Τρίτη 27 Μαρτίου 2012
Δευτέρα 19 Μαρτίου 2012
Τι δουλειά! Όλα θέλουν γκρέμισμα...
Arthur Rimbaud
Έγραφα
σιωπές, νύχτες, σημείωνα το ανέκφραστο.
Ακινητοποιούσα
ιλίγγους...
Για τον Ρεμπώ...
" ...Ήταν θραύσμα, αυτό ενός
μετεώρου, που φλόγισε χωρίς αφορμή άλλη από την παρουσία του, που ξεπήδησε από
μόνο του και έσβησε..."
(Μαλλαρμέ)
"...Όμως αυτό που κάνει μοναδική
την ποίησή του, είναι ακριβώς ο άμεσος χαρακτήρας της, η συστηματική προσπάθεια
να μεταδώσει αμέσως το όραμα, ξεχνώντας όσο είναι δυνατόν, ό,τι είχε μάθει
προηγούμενα...
...Ο Ρεμπώ δεν είναι ούτε απατεώνας, ούτε
θαυματοποιός. Μόνο ένας ποιητής που δοκίμασε όσο πιο έντιμα μπορούσε να
ΔΕΙ..."
(Claude Edmonte Magny)
"...Τούτη τη στιγμή παλιανθρωπίζω όσο μπορώ. Γιατί; Θέλω να
γίνω ποιητής και δουλεύω όσο μπορώ να γίνω οραματιστής. Δε θα καταλάβετε τίποτα
και δε θα μπορούσα σχεδόν να σας εξηγήσω. Πρόκειται να φθάσω στο άγνωστο με την
απορύθμιση όλων των αισθήσεων. Οι πόνοι είναι δυσβάσταχτοι, μα πρέπει να είσαι
δυνατός, να έχει γεννηθεί ποιητής, και αναγνώρισα στον εαυτό μου έναν ποιητή.
Δεν είναι διόλου δικό μου το λάθος. Είναι σφάλμα να λέμε: σκέφτομαι. Θα έπρεπε
να λέμε: Με σκέφτονται. Συγνώμη για το λογοπαίγνιο. Εγώ είναι ένας άλλος..."
(Γράμμα στον καθηγητή του Ζώρζ Ιζαμπάρ, Μάιος
1871)
"...Η πρώτη σπουδή του ανθρώπου που θέλει να είναι ποιητής,
είναι η γνώση του εγώ του, ακέρια. Αναζητεί την ψυχή του, την επιθεωρεί, την
εμβάλλει εις πειρασμόν, την μαθαίνει. Μόλις τη μάθει, πρέπει να την
καλλιεργήσει! Αυτό φαίνεται απλό: σε κάθε εγκέφαλο πραγματοποιείται μια φυσική
ανάπτυξη. Τόσοι εγωιστές αυτοανακηρύσσονται δημιουργοί. Είναι πολλοί αυτοί που
αποδίδουν στους εαυτούς τους τη νοητική τους πρόοδο!...
...Λέω πως πρέπει να είσαι οραματιστής, να γίνεις οραματιστής.
Ο Ποιητής γίνεται οραματιστής με μια μακριά, απέραντη και
λογικευμένη απορύθμιση όλων των αισθήσεων,
όλων των μορφών έρωτα, οδύνης, τρέλας. Ψάχνει ο ίδιος, εξαντλεί
μέσα του όλα τα δηλητήρια, για να κρατήσει μόνο την πεμπτουσία τους. Άφατο
μαρτύριο, όπου έχει ανάγκη από όλη του την πίστη, από όλη του την υπεράνθρωπη
δύναμη, όπου γίνεται ανάμεσα σε όλους, ο μέγας ασθενής, ο μέγας εγκληματίας, ο
μέγας καταραμένος και ο ύψιστος Σοφός!...
...Ο Ποιητής λοιπόν, είναι στ'αλήθεια, ένας κλέφτης της φωτιάς. Έχει
φορτωθεί την ανθρωπότητα, ακόμα και τα Ζώα. Πρέπει να κάνει νιώσουν, να
ψαύσουν, να ακούσουν τα εφευρήματά του. Αν αυτό που κουβαλάει από εκεί κάτω
έχει μορφή τότε δίνει κι αυτός μορφή. Αν είναι άμορφο, τότε δίνει κι αυτός
άμορφο. Να βρει μια γλώσσα. Άλλωστε, αφού κάθε λόγος είναι ιδέα, θα'ρθει ο
καιρός μιας παγκόσμιας γλώσσας..."
(Γράμμα στον Πωλ Ντεμενύ, Μάιος 1871)
(Εκλάμψεις, Ζωές - Ι)
Σε μια σοφίτα μέσα όπου με κλείδωσαν στα δώδεκά μου χρόνια,
γνώρισα τον κόσμο, έγινα λαμπρό παράδειγμα της ανθρώπινης κωμωδίας. Σ'ένα
κελάρι μέσα, έμαθα την ιστορία. Σε κάποιο νυχτερινό γιορτάσι, σε μια πολιτεία
του Βορρά, αντάμωσα μ'όλες τις γυναίκες των παλιών ζωγράφων. Σε μια γέρικη στοά
του Παρισιού, με δίδαξαν τις κλασικές επιστήμες. Σε ένα εξαίσιο αρχοντικό,
κυκλωμένο απ'όλη την Ανατολή, έφερα σε αίσιο πέρας το απέραντο έργο μου και
έγινα ο ένδοξος αναχωρητής. Ανατάραξα το αίμα μου. Πήρα άφεση αμαρτιών για το
χρέος μου. Ούτε να το σκέφτομαι πια δεν πρέπει. Είμαι στ'αλήθεια μεταθανάτιος
και δεν έχει πια θελήματα...
