Ο Γαλιλαίος στη φυλακή
Μύθοι για την επιστήμη και τη θρησκεία*
David C. Lindberg
Μύθος 1 Ότι η άνοδος του Χριστιανισμού ήταν υπεύθυνη για τον θάνατο της Αρχαίας Επιστήμης
Βρίσκουμε έναν συνδυασμό παραγόντων πίσω από το «τέλος του ελληνοδυτικού νου»: η επίθεση κατά της ελληνικής φιλοσοφίας από τον [απόστολο] Παύλο, η υιοθέτηση του πλατωνισμού από τους χριστιανούς θεολόγους και η ενδυνάμωση της ορθοδοξίας από αυτοκράτορες που πάσχιζαν απεγνωσμένα να διατηρήσουν την ευταξία. Η επιβολή της ορθοδοξίας συμβάδισε με το φίμωμα κάθε μορφής ανεξάρτητης λογικής. Στον πέμπτο αιώνα, όχι μονάχα καταπνίγηκε κάθε ορθολογική σκέψη, αλλά και σημειώθηκε υποκατάστασή της από «το μυστήριο, τη μαγεία, και την αυθεντία»1
Charles Freeman, ‘The Closing of the Western Mind: The Rise of Faith and the Fall of Reason’, (2003)
Μια ανοιξιάτικη μέρα το 415, ως λέγει η ιστορία, ένας οργισμένος όχλος χριστιανών ζηλωτών στην Αλεξάνδρεια, στην Αίγυπτο, παρακινημένοι από τον προσφάτως διορισμένο επίσκοπο, τον Κύριλλο, δολοφόνησε βάναυσα την όμορφη, νεαρή παγανίστρια και μαθηματικό Υπατία. Έχοντας διδαχθεί αρχικά από τον πατέρα της, καταξιωμένο μαθηματικό και αστρονόμο, η Υπατία προχώρησε η ίδια στη συγγραφή εμπεριστατωμένων σχολίων σε μαθηματικά και φιλοσοφικά κείμενα. Η δημοφιλία της και η επιρροή της —και ιδίως η εκ μέρους της υπεράσπιση της επιστήμης απέναντι στον χριστιανισμό— εξόργισε τόσο τον επίσκοπο ώστε διέταξε τη θανάτωσή της. Παραλλαγές της ιστορίας αυτής υπήρξαν πρώτη ύλη για αντιχριστιανική πολεμική από τα πρώτα χρόνια του Διαφωτισμού, όταν ο Ιρλανδός ελευθερόφρων Τζον Τόλαντ [John Toland] έγραψε ένα λίαν περίτεχνο και πύρινο φυλλάδιο, του οποίου ο τίτλος τα λέει όλα: Υπατία ή η Ιστορία μιας Δέσποινας Πανέμορφης Πανάρετης, Πολυμαθέστατης και με Οικουμενική Παιδεία, που διαμελίστηκε από τον Κλήρο της Αλεξάνδρειας για να ικανοποιήσει την Κενοδοξία, τη Φιλαυτία, και τη Σκληρότητα του Αρχιεπισκόπου, του κοινώς αποκαλούμενου, και ας μην το αξίζει, Αγίου Κυρίλλου (1720)2.
Σύμφωνα με τον Έντουαρντ Γκίμπον [Edward Gibbon], συγγραφέα της Ιστορίας της παρακμής και της πτώσης της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας (1776-88), η «Υπατία απήχθη από την άμαξά της, γυμνώθηκε και σύρθηκε σε μια εκκλησία, όπου κατακομματιάστηκε από τα χέρια του Πέτρου του Αναγνώστη και των οπαδών του, ανθρώπων φανατικών, άγριων και ανευλαβών. Την έγδαραν ως το κόκαλο με κοφτερά όστρακα στρειδιών και πέταξαν στις φλόγες τα τρεμάμενα μέλη της»3. Σύμφωνα με ορισμένες επόψεις, η δολοφονία της Υπατίας σήμαινε το «θανάσιμο χτύπημα» για την αρχαία επιστήμη και φιλοσοφία. Ο διακεκριμένος ιστορικός της αρχαίας επιστήμης, ο Μάρτιν Μπάρτελ βαν ντερ Βέρντεν [B.L.Vander Van De Waerden }4 διατείνεται ότι «μετά την Υπατία τα αλεξανδρινά μαθηματικά έφτασαν σε ένα τέλος»· στο πόνημά του για την αρχαία επιστήμη, ο Μάρτιν Μπερνάλ [Martin Bernal]5 επικαλείται τον θάνατο της Υπατίας για να σημειώσει την «απαρχή των χριστιανικών Σκοτεινών Χρόνων»6.
Η αφήγηση της δολοφονίας της Υπατίας είναι από τις πιο συνταρακτικές σε ολόκληρη την ιστορία της επιστήμης και της θρησκείας. Ωστόσο, η παραδοσιακή ερμηνεία της είναι καθαρή μυθολογία. Όπως η Τσέχα ιστορικός Μαρία Ντζιέλσκα [Maria Dzielska]7 τεκμηριώνει σε μια πρόσφατη βιογραφία, η Υπατία ενεπλάκη σε μια πολιτική διαμάχη ανάμεσα στον Κύριλλο, έναν φιλόδοξο και άσπλαχνο άνθρωπο της εκκλησίας που αδημονούσε να επεκτείνει την εξουσία του, και τον φίλο της, τον Ορέστη, τον αυτοκρατορικό έπαρχο που εκπροσωπούσε τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Παρά το γεγονός ότι ο Ορέστης ήταν χριστιανός, ο Κύριλλος χρησιμοποίησε τη φιλία του με την παγανίστρια Υπατία εναντίον του και κατηγόρησε την ίδια ότι καταπιάνεται με μαγγανείες και με τη μαγεία. Μολονότι όντως σκοτώθηκε με τον φριχτό τρόπο που περιγράψαμε πιο πάνω —όταν ήταν ώριμη γυναίκα κοντά στα εξήντα της χρόνια— ο θάνατός της είχε απόλυτη σχέση με τις τοπικές πολιτικές συγκρούσεις και σχεδόν καμία σχέση με την επιστήμη. Η σταυροφορία του Κυρίλλου ενάντια στους παγανιστές συνέβη μετέπειτα. Η αλεξανδρινή επιστήμη και τα αλεξανδρινά μαθηματικά συνέχισαν να ευδοκιμούν επί αιώνες8.
