στο ποιητικό γεγονός… κι αυτό συμβαίνει…
Πέμπτη 10 Μαΐου 2012
Το ηρωικό περιεχόμενο του βίου και η επιλογή της υπεροχής του αίματος έναντι του πνεύματος
Μερικές σκέψεις για την αναρρίχηση του φιδιού…
Ο άνθρωπος ήρωας απέναντι στον άνθρωπο
σκώληκα. Ο άνθρωπος αετός απέναντι στον άνθρωπο σαύρα. Ο άνθρωπος της δόξας
απέναντι στον άνθρωπο της ανάγκης. Το απόλυτο απέναντι στο εφικτό. Το μαγικό
απέναντι στο πραγματικό. Ο κόσμος των συμβόλων απέναντι στον κόσμο του λόγου.
Το είναι απέναντι στο βλέμμα. Το αδύνατο απέναντι στο ψηλαφητό…
Αυτή είναι η
διαλεκτική του φασισμού, της μυθικής ιδέας, της πρωτεϊκής σύλληψης και
κοσμοθέασης. Αυτή είναι και η μεγάλη παγίδα που μπορεί να πέσει κυρίως ο νέος άνθρωπος
και να προσανατολίσει την ενέργειά του στην επίτευξη των ιδεωδών ‘της φυλής και
του αίματος’ απέναντι στον μόχθο και την εργασία του πνεύματος.
Δεν είναι
τυχαίο, καθόλου τυχαίο που την Χρυσή Αυγή ψηφίζουν οι νεότεροι. Γιατί τα
σύμβολα γοητεύουν κυρίως τους νέους. Τα
σύμβολα, ο παγανισμός και η δύναμη. Εδώ είναι ο τόπος της καθαρής δράσης
και όχι της νωχελικής, ‘υπαλληλικής’, ραγιάδικης ζωής. Εδώ είναι ο τόπος της ηρωικής
ανέλιξης και όχι της μιζέριας, της φάπας και της απομόνωσης.
Ο Ήρωας είναι ο
φυλετικά ανώτερος εκπρόσωπος του ανθρώπινου είδους, ο καθαρός, αυτός που θα
ηγηθεί κάποτε μοιραία όλων των άλλων. Ο ανθρωπάκος, αυτός ή θα αφανιστεί, ή θα
ακολουθήσει προσκυνημένος.
Όταν ο νέος άνθρωπος
που θέλγεται από την καθαρή ενέργεια, είναι ξεκούραστος, είναι ακόμη ‘αγνός’,
βρεθεί σε έναν τέτοιο συμβολο-ιδεόκοσμο, δεν μπορεί εύκολα να αντισταθεί. Είναι
ανοχύρωτος, είναι αδύναμος. Τι ζει ολόγυρά του; Το ψεύδος, την κακομοιριά, την
χρεωκοπία των πάντων. Τι τον γεμίζει; Το αδιέξοδο. Τι τον εμπνέει; Το ποδόσφαιρο
και games κάθε είδους…
Οδεύει στο να καταντήσει ένας μοναχικός αυνάνας μπροστά σε μια οθόνη.
Κι έρχεται μια
θύελλα και τον ξεσηκώνει. Ξαφνικά, αναπνέει έναν άλλο αέρα, ξαφνικά, δεν είναι
ασήμαντος. Μπορεί να είναι εκείνος ο ήρωας, μπορεί να γίνει εκείνος ο
σπαθοφόρος εκδικητής και να διατρήσει το σκοτάδι της ζωής του.
Η ολοκληρωτική
θεώρηση της ζωής περιλαμβάνει τους κώδικες και τα σημεία που αν τα ασπαστεί, θα
είναι πια εκείνος ο σημαντικός, ο νικητής, ο πρώτος… μαζί με τους ‘συντρόφους –
συμπολεμιστές’ που αποτελούν την εμπροσθοφυλακή της γενιάς του και της ιστορίας
για έναν άλλο κόσμο.
Έναν κόσμο που
μοιάζει ουτοπικός, σαν την θρυλική Θούλη του O.T.O. αλλά δεν είναι. Είναι
απτή, πλησιάζει, είναι κοντά, μυρωδιές έρχονται από κει και μεθούν τον ορκισμένο, τυφλό
νέο-παγανιστή! Η Άβαλον δεν ήταν μύθος, το λοιπόν, υπάρχει, μπορείς να γίνεις
Πάρσιφαλ και αν έχεις καθαρή καρδιά να την κατακτήσεις!