(Εκλάμψεις, Ζωές - ΙΙΙ)
Ακουμπάω στο τραπέζι τους αγκώνες, η λυχνία
φωτίζει δυνατά τις εφημερίδες που σα χαζός ξαναδιαβάζω, τα αδιάφορα βιβλία.
Σε μια τεράστια πάνω απ'το υπόγειο σαλόνι μου
απόσταση, σπίτια στήνονται, σωρεύονται οι καταχνιές. Η λάσπη είναι ή κόκκινη ή
μαύρη. Πολιτεία τερατόμορφη, νύχτα δίχως τελειωμό!
Λιγότερο ψηλά, περνούν οι υπόνομοι. Στα πλάγια,
μόνο το πάχος της υδρόγειας σφαίρας. Βάραθρα ίσως, γαλάζιου ουρανού, πηγάδια
φωτιάς. Σ'αυτά τα επίπεδα ίσως να ανταμώνουν οι σελήνες με τους κομήτες, να
σμίγουν οι θάλασσες με τα παραμύθια.
Τις ώρες της πίκρας, φαντάζομαι σφαίρες από
σάπφειρο, από μέταλλο. Είμαι ο αφέντης της σιωπής. Γιατί τάχα κάτι σα φεγγίτης
να χλομιάζει στη γωνιά
του ουράνιου θόλου;
(Εκλάμψεις, Παιδικά χρόνια - V)
Ήμουν σ'ένα δωμάτιο, χωρίς φως. Ήρθαν και μου είπαν πως Εκείνη
ήταν σπίτι μου: Και την είδα, στην κλίνη μου, ολόδικιά μου, χωρίς φως! Πολύ
συγκινήθηκα πολύ-πολύ, γιατί ήταν το πατρικό μου σπίτι, γι'αυτό και μια
κατάθλιψη με συνεπήρε! Ήμουν με τα κουρέλια μου εγώ, κι εκείνη, μια κοσμική κυρία
που δινόταν: κι έπρεπε και να φύγει! Μια κατάθλιψη χωρίς όνομα: Την άρπαξα, την
πέταξα από το κρεβάτι, γυμνή σχεδόν. Και, στην άφατή μου αδυναμία, έπεσα πάνω
της και σύρθηκα μαζί της μέσα στα χαλιά, χωρίς φως! Η λυχνία της οικογένειας
πορφύρωνε, το ένα μετά το άλλο, τα διπλανά δωμάτια. Τότε, η γυναίκα, χάθηκε! Κι
έχυσα δάκρια τόσα, όσα ποτέ Θεός δεν ζήτησε!...
(Οι ερημιές του Έρωτα)
Όταν δεν υπάρχει πια παρά ένας
γέροντας μόνο, ήρεμος και ωραίος κυκλωμένος από μιαν ανείπωτη πολυτέλεια -και
πέφτω στα γόνατά σου.
Όταν θα έχω πραγματώσει όλες τις
μνήμες σου όταν θα είμαι εκείνη που ξέρει να σε αλυσοδέσει -θα σε πνίξω...
(Φράσεις)
Μικρό παιδί ακόμα, θαύμαζα τον ασυμβίβαστο
κατάδικο, που γι'αυτόν, οι πόρτες του κάτεργου μένουν πάντα κλειστές.
Επισκεπτόμουν τα καπηλειά και τα φτηνά επιπλωμένα δωματιάκια που η παρουσία του
είχε αγιάσει. Έβλεπα με τη δική του ιδέα το γαλάζιο ουρανό και την ολάνθιστη
δουλειά της εξοχής. Οσφραινόμουν τη βαριά, μοιραία σκιά του στις πολιτείες.
Είχε πιο πολλή δύναμη από έναν άγιο, πιο πολλή λογική από έναν ταξιδευτή -και
τον εαυτό του, τον εαυτό του μόνο! σαν μάρτυρα της δόξας και του λογικού του.
Στους δρόμους πάνω τις χειμωνιάτικες νύχτες,
χωρίς λημέρια, χωρίς ρούχο, χωρίς ψωμί, μια φωνή έσφιγγε την παγωμένη του
καρδιά: Αδυναμία ή δύναμη; Να'σαι είναι η δύναμη. Δεν ξέρεις ούτε που πας, ούτε
γιατί πας, μπες παντού, αποκρίσου σε όλα. Δε θα σε σκοτώσουν περισσότερο από
ό,τι ήσουν πτώμα. Το πρωί είχα τόσο χαμένο βλέμμα και τόσο νεκρό ύφος ώστε
αυτοί που συνάντησα ίσως και δεν με είδαν.
Στις πόλεις μέσα, η λάσπη μου φανερωνόταν ξάφνου
μαυροκόκκινη, σαν τον καθρέφτη όταν το φως περιδιαβαίνει στο διπλανό δωμάτιο,
σαν το θησαυρό μέσα στο δάσος! Καλή τύχη, φώναξα κι έβλεπα το θησαυρό μέσα στο
δάσος! Καλή τύχη, φώναξα, κι έβλεπα μια θάλασσα από φλόγες και καπνό στον ουρανό!
Κι αριστερά, δεξιά όλα τα πλούτη να λαμπαδιάζουν σαν μυριάδες αστραπόβροντα!