Οι παραπλανητικές αφηγήσεις σχετικά με τον θάνατο της Υπατίας και το πόνημα του Φρίμαν The Closing of the Western Mind, που παραθέσαμε πιο πάνω, είναι προσπάθειες να παραμείνει εν ζωή ένας γηραιός μύθος: η παρουσίαση της πρώτης περιόδου του χριστιανισμού ως λιμανιού αντινοησιαρχίας, ως πηγής αντιεπιστημονικών συναισθημάτων, ως ενός από τους κύριους παράγοντες που είναι υπεύθυνοι για την παρακμή της Ευρώπης σε αυτό που η κοινή γλώσσα αποκαλεί «σκοτεινοί χρόνοι».
Υπάρχουν αρκετές μαρτυρίες, εάν όχι άφθονες, προς επίρρωσιν. Ο απόστολος Παύλος (η επίδραση του οποίου στη διαμόρφωση των χριστιανικών γνωρισμάτων ήταν, φυσικά, τεράστια) προειδοποιούσε, «Βλέπετε μή τις ὑμᾶς ἔσται ὁ συλαγωγὼν διὰ τῆς φιλοσοφίας καὶ κενῆς ἀπάτης, κατὰ τὴν παράδοσιν τῶν ἀνθρώπων, κατὰ τὰ στοιχεῖα τοῦ κόσμου καὶ οὐ κατὰ Χριστόν»9. Και στην πρώτη προς Κορινθίους επιστολή, νουθετούσε, «Μηδεὶς ἑαυτὸν ἐξαπατάτω· εἴ τις δοκεῖ σοφὸν εἶναι ἐν ὑμῖν ἐν τῷ αἰῶνι τούτῳ, μωρὸς γενέσθω, ἵνα γένηται σοφός. ἡ γὰρ σοφία τοῦ κόσμου τούτου μωρία παρά τῷ Θεῷ ἐστι»10.
Παρόμοια συναισθήματα εκφράστηκαν από κάμποσους πρώιμους Πατέρες της εκκλησίας που μεριμνούσαν να αντιτεθούν στην αίρεση και να προστατέψουν το χριστιανικό δόγμα από την επίδραση της παγανιστικής φιλοσοφίας. Ο Βορειοαφρικανός Καρχιδόνιος Τερτυλλιανός (περίπου 160–240), ένας εξόχως πεπαιδευμένος και με υψηλή επιρροή υπερασπιστής του ορθοδόξου χριστιανικού δόγματος, ήταν αναμφίβολα ο πλέον ευθαρσής ανάμεσα σε εκείνους τους υπερασπιστές της χριστιανικής ορθοδοξίας. Στην πιο ξακουστή ομιλία του, έθεσε το ερώτημα:
Πράγματι, τι δουλειά έχει η Αθήνα [εννοούμενη ως η εκπρόσωπος της παγανιστικής λογιοσύνης] με την Ιερουσαλήμ [την εκπρόσωπο της χριστιανικής θρησκείας]; Ποια σύμπνοια άραγε υπάρχει ανάμεσα στην Ακαδημία [πιθανόν του Πλάτωνα] και την Εκκλησία; Τι υπάρχει το κοινό ανάμεσα στους αιρετικούς και τους χριστιανούς; ... Μακριά απ’ όλες τις προσπάθειες να παραχθεί ένας παρδαλός χριστιανισμός με στωική, πλατωνική, και διαλεκτική σύνθεση! Δεν θέλουμε περίεργες λογομαχίες αφότου έχουμε τον Ιησού Χριστό, μήτε αμφισβητήσεις αφότου απολαμβάνουμε το Ευαγγέλιο! Έχουμε την πίστη μας, δεν επιθυμούμε περαιτέρω πεποιθήσεις. Γιατί άπαξ και πιστέψαμε σ’ αυτό, άλλο τίποτα δεν υπάρχει να πιστέψουμε.
Ο συγκαιρινός του Τερτυλλιανού, ο Τατιανός ο Σύρος (περίπου 120–ίσως 172), ένας ελληνόφωνος από τη Μεσοποταμία ο οποίος μετέβη στη Ρώμη, ρώτησε τους φιλοσόφους:
Τι το ευγενές έχετε παραγάγει με τη φιλοσοφία σας; Ποιος από τους διαπρεπέστερους άνδρες σας έχει ελευθερωθεί από τη ματαιόδοξη καυχησιά; ... Κάλλιστα θα γελούσα μ’ εκείνους που τη σήμερον ημέρα ασπάζονται τις δοξασίες [του Αριστοτέλη] — με ανθρώπους που λέγουν ότι τα πράγματα τα επίγεια δεν τα φροντίζει η Θεία Πρόνοια... Μην παρασύρεστε, το λοιπόν, από τελετουργικές συναθροίσεις φιλοσόφων που δεν είναι φιλόσοφοι, που κάνουν δόγμα τις άξεστες φαντασιώσεις της στιγμής.
