Δευτέρα 13 Ιανουαρίου 2025

Το Νυχτερινό Τραγούδι...


Είναι νύχτα: τώρα μιλούν πιο δυνατά όλες οι αναβρύζουσες ψυχές. Και η ψυχή μου είναι μια αναβρύζουσα ψυχή.

Είναι νύχτα: Τώρα μόνο ξυπνούν όλα τα τραγούδια των ερωτευμένων. Και η ψυχή μου είναι το τραγούδι ενός ερωτευμένου.

Κάτι ανειρήνευτο κι ασώπαστο είναι μέσα μου. Θέλει να ξεσπάσει. Μια λαχτάρα γι’αγάπη είναι μέσα μου, που η ίδια μιλά τη γλώσσα της αγάπης.

Είμαι φως: αχ, να ήμουν νύχτα! Μα η μοναξιά μου είναι τ’ότι είμαι περιζωσμένος από φως.

Αχ, να’μουν σκοτεινός και νυχτερινός! Πόσο θα’θελα να πιω απ’τους μαστούς του φωτός!

Ακομα και τα ίδια εσάς θα ήθελα να ευλογήσω, ω μικρά σπιθιριστά αστέρια και φωτεινά σκουλήκια εκεί πάνω! – και θα’μουν μακάριος από το φως που θα μου χαρίζατε.

Μα ζω μέσα στο δικό μου φως, καταπίνω πάλι τις φλόγες που ξεπηδούν από μέσα μου. 

Δε γνωρίζω την ευτυχία εκείνου που παίρνει. Και πολλές φορές ονειρεύτηκα πως η κλεψιά θα πρέπει να είναι ευδαιμονικώτερη απ’το πάρσιμο.

Φτώχεια μου είναι το να μην ξεκουράζεται ποτέ το χέρι μου από το να δωρίζει. Φθόνος μου είναι το να βλέπω μάτια γιομάτα αναμονή και τις φωτισμένες νύχτες του πόθου.

Ω δυστυχία όλων των δωρητών! Ω σκοτείνιασμα του ήλιου μου! Ω επιθυμία της επιθυμίας! Ω ακόρεστη και μέσα στον κόρο πείνα!

Παίρνουν από μένα: μα αγγίζω και τις ψυχές τους; Μια άβυσσος είναι ανάμεσα στο Δίδω και στο Παίρνω. Και η πιο μικρή άβυσσος είναι αυτή που δυσκολότερα γεφυρώνεται.

Μια πείνα γεννιέται από την Ομορφιά μου: θα ήθελα να κάνω κακό σε κείνους που φώτισα, θα ήθελα να ληστέψω εκείνους που τους έκανα δώρα: έτσι πεινώ την κακόα.

Να τραβώ πίσω το χέρι μου, όταν μου δίνετε το χέρι σας. Να κοντοστέκομαι σαν τον καταρράκτη που κοντοστέκεται και στο πέσιμό του: έτσι πεινώ την κακία.

Τέτοιες εκδικήσεις στοχάζεται η αφθονία μου: τέτοιες δολιότητες αναβρύζουν από τη μοναξιά μου.

Η ευτυχία μου να δωρίζω πέθανε από το να δωρίζω, η αρετή μου κουράστηκε και η ίδια από την αφθονία της.

Αυτός που δωρίζει πάντα, κινδυνεύει να γίνει ξεδιάντροπος. Αυτός που μοιράζει πάντα, κάνει κάλους στα χέρια και στην καρδιά από το πολύ μοίρασμα.

Από τα μάτια μου δεν αναβρύζουν πια δάκρυα μπροστά στη ντροπή αυτών που γυρεύουν. Το χέρι μου έγινε πολύ σκληρό για το τρεμούλιασμα των γιομάτων χεριών.

Τι έγιναν τα δάκρυα των ματιών μου και το χνούδι της καρδιάς μου;  Ω μοναξιά όλων των δωρητών! Ω σιωπή κάθε φωτοδότη!