Όμως το όργιο και η συντροφιά με τις γυναίκες
μού ήταν απαγορευμένα. Ούτε καν ένας σύντροφος. Έβλεπα τον εαυτό μου μπροστά
σ'ένα μανιασμένο πλήθος, αντίκρυ στο εκτελεστικό απόσπασμα, κλαίγοντας από το
κακό μου που δεν μπόρεσαν να καταλάβουν, και συγχωρώντας! -Σαν την Ιωάννα της
Λωραίνης!- "Ιερωμένοι καθηγητάδες, δάσκαλοι, κάνετε λάθος που με
παραδίδετε στην δικαιοσύνη. Δεν ανήκα ποτέ σε τούτο το λαό. Δεν ήμουν ποτέ
Χριστιανός. Είμαι από τη φυλή που τραγουδούσε μες στα βασανιστήρια. Δεν
καταλαβαίνω τους νόμους. Δεν έχω την αίσθηση της ηθικής, είμαι ένα κτήνος.
Λάθος κάνετε..."
Ναι, κλείνω τα μάτια στο δικό σας Φως. Είμαι ένα
κτήνος, ένας γέρος. Όμως εγώ μπορεί και να σωθώ. Είσαστε ψευτονέγροι, εσείς οι
μανιακοί οι άγριοι, οι τσιγκούνηδες. Έμπορα, είσαι νέγρος. Δικαστή, είσαι
νέγρος. Ήπιες από γλυκό ποτό αφορολόγητο, από τη φάμπρικα του Σατανά.
-Τον λαό αυτό, τον εμπνέει ο πυρετός και ο
καρκίνος. Οι σακάτηδες και τα γερόντια είναι τόσο αξιοσέβαστα, που ζητούν να τα
βράσουμε.
-Το πιο έξυπνο είναι να φύγουμε από τούτη την
ήπειρο, όπου τριγυρίζει η τρέλα για να προμηθεύει ομήρους σ'αυτούς τους
κανάγιες. Εγώ μπαίνω στην αληθινή Βασιλεία των Υιών του Χαμ.
Ξέρω ακόμη τη Φύση; Ξέρω τον ίδιο τον εαυτό μου;
-Φτάνουν οι λέξεις. Θάβω τους νεκρούς μες στην
κοιλιά μου. Κραυγές, τύμπανα, χορός, χόρευε, χορός, χόρευε! Και δε βλέπω την
ώρα που σαν ξεμπαρκάρουν οι Λευκοί, εγώ θα πέσω στην ανυπαρξία.
Πείνα, δίψα, κραυγές, χορός, χόρευε, χορός,
χόρευε!
(Μια εποχή στην κόλαση, Κακό
αίμα)
Ξαναβρέθηκε! Τι;
Η αιωνιότη.
Είν'η θάλασσα μιχτή
Με τον ήλιο.
Ψυχή μου αθάνατη
Κράτα το τάμα σου
Κι άσε τη νύχτα μόνη
Και τη μέρα να φλέγεται
Λοιπόν λυτρώνεσαι
Από τις εκλογές του ανθρώπου
Απ'τις κοινές λαχτάρες
Πετάς σαν το...
-Ποτέ πια απαντοχή
Αίνος ποτέ
Υπομονή και γνώση
Σίγουρο το μαρτύριο
Δεν έχει επαύριο
Σατινένιες θρακιές
Η φλόγα σας
Λέγεται χρέος
Ξαναβρέθηκε! Τι;
Η αιωνιότη
Είν'η θάλασσα μιχτή
με τον ήλιο
(Αλχημεία του λόγου)
Παρασκευή 16 Μαρτίου 2012
Η
Νύχτα
της
Αλήθειας
Τους
είδα καθισμένους σε κείνο το μοναχικό παγκάκι. Ήταν σιωπηλοί. Εκείνος, ντυμένος
απλά, με ένα τζιν παντελόνι -το αγαπημένο του- και ένα επίσης τζιν τζάκετ,
βλέμμα χαμηλωμένο, έτριβε νευρικά τα δάχτυλά του. Απέφευγε να της ρίξει έστω και
μια ματιά. Εκείνη δίπλα του, με ένα μαύρο εφαρμοστό παντελόνι και ένα όμορφο
λευκό πουλόβερ που τόνιζε τα υπέροχα χαρακτηριστικά της και αναδείκνυε την
κορακάτη χαίτη της που ξαπλωνόταν στην πλάτη και στο στήθος της. Ούτε εκείνη
τον κοιτούσε. Καθόταν σιωπηλή, βυθισμένη στις σκέψεις της.
Δεν ξέρω πως ένιωσα που τους είδα έτσι. Το σκηνικό μου θύμισε
κινηματογραφική ταινία. Μου φάνηκε στημένο, ψεύτικο. Ίσως γιατί δεν τους
ταίριαζε, ίσως γιατί τους είχα συνηθίσει διαφορετικά, ίσως γιατί όλη αυτή η σιωπή διογκώνει τα
συναισθήματα και μεταμορφώνει το ασήμαντο σε σημαντικό.
Όμως, αυτό που τους συνέβαινε, δεν είχε ανάγκη της σιωπής για
να γίνει σημαντικό ή μεγάλο. Ήταν από μόνο του ήδη πελώριο και, φαντάζομαι,
δυσβάσταχτο και για τους δυο.
Μια σκέψη μου πέρασε απ'το μυαλό έτσι όπως τους παρατηρούσα.
Τι είναι τελικά μια συνάντηση χωρισμού; Η προσπάθεια να απαλλαγείς από το βάρος
του "πτώματος" της σχέσης, να το μετακυλίσεις, να το ξεφορτωθείς, να
το φορτώσεις στον άλλο. "Το βάρος του πτώματος της σχέσης", επανέλαβα
στον εαυτό μου και μου φάνηκε απίστευτο που το έλεγα για τα δυο αυτά παιδιά.
Όπως απίστευτα και ακατανόητα είναι πάντα ο θάνατος, η απώλεια, η απόρριψη και
η μοναξιά. Ακατανόητα και τόσο καθημερινά!