Παρόμοιες αιτιάσεις διατυπώθηκαν από άλλους επικριτές της παγανιστικής (ήτοι, της μη χριστιανικής) μαθήσεως.
Αλλά το να σταματήσουμε εδώ θα σήμαινε ότι παρουσιάζουμε μια σοβαρά ατελή και λίαν παραπλανητική εικόνα. Οι ίδιοι συγγραφείς που αποκήρυσσαν την ελληνική φιλοσοφία χρησιμοποιούσαν συνάμα τη μεθοδολογία της και ενσωμάτωναν μεγάλα μέρη του περιεχόμενού της στα δικά τους συστήματα σκέψης. Από τον Ιουστίνο τον Μάρτυρα (πιθανόν 100–περίπου 165) έως τον Άγιο Αυγουστίνο (354–430) και πέρα, οι χριστιανοί λόγιοι συνδέθηκαν με ελληνικές φιλοσοφικές παραδόσεις που θεωρήθηκαν ομοιογενείς με τη χριστιανική σκέψη. Δεσπόζουσα ανάμεσα σε αυτές τις φιλοσοφίες ήταν ο πλατωνισμός (ή νεοπλατωνισμός), αλλά ήσαν επίσης συνήθη τα δάνεια από τη στωική, την αριστοτελική, και τη νεοπυθαγόρεια φιλοσοφία.
Αλλά ως προς τι σχετίζονται αυτές οι θρησκευτικές και φιλοσοφικές παραδόσεις με την επιστήμη; Υπήρχε εκείνη την εποχή κάποια δραστηριότητα ή κάποιο σώμα γνώσεων που θα μπορούσαμε να ορίσουμε ως «επιστήμη»; Εάν όχι, τότε ο μύθος, ως δηλώσαμε, είναι εμφανώς εσφαλμένος. Αλλά ας μην επιτρέψουμε στον εαυτό μας να ξεφύγει τόσο εύκολα. Στην περίοδο την οποία πραγματευόμαστε, υπήρχαν κληροδοτημένες πεποιθήσεις σχετικά με τη φύση —σχετικά με τις απαρχές και τη δομή του σύμπαντος, τις κινήσεις των ουρανίων σωμάτων, τη φύση των στοιχείων, την αρρώστια και την υγεία, την εξήγηση δραματικών φυσικών φαινομένων (κεραυνός, αστραπή, εκλείψεις, το ουράνιο τόξο, και τα συναφή)— και τη σχέση της με τους θεούς. Αυτά είναι τα συστατικά αυτού που ύστερα από αιώνες έμελλε να αναπτυχθεί και να γίνει η νεωτερική επιστήμη (ορισμένα ήσαν ήδη πανομοιότυπα με τα νεωτερικά αντίστοιχά τους)· και εάν ενδιαφερόμαστε για τις απαρχές της δυτικής επιστήμης αυτά πρέπει να ερευνήσουμε. Προς ονομασία αυτών των εγχειρημάτων, οι ιστορικοί της επιστήμης έχουν επιλέξει ποικιλία εκφράσεων — οι πιο διαδεδομένες εκ των οποίων είναι «φυσική φιλοσοφία» και «μαθηματική επιστήμη». Χάριν σαφήνειας, επιλέγω να αναφέρομαι σε αυτές αποκαλώντας τες απλώς «κλασικές επιστήμες» —πρόκειται, δηλαδή, για τις επιστήμες που προέρχονται από την ελληνική και ρωμαϊκή κλασική παράδοση— και αυτούς που τις υπηρετούν «επιστήμονες» ή «φιλοσόφους/επιστήμονες».
Όπως έχουμε δει, οι χριστιανοί συγγραφείς ενίοτε εξέφραζαν βαθιά εχθρότητα προς τις κλασικές επιστήμες. Ο Τερτυλλιανός, για τον οποίο ήδη έχουμε μιλήσει, επιτέθηκε στους παγανιστές φιλοσόφους για το ότι απέδιδαν θεότητα στα στοιχεία της φύσεως και στον ήλιο, στο φεγγάρι, στους πλανήτες, και στα αστέρια. Στην εκτύλιξη του επιχειρήματός του, εξέφρασε θυελλωδώς τη μήνιν του για τη ματαιοδοξία των αρχαίων Ελλήνων επιστημόνων/φιλοσόφων:
Πείτε μου, παρακαλώ, τι σοφία μπορεί να υπάρχει σε τούτο το μαράζι για υποθετικούς συλλογισμούς; Ποια απόδειξη μας παρέχεται... από την άχρηστη φανέρωση μιας σχολαστικής περιέργειας που εξάγεται με μια επιτηδευμένη επίδειξη της γλώσσας; Μια χαρά τον εξυπηρέτησε τον Θαλή τον Μιλήσιο [φιλόσοφος του 6ου π.Χ. αιώνα] όταν, σαν κοίταζε τα αστέρια καθώς βάδιζε... υπέστη την καταισχύνη να πέσει σ’ ένα πηγάδι... Το πέσιμό του, άρα, είναι μια μεταφορική εικόνα των φιλοσόφων· εκείνων, θέλω να πω, που επιμένουνε τις σπουδές τους σ’ έναν σκοπό μάταιο να εφαρμόζουν, μιας κι έχουν μια περιέργεια ανόητη για τα πράγματα της φύσης.
