Τρίτη 29 Μαρτίου 2011






Νυχτοβάτης


Ο Νυχτοβάτης κοιτούσε το γυμνό του είδωλο στο μεγάλο, όρθιο, οβάλ καθρέφτη.
Για πολλή ώρα έμεινε ανέκφραστος.
Για κάποιον παράξενο λόγο, ήξερε ότι ερχόταν η στιγμή που το είδωλο θα συνομιλούσε μαζί του.
Για κάποιον άλλο παράξενο λόγο, ήταν έτοιμος γι’αυτή τη συνομιλία.
Κι έτσι, δεν τον πτόησαν οι αμείλικτοι αιφνιδιασμοί.

Κλήθηκε να αντιμετωπίσει τον πρώτο όταν αντίκρισε το πρόσωπό του. Δεν εμφανιζόταν ολόκληρο. Σχεδόν το μισό έλειπε. Μισό πρόσωπο δεν σημαίνει μισή ύπαρξη, σκέφτηκε, σημαίνει διπλός μόχθος για να χτίσεις την επάρκεια της ψευδαίσθησης.

Κλήθηκε να αντιμετωπίσει το δεύτερο όταν διέκρινε τα έντονα, σκούρα σημάδια στο ένα του χέρι, λίγο πάνω από τον αφαλό και στα πόδια του. Ήταν πλατιές, γκρίζες κηλίδες.
Ανασαίνουν, σκέφτηκε και τον ρίγησε η λέξη που δεν τόλμησε να γίνει ήχος.

Κι ύστερα αντίκρισε τον τρίτο, τον ισχυρότερο αιφνιδιασμό.
Το είδωλό του… παλλόταν… έτρεμε… σα να ήταν μια παράξενη ολογραμμική προβολή και όχι η πιστή αποτύπωσή του. Σα να επρόκειτο για μια φασματική εικόνα χαμηλής ενέργειας που πάλευε να κρατηθεί, να μην σβήσει, να παραμείνει ζωντανή…
Πεθαίνω, σκέφτηκε ξανά και τούτη η τρομερή λέξη δεν είχε κανένα βάρος, καμιά θλίψη, κανένα συναισθηματικό περιεχόμενο. Ήταν μια απλή, καθαρή, σχεδόν κλινική διάγνωση.

Σήκωσε το αριστερό του χέρι και παρακολουθούσε να επαναλαμβάνει τη κίνηση το είδωλό του. Χάιδεψε το λαιμό του και το στήθος του. Και τότε το είδε για πρώτη φορά. Το είδωλό του πονούσε. Το απαλό αυτό ταξίδι στο σώμα προκάλεσε έναν μορφασμό δυσαρέσκειας στο τεμαχισμένο πρόσωπο του ειδώλου του. Μπορούσε να το δει καθαρά. Το φάσμα του πονούσε και αυτόματα έριξε ξανά το χέρι του κάτω.
Επανέλαβε το ίδιο μετά με το άλλο του χέρι. Το έφερε πάνω από το σημείο των γεννητικών του οργάνων. Όταν τα άγγιξε ο ίδιος μορφασμός ζωγραφίστηκε στο μισό πρόσωπο.
Το είδωλό του τρεμόπαιξε έντονα. Για μια στιγμή μάλιστα, ήταν σίγουρος γι’αυτό, χάθηκε εντελώς… πέρασε μια άπειρη στιγμή ώσπου να το ξαναδεί να αχνοσχηματίζεται εκ νέου στον καθρέφτη εμπρός του.

Μικραίνω… μικραίνω όλο και πιο πολύ… μονολόγησε μελαγχολικά και για πρώτη φορά επέτρεψε τη φωνή του να ηχήσει στο δωμάτιο. Εκείνο που είναι να αυξηθεί πρέπει να ανθίσει… εκείνο που είναι να συρρικνωθεί πρέπει να εκλείψει… είπε ξανά και ύστερα σίγησε.

Ο Νυχτοβάτης αισθάνθηκε μια παρουσία δίπλα του. Ήταν ο αδελφός του, ένας λευκός θηριώδης λύκος που κάθε πανσέληνο τον επισκεπτόταν για λίγες ώρες ως το ξημέρωμα. Ο λύκος ανάσαινε αργά και τον πλησίασε με προσοχή. Μετά κούρνιασε στα πόδια του.
Μονομιάς το είδωλο του Νυχτοβάτη σταθεροποιήθηκε. Έγινε ανάγλυφο, ζωηρό ακόμα και λαμπερό.
Αδελφέ μου!, είπε τρυφερά ο Νυχτοβάτης και άγγιξε τον λύκο μονάχα με την απαλή φωνή του.

Δεν έχω συνείδηση της ύπαρξής μου… άρχισε να μονολογεί πάλι και το είδωλό του παλλόταν ανάλογα με την ένταση της φωνής του. Ποτέ δεν επέτρεψα τούτη την πολυτέλεια στον εαυτό μου. Συνείδηση της ύπαρξης σημαίνει να μπορείς να ορίσεις τα πράγματα μονάχα από το εσωτερικό τους φως… είπε ξανά και χάιδεψε απαλά για πρώτη φορά με το χέρι του το όμορφο ζώο. Ένιωσε την ζεστή του ανάσα στο χέρι του και χαμογέλασε. Ήταν ένα αλλόκοτο χαμόγελο. Και δεν είδε το μισό του πρόσωπο στον καθρέφτη. Εκείνο δεν χαμογελούσε.

Δεν μας αγάπησε ο ήλιος αδελφέ μου… εμείς ήπιαμε γάλα απ’τα μαστάρια της Νύχτας, είχαμε μάνα την ασημένια Πανσέληνο και ορφανοί από πατέρα πορευτήκαμε ως τα τώρα… δεν μας αγκάλιασε κανένα φως εμάς, δεν μας έθρεψε η ζέση του καλοκαιριού, δεν μας νανούρισε η ραθυμία του μεσημεριού… κι όμως… φιλοξενούμε ένα ολόκληρο κόσμο… και δεν νιώσαμε ποτέ την ορφάνια… συνέχισε να μονολογεί ο Νυχτοβάτης και τα σημάδια στο είδωλό του μεγάλωναν… γίνονταν μελανές νησίδες στο ευαίσθητο, χλωμό του σώμα.

Ο μεγάλος λύκος όρθωσε το σώμα του και γρύλλισε.

Το ξέρω, ξημερώνει. Θα πρέπει να φύγεις… πήγαινε στην απλωσιά Της αδελφέ μου, ξεκουράσου στην αρχαία αγκαλιά Της… για μένα στερεώνεται η μόνη αλήθεια λεπτό το λεπτό… σ’ευχαριστώ… είπε και αισθάνθηκε έναν λυγμό να αναδύεται απ’τα σωθικά του και να του κλείνει το λαιμό.
Το πανέμορφο ζώο χαϊδεύτηκε για μια στιγμή στο σώμα του Νυχτοβάτη, σήκωσε το βλέμμα του αιχμαλωτίζοντας την αιωνιότητα της στιγμής στα μάτια του και μετά, ήρεμα και θλιμμένα αποχώρησε.

Τα σημάδια ολοένα και μεγάλωναν. Τώρα πια είχαν απλωθεί παντού. Το είδωλο άρχισε να τρεμοπαίζει πιο έντονα. Ο καθρέφτης έμοιαζε με την επιφάνεια μιας ρυτιδιασμένης λίμνης. Ο Νυχτοβάτης δεν μπορούσε να διακρίνει το είδωλό του.

Πονούσε.
Φοβόταν.
Έκλεισε τα μάτια του και ονειρεύτηκε την γέννησή του. Ονειρεύτηκε τη Νύχτα, τους αστερισμούς, τις τροχιές των κομητών, τα αλυχτίσματα των αδελφών του στα μεγάλα δάση, τις ξάστερες βραδιές κάτω απ’το στερέωμα, τη γεύση των ποταμιών και το τραγούδισμα του νερού όπως κυλούσε.