Ύστερα σιώπησαν και οι δικές μου σκέψεις. Ο λόγος έπρεπε να
δοθεί σε κείνους. Πρώτη, αποφάσισε να μιλήσει η Στεφανία. Μου φαίνεται πως
πάντα κάπως έτσι συμβαίνει. Οι γυναίκες αποταμιεύουν πάντα θάρρος και το
αποδεικνύουν και στις πιο δύσκολες στιγμές γιατί είναι οι πρώτες που
αποφασίζουν να μπουν βάλουν τα πόδια τους στη φωτιά.
-Δεν θα πεις τίποτα;
- Τι να πω;...
- Τι σκεφτόσουν;
- Πότε;
- Τώρα... όση ώρα με
περίμενες;
- Κάτι άσχετο.
- Με μας;
- Ναι.
-Τι;
- Ότι μάλλον θα
ξαναρχίσω το κάπνισμα.
- Δεν είναι και τόσο
άσχετο αυτό.
- Ναι, τελικά δεν είναι.
- Αλλά δεν πρόκειται να
το κάνεις.
- Μάλλον θα το κάνω. Κι
αυτή τη στιγμή έχω ανάγκη ένα τσιγάρο.
- Ξέχασέ το.
- Δε θέλω να το ξεχάσω.
Καλύτερα να έχω αυτό στο μυαλό μου. Καλύτερα από...
- Από τι;
- Ασ'το.
- Δεν ήρθα απόψε εδώ για
να αφήσω τίποτα Μάνο. Τρία χρόνια που "τα αφήναμε" όλα να που
φτάσαμε.
- Άρχισες βλέπω.
- Ναι, άρχισα. Κάποιος
θα πρέπει να κάνει την αρχή...
Η Στεφανία ήταν η πρώτη που "άρχισε" αλλά ο Μάνος
ήταν ο πρώτος απ'τους δυο που αποφάσισε να γυρίσει το βλέμμα του και να το
αφήσει να συναντήσει το δικό της. Θα πρέπει να ήταν μια οδυνηρή απόφαση. Μια
απόφαση που χρειάστηκε αποθέματα ενέργειας και τόλμης.
- Να σε ρωτήσω κάτι;
Γιατί συναντηθήκαμε απόψε εδώ;
- Για να μιλήσουμε.
- Όχι, συναντηθήκαμε για
να χωρίσουμε.
- Έστω...
- Και γιατί εδώ;
- Έχει σημασία;
- Όλα έχουν σημασία.
- Μάνο...
- Σ'αυτό το παγκάκι,
πριν από τρία χρόνια...
- Ωραία, ας πάμε κάπου
αλλού...
- Στεφανία, κάθισε σε
παρακαλώ. Αν πρόκειται να χωρίσουμε, ας χωρίσουμε εδώ. Το θέλω να γίνει εδώ.
- Το σημαντικό δεν είναι
το παγκάκι.
- Τότε ήταν.
- Ούτε τότε ήταν.
- Τότε ήταν όλα σημαντικά… ακόμη κι εμείς...
Ήταν η στιγμή που η
ένταση έπεσε, η σιωπή επανήλθε και η ατμόσφαιρα ήταν τόσο φορτισμένη που
νόμιζες πως αν άναβες ένα σπίρτο θα γινόταν έκρηξη. Η έκρηξη όμως δεν είχε
συμβεί ακόμη και η εσωτερική φόρτιση ήταν ακόμη μεγαλύτερη. Ο Μάνος έδειχνε να
παλεύει να τακτοποιήσει τις σκέψεις του και, φαντάζομαι πως πάλευε για κάτι
ακόμη δυσκολότερο. Να εμποδίσει τον "κακό" εαυτό του να χρησιμοποιήσει
το οπλοστάσιό του. Ίσως να αγαπούσε ακόμη αυτή τη γυναίκα και να μην ήθελε να
την σκοτώσει.
Αλλά μάλλον είχα άδικο.
- Ξέρεις Μάνο, ίσως
να... ίσως να μην είναι ανάγκη να πούμε πολλά. Ίσως να...
- Ίσως να μην ήταν
ανάγκη τελικά, να συναντηθούμε καν. Γιατί δεν το ομολογείς; Δεν σου αρέσει αυτή
η συζήτηση και κυρίως, δεν σου αρέσει η συνέχειά της.
- Γιατί να μην μου
αρέσει η συνέχειά της; Τι θέλεις να πεις;
- Στέφι, ας μην...
- Έχεις τόσο καιρό να με
πεις έτσι...
Ο Μάνος εδώ κόμπιασε. Οι
λέξεις που είχαν ανέβει στο στόμα δεν βγήκαν έξω, δεν ντύθηκαν ήχο, δεν έγιναν
βέλη που θα εκτοξεύονταν στον αντίπαλο. Ο Μάνος χαμήλωσε ξανά το βλέμμα και
αισθάνθηκε τα μάτια του να υγραίνονται.
-Μην το κάνεις αυτό σε
παρακαλώ.
- Ποιο;
- Μην παίζεις με το
συναίσθημά μου. Όχι πάλι!
- Πάλι;
- Στεφανία...
- Να που ξανάρθαμε στα
ίσα μας. Από Στέφι Στεφανία... λέγε λοιπόν, σ'ακούω. Πες μου για το συναίσθημά
σου. Πόσο ευαίσθητο είναι, πόσο ξεχωριστό το δικό σου συναίσθημα.
Πες, βγάλε ένα από εκείνα τα τρομερά λογύδριά σου που κάνουν τους πάντες να
μένουν με το στόμα ανοιχτό! Που τους κάνουν όλους να σε θαυμάζουν! Πες λοιπόν,
άλλωστε έχεις μεγάλο ταλέντο σ'αυτό!