Αλλά αυτό δεν ήταν παρά ένα επιχείρημα που παρουσίασε ο Τερτυλλιανός, και ως έναν σημαντικό βαθμό το συγκρότησε από υλικά και από τη χρήση μεθόδων αντλημένων από την ελληνορωμαϊκή φιλοσοφική παράδοση. Υποστήριξε, επί παραδείγματι, ότι η ακριβής τακτικότητα τροχιακών κινήσεων των ουρανίων σωμάτων (σαφής αναφορά στις ανακαλύψεις των Ελλήνωναστρονόμων) υποδηλοί μια «υπέρτατη δύναμη» που κυριαρχεί πάνω τους· και εφόσον κυριαρχούνται δεν μπορούν, το δίχως άλλο, να είναι θεοί. Επίσης εισήγαγε την «πεφωτισμένη άποψη του Πλάτωνα» προς επίρρωσιν του ισχυρισμού ότι το σύμπαν θα πρέπει να είχε μια αρχή και συνεπώς δεν είναι δυνατόν να ομοιάζει με θεότητα· και σε αυτό και σε άλλα πονήματά του «θριαμβευτικά επιδεικνύει» τη μάθησή του (όπως το θέτει ένας από τους βιογράφους του) παραθέτοντας τα ονόματα ενός μεγάλου καταλόγου από άλλες αυθεντίες της αρχαιότητας11.
Ο Βασίλειος Καισαρείας (περίπου 330–379), εκπροσωπώντας έναν διαφορετικόν αιώνα και μια διαφορετική περιοχή του χριστιανικού κόσμου, αποκάλυψε παρόμοιες τάσεις προς τις κλασικές επιστήμες12. Εντόνως επιτέθηκε στους φιλοσόφους και τους αστρονόμους, ως εξής: «Πολλὰ περὶ φύσεως ἐπραγματεύσαντο οἱ τῶν Ἑλλήνων σοφοί, καὶ οὐδὲ εἷς παρ’ αὐτοῖς λόγος ἕστηκεν ἀκίνητος καὶ ἀσάλευτος, ἀεὶ τοῦ δευτέρου τὸν πρὸ αὐτοῦ καταβάλλοντος· ὥστε ἡμῖν μηδὲν ἔργον εἶναι τὰ ἐκείνων ἐλέγχειν· ἀρκοῦσι γὰρ ἀλλήλοις πρὸς τὴν οἰκείαν ἀνατροπήν. Οἱ γὰρ Θεὸν ἀγνοήσαντες, αἰτίαν ἔμφρονα προεστάναι τῆς γενέσεως τῶν ὅλων οὐ συνεχώρησαν, ἀλλ’ οἰκείως τῇ ἐξ ἀρχῆς ἀγνοίᾳ τὰ ἐφεξῆς συνεπέραναν. Διὰ τοῦτο οἱ μὲν ἐπὶ τὰς ὑλικὰς ὑποθέσεις κατέφυγον, τοῖς τοῦ κόσμου στοιχείοις τὴν αἰτίαν τοῦ παντὸς ἀναθέντες· οἱ δὲ ἄτομα καὶ ἀμερῆ σώματα, καὶ ὄγκους καὶ πόρους συνέχειν τὴν φύσιν τῶν ὁρατῶν ἐφαντάσθησαν. Νῦν μὲν γὰρ συνιόντων ἀλλήλοις τῶν ἀμερῶν σωμάτων, νῦν δὲ μετασυγκρινομένων, τὰς γενέσεις καὶ τὰς φθορὰς ἐπιγίνεσθαι· καὶ τῶν διαρκεστέρων σωμάτων τὴν ἰσχυροτέραν τῶν ἀτόμων ἀντεμπλοκὴν τῆς διαμονῆς τὴν αἰτίαν παρέχειν. Ὄντως ἱστὸν ἀράχνης ὑφαίνουσιν οἱ ταῦτα γράφοντες, οἱ οὕτω λεπτὰς καὶ ἀνυποστάτους ἀρχὰς οὐρανοῦ καὶ γῆς καὶ θαλάσσης ὑποτιθέμενοι. Οὐ γὰρ ᾔδεσαν εἰπεῖν, Ἐν ἀρχῇ ἐποίησεν ὁ Θεὸς τὸν οὐρανὸν καὶ τὴν γῆν»13.
Αλλού έθεσε το ερώτημα γιατί θα έπρεπε να «Καὶ τί δεῖ πράγματα ἔχειν ἡμᾶς τὸ ψευδὲς αὐτῶν διελέγχοντας, οἷς ἐξαρκεῖ τὰς αὐτῶν ἐκείνων βίβλους ἀλλήλαις ἀντιπαραθέντας ἐν ἡσυχίᾳ πολλῇ θεατὰς αὐτῶν τοῦ πολέμου καθῆσθαι;»14.
Αλλά ενώ επιτίθετο στα λάθη της ελληνικής επιστήμης και φιλοσοφίας —και ό,τι δεν έβρισκε λανθασμένο το επέκρινε γενικώς ως άχρηστο— ο Βασίλειος συνάμα φανέρωνε μια συμπαγή βαθιά γνώση των περιεχομένων τους. Επιχειρηματολόγησε ενάντια στο πέμπτο στοιχείο του Αριστοτέλη, τον αιθέρα, την πεμπτουσία· ιστόρησε τη στωική θεωρία της κυκλικής κοσμολογικής εκπυρώσεως και αναδημιουργίας· επικρότησε ένθερμα εκείνους που χρησιμοποιούν τους νόμους της γεωμετρίας για να αρνηθούν τη δυνατότητα ύπαρξης πολλαπλών κόσμων (μια σαφής επιδοκιμασία του επιχειρήματος του Αριστοτέλη για τη μοναδικότητα του σύμπαντος)· περιγέλασε την πυθαγόρεια αντίληψη για τη μουσική των πλανητικών σφαιρών· και διακήρυξε το μάταιον της μαθηματικής αστρονομίας.