Δάκρυσε.
Τα μέλη του μούδιαζαν.
Ο χρόνος κάλπαζε ξέφρενα.
Οι ανάσες του, ακριβότερες από ποτέ, χύνονταν μια μια στο κατώφλι της αυγής…

Έρχομαι Μάνα… μπόρεσε να ψελλίσει και όλο του το κορμί αντιλάλησε βουβά το σπαραγμό του.

Το τελευταίο που αντίκρισε στον καθρέφτη όταν άνοιξε για ύστατη φορά τα μάτια του, ήταν μια λευκή, μικρή κουκουβάγια που άνοιγε τα φτερά της κι ετοιμαζόταν να πετάξει στην ελευθερία…


νοε2010

Τρίτη 22 Μαρτίου 2011




 Α_ ντα_ μ


Ο Αλεφ σκεφτόταν:
Είμαι εντός όμως κάποια στιγμή οφείλω να εξέλθω
Στο εντός μου κυοφορείται όλο το εκτός
Αν δεν δαπανήσω την απαιτούμενη ενέργεια για να αποτολμήσω το δύσκολο βήμα, κινδυνεύω να γίνω ολοκαύτωμα
Όλα εκείνα που κληρονόμησα θέλω να τα κληροδοτήσω
Θέλω να προβληθώ στο εκτός
Θέλω να εκπορευτώ
Θέλω να δοκιμάσω και να δοκιμαστώ
Δεν είμαι πια το όνειρο του εαυτού μου
Οφείλω να γίνω ο εαυτός του ονείρου μου…

Ο ΝΤΑλετ σκεφτόταν:
Βρίσκομαι εκτός
Απλώθηκα νωχελικά στην υλοποίηση
Η πρωτογενής δημιουργία μου βρίσκει μορφή
Μορφώνομαι
Μορφοποιούμαι
Δεν είμαι πια ο πρώτος αλλά οδεύω στον έσχατο
Έχω την απρόσιτη κληρονομιά μου
Αλλά οφείλω να την μετασχηματίσω σε δράση
Χωρίς τη δράση μου όλα όσα σκέφτομαι θα μείνουν σκέψη
Όλα όσα αισθάνομαι θα με πνίξουν
Όλα όσα ονειρεύομαι θα με αποσαρκώσουν
Κι έχω αίμα που τρέχει στις φλέβες μου
Κι έχω μάτια που διψούν να γραπώσουν το αύριο
Κι έχω ανάσες που δεν χωρούν στο σαρκίο μου
Θέλω να περπατήσω το δρόμο μου
Θέλω να υπάρξω αληθινά…

Ο Μεμ σκεφτόταν:
Το σκίρτημα της Δημιουργίας είναι η ωραιότερη μουσική που έχω ακούσει
Είμαι παιδί της πρωτόγονης και πρωταρχικής Ανάγκης
Μένει να αγκαλιάσω τη Δύναμη
Αλλά φοβάμαι
Έχω γονείς τις δονήσεις του Απείρου
Έχω αδελφούς τα χτυποκάρδια του Χρόνου
Έχω ομογάλακτους τους περιιπτάμενους φωτοδότες αστέρες της Νόησης
Κι όμως
Ακόμη φοβάμαι
Αν σφίξω άραγε δυνατά
Στα χέρια μου
Τούτο το σβώλο χώμα
Θα ματώσω;

Ο Αλεφ χαμογελούσε
Ο ΝΤΑλετ δρούσε
Ο Μεμ αγωνιούσε

Ο Αλεφ ονειρευόταν
Ο ΝΤΑλετ προσδοκούσε
Ο Μεμ πονούσε

Ο Αλεφ γεννιόταν
Ο ΝΤΑλετ γεννούσε
Ο Μεμ γερνούσε

Ο Αλεφ αγνοούσε
Ο ΝΤΑλετ αναρωτιόταν
Ο Μεμ αγνοούνταν

Ο Αλεφ αφομοίωσε τον εαυτό του και πέθανε
Ο ΝΤΑλετ αρνήθηκε τα πάντα και κατασκεύασε τον εαυτό του από την αρχή
Ο Μεμ αρνήθηκε τον εαυτό του, κατασκεύασε τη Θρησκεία κι έζησε για πάντα…

Οκτ2010

Σάββατο 19 Μαρτίου 2011



"...Υπάρχει μια περιοχή γνώσης που ποτέ δε θα γνωρίσεις, την οποία όλοι οι σοφοί άνθρωποι παρατηρούν από μακριά και την αποφεύγουν σαν πανούκλα, αλλά εγώ έχω μπει σ'αυτή τη τρομερή περιοχή. Αν ήξερες, αν μπορούσες ακόμη και μόνο να ονειρευτείς τι τρομερά πράγματα μπορούν να γίνουν στ'αλήθεια, τι έχουν κάνει ένα ή δύο άνθρωποι σε αυτό τον ήσυχο κόσμο μας, ολόκληρη η ψυχή σου θα αναριγούσε και θα έσβηνε μέσα σου. Ο,τι έχεις ακούσει από μένα δεν είναι παρά ο εξώτατος φλοιός, το εξωτερικό περίβλημα της αληθινής επιστήμης -εκείνης της επιστήμης που συχνά σημαίνει το θάνατο εκείνου που θα τη γνωρίσει έστω και αμυδρά, και που είναι πιο φοβερή ακόμη κι από τον ίδιο το θάνατο γι'αυτούς που την κατέκτησαν. Όχι, όταν οι άνθρωποι λένε ότι υπάρχουν παράξενα πράγματα στο κόσμο, γνωρίζουν ελάχιστα για το δέος και τον τρόμο που κατοικεί πάντοτε μέσα τους και γύρω τους, χωρίς αυτοί να το αντιλαμβάνονται..."
  
Άρθουρ Μάχεν
‘Το Εσώτατο Φως'