Η αρετή του πολέμου απέναντι στον αναιμικό
πασιφισμό… Η ορμή προς το ακατόρθωτο απέναντι στην διαχείριση της πνιγηρής
καθημερινότητας… Η λαγνεία του ένδοξου θανάτου απέναντι στην παράταση μιας
χολερικής, άνευρης και ανηδονικής ζωής…
Πως είναι
δυνατόν να διαλέξεις αυτό που ζεις, αυτό που μισείς να ζεις, αυτό που
σιχαίνεσαι να ζεις, απέναντι σ’αυτό, το υπέροχο, το μαγικό, το απρόσιτο αλλά
μεθεκτό; Είσαι ανυπεράσπιστος, είσαι παραδομένος, είσαι… έτοιμος για το ολοκαύτωμα…
Και τι γίνεται
όταν λύνονται τα μάγια;
Τι γίνεται όταν
όλο αυτό το περιτύλιγμα διαλυθεί και απομείνουν τα κρεματόρια, τα σάπια, καμένα
κορμιά, η δυστυχία, το κενό, η μεγάλη ήττα;
Αυτό δεν
λέγεται, δεν διαφημίζεται, δεν αφηγείται…
Τι γίνεται όταν
θα πρέπει να σκοτώσεις τον ‘προδότη’ πατέρα σου και να ρουφιανέψεις τον ‘μπολσεβίκο’
αδερφό σου;
Τι γίνεται όταν
θα πρέπει να συντρίψεις αξιοπρέπειες, να αλώσεις ζωές, να δηώσεις κόσμους που
δεν σου ανήκουν;
Τι γίνεται όταν
ξυπνήσεις ένα πρωί και δεν είσαι εσύ αλλά ένα τέρας;
Αυτό δεν
υπάρχει, δεν συζητείται… είναι το τίμημα του σταυροφόρου… Πάρε πρώτα την Ιερή
Πόλη, άλωσέ την, λιώσε τα κεφάλια των σαρακηνών και μετά… αν η μπόχα του
θανάτου στο επιτρέψει, αν η φρίκη του πολέμου δεν σε έχει αρρωστήσει, θα
εισέλθεις στο Ναό του Σολομώντα για να αναζητήσεις το Ιερό Δισκοπότηρο… με αίμα
ήταν γεμάτο κι εκείνο… με αίμα είσαι λουσμένος κι εσύ…
Κι όταν κάποια
μέρα, ξυπνήσεις απ’όλο τούτο το όνειρο και αναζητήσεις την τρυφερή ματιά του
ανθρώπου στον καθρέφτη… αυτό που θα δεις ίσως να σε τρομάξει περισσότερο από
κάθε τι άλλο…
Δευτέρα 7 Μαΐου 2012
Κάθε φορά, ο παππούς μάς υποδεχόταν
φορώντας ‘τα καλά του’. Καθόμασταν στις ίδιες θέσεις, λέγαμε, στην αρχή,
περίπου τα ίδια λόγια, είχαμε, πάνω κάτω, παρόμοια συναισθήματα. Κάποτε κάποτε,
δυσφορούσαμε, διαμαρτυρόμασταν… σιωπηλά όμως… ή έστω με μορφασμούς, με νοήματα,
όταν ο παππούς χανόταν για λίγο στο εσωτερικό του σπιτιού … ο αδερφός μου ίσως
λίγο περισσότερο… εγώ εύρισκα κάποιες ‘εξόδους’… ήταν η απίστευτη συλλογή του
παππού από παλιά περιοδικά… δεκάδες τεύχη από διάφορα περιοδικά με ‘νέα’ του
στυλ ‘εθριάμβευσεν ο πρωταθλητής μας εις τους Βαλκανικούς αγώνας’, ή ‘επίσκεψις
του βασιλικού ζεύγους εις Λονδίνον’… ήταν ότι παρατηρούσα κάποιες παλιές
φωτογραφίες πάνω στο τραπεζάκι… αργότερα ήταν ο ίδιος ο παππούς που
παρατηρούσα… οι κινήσεις του… κυρίως τα χέρια του… ίσως εκεί να πρωτοσκέφτηκα,
παιδάκι ακόμα, ότι ο άνθρωπος είναι τα χέρια του… γιατί ο παππούς ήταν
πραγματικά τα χέρια του… όχι μονάχα από μικρό παιδί μ’αυτά τα χέρια έβγαζε το
ψωμί του, δημιουργούσε, έφτιαχνε στο ξύλο υπέροχα πράγματα, αλλά εξακολουθούσαν
αυτά τα χέρια να του υπενθυμίζουν τη ζωή… πως είναι ζωντανός, μοναχικός πια,
μετά τη φυγή εκείνης αλλά ζωντανός… και ακόμη… στη χειραψία του… δεν ξέρω αν
συνάντησα ποτέ άνθρωπο με πιο ‘αποφασιστική’ χειραψία…
Ο πατέρας, μας έλεγε πως ο παππούς ήταν
από τους πιο δυνατούς άντρες στη Λεύκα… καμιά φορά, όταν ερχόταν στο μαγαζί
κάποιος αμαξάς για να επισκευάσει έναν τροχό, αναμετριόταν με τον παππού στο
‘λύγισμα’ του στεφανιού, μιας μεγάλης μεταλλικής λάμας που σαν δαχτυλίδι έντυνε
τα μεγάλα βαρέλια. Σχεδόν κανείς δεν μπορούσε να του παραβγεί…
Σε μια άλλη ιστορία από τη θεία μου, που
κάθε φορά ζητούσα να έχει και περισσότερες λεπτομέρειες, όταν μπήκαν οι
Γερμανοί στον Πειραιά, ο παππούς έσπευσε να κλείσει το μικρό του εργοστάσιο.