Ο Τερτυλλιανός, ο Τατιανός, και ο Βασίλειος έχουν έως τώρα παρουσιαστεί ως ξένοι προς την κλασική παράδοση, καθώς επιχειρούν να δυσφημίσουν και να καταστρέψουν ό,τι θεωρούσαν απειλή για τον ορθόδοξο χριστιανισμό. Βεβαίως κάποια στοιχεία της ρητορικής τους στηρίζουν μια τέτοια ερμηνεία, όπως όταν προσφεύγουν στην απλή πίστη ως εναλλακτική απέναντι στη φιλοσοφική λογική. Αλλά είναι ανάγκη να δούμε πέρα από τη ρητορική προς την όντως πρακτική· άλλο είναι να περιγελάς τις κλασικές επιστήμες και τα φιλοσοφικά συστήματα που ήσαν τα υποστυλώματά τους, ή και να διακηρύσσεις ότι είναι άχρηστες, και άλλο είναι να τις εγκαταλείπεις. Παρά τη χλεύη τους, ο Τερτυλλιανός, ο Βασίλειος, και άλλοι σαν αυτούς, καταπιάνονταν συνεχώς με σοβαρότατη φιλοσοφική επιχειρηματολογία, αντλώντας δάνεια από την ίδια την παράδοση που περιφρονούσαν. Δεν αποτελεί διαστρέβλωση των μαρτυριών το να τους δούμε ως μέλη αυτής της παράδοσης, καθώς προσπαθούν να διαμορφώσουν μια εναλλακτική φιλοσοφία θεμελιωμένη σε χριστιανικές αρχές — δίχως να αντιτίθενται στο εγχείρημα της φιλοσοφίας εν γένει αλλά σε συγκεκριμένες φιλοσοφικές αρχές που τις θεωρούσαν εσφαλμένες και επικίνδυνες.
Ο πλέον επιδραστικός από τους Πατέρες της εκκλησίας και αυτός που με τον πιο ισχυρό τρόπο διαμόρφωσε την κωδικογράφηση των χριστιανικών στάσεων απέναντι στη φύση ήταν ο Αυγουστίνος Ιππώνος (354–430). Όπως οι προκάτοχοί του, έτσι και ο Αυγουστίνος είχε σοβαρές επιφυλάξεις για την αξία της κλασικής φιλοσοφίας και επιστήμης και τη νομιμότητα των επιδιώξεών τους. Αλλά η επικριτική διάθεση απαλύνθηκε και μετριάστηκε από μια αναγνώριση, τόσο στα λόγια όσο και επί του πρακτέου, των νόμιμων χρήσεων στις οποίες μπορεί να τεθεί η γνώση του σύμπαντος κόσμου, συμπεριλαμβανομένης και της θρησκευτικής χρησιμότητας. Συνελόντι ειπείν, ο Αυγουστίνος παρότι δεν αφοσιώθηκε στην προώθηση των επιστημών, συνάμα δεν τις φοβήθηκε στις παγανιστικές τους εκδοχές όσο οι προκάτοχοί του.
Σκόρπιες στο σύνολο των πολυσέλιδων γραπτών υπάρχουν ανησυχίες σχετικά με την παγανιστική φιλοσοφία και τον επιστημονικό της συνεργάτη, καθώς και παραινέσεις προς τους χριστιανούς να μην υπερεκτιμήσουν τη φιλοσοφία και την επιστήμη. Στο Εγχειρίδιον διαβεβαίωνε τον αναγνώστη του ότι δεν υπάρχει ανάγκη να στενοχωριέται εάν οι χριστιανοί είναι αδαείς ως προς τις ιδιότητες και τον αριθμό των βασικών στοιχείων της φύσης, ή ως προς την κίνηση, την τάξη, και τις εκτροπές των αστέρων, τον χάρτη των ουρανών, τα είδη και τη φύση των ζώων, των φυτών, των πηγών, των ποταμών, και των βουνών... Για τον χριστιανό είναι αρκετό να πιστεύει ότι η αιτία όλων των δημιουργηθέντων πραγμάτων... είναι... η καλοσύνη του Δημιουργού15.
Στο Περί χριστιανικής διδασκαλίας, ο Αυγουστίνος σχολίασε την αχρηστία και το μάταιον των γνώσεων σχετικά με την αστρονομία:
Μολονότι η διαδρομή του φεγγαριού... γνωστή είναι σε πολλούς, υπάρχουν ελάχιστοι μονάχα που γνωρίζουν καλά την ανατολή ή τη δύση ή άλλες κινήσεις των υπόλοιπων αστέρων δίχως πλάνη. Γνώση τέτοιας λογής από μόνη της, καίτοι δεν συνδέεται με την όποια δεισιδαιμονία, λίγη χρήση έχει στην πραγμάτευση των Αγίων Γραφών και την παρεμποδίζει μάλιστα μέσα από την άκαρπη μελέτη· και καθόσον συνδέεται με το επιβλαβέστατο σφάλμα της μάταιης [αστρολογικής] πρόβλεψης είναι προσήκον και ενάρετο να την καταδικάσουμε16.
Και τέλος, στις Εξομολογήσεις του υποστήριξε ότι «Το ίδιο κίνητρο [η περιέργεια του κόσμου], ωθεί τους ανθρώπους να ερευνούν τις λειτουργίες της φύσης [...] η γνώση των οποίων μας είναι άχρηστη, κι όμως οι επιστήμονες κυνηγούν τη γνώση για χάρη της γνώσης»17. Η γνώση για τη γνώση είναι δίχως αξία και, συνεπώς, οφείλουμε να την αποκηρύξουμε.