- Στεφανία!
Κι εδώ ακολούθησε μια
μικρή παύση. Τα πνεύματα έχουν κιόλας ανάψει. Τώρα πια κανείς δεν κάθεται
σιωπηλός, κανείς δεν κοιτάζει το κενό ή τα δέντρα και τον ουρανό. Τώρα έχουν
πάρει και οι δυο θέσεις μάχης. Τώρα βγαίνουν τα βέλη απ'τη φαρέτρα, τώρα θα
ειπωθούν όλα.
- Είπαμε να συναντηθούμε
απόψε εδώ για να "μιλήσουμε".
- Αυτό δεν κάνουμε;
- Όχι, δεν κάνουμε αυτό.
Έχουμε αρχίσει να σκοτώνουμε ο ένας τον άλλο, αυτό κάνουμε. Και θα πρέπει να το
σταματήσουμε. Τώρα. Πριν πούμε κι
άλλα. Πιο επώδυνα και πιο...
- Αληθινά;
- Στεφανία. Τόσο πολύ
λοιπόν σε έχω πληγώσει; Τόσο πολύ έξω έπεσες για μένα; Τόσο δυστυχισμένη έγινες
κοντά μου όλα αυτά τα χρόνια;
- Να σου πω κάτι;
Κανείς, κανείς άλλος, κανείς έξω από εμάς δεν μπορεί να
μας κάνει δυστυχισμένους. Αν νιώθω ότι αυτά τα τρία χρόνια κατέληξαν σε ένα
φιάσκο, μάλλον τελικά, δεν φταις εσύ.
- Φιάσκο;
- Τέλος πάντων...
- Φιάσκο! Περίμενα
ότι απόψε θα ακούσω πολλά αλλά όχι κι αυτό. Φιάσκο... Αυτό που λες με πληγώνει
περισσότερο από οτιδήποτε άλλο.
- Δεν με ενδιαφέρει αν
σε πληγώνει ή όχι. Τρία χρόνια τώρα, μονάχα εσύ πληγώνεσαι, μονάχα εσύ
είσαι ευαίσθητος, μονάχα εσύ έχεις συναισθήματα. Εγώ που ήμουν αυτά τα
χρόνια;
- Ήσουν και θα
παραμείνεις η πιο σημαντική...
- Ασ'τα ρε Μάνο αυτά, να
χαρείς. Μην μου μιλάς σαν συγγραφέας πάλι. Όταν είσαι απλά ο Μάνος, σε προτιμώ,
το ξέρεις άλλωστε αυτό.
- Ναι, το ξέρω. Όπως
ξέρω πολύ καλά το σύμπλεγμά σου απέναντι στον "συγγραφέα" Μάνο, τον
"ποιητή" Μάνο. Κι όπως ξέρω πολύ καλά πόσο πολύ μόχθησες όλα αυτά τα
χρόνια να ακυρώσεις αυτή την ιδιότητά μου γιατί σε έκανε να νιώθεις
μειονεκτικά. Ο "συγγραφέας" που κοροϊδεύει και ο Μάνος που είναι αληθινός.
Ο "ποιητής" που ντύνει με ωραίες λέξεις τα ψέματά του και ο Μάνος που
δεν ξέρει να λέει ψέματα. Ναι, σε έμαθα πια.
- Μπορείς απόψε να
βγάλεις όλη σου τη χολή. Δεν θα ξαναβρείς άλλη ευκαιρία. Εμπρός λοιπόν,
επιστράτευσε όλο σου το λεκτικό οπλοστάσιο, είσαι τόσο ικανός σ'αυτό, ψάξε να
βρεις όλες τις δύσκολες λέξεις που έμαθες διαβάζοντας τόσα χρόνια και...ρίξε!
Θα το υποστώ. Για τελευταία φορά. Είμαι όλη δική σου! Θα κάνεις και προπόνηση
για τις επόμενες σχέσεις σου. Εμπρός λοιπόν!
Το μόνο που ακούστηκε
από τον Μάνο ήταν ένας αναστεναγμός. Η βραδιά εξελισσόταν σε αληθινή τραγωδία,
σε ένα φοβερό ναυάγιο, σε μια καταστροφική μάχη χωρίς νικητές αλλά μονάχα με
ηττημένους. Ο Μάνος πήγε και στάθηκε όρθιος λίγα μέτρα μακριά από την γυναίκα
που, λίγο καιρό πριν, αποκαλούσε "αγάπη" του και είχε αποφασίσει να
αφιερώσει την υπόλοιπη ζωή του μαζί της. Στάθηκε μακριά της και με την πλάτη
γυρισμένη ανασαίνοντας γρήγορα. Τα χέρια του έψαχναν το τζάκετ του και το
παντελόνι του για το πακέτο με τα τσιγάρα του.
Η Στεφανία τον παρατηρούσε ανέκφραστη, σχεδόν παγερή.
- ...το κερατό μου!
- Μην ψάχνεις, το
τελευταίο πακέτο το αγόρασες στα γενέθλιά σου, πριν από τρεις μήνες και το
πετάξαμε μαζί το ίδιο βράδυ. Εκτός κι αν καπνίζεις κρυφά και δεν το ξέρω.
- Πολλά είναι αυτά που
δεν ξέρεις και που δεν έμαθες ποτέ για μένα. Κι αυτό γιατί δεν ενδιαφέρθηκες
ποτέ αληθινά για μένα, για τον Μάνο. Για την πάρτη σου νοιαζόσουν μόνο.
- Τι μας λέτε κύριε!
Σοβαρά; Ώστε έτσι ε;
- Μην παίρνεις αυτό το
ύφος και μην ειρωνεύεσαι γιατί δεν σου πάει. Τέλος πάντων. Θα πάω να πάρω
τσιγάρα.