Δευτέρα 14 Μαρτίου 2011




Ο Έσχατος Κύκλος


            Εφτασαν πάλι οι μέρες του άγιου Πασχα, κι ο Ιησούς κάθεται μόνος, στην αγαπημένη του μεριά, κάτω από ένα μυριόχρονο πλάτανο, στο Παράδεισο. Συλλογισμένος, σιωπηλός, που και που αναστενάζει κιόλας.
            Κείνη την ώρα τυχαία περνούσε από κει ο Πυθαγόρας, ο Σάμιος, ο μέγας φιλόσοφος, ο πανεπιστήμονας, που όλοι στο "άγιο περιβόλι" έχουν σε περισσή εκτίμηση και την συντροφιά του επιζητούν. Βλέπει τον Ναζωραίο μονάχο, σκεπτικό κι ένα μειδίαμα ανοίγεται στο γέρικο πρόσωπό του. Σκέφτεται να τον ζυγώσει πιο πολύ, το ξανασκέφτεται, ξέρει το χούι του Ραβί, να μην τον ενοχλεί κανείς όταν βυθίζεται στους στοχασμούς του, πάει να τον προσπεράσει αλλά ακούει φωνή και κοκαλώνει.
            "Για που τραβάς μωρέ φιλόσοφε; Με είδες αλλά δε θέλεις να ταράξεις την ησυχία μου, σωστά;"
            Στρέφει το βλέμμα κατά τον Γαλιλαίο ο Πυθαγόρας, χαμογελάει, τον πλησιάζει, βρίσκει χώρο και κάθεται σιμά του.
            "Καλά το είπες Δάσκαλε. Ξέρω τα χούγια σου, τα'μαθα πια. Δε θες να σ'ενοχλούν καθώς πλανιέσαι στις ομιχλώδεις χώρες του μυαλού σου, σεβαστό. Και'γω κάποτε το ίδιο θέλω, συχνά γίνομαι πιο ιδιότροπος από σένα".
            Για λίγο έπεσε σιωπή, ύστερα μίλησε ο Ιησούς.
            "Γιορτάζουν 'κάτω', είναι Πάσχα"
            "Το ξέρω. Που σημαίνει πρέπει να γιορτάζεις και του λόγου σου. Για σένα γίνονται όλ'αυτά".
            Γυρίζει το μακρυμάλλικο κεφάλι του ο Ιησούς, καρφώνονται τα δυό τεράστια μάτια του πάνω στον Πυθαγόρα, σκίρτησε εκείνος.
            "Τι λες μωρέ Σαμιώτη! Για μένα; Για μένα λες γίνονται όλ'ΑΥΤΑ;"
            Δεν ήξερε τι'ταν εκείνο που όργισε τώρα τον Εβραίο και δεν μίλησε ο φιλόσοφος. Περίεργη ψυχή, αλήθεια, γλυκός, μελίρρυτος τη μια, θάλασσα φουρτουνιασμένη στη στιγμή γινόταν, άπιαστος και απρόβλεπτος, δεν ήξερες που θα τον βρεις. Αποφάσισε τέλος να αποκριθεί.
            "Γιατί θυμώνεις δάσκαλε; Τι είπα; Αλήθεια δεν είναι; Ο μισός πλανήτης σε τιμά, τη σταύρωση και την ανάστασή σου. Είναι ή δεν είναι όπως τα'πα;"
            Γύρισε πάλι το κεφάλι του απ'την άλλη ο Ιησούς και όρθιος σηκώθηκε. Είχε ψυχή ανταριασμένη, είχε το θείο είναι του αναρπαχτεί από κάτι που δεν φανέρωνε.
            "Κι είμαι γι'αυτό πιο τυχερός από σένα ας πούμε Έλληνα;", ρώτησε βαδίζοντας χωρίς να ρίξει βλέμμα στον φιλόσοφο.
            "Δεν ξέρω τι είναι αυτό που με ρωτάς Ραβί. Ξέρεις καλά πως η Ιεραρχία..."
            "Ασ'τους αυτούς! Εσένανε ρωτάω, θα'θελες τη δική σου την ζωή να'χουνε κάνει ολόκληρο γιορτάσι, πανηγυράκι και αρνιά στη σούβλα; Πες μου!"
            Έτριψε τα λευκά του γένια ο σοφός, αναστέναξε, σηκώθηκε κι αυτός κι άρχισε να γυρνάει γύρω απ'τον Ιησού. Τι σόι κουβέντα ήταν τώρα αυτή που'χε αρχινίσει ο Εβραίος; Πρώτη φορά του'χε τύχει να μοιραστεί μαζί του αυτές τις σκέψεις.
            "Ξέρεις τι λέω Ραβί; Χρόνια τα σκέφτομαι όσα έγιναν με σένα, δεν σού'χω πει, ποιος το τολμάει άλλωστε απ'όλους μας; Θέλεις λοιπόν να σου μιλήσω σήμερα καθαρά;"
            Στάθηκε ακίνητος ο Ιησούς και γύρισε το βλέμμα του στον Έλληνα.
            "Ναι μωρέ Πυθαγόρα, θέλω, μίλησέ μου και ξέρω ότι θ'ακούσω από σένα όσα χρειάζονται, ούτε ιώτα πάνω ή κάτω. Σεις οι γεωμέτρες τα μετράτε όσα λέτε και όσα κάνετε. Πες μου λοιπόν με ακρίβεια και παρρησία. Σ'ακούω"
            Κάθισε πάλι στη θέση του ο Πυθαγόρας κι άρχισε που'χε την άδεια πια, να λέει.
            "Το λοιπόν, μπορεί να θύμωσες πιο πριν μα εγώ επιμένω, έτσι το θέλησε η Ιεραρχία κι έτσι έπρεπε να γίνει. Δάσκαλος της Αχτίνας της Αγάπης είσαι και την αποστολή σου έφερες σε πέρας, με το παραπάνω θα'λεγα. Βρέθηκε ο Παύλος βέβαια, αυτός ο περίεργος Σαούλ που ήταν το ανάστημά του πιο μεγάλο κι απ'το θάρρος του και σε σεργιάνισε παντού, κι ύστερα όλα ήρθαν από μόνα τους, να μη τα λέμε, τα ξέρεις πιο καλά από μένα. Στα χρόνια που στάλθηκα εγώ ήταν αλλιώς τα πράγματα. Δεν είχε κλείσει ακόμη ο τελευταίος κύκλος, αγνοούσαν οι άνθρωποι τα βασικά, τα στοιχειώδη. Πάλεψα, ξέρεις, μόχθησα, έφτυσα αίμα να τους πείσω να σκέφτονται κι όχι μονάχα να λατρεύουν, να στύβουν το μυαλό τους για να βρουν την λύση κι όχι να περιμένουν το Δία και την Αθηνά να τους φωτίσει. Άγρια τα δικά μου χρόνια Ναζωραίε, όχι πως εσύ τράβηξες λίγα, το αντίθετο. Μα, είχες άλλη αποστολή εσύ, άλλη εγώ, άλλη ο Μουχαμέτης, άλλη ο Ινδός ο Πρίγκιπας, καλώς κακώς, έτσι τα μοίρασε το Συμβούλιο κι εσύ'σαι τώρα ο αγαπημένος του μισού πλανήτη όπως είπες κι εμένα με σπουδάζουν λίγοι κι αυτοί μ'έχουνε παραξηγήσει, άλλα είπα εγώ άλλα κατάλαβαν αυτοί. Έστω, τώρα ό,τι έγινε έγινε. Και Πάσχα που είναι, σημαίνει ότι εσύ είσαι ακόμη ισχυρός, κρατάς τα γκέμια..."