Αλλά, για μια ακόμα φορά, αυτή δεν είναι ολόκληρη η ιστορία. Οι χριστιανοί φιλόσοφοι της περιόδου των Πατέρων μπορεί να μην εκτιμούσαν τη φιλοσοφία ή τις επιστήμες για την εσωτερική τους αξία, αλλά δεν μπορούμε από αυτό να συμπεράνουμε ότι αρνούνταν στις επιστήμες κάθε εξωτερική αξία. Για τον Αυγουστίνο, η γνώση των φυσικών φαινομένων αποκτούσε αξία και νομιμότητα εφόσον υπηρετούσε άλλους, υψηλότερους σκοπούς. Ο πιο σημαντικός σκοπός εν προκειμένω είναι η ερμηνεία της Βίβλου, μιας που η άγνοια των μαθηματικών και της φυσικής ιστορίας (της ζωολογίας και της φυτολογίας) μας καθιστά ανήμπορους να συλλάβουμε την κυριολεκτική σημασία της Γραφής. Επί παραδείγματι, μονάχα εάν γνωρίζουμε τα περί των ερπετών θα αντιληφθούμε το νόημα της βιβλικής νουθεσίας «γίνεσθε οὗν φρόνιμοι ὡς οἱ ὄφεις καὶ ἀκέραιοι ὡς αἱ περιστεραί» (Κατά Ματθαίον, 10:16). Ο Αυγουστίνος επίσης παραδέχτηκε ότι τμήματα της παγανιστικής γνώσης, όπως η ιστορία, η διαλεκτική, τα μαθηματικά, οι τέχνες της μηχανικής, και «διδασκαλίες που αφορούν στις σωματικές αισθήσεις», συμβάλλουν στις αναγκαιότητες της ζωής18.
Στο Σχόλια στη Γένεση, όπου έθεσε σε χρήση καλή τη δική του επιβλητική γνώση της ελληνικής κοσμολογίας και φυσικής φιλοσοφίας, ο Αυγουστίνος εξέφρασε απογοήτευση για την άγνοια μερικών χριστιανών:
Ακόμα και ένας που δεν είναι χριστιανός γνωρίζει κάτι περί γης, ουρανών, και των άλλων στοιχείων σε τούτον τον κόσμο, περί της κινήσεως και της τροχιάς των αστέρων, ακόμα και περί του μεγέθους και των σχετικών θέσεων, περί των προβλέψιμων εκλείψεων του ηλίου και της σελήνης, του κύκλου των ετών και των εποχών, περί του είδους των ζώων, των θά- μνων, των λίθων, και ούτω καθεξής, και σε τούτη τη γνώση εμμένει, καθώς σίγουρος είναι μέσα από τη λογική και την εμπειρία. Το λοιπόν, είναι ατιμωτικό και επικίνδυνο πράγμα ένας άπιστος [ένας που δεν είναι χριστιανός] να ακούει έναν χριστιανό... να λέει ανοησίες σχετικά με τα θέματα αυτά· και θα πρέπει όλα τα μέτρα μας να λάβουμε για ν’ αποτρέψουμε μια τέτοια οχληρή κατάσταση όπου οι άλλοι διαπιστώνουν μια αχανή άγνοια σ’ έναν χριστιανό και με χλεύη γελάνε εναντίον του19.
Εφόσον ζητούμε φιλοσοφική ή επιστημονική γνώση των φυσικών φαινομένων — και ο Αυγουστίνος είναι βέβαιος ότι ζητούμε— οφείλουμε να την πάρουμε από τους ανθρώπους που την κατέχουν: «Εάν αυτοί που φιλόσοφους τους λέμε, ιδίως οι πλατωνικοί, έχουν πει πράγματα που πράγματι είναι αληθή και είναι με την πίστη μας ταιριαστά, να μην τα φοβούμαστε· θα πρέπει, καλύτερα, αυτά που έχουν εκείνοι πει να τα πάρουμε εμείς, σαν από άδικους προκάτοχους, και να τα μετατρέψουμε για χρήση δική μας»20. Όλη η αλήθεια είναι εν τέλει αλήθεια του Θεού, ακόμα κι αν βρίσκεται στα βιβλία παγανιστών συγγραφέων· και θα πρέπει να την κατακτήσουμε και να τη χρησιμοποιήσουμε δίχως δισταγμούς.
Κατά την επιδραστική άποψη του Αυγουστίνου, λοιπόν, η γνώση των πραγμάτων του κόσμου τούτου δεν είναι νόμιμος σκοπός αφεαυτής, αλλά ως μέσον για άλλους σκοπούς είναι απαραίτητη. Οι κλασικές επιστήμες οφείλουν να δεχτούν μια δευτερεύουσα θέση ως θεραπαινίδες της θεολογίας και της θρησκείας — το εφήμερο που υπηρετεί το αιώνιο. Η γνώση που περιέχεται στις κλασικές επιστήμες δεν είναι για να την αγαπήσουμε, αλλά μπορούμε ενδεχομένως να τη χρησιμοποιήσουμε νομίμως. Αυτή η στάση απέναντι στην επιστημονική γνώση έμελλε να υπερισχύσει στη διάρκεια του Μεσαίωνα και επιβίωσε για τα καλά στη νεωτερική περίοδο. Η θεραπαινίδα επιστήμη του Αυγουστίνου έτυχε ρητής και διά μακρών υπερασπίσεως, φέρ’ ειπείν, τον δέκατο τρίτο αιώνα από τον Ρογήρο Βάκωνα [Roger Bacon], του οποίου η υπεράσπιση της χρήσιμης γνώσης συνέβαλλε στη μεγάλη του φήμη ως ενός από τους ιδρυτές της πειραματικής επιστήμης21.