Πολλοί ήλιοι κυκλοφέρνουν στο έρημο διάστημα: σε κάθε τι που είναι σκοτεινό μιλούν με το φως τους, σε μένα δε μιλούν!

Ω τούτη δω είναι η εχθρότητα του φωτός προς κάθε τι που δίδει φως: ανήλεα ακολουθεί την τροχιά του.

Άδικος ως τα βάθη της καρδιάς του προς κάθε τι που δίδει φως, παγερός προς όλους τους ήλιους. Έτσι οδοιπορεί κάθε ήλιος.

Θύελλας όμοιοι πετούν οι ήλιοι μέσα στην τροχιά τους, αυτή’ναι η πορεία τους. Την ανηλεή θέλησή τους ακολουθούν, αυτή’ναι η παγερότητά τους.

Ω, μόνον εσείς, ω Σκοτεινοί, ω Νυχτερινοί, είστε εκείνοι που δημιουργούν θερμότητα από κάθε τι που δίδει φως! Ω, μόνον εσείς πίνετε γάλα και δροσιά απ’τους μαστούς του φωτός!

Αχ, πάγος είναι γύρω μου, το χέρι μου καίγεται αγγίζοντας στο παγερό! Αχ, μέσα μου είναι μια δίψα που λαχταρά τη δική σας!

Είναι νύχτα: μα πρέπει να’μαι φως! Και δίψα για το νυχτερινό! Και μοναξιά!

Είναι νύχτα: σαν πηγή αναβλύζει τώρα η επιθυμία μου – και διψά να μιλήσει.

Είναι νύχτα: τώρα μιλούν πιο δυνατά όλες οι αναβρύζουσες πηγές. Και η ψυχή μου είναι μια αναβρύζουσα πηγή κι αυτή.

Είναι νύχτα: τώρα μόνον ξυπνούν όλα τα τραγούδια των ερωτευμένων. Και η ψυχή μου είναι το τραγούδι ενός ερωτευμένου.

Έτσι τραγούδησεν ο Ζαρατούστρα...

 

Φρ. Νίτσε, Έτσι μίλησε ο Ζαρατούστρα

(μετΆρης Δικταίος)

 

Curvaceousness by Shihya Kowatari

Κυριακή 5 Ιανουαρίου 2025

κάποιες λέξεις...





ετοιμότητα: η εσωτερική γεωδαισία της ανοιχτότητας

διάστημα: το πεπερασμένο που διαρκώς εκτείνεται

επαφή: το μοναδικό χρώμα στο σκοτεινό του Απείρου

δέσμιο φως: το αναγκαίο ποσό ενέργειας για να υπάρξεις ως ετερόφωτο ον

αληθινότητα: η ψευδαίσθηση πως η πραγματικότητα υπάρχει

στερέωμα: ο άνθρωπος ιδωμένος με το βλέμμα του Αχανούς

φυλακή: η διαρκής επαγρύπνηση

απόδραση
: κυκλοτερής κίνηση του νου για την διάρρηξη των δεσμών του

αποδοχή: το να εναγκαλίζεσαι το παράλογο

ονειροβάτης
: ο αδελφός εκείνος που αναζητά κάτοπτρα που δεν του προκαλούν πόνο

ενδεχόμενο: μια αναπάντεχη ρωγμή στο συμπαγές του αιώνιου

αντιπεπονθός: μηχανισμός του Απείρου που ρυθμίζει με επιείκεια και δικαιοσύνη τα της Ειμαρμένης

υπαρκτικό άλγος: οι λέξεις αδυνατούν να περιγράψουν ό,τι είναι αρχαιότερο από τις λέξεις...