            Σώπασε ο Πυθαγόρας τη λογοδιάρροια, αισθάνθηκε πως είπε πολλά, κοίταξε τον Ιησού. Είχε καθίσει εκείνος κάτω απ'τον πλάτανό του πάλι, δεν μιλούσε.
            "Κρατώ τα γκέμια είπες γέρο σοφέ; Ποιά γκέμια; Όλων εκείνων που έφτιαξαν στρατούς και χύθηκαν να σφάξουν και να κλέψουν στ'όνομά μου; Όλων εκείνων που φτιάξαν λάβαρα με το σταυρό και όποιον έβρισκαν αλλόθρησκο, "άπιστο", μπροστά τους του παίρναν το κεφάλι; Όλων εκείνων που το βράδυ με επικαλούνται σιωπηλά και το πρωί με ξεφτιλίζουνε αδικώντας και πορνεύοντας χυδαία; Ποιά γκέμια Έλληνα φιλόσοφε; Θα προτιμούσα να με σπουδάζουν, όπως είπες, λίγοι κι εκλεκτοί και να είμαι ανάμεσά τους, όπως τότε, στην αρχή, που ήμασταν λίγοι αλλά σωστοί..."
            Έριξε χαμηλά το βλέμμα ο Πυθαγόρας, να πει δεν είχε λέξη. Τούτος ο χείμαρρος που'χε χιμήξει απ'τη θεία ψυχή τον είχε καθηλώσει. Ο Ιησούς ήταν ο πρώτος μεταξύ τους, ο πιο ισχυρός, ο πιο εκλεκτός αλλά και ο τραγικότερος. Τον αγαπούσε ο Σάμιος αλλά και την τύχη του δεν την ζήλευε. Στιγμή δεν είχε ησυχάσει από την στιγμή που'χε επιστρέψει στο 'περιβόλι' ο Ραβί. Όλα όσα γίνονταν αιώνες ανθρώπινους, όλοι αυτοί πόλεμοι, το αίμα που έρεε ποτάμι, η αδικία, ο όλεθρος... Τι να'βρισκε να πει εκείνος που δεν κλήθηκε ποτέ να βαστάξει το φορτίο αυτό στους ώμους του; "Ποιός να σε συμπονέσει, να σε καταλάβει Ναζωραίε", σκέφτηκε αλλά τη σκέψη κράτησε αφανέρωτη.
            "Είναι καιρός τώρα...", ακούστηκε η φωνή του Διδασκάλου και ατελείωτη έμεινε η φράση.
            "Μίλησες Ραβί;"
            "Είναι καιρός λέω τώρα, που το σκέφτομαι..."
            "Τι σκέφτεσαι δάσκαλε;"
            "Να το προτείνω στην Ιεραρχία. Να ξανακατέβω!"
            Πάγωσε το αίμα στις γέρικες φλέβες του φιλόσοφου. 
            "Τι είπες Ιησού; Ήρθαν καλά οι λέξεις ως τ'αυτιά μου ή και ο Παράδεισος με γέρασε πιότερο και ξεκούτιανα;"
            "Καλά άκουσες γέρο. Στο ξαναλέω, το θέλω, το πιστεύω, θα το προτείνω στο Συμβούλιο, θα..."
            "Τι θα προτείνεις Δάσκαλε; Ξεχνάς; Ξεχνάς πως από τότε που ανέβηκες ως εδώ αλλάξαν όλα, ξεχνάς πως το Συμβούλιο ετοιμάζει άλλες αχτίνες και πυρετώδικα δουλεύουν όλοι για να ανοίξουν τον Έσχατο Κύκλο; Αν τολμήσεις να ορθώσεις το ανάστημά σου..."
            "Ναι, θα το ορθώσω γεροφιλόσοφε, όπως τότε έτσι και τώρα! Θυμάσαι τότε; Σίγουρα θυμάσαι, πόσοι το θέλησαν να σταλώ στο κόσμο, πόσοι αντέδρασαν, τι έγινε, θυμάσαι;"
            "Θυμάμαι άρχοντα, θυμάμαι, αλλά..."
            "Δεν έχει αλλά Έλληνα. Περίμενα χρόνια, αιώνες, μακροθυμία δεν το λένε αυτό οι θεολόγοι, να περιμένεις ώσπου να 'γυρίσουν' όλοι, να δίνεις ευκαιρίες, να δίνεις τόπο στην οργή γιατί υπάρχουν πάντα περιθώρια να αλλάξει ο κόσμος, να ποια είν' τα περιθώρια σοφέ, τα ίδια χάλια προτού να έρθω, χειρότερα είναι τώρα, στην εποχή σου σε λοιδόρησαν, σε κορόιδεψαν, σε πήραν για τρελό. Τι έγινε με μένα; Θυμάσαι και κάτι άλλο, φιλόσοφε γεωμέτρη;"
            Δεν μίλαγε πια ο Πυθαγόρας, είχε λουφάξει και τρομαγμένος καρτερούσε τα χειρότερα. Τόση η οργή, η θεία μανία του Σωτήρα, τόση η θύελλα στην άγια, την πανάγια ψυχή του!
            "...'Όταν με αντίκρισε πρώτη φορά ο Ιωάννης στο ποτάμι, θυμάσαι τι μου είπε; Ιδού, ο αμνός του Θεού, ο αίρων τις αμαρτίες του κόσμου. Έτσι του είπαν να πει, έτσι είπε και το πίστευε ο Πρόδρομος. Ποιες αμαρτίες λοιπόν πήρα επάνω μου σοφέ και ποιος ο κόσμος που αναμάρτητος πορεύτηκε από τότε; Όχι, στο είπα, αρκετά τεμπέλιασα εδώ πάνω. Θα κατέβω πάλι, σάρκα θα γίνω, αίμα και κόκαλα και ποιος με είδε και δε φοβήθηκε!"
            Αυτά ήταν τα λόγια τα στερνά του Ιησού και με κεφάλι που άχνιζε από ιερό θυμό και με ψυχή που φούσκωνε από αντάρα, γύρισε την πλάτη στον σοφό και αφανίστηκε.
            "Δυνάμεις του Καλού και Άρχοντες του Σύμπαντος, τι πρόκειται να ιδούμε ακόμα!", μονολόγησε ο Πυθαγόρας και έσκυψε το κεφάλι του στις παλάμες του σα να θρηνούσε.