Δεν ήθελε να εργάζεται πια. Ένας αξιωματικός τον πρόλαβε. Εμφανίστηκε στην
είσοδο του μαγαζιού και του ζήτησε να συνεργαστεί με το στρατό για να παρέχει
ξύλινα εργαλεία και ό,τι άλλο χρειάζονταν οι δυνάμεις κατοχής. Ο παππούς πήρε
ένα πολύ χοντρό κομμάτι ξύλο και το έσπασε στα δυο. Το ένα το πέταξε προς την
κατεύθυνση της θάλασσας και το άλλο πίσω από το μαγαζί. Ο αξιωματικός τον
κοιτούσε με ένα ύφος απορίας. Δεν του είπε τίποτα. Απλά γύρισε και έφυγε. Μέχρι
το τέλος της κατοχής, ο παππούς, από εύπορος επιχειρηματίας της εποχής και
αφεντικό στη δουλειά του, έκανε μεροκάματα από δω κι από κεί. Και με κείνα τα
θαυματουργά του χέρια, κατάφερε να μην πεινάσει η οικογένειά του.
Προς το τέλος, είχα αρχίσει να τον
παρατηρώ περισσότερο. Δεν ήταν μονάχα τα χέρια ‘εργαλεία’ που μου έκαναν
εντύπωση. Νομίζω, πως εκείνα τα χέρια, απορροφούσαν όλη τη μελαγχολία και τη
θλίψη του από την ώρα που έμεινε μόνος, δίχως την σύντροφο όλης της ζωής του
που υπεραγαπούσε.
Δεν ήταν χέρια πολέμου αυτά, ήταν χέρια
τρυφερότητας, χέρια δυνατής καρδιάς…
Και ήταν χέρια άρνησης του θανάτου… κάθε
φορά που με χτυπούσε στον ώμο και μετά με φιλούσε για τον αποχαιρετισμό, οι
δονήσεις του μιλούσαν, φώναζαν σχεδόν…
Είναι περίεργο που σήμερα, με δυσκολία
θυμάμαι το πρόσωπό του και με τόση ευκολία τα ροζιασμένα, δυνατά, όμορφα χέρια
του… ίσως σε αυτές τις σάρκινες διαδρομές ανάμεσα από πεταχτές φλέβες και
εξογκώματα, έχω φιλοτεχνήσει ένα ζωντανό και όμορφο κομμάτι της παιδικής μου
ηλικίας…
A life in the hands
Παρασκευή 4 Μαΐου 2012
Τετάρτη 2 Μαΐου 2012
Η νυχτα των θαλαμων
βογκητά μισοπνιγμένα
και βήματα σε φώτα αναιμικά
πλατιές κηλίδες παρακμής στους τοίχους
φυλακισμένες σε ορούς ανάσες
και χλομές σκιές
που τρεμοσβήνουν στα πλακάκια
Η νύχτα αυτή είναι αιώνια
και αξημέρωτη
όπως το άλγος του κενού
γιατί δεν πρέπει να σκέφτεσαι απόψε
να απουσιάζεις
και όρθιο να’ναι
μονάχα το σώμα
Κι αν έχει κουράγιο το βλέμμα
κανείς δεν κοιτάζει το θάνατο
το αίμα του μονάχα γεύονται όλοι
ώσπου να κυλήσει ο χρόνος
βασανιστικά
σταγόνα σταγόνα
Τούτη η νύχτα είναι όλες οι νύχτες
οι ώρες, τα λεπτά, τα δευτερόλεπτα,
παραμορφώνονται, λυγίζουν,
αλλοιώνονται
σαν τα άσπρα σεντόνια στα κρεβάτια
που δεν είναι άσπρα πια
οι λέξεις, τα λόγια, οι προσευχές
ξεθωριάζουν όσο αργεί
η επόμενη νοσηλεία του ήλιου
Σιγά σιγά
ακούς το θάνατο
ακούς τη νύχτα
αλλά η ζωή
πόσο παράξενο
δίπλα σου ορθώνεται πελώρια
συναρπαστική
πανέμορφη
και σε αγκαλιάζει
αν φύγεις από δω
μη φύγεις σαν δραπέτης
από τα κάτεργα του βίου
μα σαν απόδρομος
ερασιτέχνης κι εραστής
βιωμένος
απ’όλα μεθυσμένος
και σε όλα που μαχήθηκες
νηφάλιος νικητής…
cattedra di orrore
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)