Άραγε το να προικίζουμε την επιστημονική γνώση με τη θέση θεραπαινίδος συνιστά σοβαρό χτύπημα ενάντια στην επιστημονική πρόοδο; Άραγε έχουν δίκιο οι επικριτές της πρώιμης εκκλησίας να τη θεωρούν τον αντίπαλο της αυθεντικής επιστήμης; Θα ήθελα να απαντήσω με τρία σημεία. 1ον: Είναι βεβαίως αληθές ότι οι Πατέρες της πρώιμης χριστιανικής εκκλησίας δεν αντιλαμβάνονταν την υποστήριξη των κλασικών επιστημών ως μείζονα υποχρέωση. Οι επιστήμες αυτές δεν αποτελούσαν μεγάλη προτεραιότητα για τους Πατέρες της εκκλησίας, για τους οποίους οι μείζονες μέριμνες ήσαν (και ορθά γι’ αυτούς) η καθιέρωση του χριστιανικού δόγματος, η υπεράσπιση της πίστης, και η διαπαιδαγώγηση των πιστών. Αλλά, 2ον, το μικρή ή μέτρια προτεραιότητα απείχε μακράν από το μηδενική προτεραιότητα. Σε όλον τον Μεσαίωνα και για πολύ στη νεωτερική περίοδο η διατύπωση/συνταγή περί θεραπαινίδος επιστρατεύτηκε αναρίθμητες φορές για να αιτιολογήσει την έρευνα της φύσης. Πράγματι, ορισμένα από τα πιο εκθειασμένα επιτεύγματα της δυτικής επιστημονικής παράδοσης έγιναν από θρησκευόμενους λογίους που δικαιολόγησαν τον μόχθο τους (εν μέρει, αν μη τι άλλο) επικαλούμενοι την περί θεραπαινίδος διατύπωση/συνταγή. 3ον: Κανένας θεσμός και καμία πολιτισμική δύναμη στην περίοδο των Πατέρων δεν πρόσφερε περισσότερη ενθάρρυνση για την έρευνα της φύσης από ό,τι η χριστιανική εκκλησία. Ο παγανιστικός πολιτισμός δεν έδειχνε μεγαλύτερη εύνοια προς την ανιδιοτελή εικοτολογία σχετικά με τον σύμπαντα κόσμο απ’ όσο έδειχνε ο χριστιανικός πολιτισμός. Εξυπακούεται ότι η παρουσία της χριστιανικής εκκλησίας ενίσχυσε μάλλον, παρά ανέσχεσε την ανάπτυξη των φυσικών επιστημών.
Αλλά δεν πρέπει να ξεχνάμε τον Τερτυλλιανό και τη λυσσαλέα εναντίωσή του στις κλασικές επιστήμες. Άραγε δεν εκπροσωπούσε μια δυνατή ομάδα διαπρύσιων αντιπάλων των κλασικών επιστημών; Όχι, όπως μας αποκαλύπτουν τα ιστορικά αρχεία. Πρέπει να μοχθήσει πολύ κανείς για να ανακαλύψει συναφείς παραγράφους στα γραπτά του Τατιανού, του Βασιλείου, και άλλων, που να διασύρουν την κλασική φιλοσοφία. Και ακόμα και στη ρητορική τους βρίσκονταν κάμποσα ντεσιμπέλ κάτω από του Τερτυλλιανού· επιπροσθέτως, η εναντίωσή τους ήταν προς πλευρές της κλασικής παράδοσης που είχε μικρή σχέση με τις κλασικές επιστήμες. Πλήθος Πατέρων της εκκλησίας και οι αντίστοιχοί τους στους μετέπειτα αιώνες πάλεψαν με πλευρές της κλασικής φιλοσοφίας, επιχειρώντας να τη συμφιλιώσουν με τις βιβλικές διδαχές και την ορθόδοξη χριστιανική θεολογία· αλλά ως προς τις κλασικές επιστήμες, η μεγάλη πλειονότητα συμφώνησε με τον Αυγουστίνο: να προσεγγίσετε τις κλασικές επιστήμες με προσοχή· να τις φοβάστε εάν υποχρεούσθε αλλά βάλτε τις να δουλέψουν ως οι θεραπαινίδες της χριστιανικής φιλοσοφίας και θεολογίας εάν μπορείτε. Έτσι λοιπόν, για να το θέσουμε ευθέως, οι λόγιοι που επιθυμούσαν να δείξουν χριστιανική εχθρότητα προς τις κλασικές επιστήμες στήριζαν την υπόθεσή τους στον Τερτυλλιανό επειδή ήταν το μόνον συναφές, επαρκώς εχθρικό, πειστήριο. Η γεμάτη έγνοια φωνή του Αυγουστίνου υπερίσχυσε ως προς την πρακτική των επιστημών από την περίοδο των Πατέρων στον Μεσαίωνα, και μετά.