            Πέρασε ώρα, πόση άραγε και πως να την μετρήσεις που στον Παράδεισο ο χρόνος δεν υπάρχει; Και τότε ένιωσε ο Σάμιος γέροντας να τον αγγίζει κάποιο χέρι τρυφερό, όχι αντρικό, γυναικείο ήταν και μια φωνή γεμάτη γλύκα, ωραία φωνή, την ήξερε, την είχε ξανακούσει.
            "Τι έχεις γέροντα και θρηνείς; Για το παιδί μου μήπως;"
            Κείνη ήταν, η λευκοντυμένη Δέσποινα, η μάνα του που έστεκε από πάνω του.
            "Ήρθες Κυρά μου αλλά άργησες. Ο γιος σου...", πήγε να ψελλίσει ο φιλόσοφος αλλά εκείνη αποτελείωσε τα λόγια του.
            "Ξέρω Έλληνα σοφέ, ξέρω. Πάντα του έτσι ήταν, άγριος, ατίθασος, δεν έπαιρνε από λόγια. Μα, δεν ανησυχώ, όχι, τούτη τη φορά δεν σκιρτάει η καρδιά μου από αγωνία"
            Σταράτα, σίγουρα τα λόγια της γυναίκας, ανασήκωσε το γέρικο κεφάλι ο γεωμέτρης, την κοίταξε αναθαρρεμένος.
            "Δεν σκιρτάς είπες; Μα, δεν κατάλαβες καλά, τρέχει στο Συμβούλιο να βάλει βέτο, να κατέβει πάλι, να..."
            "Ήδη είναι κάτω καλέ μου γέροντα, χρόνια τώρα, αμέτρητα, όσο στεναχωριόσουν συ εδώ, κάτω απ'τον πλάτανο, πέρασαν κιόλας αιώνες που κείνος ξανακατέβηκε στη Γη!"
            Γούρλωσε τα μάτια του ο Πυθαγόρας, έσφιξε τα χέρια της Παναγιάς στα δικά του, διψούσε ξαφνικά να πιει νερό απ'το στόμα της, να μάθει!
            "Και τι έγινε αλήθεια, πες μου Δέσποινα, λυπήσουμε με και πες μου"
            Σηκώθηκε η Παναγιά, βγήκε απ'τη σκιά του πλάτανου, μακρύνθηκε λιγάκι κι ύστερα άρχισε να μιλάει και η φωνή της χωνόταν σαν αύρα στα πνευμόνια του γερο σοφού.
            "Τι περίεργο αλήθεια, να μιλώ σε ένα γέροντα σοφό απ'την Ελλάδα, εγώ που γεννήθηκα Ιουδαία κι έμαθα να σας θεωρώ όλους εσάς ειδωλολάτρες και πλανεμένους απ'το δρόμο του Θεού. Ας έχει, έμαθα κι εγώ όσα εκείνος μας δίδαξε όλους και συγχώρα με σοφέ γιατί όσα εσείς μας δώσατε με την ωραία σας γνώση τώρα μονάχα πόσο σπουδαία ήταν βλέπω. Λοιπόν, σου έλεγα πως ο Σωτήρας ξανακατέβηκε στη Γη μα, τούτη τη φορά, πιο έξυπνα, πιο ορθά το έπραξε και δεν τον είδε, ξέρεις, κανένας, ούτε τον άγγιξε κανείς κι ούτε το άγιο του σαρκίο τόλμησε να τρυπήσει με καρφιά..."
            "Μα, τι λες Κυρά, τι έγινε δηλαδή αν δεν τον είδε κανείς;"
            "Είναι γιατί με άλλα σώματα γεννήθηκε, με άλλα μάτια κοίταξε τους ανθρώπους, με άλλα λόγια τους μίλησε και το έργο καλύτερο έγινε και ο σπόρος σε εύφορα χώματα άνθισε κι έγινε λουλούδια απ'ακρη σ'ακρη, όπου οι άνθρωποι γεννιούνται και πεθαίνουν!..."
            Άκουγε ο Πυθαγόρας μαγεμένος και να διακόψει δεν τολμούσε την άγια μάνα.
            "...Μπήκε σε σώματα σοφών, όπως εσύ, επιστημόνων που άνοιξαν δρόμους φωτεινούς, δώσαν στους ανθρώπους απαντήσεις για όσα ο Δημιουργός μας έπλασε, βοήθησαν οι αρρώστιες να γιατρεύονται, να γίνονται νόμοι δίκαιοι, να προοδεύει η ανθρωπότητα...κι ύστερα μπήκε σε σώματα άλλων, που υμνούν με την θεία μουσική τους το ωραίο και το ευγενικό, και σε ζωγράφων και ποιητών σώματα μπήκε, να εκλεπτύνονται τα πάθη, να ειρηνεύει ο νους, να ομορφαίνουν όλα, έξω και μέσα στων ανθρώπων τον τραχύ ανάβατο..."
            Φωτίστηκε ο νους του Πυθαγόρα ακούγοντας τούτα τα μεγάλα, τα σπουδαία λόγια της Παναγίας και όσο συλλάμβανε το τέλειο του θεϊκού σχεδίου, τόσο του ερχόταν να αρχίσει να χορεύει, εκείνος, σεβάσμιος γέροντας σα μικρό παιδί που είναι ευτυχισμένο.
            "Πες μου κι άλλα Κυρά, πες μου!", φώναζε και κείνη δεν του χάλασε το χατίρι.
            "...μα και στα σώματα των ερωτευμένων μπήκε, στου καθενός ξεχωριστά και απ'την αγάπη που κείνος δίδαξε έδιωξε την υποκρισία και την ενοχή, και στων δασκάλων τα σώματα μπήκε, για να περάσει στα παιδιά το αληθινά σπουδαίο και του Θεού το θέλημα, και στων αρχόντων τα σώματα μπήκε, να κυβερνούν καλύτερα, να συμπονούν το δράμα των ανθρώπων, να μην πλανώνται πως αθάνατοι είναι..."
            Ούρλιαζε από χαρά ο γερό Πυθαγόρας κι είχε στήσει γλέντι τρελό και χοροπήδαγε σαν ελάφι αλαφιασμένο. Και μεθυσμένος από ηδονή για όσα άκουγε και πάλι ζήταγε απ'τη μάνα του Θεού να του μιλάει και να του λέει ξανά τα ίδια απ'την αρχή και ατέλειωτο το γλέντι να είναι και ανεξάντλητη η ευτυχία και η χαρά που είχε πλημμυρίσει την αθάνατη ψυχή του...