Κυριακή 29 Δεκεμβρίου 2024

το ήπαρ του Αχανούς

 



από τούτη την απόσταση
όλα μοιάζουν ένα λεβιαθανικό τοπίο
πέτρες θεόρατες
ριζωμένες σε πρόστυχα μωβ σύννεφα
με τις ριπές του χρόνου
να τις αναγκάζουν ν’ανθίσουν
όνειρα αρχαίων όντων…

ο χρόνος θολώνει τ’οπτικό πεδίο
και σαρκάζει το τεράστιο μελανογράφημα
στο σώμα μου
μα δεν είναι
τους φωνάζω
ποτέ δεν ήταν
το δικό μου σώμα!

ως ξενιστής αρκούμαι
να υποδέχομαι τις εποχές
σιωπηλά
μακελεύοντας όλες τις γλυκές στιγμές
που δραπετεύουν απ’το ψυχονομείο του Απείρου

από τούτη την απόσταση
έχω την πολυτέλεια του θρήνου
και την αφέλεια της ελπίδας

κι αρνούμαι πια να στερηθώ
το αρχαίο αυτό βλέμμα
ως ξενιστής το δανείστηκα
απ’το ήπαρ του Αχανούς
σαν δηλητήριο ενέσιμο ιχώρ
και μεταβολισμένο από όσα το άγγιγμα φανέρωσε
θα το παραδώσω καθαρό
στο επόμενο καλοκαίρι
που θα με αγκαλιάσει…



simplement... une petite fleur

Πέμπτη 19 Δεκεμβρίου 2024

Παρόντες

 


Είμαστε άνθρωποι
Μες στη συμπόνια μας
Στριμωγμένοι ήχοι των πόλεων
Στοιβαγμένοι μετανάστες φόβοι
Από τις μαύρες χώρες της καρδιακής ανατολής
Αλλοτριωμένοι
Ζωντανοί ωστόσο
Και άλκιμοι εισέτι
Χαμογελαστοί

Όπως οι γαμπροί
Και οι νύφες
Λίγο πριν παραδοθούν
Ευδαίμονες
απ’τον μυητικό τεμαχισμό τους
Στα ‘έσονται εις σάρκαν μίαν’
Άηχα φιλιά τους

Είμαστε άνθρωποι
Μες στα παλτά μας
Κουρνιασμένοι οι ερωδιοί
Και οι παραδείσιοι παπαγάλοι
Όλων των παιδικών βιβλίων μας
Όλων των εφηβικών ονείρων μας
Όλων των νεανικών σκοταδιών μας
Όλων των ενήλικων θανάτων μας

Και πάνω από τα κλουβιά
Με τα πρησμένα οικόσιτα κουνέλια
Που θα κακοποιήσουν τα υπέρβαρα παιδιά μας
Εμείς χαράζουμε οδούς
Και ορθώνουμε οικοδομήματα
Τέλειας βιοκλιματικής απόδοσης
Ώστε το ψύχος της ζωής μας
Να ισορροπείται έντεχνα
Και υπέροχα
Από την θέρμη
Των ευφυών κατασκευών μας

Είμαστε
Ωστόσο
Άνθρωποι
Και αρνητές μελίρρυτοι
Των πιο γενναιοφρόνων
Από τις μοναχικές προκρούστιες
Ευχές μας 
Οδεύουμε υπερήφανοι
Τυφλοί από πάντα
Αλλά ευθυτενείς
Στη προγραμματισμένη καύση μας
Παρόντες 
Πρώτη μας φορά

Συνειδητοί

Σάββατο 14 Δεκεμβρίου 2024

Τ’αδέρφια μου

 

Τ’αδέρφια μου που χάθηκαν εδώ κάτω στον

κόσμο

είναι  τα’αστέρια που τώρα ανάβουν ένα ένα

στον ουρανό

και να ο μεγαλύτερος

με μια ανοιξιάτικη μαύρη γραβάτα

που χάθηκε μέσα σε σπηλιές θεόστραβες

καθώς κυλούσε παίζοντας

πάνω σε ανεμώνες κόκκινες

γλίστρησε

μεσ’ του θηρίου τ’άγριο ματωμένο στόμα

 

ύστερα ο άλλος μου αδερφός που κάηκε

πουλούσε κίτρινα βεγγαλικά

πουλούσε κι άναβε κίτρινα βεγγαλικά

-Όταν ανάβουμε –έλεγε- φωτιά

θα πάψουν να μολύνουν τους κήπους τα φαντάσματα

-Όταν ανάβουμε –έλεγε- κίτρινα βεγγαλικά

μια μέρα θ’ανάψει ο ουρανός γαλάζιος.