Άραγε ο Αυγουστίνος εφάρμοζε όσα κήρυσσε; Το ότι έκανε ό,τι καλύτερο μπορούσε γίνεται φανερό στο έργο του Σχόλια στη Γένεση, όπου προσέφερε μια στίχο το στίχο ερμηνεία της βιβλικής περιγραφής της δημιουργίας όπως εμφανίζεται στα πρώτα τρία κεφάλαια της Γενέσεως. Στα έργα της ωριμότητάς του ο Αυγουστίνος χρησιμοποίησε αφειδώς τις φυσικές επιστήμες της κλασικής παράδοσης προκειμένου να ερμηνεύσει λεπτομερώς την ιστορία της δημιουργίας. Εδώ συναντούμε ελληνορωμαϊκές ιδέες σχετικά με την αστραπή, τον κεραυνό, τα σύννεφα, τον άνεμο, τη βροχή, τη δρόσο, το χιόνι, τον παγετό, τις θύελλες, τις παλίρροιες, τα φυτά και τα ζώα, την ύλη και τη μορφή, τα τέσσερα στοιχεία, τη θεωρία του φυσικού τόπου, τις εποχές, τον χρόνο, τις φάσεις της σελήνης, την αστρολογική επίδραση, την ψυχή, την αισθαντικότητα, τον ήχο, το φως και τη σκιά, και τη θεωρία των αριθμών. Μ’ όλη την ανησυχία του σχετικά με την υπερεκτίμηση της ελληνικής επιστημονικής/ φιλοσοφικής παράδοσης, ο Αυγουστίνος και άλλοι σαν αυτόν εφάρμοσαν την ελληνορωμαϊκή φυσική ιστορία με μια ροπή προς την ερμηνεία των βιβλικών εδαφίων. Οι επιστήμες δεν είναι για να αγαπιούνται, αλλά για να χρησιμοποιούνται. Αυτή η στάση προς την επιστημονική γνώση έμελλε να ανθίσει σε όλη τη διάρκεια του Μεσαίωνα και για τα καλά στη νεωτερική περίοδο. Εάν δεν υπήρχε η εξέλιξη αυτή, οι Ευρωπαίοι του Μεσαίωνα το δίχως άλλο θα είχαν λιγότερες επιστημονικές γνώσεις, και όχι περισσότερες.
Σημειώσεις
1 Charles Freeman, The Closing of the Western Mind: The Rise of Faith and the Fall of Reason (Knopf, 2003), xviii-xix.
2 Βλ. Πέδρο Γκάλβεθ, Υπατία – Η Γυναίκα που αγάπησε την Επιστήμη (μτφρ. Λήδα Παλλαντίου, εκδ. Μεταίχμιο, 2006). (Σ.τ.Μ.)
3 Ό.π., σ. 191. (Σ.τ.Μ.)
4 Ο B. L. Van der Waerden (1903–1996) ήταν Ολλανδός μαθηματικός και ιστορικός των μαθηματικών. (Σ.τ.Μ.)
5 Ο Martin Bernal (1937) είναι Βρετανός ιστορικός και συγγραφέας, γνωστός για το πολυσυζητημένο πόνημά του Μαύρη Αθηνά. (Σ.τ.Μ.)
6 Maria Dzielska, Hypatia of Alexandria, μτφρ. F. Lyra (Harvard University Press, Κέιμπριτζ, Μασα- χουσέτη, 1995), σ. 2 (Τόλαντ), σ. 11 (θανάσιμο χτύπημα), σ. 19 (Γκίμπον), σ. 25 (Βαν ντερ Βέρντεν), σ. 26 (Μπερνάλ). Είμαι ευγνώμων προς τον Ρον Νάμπερς για τη βοήθειά του στη συγκέντρωση υλικού σχετικά με την Υπατία.
7 Βλέπε Maria Dzielska, Υπατία η Αλεξανδρινή, μτφρ. Γιώργος Κουσουνέλος, εκδ. Ενάλιος 1997. (Σ.τ.Μ.)
8 Dzielska, Hypatia, ό.π.
9 Προς Κολoσσαείς, 2:8.
10 Προς Κορινθίους Α ́, 3:18-19.
11 Timothy David Barnes, Tertullian: A Historical and Literary Study, αναθεωρημένη έκδοση (Claren- don Press, Οξφόρδη, 1985), σ. 196.
12 Emmanuel Amand de Mendieta, “The Official Attitude of Basil of Caesarea as a Christian Bishop to- wards Greek Philosophy and Science”, εις The Orthodox Churches and the West, επ. Derek Baker (Black- well, Οξφόρδη, 1976), σσ. 38, 31, και 37.
13 Basil, Homilies on the Hexameron, εις A Select Library of Nicene and Post-Nicene Fathers of the Christian Church, σειρά 2, επ. Philip Schafff και Henry Wace,
14 τόμοι (Christian Literature Co., Νέα Υόρκη, 1890–1900) [Μέγας Βασίλειος, Ομιλία εις την Εξαήμερον, Ομιλία α ́, ΙΙ (Σ.τ.Μ.)] . 14 Ό.π., 8:70.
15 Αυγουστίνος, Confessions and Enchiridion, μτφρ. Albert C. Outler (Westminster, Φιλαδέλφεια, 1955), 341-42.
16 Αυγουστίνος, On Christian Doctrine, μτφρ. D. W. Robertson, Jr (Bobbs-Merrill, Ιντιανάπολις, 1958), 65-66.
17 Αυγουστίνος, Confessions, μτφρ. F. J. Sheed (Sheed and Ward, Νέα Υόρκη 1942), σ. 201 [Εξομολο γήσεις, μτφρ. Φραγκίσκη Αμπατζοπούλου, Δεύτερος Τόμος, σ. 135, εκδ. Πατάκης, 1999 (Σ.τ.Μ.)
18 Αυγουστίνος, On Christian Doctrine, σ. 74.
19 Αυγουστίνος, Literary Commentary on Genesis, μτφρ. John Hammond Taylor, S. J., εις Ancient 20 Αυγουστίνος, On Christian Doctrine, σ. 75.
21 Christian Writers: The Works of the Fathers in Translation, επ. Johannes Quasten, W. J. Burghardt, και T. C. Lawler, τόμοι 41-42 (Newman, Νέα Υόρκη, 1982), σσ. 42-43. 20 Αυγουστίνος, On Christian Doctrine, σ. 75.
21 Για τον Βάκωνα, βλέπε David C. Lindberg, “Science as Handmaiden: Roger Bacon and the Patris- toc Tradition”, Isis 78 (1987): 518-36.
*Ολόκληρο το 1o κεφάλαιο από το νέο βιβλίο Ο Γαλιλαίος στη φυλακή Μύθοι για την επιστήμη και τη θρησκεία, εκδ. λογεῖον.