- Και θα μ'αφήσεις εδώ
μόνη;
- Νομίζω πως τελειώσαμε
Στεφανία. Έτσι κι αλλιώς, έχουμε τελειώσει. Μόνη σου το είπες πως απόψε είναι η
τελευταία μας βραδιά.
- Θα προτιμούσα να
μείνεις εδώ και να τα πούμε όλα.
- Τι άλλο έχουμε να
πούμε;
- Πολλά.
- Όπως;
- Όπως...για μας. Τις
τελευταίες μέρες σκέφτηκα πολύ.
- Δεν το συνήθιζες
παλιά.
- Κρυάδες! Λοιπόν,
πέρασα μαζί σου φιλαράκο τρία χρόνια και δυο μήνες. Και ξέρεις τι μου "τη
δίνει" περισσότερο; Ότι μπορεί να έκανα λάθος όλα αυτά τα χρόνια. Αυτή η
σκέψη μου έχει κολλήσει. Μπορείς να εξηγήσεις το γιατί;
- Δεν νομίζω.
- Απίστευτο! Εσύ που
μπορείς και τα αναλύεις όλα; Εσύ που έχεις ψαχτεί τόσο πολύ;
- Πάλι με ειρωνεύεσαι
και το στιλάκι αυτό, στο ξαναλέω, δεν σου πάει. Αν θέλεις να μιλήσουμε,
εντάξει, κάθισε να μιλήσουμε. Ας κάνουμε μια προσπάθεια να μιλήσουμε πραγματικά.
- Ο.Κ. Ας καθίσουμε
λοιπόν.
Και να που τα δυο παιδιά
φαίνεται να επανακτούν ένα βαθμό ψυχραιμίας και να επιζητούν μια οδό
επικοινωνίας. "Μια οδό επικοινωνίας", επανέλαβα στον εαυτό μου.
Περίεργο δεν είναι; Καμιά φορά το αυτονόητο είναι και πιο δύσκολο! Να θέλεις να
επικοινωνήσεις με τον άλλο, όχι απλά να συζητάς, να ανταλλάσσεις λέξεις και
φράσεις αλλά να επικοινωνείς. Και φαίνεται πως στα διαλείμματα της μάχης, οι
άνθρωποι επιζητούν την επαφή και την επικοινωνία. Ίσως για να αναδιατάσσουν τις
δυνάμεις τους. Ίσως πάλι γιατί ο πόλεμος κουράζει και εξαντλεί. Ή πάλι, γιατί
τελικά, δεν υπάρχει άλλος δρόμος από την συνεννόηση, την επαφή, την συνύπαρξη
τελικά. Ωραία και η αμπελοφιλοσοφία αλλά ας επιστρέψουμε στα παιδιά. Έχουν
ξανακαθίσει στο παγκάκι, προσπαθούν να ρυθμίσουν την αναπνοή τους, να
ταξινομήσουν τις σκέψεις τους. Το πιο ενδιαφέρον μέρος της βραδιάς δεν άρχισε
ακόμη!
-Κρυώνεις;
-Λίγο... δεν με ενοχλεί.
-Πάντα σε ενοχλούσε το
κρύο...
-Και σένα η ζέστη.
-Μάλιστα. Αρχίσαμε με τα
δελτία καιρού. Που θα πάμε μετά; Στα
διατροφικά;
-Ας πάμε όπου θέλεις...
Να σου πω κάτι; Θέλω κι εγώ ένα τσιγάρο τώρα...
- Ναι αλλά κι εσύ
το'χεις κόψει. Και μάλιστα πριν από μένα. Θυμάμαι μάλιστα...
-Τι πράγμα;
-Χμμ... εκείνο το βράδυ
στην Αράχοβα; Στο σπίτι της κυρά Διονυσίας; Θυμάσαι;
- Μμμμ...
-Θυμάσαι που μου είχες πει
τότε για το πως είχες κόψει το τσιγάρο; Έτσι, με μια ακαριαία απόφαση. Με μια
απλή κίνηση, πήρες το πακέτο και το πέταξες από το παράθυρο.
-Ναι... είχα πει πολλά
εκείνο το βράδυ. Δεν κράταγα βλέπεις και το στοματάκι μου κλειστό.
-Μμμ, και όχι μόνο το
στοματάκι σου...
- Μάνο!
-Κι όμως, σε είχα
τοποθετήσει πολύ ψηλά μέσα μου εκείνο το βράδυ. Δεν ξέρω πως έγινε, το κατάλαβα
πολύ αργότερα. Όσα μου είπες εκείνη τη βραδιά, δίπλα στο τζάκι της κυρα
Διονυσίας, όσα μου είπες και όσα μου έκανες βέβαια!
-Μάνο!
-Ναι, έτσι είναι Στέφι.
Μπορεί να υπήρξα ένας ηλίθιος υπερεγωιστής ως τώρα αλλά...
-Τι είναι; Μην το κόβεις
τώρα πανάθεμά σε! Για μια φορά στη ζωή σου, μίλα και ολοκλήρωσε αυτό που λες!
-Τι θες να πεις; Ότι...
-Τα σκάτωσες πάλι ρε
Μάνο! Ως συνήθως!
-Πάω για τσιγάρα.
Οριστικά αυτή τη φορά.
-Μην σηκώνεσαι. Κάτσε.
-Τι είναι;
-Θέλω κάτι να σου πω.
-Ωραία λοιπόν. Ας ξανακαθίσω.
-Θα στο πω αυτό και μετά
θα αποφασίσουμε. Μαζί.
-Τι θα αποφασίσουμε
Στέφι;
-Αν θα χωρίσουμε ή όχι.