 

κι ύστερα ο τρίτος ο πιο μικρός

που έλεγε πως είναι νυχτερίδα

γι’αυτό αγαπούσε τα φεγγάρια

και τα φεγγάρια μια νύχτα τον εζώσανε

κόλλησαν γύρω-γύρω και τον έκλεισαν

κόλλησαν γύρω-γύρω και τον έπνιξαν

τον έλιωσαν γύρω-γύρω τα φεγγάρια

 

Τ’ αδέρφια μου που χάθηκαν εδώ κάτω στον

κόσμο

είναι τα’αστέρια που τώρα ανάβουν ένα ένα

στον ουρανό

 

Μ. Σαχτούρης, [Τα Φάσματα ή Η χαρά στον άλλο δρόμο], 1958

 

Σάββατο 7 Δεκεμβρίου 2024

Ο ναός της αλήθειας...



Ποιος είναι ο ναός της αλήθειας; Αν δεν είναι το αρχέγονο τότε δεν μπορείς να νιώσεις, δεν μπορείς να ξεγελάσεις, δεν μπορείς καν να ιδρώσεις χωρίς να ψεύδεσαι… Αν δεν είναι αυτό που ίδρυσε ο χρόνος τότε δεν μπορείς να κοιτάξεις, να ψηλαφήσεις, να ορίσεις χωρίς να ψεύδεσαι…

Ο ναός της αλήθειας είναι αντίλαλος… είναι ηχώ… είναι το χοληφόρο δέντρο του ήπατος… είναι η διαπνοή του αιώνιου μέσα στο κάθε τώρα που σπαταλιέται από το ψεύδος…

Η αλήθεια μεγιστώνεται μέσα στο ψεύδος... αντίθετα, το ψέμα συρρικνούται μέσα στην αλήθεια... ο λόγος που φοβόμαστε να πούμε την αλήθεια είναι τελικά... ενεργειακής φύσης... είναι πάντα ο φόβος, η ατολμία, η ελεεινή φύση του εγώ να αποσύρεται στα σκοτάδια… τα σκοτάδια έχουν κι αυτά την υγρή, νοσηρή αλήθεια τους…

Η δύναμη που αξιώνει η αλήθεια είναι τόσο μεγάλη που απαιτεί κυκλώπειες αμυντικές οχυρώσεις... και δεν τις έχει σχεδόν κανείς... όποιος νομίζει πως τις έχει είναι απλά είναι απλά ψεύστης... αυτό που θα έλεγε ευγενικά ο Νίτσε 'καλλιτέχνης'...

Χτυπάμε λοιπόν με τις αλήθειες για να σκοτώνουμε αφού με το ψέμα δεν τα καταφέρνουμε... καταπίνουμε την αλήθεια και αυτοκτονούμε... Ποιος το θέλει αυτό; Καλύτερα έξω παρά μέσα...

Και τι ειρωνεία…

Καταναλώνοντας αλήθεια δεν γινόμαστε ανθεκτικοί στο ψεύδος. Νομίζουμε πως έτσι λειτουργεί ο οργανικός κώδικας αλλά δεν ισχύει. Ο Μιθριδάτης εδώ θα αστοχούσε… Κι από την άλλη… καταναλώνοντας διαρκώς ψεύδος δεν ακυρώνουμε την αλήθεια… απλώς δηλητηριάζουμε το ήπαρ του ένδον φωτός…

Μέσα σε ένα ωκεανό ψεύδους το αληθές εντυπωσιάζει σαν κόκκινος θεόρατος βράχος... μέσα σ'ένα ωκεανό αλήθειας το ψεύδος αφανίζεται... όχι εντελώς... προσποιείται μάλλον... λικνίζεται ράθυμα σαν γλοιώδες ερπετό σε μερική ύπνωση, σε τεχνητή υπνηλία… και περιμένει…

Κι είμαστε όλοι 'καλλιτέχνες' τελικά... ευέλικτοι, χαμογελαστοί, επιδέξιοι ακροβάτες...