***

Πέμπτη 10 Μαρτίου 2011

Οι περιπέτειες ενός σοφού Σανυάσιν




Οι δυο αδελφές

Ξημέρωμα ήταν και ο σοφός Τσου-Τσου καθόταν σιμά στο ήσυχο ποταμάκι, παιδί του Γάγγη, καθαρό και βλογημένο και διαλογιζόταν. Τι όμορφη ώρα, γαλήνια, κανείς δεν διέκοπτε το άγιο έργο. Κάποια στιγμή, ήχοι από πάφλασμα νερού, ταραχή και φασαρία ενόχλησαν το βύθισμα του γέροντα, άνοιξ'τα μάτια του, σμίξαν τα φρύδια του, πήγε να πει καμιά κουβέντα, ύστερα κρατήθηκε. Έψαξε με το βλέμμα του να ιδεί από που ερχόταν αυτή η κοσμοχαλασιά. Κι είδαν τα μάτια του το θέαμα που δεν έπρεπε να ιδεί κανείς και μοναχός ιδιαίτερα. Δυο όμορφες κοπέλες, θεόγυμνες, πλατσούριζαν χαρούμενα, κακάριζαν και έπαιζαν, απολαμβάνοντας το δροσερό νερό και τα χρυσά τους νιάτα. Έσκυψε τη κεφαλή ο άγιος, κάτι μουρμούρισε, σηκώθηκε να φύγει. "Κοίτα που με βρήκε ο Μάρα και μούστειλε τις μικρές να με αναταράξουν, φτου!", είπε και μάζεψε τη κουβέρτα του που είχε απλώσει. Ευθύς αμέσως άκουσε όμως φωνή, σάστισε, γύρισε να ιδεί ποιος τον φωνάζει.
- Ε, άγιε γέροντα, παππού! Μη φεύγεις, κάτσε, θέλουμε να σε δούμε!
Η μια κοπέλα φώναζε, είχε βγει απ'το νερό κιόλας και πλησίαζε τον γέρο.
- Κάλυψ'τη γύμνια σου γυναίκα! Μη με ζυγώνεις!, βρυχήθηκε ο Τσου-Τσου και έκλεισε τα μάτια.
- Έρχομαι, ντύθηκα γέρο κι έρχομαι μαζί και η αδελφή μου.
Πράγματι, οι δυο αδερφές, ντυμένες, δροσερές, με τις ωραίες κορακάτες πλεξούδες λυτές ακόμα να γυαλίζουν στον πρωινό ήλιο, τα μάτια όμορφα, τα χείλη κόκκινα, φλογερά. Λιγνόκορμες, ψηλές, τις έλουζε ο ήλιος και χαιρόταν να τις βλέπει.
- Τι θέλετε μωρέ κοπέλες, για τις γυναίκες άλλα, όχι αυτά που με στεναχωρούν εμένα. Γάμος, παιδιά και σπίτια, να τι είναι για σας, αφήστε με να φύγω.
Η πιο μικρή απ'τις αδελφές, γύρισε στον παππού, επίμονη, πεισματάρα.
- Κάτσε παππού, που πας; Το ξέρουμε, είσαι μοναχός από τα βόρεια μέρη, ψάχνεις μέσ'στα σκοτάδια σου να βρεις το φως που είναι άσβεστο, πάει να πει την μόνη αλήθεια, κείνο που δεν μαραίνει ο χρόνος, κείνο που η Μάγια δεν το πιάνει. Κι εμείς, κοπέλες αλλά όχι κατώτερες από τους άντρες, δικαιούμαστε να ακούσουμε το κάτι τις, να μάθουμε τι υπάρχει και τι όχι.
Ύστερα, πήρε σκυτάλη η μεγαλύτερη, να μην κρυώσει ο λόγος στ'αυτιά του γέρου.
- Καλά τα λέει η μικρή γέρο-σοφέ, έτσι είναι κι ακόμα κάτι θέλω να σου πω. Γιατί οι γυναίκες για το σεξ υπεύθυνες να ικανοποιούν τον άντρα; Την τέχνη την ερωτική που οι σούτρες μας διδάσκουν εσείς οι ασκητές έχετε απαρνηθεί, γιατί όμως γέρο; Μπας κι είστε εσείς πιο βλογημένοι από μας τα θηλυκά; Ίδιοι θεοί δεν είναι για όλους;
Άκουγε τα λόγια ο σοφός, κούναγε το κεφάλι. "Μπελά που βρήκα με τούτες εδώ τις αδερφάδες!", είπε να κάτσει όμως ξανά στον όχτο και να αποκριθεί, δεν ήθελε να φύγει καταδιωγμένος.
- Μωρέ, κορίτσια είστε εσείς ή σερνικά; Ρωτήματα τέτοια δεν ακούς παρά μονάχα από μουστακεμένα χείλια. Σεις θέλετε να μάθετε λοιπόν γιατί του άντρα διαφορετικός απ'της γυναίκας ο δρόμος; Ανοίξτε αυτιά ν'ακούσετε, μαζέψτε τις πλεξούδες να μην κάτσει η φωνή μου στις τρίχες σας και δεν έμπει στο μυαλό σας. Αν ήμαστουν λοιπόν εσείς κι εγώ τα ίδια, τα σπίτια θα ρήμαζαν, οι δουλειές κατά διαόλου, παιδιά πως θα γινόντουσαν μωρέ; Ο Άγιος Βούδας δίδαξε για όλους μα όπως ο άντρας σπέρνει έτσι η κυρά γεννάει κι όπως ο άντρας αδύνατον να φουσκώσει απ'τη σπορά του νέου γόνου, έτσι η γυναίκα που ασχολείται με τα θεϊκά είναι μισή γυναίκα. Ωραία μαλλιά, κορμιά, καπούλια και άτριχο δέρμα έδωσε σε σας ο Νόμος, οι Θεοί. Στον άντρα έναν προορισμό, να βγει στον κόσμο, να ρωτήσει, να μάθει, να παιδεύεται, να γυρνάει το βράδυ με την τροφή στο στόμα, να την παίρνει η μάνα, το παιδί κι άιντε πάλι απ'την αρχή, δουλειά να μην μας λείπει. Έτσι με την τροφή της σάρκας, έτσι και με τούτη της ψυχής. Σεις πάλι, χτένισμα, βάψιμο, χάδι ερωτικό να αποκοιμιέται ο δαίμονας της σάρκας σαν ξυπνάει. Τι θες, τι τα γυρεύεις, άμα πουν κάτι οι Απάνω, μεις θα σηκώσουμε κεφάλι, οι ασήμαντοι;
Άκουγαν τα λόγια οι κοπελιές, δείχνανε σκεφτικές, είχαν ρωτήματα. Μίλησε πρώτα η μεγάλη τώρα, άλλαξαν σειρά.
- Και σεις οι μοναχοί, οι σανυάσιν όπως σας λένε, αφού υπάρχει ο Νόμος, οι Θεοί, τα πάντα ωραία καμωμένα, τι ζητάτε το λοιπόν, γιατί απαρνιέστε τη ζωή, τα ωραία φαγιά, τον έρωτα, τη σπιτική τη ζέστη; Τι ψάχνετε να βρείτε, κουρελήδες, άπλυτοι, γυρνάτε πεινασμένοι, ελεημοσύνες παίρνετε κι όλο εμάς ελέγχετε γιατί'μαστε στις απολαύσεις βουτηγμένοι;
Πήρε σειρά η δεύτερη, να ακούει ο σοφός να ζαλίζεται.
- Κι αυτό, όχι μονάχα. Εμάς τις γυναίκες λέτε ότι διάλεξε ο Μάρα να παίρνουμε μορφή δαιμονική, απειλή για σας, μας έχετε ξορκισμένες, βρίζετε άμα μας βλέπετε, να μην σας φύγει ο λογισμός απ'τους θεούς και πάει στη σάρκα. Τι το κακό μωρέ παππού έχει λοιπόν η σάρκα;
Στέναξε, αργοφύσηξε ο Τσου-Τσου, κατάλαβε. "Με τούτες δεν τα βγάζω εύκολα πέρα. Είναι και δύο, εγώ μονάχος, Πρίγκιπα βόηθα!". Πήρε ανάσα πιο βαθιά, σήκωσε τη φωνή.
- Βλέπω να μένω ως αργά σ'αυτό το χορτοτόπι, να σας ξηγάω κείνα που ακόμα κι εγώ καμιά φορά σαστίζω να ερμηνεύω. Για βάλτε όμως με το μυαλό, καλόγερο που λέει πως είναι αγνός και αμόλευτος να υποκύπτει στις φτηνές και χαμηλές ορέξεις! Κείνος που αναζητάει γυναίκες, το Ιερό πρέπει να είναι ιερός κι ο ίδιος. Κείνος που ζητάει το Αγνό πρέπει έτσι κι ο ίδιος. Κείνος που κυνηγάει το Πνευματικό, πνεύμα κι ο ίδιος. Γι'αυτό και ο αναχωρητής αγιάζει μακριά, όσο ψηλά καλύτερα, να λαχανιάζει ο δαίμονας, να τα βροντάει κάτω, να γυρίζει πίσω στα δώματα που είναι κουρνιασμένος.
Σηκώθηκε απάνω η αδερφή η μεγάλη, αγριοκοίταξε τον σοφό, πέταξε την κουβέντα.
- Εγώ λέω πως όλοι εσείς τεμπέληδες, ανίκανα κορμιά. Ούτε δουλειά, ούτε παιδιά, μονάχα ζήτουλες και έχει ο Βούδας! Σύρε μωρέ γέρο από δω, πάγαινε, μη μας βλέπεις και μολύνεσαι.
Πετάχτηκε πάνω κι η μικρή, στο ίδιο τέμπο η φωνή της.
- Έτσι είναι αδελφούλα μου, γέρασε τούτος ο γέρος απόστρέφοντας το βλέμμα απ'της γυναίκας τα μεριά να μην τονε λερώσουν. Λες και δεν είναι ιερό ο άντρας να γίνεται πατέρας και η γυναίκα μάνα. Λες και δεν είναι ιερό το αγόρι άντρας να γίνεται, η κοπελιά γυναίκα. Βλέπεις μωρέ τίποτες ιερό στου γέρου αυτού την όψη; Μονάχα ένα βλέπω εγώ. Υποκρισία, να μας λείπει αυτή!
Τα μάζεψαν και με δυο δρασκελιές έφυγαν οι γυναίκες. Έμεινε μόνος ο Τσου-Τσου να κουνάει το άσπρο κεφάλι. Κι ύστερα, σηκώθηκε, άκεφος πια, πικραμένος να πάρει πάλι τα δρομιά. "Σήκω τεμπέλη, καλά σε είπε η κοπελούδα, σήκω άθλιε γέρο σε άλλο τόπο να σε δουν, να ρίξουν ξεροκόμματο, να πεις κάποια ωραία λόγια, έμπορας κι εσύ, με άλλη πραμάτια, σήκω λοιπόν, πάρε τα πόδια σου, καλά σου κάναν σήμερα, δυο θηλυκά σε φέρανε καπάκι!".