-Κι αυτό που θα μου πεις
τώρα θα παίξει τέτοιο ρόλο;
-Ναι. Κι έχει σχέση με
κείνη τη βραδιά στο σπίτι της Αράχοβας. Με το αναμμένο τζάκι και το χιόνι που
έπεφτε έξω και...
-Οκ, οκ.
Θα πρέπει να είναι η
κρισιμότερη στιγμή της βραδιάς. Η σχέση των δυο παιδιών βρίσκεται ένα βήμα
μονάχα πριν το γκρεμό και αρκεί ένα απλό άγγιγμα, μια ανάσα αέρα για να
γκρεμιστεί για πάντα. Η σιγή πριν από την καταιγίδα, η φορτισμένη, πυκνή
ατμόσφαιρα που είναι σχεδόν αποπνικτική αλλά και συγκλονιστική μαζί.
Περίεργο, αναρίθμητες βραδιές ήρθαν και έφυγαν στην σχέση των
δυο αυτών ανθρώπων αλλά τώρα, όλα κρέμονται σε μια στιγμή, σε ένα
απειροελάχιστο κομματάκι του χρόνου...
-Ξέρεις Μάνο, εκείνο το
βράδυ...
-Ναι...
-Μη με πιέζεις, δεν
είναι και τόσο απλό να βρω τις λέξεις... για σένα ίσως να ήταν ευκολότερο...
-Στέφι!
-Δεν φεύγω από το θέμα,
μη φοβάσαι. Λοιπόν, ξέρεις εκείνη τη βραδιά... σου είπα ένα μεγάλο ψέμα και
μαζί... μια μεγάλη αλήθεια. Ούτε το ένα κατάλαβες ούτε το άλλο.
-Πως;
-Ναι, έτσι είναι.
-Λοιπόν...
-Λοιπόν, από που θες να
ξεκινήσω;
-Δεν ξέρω. Έχω πάθει
σοκ.
-Μα, δεν άκουσες ακόμα.
-Θα πρέπει να έχω
χλομιάσει...
-Να μην σου πω τίποτε
τότε...
-Τότε είναι που θα λιποθυμήσω.
Λέγε ρε γαμώτο!
-Εντάξει. Το μεγάλο ψέμα
πρώτα. Σου είχα πει ότι ήμουν ερωτευμένη μαζί σου. Πως είχα δεχθεί την πρότασή
σου για αυτή την εκδρομή στην Αράχοβα γιατί... τέλος πάντων γιατί ήθελα να
είμαστε μαζί και όλα αυτά. Δεν ήταν αλήθεια. Ήρθα τότε στην εκδρομή για να...
γιατί με κυνηγούσε ακόμη μια σκιά. Ένα φάντασμα μάλλον.
-Φάντασμα;
-Το φάντασμα ενός άλλου.
-Του...
-Ναι. Δεν ένιωθα τίποτε
εκείνο το καιρό για σένα. Κι όταν κάναμε έρωτα...
-Το έκανες για να τον
εκδικηθείς.
-Ναι... δηλαδή κάπως
έτσι...
-Μάλιστα.
-Θύμωσες;
-Δεν ξέρω. Είναι νωρίς
για να καταγράψω "θύματα ή ζημιές" ακόμα. Συνέχισε.
-Είσαι σίγουρος;
-Ούτε κι αυτό το ξέρω.
Εσύ συνέχισε πάντως.
-Λοιπόν. Ας πούμε πως σε
γενικές γραμμές αυτό ήταν το ψέμα μου. Το ξέρω πως φέρθηκα ανήθικα. Εσύ ήσουν
τόσο ερωτευμένος μαζί μου, τόσο ενθουσιασμένος, τόσο ζεστός...
-Και τόσο μαλάκας
βέβαια!
-Ωραία, το κόβω. Το'ξερα
πως...
-Μην τολμήσεις και
κόψεις τίποτε! Τέρμα στη λογοκρισία πλέον. Απόψε είναι η νύχτα της αλήθειας! Και
στις νύχτες της αλήθειας, θα πρέπει να αποκαλύπτονται τα φοβερότερα ψέματα!
Στις
νύχτες της αλήθειας θα πρέπει να αποκαλύπτονται τα φοβερότερα ψέματα!
Εκπληκτικό αν και πικρό μαζί. Προσπαθώ να φανταστώ, να νιώσω τον εσωτερικό
κόσμο του Μάνου. Μου είναι δύσκολο. Πολύς πόνος, πολλή απογοήτευση αλλά και
ματαίωση. Ίσως να καταρρέουν πράγματα μέσα του, οικοδομήματα που σωριάζονται
μέσα σε σύννεφα σκόνης και σεισμικών δονήσεων άγνωστων λοιπών συνεπειών.
Μα θέλω να δω και τον αντίστοιχο κόσμο της Στεφανίας. Ενοχές,
αμηχανία αλλά και μια παράλογη σχεδόν μανία εκτόνωσης, εξομολόγησης, λύτρωσης
και εξόδου στην αλήθεια!
Είπαμε, είναι η νύχτα της αλήθειας!
-Μάνο...
-Έλα...
-Είσαι καλά;
-Όχι. Αλλά ποιος είναι
καλά εδώ και καιρό;
-Σε απογοήτευσα... μα
υπάρχει και η μεγάλη αλήθεια. Δεν θες να την ακούσεις;
-Παρηγοριά στον άρρωστο;
-Στην άρρωστη μάλλον.
-Εντάξει. Ρίξε τη
χρυσόσκονη να ξεγελάσουμε το βομβαρδισμό. Μπορεί και να επιβιώσω στο τέλος,
είμαι γερό σκαρί εγώ!
-Γίνεσαι πικρός.
-Αυτό είναι το λιγότερο.
Τέλος πάντων. Θα συνεχίσεις ή θα μας βρει ο Δήμος Αθηναίων το ξημέρωμα στο
παγκάκι ξυλιασμένους;
-Εντάξει. Συνεχίζω.
Εκείνη η βραδιά ήταν για μένα μια αποκάλυψη. Ένα πέρασμα. Ένιωσα πως μια πόρτα
έκλεινε οριστικά πίσω μου και μάλιστα με θόρυβο και οργή και μια καινούργια
ανοιγόταν. Μπορεί να την άνοιξα σαν διαρρήκτης, όμως τι σημασία έχει; Τότε δεν
είχε τουλάχιστον. Σημασία τότε ξέρεις τι είχε;
-Τι; Ότι δεν ακούστηκε ο
συναγερμός;
-Όχι. Ότι ο νοικοκύρης
ήταν εκεί και με περίμενε. Και με περίμενε με μια αγκαλιά ανοιχτή και ένα
χαμόγελο ζεστό και... ειλικρινές. Και είχε και κάτι άλλο σημασία μάτια μου.
-Τι;
-Ότι αυτός ο
ανυποψίαστος νοικοκύρης, εκείνο το βράδυ, μου έσωσε τη ζωή!
-!!!
-Γουρλώνεις τα μάτια σου
ή μου φαίνεται; Μην το κάνεις μωρό μου. Σε προτιμώ με κείνο το περίεργο
στοχαστικό σκοτεινό σου βλέμμα, εκείνο που ερωτεύτηκα τρελά, εκείνο που
διαπερνάει τη ψυχή μου κάθε φορά που... Μάνο;
-Μη με κοιτάζεις. Σε
παρακαλώ...
-Κλαις;
-Δεν... σου είπα,
μην....
-Είχες δίκιο, απόψε είναι η νύχτα της αλήθειας. Αλλά πέρα
απ'αυτό ακριβέ μου, είναι και κάτι άλλο, μεγαλύτερο, σπουδαιότερο και
ομορφότερο!
-Δηλαδή;
-Είναι η νύχτα η δική
μας, αγάπη μου. Η νύχτα που θα αποφασίσουμε αν θα κλείσουμε τα χέρια μας ο ένας
του άλλου και θα κάνουμε το επόμενο βήμα μαζί ή...
-Δεν ήθελα να γίνει
αυτό... γαμώ το, δεν το ήθελα!
-Έχουν υγρανθεί τα μάτια
μας αλλά, κοίτα, έχει γλυκάνει η ψυχή μας!
-Γίναμε μελό δηλαδή;
-Τι κακό υπάρχει να
είμαστε μελό;
Και τους βλέπω να
πλησιάζουν, να αγγίζονται ξανά τρυφερά, ερωτικά, σαν αναβαπτισμένοι, σαν
ξαναγεννημένοι, καθαροί και όμορφοι, λυτρωμένοι, ανάλαφροι, σαν να έχουν
απαλλαγεί από τόνους βάρους και φιλιούνται. Σ'αυτό το ίδιο παγκάκι που πριν από
χρόνια γνωρίστηκαν, μια νύχτα σαν κι αυτή και που δεν ήξεραν πως θα
διασταύρωναν τις μοναχικές τους τροχιές στο ερημικό σύμπαν της ζωής τους.
Έδωσαν πολλά φιλιά, παθιασμένα και γλυκά, άγρια αλλά και
απαλά, και γελούσαν και έπαιζαν και ξανάβρισκαν τους χυμούς εκείνους που
νόμιζαν πως είχαν χάσει για πάντα.
Ο Μάνος φτερούγιζε σε ένα στερέωμα ευδαιμονίας και η Στεφανία
φώτιζε τα σκοτεινά διαμερίσματα της ψυχής της με ένα φως πρωτόγνωρο, Εδεμικό,
αιώνιο.
Κάποια στιγμή χώρισαν για λίγο και αγκαλιασμένοι αφέθηκαν
στην απόλαυση της βραδιάς αλλά και της ροής των πιο όμορφων συναισθημάτων που
είχαν δοκιμάσει ποτέ. Και η απόλαυση ήταν ατελείωτη, μεθυστική και
ολοκληρωτική.
Κανένας δεν κρύωνε πια τούτη τη νύχτα.
-Μάνο...
-Ναι μικρή μου...
-Τι σκέφτεσαι;
-Πως ξέρεις ότι κάτι
σκέφτομαι;
-Εσύ πάντα σκέφτεσαι...
έλα, πες μου...
-Ε, λοιπόν, ξέρεις τι
σκέφτομαι;
-Τι;
-Πως ξαφνικά, δεν θέλω
να ξανακαπνίσω!
-Μόνο αυτό;
-Τι άλλο;
-Μανο!
-Εντάξει και κάτι άλλο.
-Τι;
-Πως είναι περίεργη η
αίσθηση να είσαι φωτεινός και... διάφανος!
-Έτσι νιώθεις;
-Ναι. Και ξέρεις γιατί
είναι περίεργο;
-Γιατί;
-Γιατί, ξαφνικά, σαν από
θαύμα, σαν αποκάλυψη, μπορείς να την δεις!
-Ποια;
-Και να την νιώσεις!
-Ποια; Σε ρωτάω!
-...να της κλείσεις το
μάτι συνωμοτικά και να της χαμογελάσεις!
-Μάνο!
-...και να της πεις:
συγχώρεσέ με που δεν πίστευα πως υπάρχεις. Ήταν γιατί το σκοτάδι του εαυτού μου
δεν σε άφηνε!
-Σε ποια θα το πεις
αυτό;
-Μα... στην αγάπη μωρό
μου. Στην αγάπη!
* * *
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)