***

Δευτέρα 7 Μαρτίου 2011


Χ.Λ. Μπόρχες
Η ΓΡΑΦΗ ΤΟΥ ΘΕΟΥ

Στην Έμα Ρίσσο Πλατέρο

T
ο μπουντρούμι είναι βαθύ και πέτρινο· το σχήμα του, ενός σχεδόν τέλειου ημισφαίριου, αν και το πάτωμα (που είναι επίσης πέτρινο) είναι λίγο μικρότερο από έναν μεγάλο κύκλο, γεγονός που εντείνει κάπως τα αισθήματα της καταπίεσης και της απεραντοσύνης. Ένας μεσότοιχος το χωρίζει στα δύο· ο τοίχος αυτός, παρόλο που είναι πανύψηλος, δεν φτάνει ως την κορυφή του θόλου· από τη μια μεριά είμαι εγώ, ο Τζινακάν, μάγος της πυραμίδας του Καολόμ, που πυρπολήθηκε απ' τον Πέδρο δε Αλβαράδο· από την άλλη, είναι ένας ιαγουάρος, που με τον μυστικό και ισοσκελή βηματισμό του μετράει τον χρόνο και τον χώρο της αιχμαλωσίας του. Ένα μεγάλο παράθυρο με. κάγκελα, σύρριζα στο πάτωμα, κόβει τον κεντρικό τοίχο. Την ώρα που δεν έχει σκιά [ = το μεσημέρι], ανοίγει στο ταβάνι μια καταπακτή, κι ένας δεσμοφύλακας, που τον έχουν ξεθωριάσει πια ταχρόνια, πιάνει να γυρίζει μια σιδερένια τροχαλία και μας κατεβάζει, στην άκρη ενός σκοινιού, κανάτες με νερό και κομμάτια κρέας. Τότε, στο μπουντρούμι μπαίνει φως· εκείνη τη στιγμή, μπορώ να δω τον ιαγουάρο. Δεν ξέρω πια πόσα χρόνια κείτομαι εδώ κάτω στα σκοτάδια· εγώ, που κάποτε, ήμουν νέος και μπορούσα να πηγαινοέρχομαι σ' αυτή τη φυλακή, τώρα δεν έχω τίποτα να κάνω παρά να περιμένω παίρνοντας τη στάση του θανάτου μου, το τέλος που μου προορίζουν οι θεοί. Κάποτε, με το βαθύ οψιδιανό μαχαίρι μου άνοιγα τα στήθια των θυμάτων μου και τώρα μου είναι αδύνατον χωρίς τα μάγια να σηκωθώ απ' το χώμα.
Την προηγουμένη της πυρπόλησης της Πυραμίδας, οι άνθρωποι που ξεπέζεψαν απ' τα θεόρατα άλογα με βασάνισαν με πυρακτωμένα σίδερα για να τους αποκαλύψω την κρυψώνα του θησαυρού. Γκρέμισαν, μπροστά στα μάτια μου, το είδωλο του θεού, εκείνος όμως δεν μ' εγκατέλειψε στα βασανιστήρια και με κράτησε σιωπηλό. Με μαστίγωσαν, μου έσπασαν τα κόκαλα, με παραμόρφωσαν, κι ύστερα ξύπνησα σ' αυτή τη φυλακή, απ' όπου δεν θα ξαναβγώ ποτέ στη διάρκεια της θνητής ζωής μου.
Ωθούμενος απ' την ανάγκη να κάνω κάτι, να γεμίσω τελοσπάντων τον χρόνο μου, θέλησα να θυμηθώ, μες στο σκοτάδι μου, όλα όσα γνώριζα. Νύχτες ολόκληρες σπατάλησα για να θυμηθώ τη σειρά και τον αριθμό ορισμένων ερπετών σκαλισμένων σε πέτρα ή το σχήμα ενός φαρμακευτικού δέντρου. Έτσι υπέταξα τα χρόνια, έτσι ανέκτησα ό,τι μου ανήκε. Μια νύχτα ένιωσα ότι προσέγγιζα μια πολύτιμη ανάμνηση· πριν ακόμη δει τη θάλασσα, ο ταξιδιώτης νιώθει μια αναταραχή στο αίμα του. Λίγες ώρες αργότερα, άρχισα να διακρίνω καθαρότερα αυτή την ανάμνηση· ήταν μία από τις παραδόσεις του θεού. Την πρώτη μέρα της Δημιουργίας, ο θεός, προβλέποντας ότι στη συντέλεια των καιρών θα επισυμβούν ερήμωση και χαλασμός, έγραψε την μαγική φράση που μπορεί να εξορκίσει όλα αυτά τα δεινά. Την έγραψε δε κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να φτάσει και στις πιο απόμακρες γενιές και να είναι απρόσβλητη απ' την τύχη. Κανείς δεν ξέρει ούτε πού την έγραψε ούτε με τι χαρακτήρες, μας αρκεί όμως να γνωρίζουμε ότι κάπου υπάρχει, μυστική, κι ότι μια μέρα κάποιος εκλεκτός θα την διαβάσει. Σκέφτηκα λοιπόν ότι, όπως πάντα, είχαμε φτάσει στη συντέλεια των καιρών κι ότι η μοίρα, που μ' έφερε να είμαι ο τελευταίος ιερέας του θεού, μπορεί και να μου έδινε το προνόμιο να διαισθανθώ αυτή τη γραφή. Το γεγονός ότι ήμουν κλεισμένος σε μια φυλακή δεν μου απαγόρευε αυτή την ελπίδα· μπορεί και να 'χα δει χιλιάδες φορές την επιγραφή στο Καολόμ και να υπολειπόταν απλώς το να την καταλάβω. Η σκέψη αυτή, πρώτα με εμψύχωσε κι ύστερα με βύθισε σ' ένα είδος ιλίγγου. Πάνω στη γη υπάρχουν σχήματα αρχαία, σχήματα άφθαρτα και αιώνια· οποιοδήποτε απ' αυτά θα μπορούσε να είναι το σύμβολο που αναζητούσα. Ο λόγος του θεού θα μπορούσε να 'ναι ένα βουνό ή ένας ποταμός ή η αυτοκρατορία ή η διάταξη των άστρων. Όμως στο πέρασμα των αιώνων τα βουνά ισοπεδώνονται και η πορεία ενός ποταμού εκτρέπεται συνήθως κι οι αυτοκρατορίες γνωρίζουν αλλαγές και συντριβή, κι η διάταξη των άστρων μεταβάλλεται. Όλα αλλάζουν στο στερέωμα. Το βουνό και τ' άστρα είναι άτομα — και τ' άτομα περνούν. Έψαξα κάτι πιο ανθεκτικό, πιο άτρωτο.
Σκέφτηκα ταγένη των δημητριακών, των χορταρικών, των πουλιών, των ανθρώπων. Μπορεί η μαγική φράση να 'ταν γραμμένη στο πρόσωπό μου, μπορεί εγώ ο ίδιος να ήμουν το τέρμα της αναζήτησής μου. Σ’ αυτή την αγωνία βρισκόμουν, όταν θυμήθηκα ότι ο ιαγουάρος ήταν μία από τις ιδιότητες του θεού.
Και τότε η ψυχή μου γέμισε ευσπλαχνία. Φαντάστηκα το πρώτο πρωινό του χρόνου, φαντάστηκα τον θεό μου να εμπιστεύεται το μήνυμα στο ολοζώντανο δέρμα των ιαγουάρων, που θα ζευγάρωναν και θα γεννοβολούσαν αδιάκοπα, σε σπήλαια, σε φυτείες ζαχαροκάλαμου, σε νησιά, μέχρι να δεχθούν το μήνυμα οι τελευταίοι άνθρωποι. Φαντάστηκα αυτό το δίκτυο των τίγρεων, αυτόν τον έμπυρο λαβύρινθο των τίγρεων, που σκορπούσε τον τρόμο στις βοσκές και στα κοπάδια, μόνο και μόνο για να φυλάξει ένα σχέδιο. Στο διπλανό κελί υπήρχε ένας ιαγουάρος· εξέλαβα αυτή τη γειτνίαση ως επιβεβαίωση της εικασίας μου και ως μυστική χάρη.
Αφιέρωσα πολλά χρόνια για να μάθω τη σειρά και τη διάταξη των κηλίδων. Κάθε τυφλή μέρα που περνούσε, μου παραχωρούσε μιαστιγμή φως, κι έτσι μπόρεσα να εντυπώσω στη μνήμη μου τα μαύρα σχήματα πάνω στο κίτρινο τρίχωμα. Άλλα ήταν στίγματα· άλλα σχημάτιζαν εγκάρσιες ραβδώσεις στο μέσα μέρος των πελμάτων· άλλα, δακτυλιωτά, επαναλαμβάνονταν. Μπορεί και να ήταν ένας μόνον ήχος ή μια μόνη λέξη. Πολλά είχαν κόκκινο περίγραμμα. Δεν θα πω πόσο κοπιαστικό ήταν το έργο μου. Πολλές φορές ούρλιαξα μέσα στο μπουντρούμι ότι ένα τέτοιο κείμενο δεν μπορεί να το αποκρυπτογραφήσει κανείς. Σιγά σιγά, το συγκεκριμένο αίνιγμα που με βασάνιζε άρχισε να με ανησυχεί λιγότερο από το γενικό: Τι φράση γράφει ένας θεός; Τι είδους φράση θα συνέθετε μια απόλυτη διάνοια; Αναλογίστηκα ότι σε όλες τις ανθρώπινες γλώσσες δεν υπάρχει ούτε μία πρόταση που να μην περικλείει το σύμπαν· όταν λες «ο τίγρης», λες τις τίγρεις που τον γέννησαν, τις χελώνες και τα ελάφια που κατασπάραξε, τα χόρτα που έτρωγαν αυτά τα ελάφια, τη γη που βλάστησε αυτά τα χόρτα, τον ουρανό που φώτισε τη γη.
Αναλογίστηκα ότι, στη γλώσσα ενός θεού, κάθε λέξη θα έπρεπε όχι απλώς να εκφράζει αυτή την άπειρη αλληλουχία των γεγονότων, αλλά και να την εκφράζει μ' έναν τρόπο όχι περιφραστικό, αλλά απερίφραστο· όχι διαδοχικό, αλλά ακαριαίο. Με τον καιρό, η ιδέα μιας θείας φράσης άρχισε να μου φαίνεται παιδαριώδης ή βλάσφημη. Ένας θεός, σκέφτηκα, πρέπει να λέει μόνο μία λέξη και, μ' αυτή τη λέξη, να εκφράζεται η πληρότητα. Κανένα φώνημά του δεν μπορεί να είναι έλασσον του σύμπαντος ή ατελέστερο του σύμπαντος χρόνου. Οι φιλόδοξες και φτωχές ανθρώπινες λέξεις όλα, κόσμος, σύμπαν, δεν είναι παρά απόηχοι ή ομοιώματα αυτού του φωνήματος που είναι ισότιμο με μια ολόκληρη γλώσσα ή με όλα όσα μπορεί να περιλαμβάνει μία γλώσσα.
Μια μέρα ή μια νύχτα —ανάμεσα στις μέρες και τις νύχτες μου, τι διαφορά υπάρχει;— ονειρεύτηκα ότι στο πάτωμα του κελιού μου υπήρχε ένας κόκκος άμμου. Ξανακοιμήθηκα, αδιάφορος· ονειρεύτηκα ότι ξυπνούσα κι έβλεπα δύο κόκκους. Ξανακοιμήθηκα· ονειρεύτηκα ότι οι κόκκοι της άμμου ήταν τρεις. Πολλαπλασιάζονταν έτσι ώσπου το κελί κατακλυζόταν, κι εγώ έβρισκα το θάνατο κάτω απ' αυτό το αμμώδες ημισφαίριο. Τότε κατάλαβα ότι ονειρευόμουν και, καταβάλλοντας τεράστια προσπάθεια, ξύπνησα. Ήταν ανώφελο: μ' έπνιγε η αναρίθμητη άμμος. Κάποιος μου είπε: Δεν ξύπνησες στον ξύπνο, αλλά σ' ένα προγενέστερο όνειρο. Το όνειρο αυτό είναι μέσα σ' ένα άλλο όνειρο, και ούτω καθεξής επ' άπειρον, που είναι και ο συνολικός αριθμός των κόκκων της άμμου. Η οδός της παλινδρόμησής σου είναι ατελείωτη, και θα πεθάνεις πριν ξυπνήσεις στ' αλήθεια. Ένιωσα χαμένος. Η άμμος είχε γεμίσει το στόμα μου, μπόρεσα όμως να φωνάξω: Ούτε μπορεί να με σκοτώσει μια άμμος που ονειρεύτηκα, ούτε υπάρχουν όνειρα μέσα σε όνειρα. Με ξύπνησε μια λάμψη. Στην κορυφή του σκοταδιού, διαγραφόταν ένας φωτεινός κύκλος. Είδα το πρόσωπο του δεσμοφύλακα, τα χέρια του, την τροχαλία, το σκοινί, το κρέας και τις κανάτες.
Κάθε άνθρωπος συγχέεται, βαθμιαία, με τη μορφή της μοίρας του· κάθε άνθρωπος είναι, πάνω απ' όλα, οι περιστάσεις του. Πάνω από αποκρυπτογράφος ή εκδικητής, πάνω από ιερέας του θεού, ήμουν ένας φυλακισμένος. Γύρισα στη σκληρή μου φυλακή απ' τον ανεξάντλητο λαβύρινθο των ονείρων, σαν να επέστρεφα στο σπίτι μου. Ευλόγησα την υγρασία της, ευλόγησα τον τίγρη της, ευλόγησα τον φεγγίτη, ευλόγησα το γέρικο, βασανισμένο μου κορμί, ευλόγησα το σκότος και την πέτρα. Και τότε συνέβη αυτό που δεν μπορώ ούτε να ξεχάσω ούτε να περιγράψω. Συνέβη η ένωσή μου με το θείον, με το σύμπαν (δεν ξέρω αν αυτές οι λέξεις διαφέρουν). Η έκσταση δεν επαναλαμβάνει τα σύμβολά της· υπάρχουν κάποιοι που είδαν τον Θεό σε μία λάμψη, υπάρχουν άλλοι που τον διέκριναν σ' ένα σπαθί ή στους κύκλους ενός ρόδου. Εγώ είδα έναν θεόρατο Τροχό, που δεν ήταν μπρος στα μάτια μου, ούτε πίσω, ούτε στο πλάι μου, αλλά παντού, ταυτόχρονα. Ο Τροχός αυτός ήταν φτιαγμένος από νερό, αλλά και από φωτιά, παρόλο δε που φαινόταν το περίγραμμά του, ήταν άπειρος. Τον αποτελούσαν, το 'να μέσα στ' άλλο, όλα τα πράγματα που θα είναι, που είναι και που ήταν· εγώ ήμουν μία ίνα μέσα σ' εκείνον τον ολοκληρωτικό μίτο, και ο Πέδρο δε Αλβαράδο, που με βασάνιζε, μια άλλη. Εκεί ήταν τα αίτια και τ' αποτελέσματα, και δεν χρειαζόταν παρά να δω αυτόν τον Τροχό για να τα καταλάβω
όλα, μέχρι τέλους. Ω χαρά τού να καταλαβαίνεις, πόσο πιο μεγάλη είσαι απ' τη χαρά τού να φαντάζεσαι ή του να αισθάνεσαι! Είδα το σύμπαν και είδα τα κρυφά σήματα του σύμπαντος. Είδα τις απαρχές, όπως τις περιγράφει η Βίβλος των Κοινών. Είδα τα βουνά που αναδύθηκαν απ' το νερό, είδα τους πρώτους ανθρώπους από ξύλο, είδα τα πιθάρια που χιμήξαν στους ανθρώπους, είδα τα σκυλιά που τους ρήμαξαν τα πρόσωπα. Είδα τον απρόσωπο θεό που υπάρχει, πίσω απ' τους θεούς. Είδα άπειρες διεργασίες που κατέληγαν σε μία και μόνη μακαριότητα και, καταλαβαίνοντας τα πάντα, μπόρεσα να καταλάβω και τη γραφή του τίγρη. Είναι ένας τύπος, ο οποίος αποτελείται από δεκατέσσερις τυχαίες λέξεις (από δεκατέσσερις λέξεις που δείχνουν τυχαίες)· θα μου έφτανε να τον εκφέρω με δυνατή φωνή για να γίνω παντοδύναμος. Θα μου έφτανε να τον εκφέρω για να γκρεμίσω αυτό το πέτρινο μπουντρούμι, για να εισχωρήσει η μέρα μες στη νύχτα μου, για να γίνω νέος, για να γίνω αθάνατος, για να ξεσκίσει ο τίγρης τον Αλβαράδο, για να βυθίσω το άγιο μου μαχαίρι σε στήθια ισπανικά, για να παλινορθώσω την πυραμίδα, για να παλινορθώσω την αυτοκρατορία. Σαράντα συλλαβές, δεκατέσσερις λέξεις, και εγώ, ο Τζινακάν, θα κυβερνούσα τα εδάφη που κάποτε κυβέρνησε ο Μοκτεζούμα. Κι όμως το ξέρω πως δεν θα τις πω ποτέ αυτές τις λέξεις, γιατί τον Τζινακάν δεν τον θυμάμαι πια.
Ας πεθάνει μαζί μου το μυστήριο που είναι γραμμένο στους τίγρεις. Όποιος έχει δει το σύμπαν, όποιος έχει δει τα έμπυρα σήματα του σύμπαντος, δεν μπορεί πια να σκέφτεται έναν άνθρωπο, να σκέφτεται τις κοινότοπες ευτυχίες ή δυστυχίες του, ακόμη κι αν πρόκειται για τον εαυτό του. Τι τον νοιάζει η ζωή αυτού του άλλου, η πατρίδα αυτού του άλλου, τώρα που ο ίδιος δεν είναι πια κανένας; Γι' αυτό και δεν εκφέρω τον τύπο, γι' αυτό κι αφήνω τις μέρες να με ξεχάσουν, γερμένος εδώ κάτω στο σκοτάδι.__