Γιατί; Γιατί πρέπει να επιβιώσουμε...

Μακριά από το ναό… από τον ένα και μέγα και υπαρκτό ναό; έστω…

Τυφλοί, χωλοί, υβοί, απελπισμένοι… έστω…

Μερικοί, ασυνάρτητοι, ανακεραίωτοι, αναφήγητοι… έστω…

Ξένοι… επήλυδες… κηρωμένοι νύχτα, αφρόντιστοι, ορφανεμένοι…

Ναι… ακόμα κι έτσι…

Η λερή ανάσα μας θα ραντίζει τη νύχτα με ικεσία και το ρημαγμένο στόμα μας θα ζυμώνει λέξεις ικεσίας…

Εκείνος που όλα τα βλέπει ίσως μάς σπλαχνιστεί και μάς παραλείψει…

Τρίτη 26 Νοεμβρίου 2024

Άσωτος

 

Λοιπόν να ξέρεις
δε σε φοβάμαι εσένα γιε μου
γιατί μια μέρα
και τούτο να κρατήσεις όπως σήμερα
στο λέω
μια μέρα θα γυρίσεις
και θα΄χεις τον ουρανό στα μάτια
και άμμο απ’τις ερήμους που περπάτησες
στα φθαρμένα σου σανδάλια
και τη δροσιά απ’τα φιλιά των γυναικών
στα δυο σου χείλη
και βιωμένο πόνο από τη μοναξιά
την εγκατάλειψη
τη πείνα και τις κακουχίες
σε κάθε κύτταρό σου
σε κάθε αμυχή της σάρκας σου
και θα’χεις συσσωρεύσει γνώση και σοφία
και εμπειρίες πολύτιμες
και οι εκδορές σου με το αίμα ξεραμένο θα’ναι
αλλά στο άγγιγμα πάντα θα πονάνε

μα για τον αδελφό σου
γι αυτόν έχω στο στήθος μου το βάρος 
που προτιμά την ησυχία της γλυκερής ασφάλειας
από την περιπέτεια να ζήσει
να μεγαλώσει, να γεράσει
στο πεπερασμένο, το εφικτό
το λίγο
απ’το να κλέψει ακτίνες του ήλιου της αυγής
για να ζεσταίνει το κορμί του
και νερό να πίνει απ’τα ποτάμια
για να πορεύεται ως το βράδυ
για κείνον πάντοτε θ’ανησυχώ
που θα ξυπνήσει μια μέρα
γέρος
όπως εγώ είμαι τώρα
και θα πονάει παντού μα όχι απ’του σώματος αρρώστιες
αλλά απ’του μυαλού και της ψυχής τις κατηγόριες
πως ενώ μπορούσε δεν το τόλμησε
πως ενώ του έπρεπε, δεν θάρρεψε
πως ενώ το έβλεπε, δεν το άγγιξε
και τότε

σε ξορκίζω γιε μου
να τον σπλαχνιστείς τον μεγαλύτερο αδελφό σου
και λίγο απ’τον ουρανό σου να του δώσεις
λίγη απ’τη φλόγα της ψυχής σου
λίγο απ’το απέραντο του ορίζοντά σου
κι από του βλέμματός σου
την ελπίδα
τη χαρά
την αγάπη

πως κι αύριο και πάντα
αδελφός σου θα’ναι

και άλλος ποτέ κανείς
δεν θα στον δώσει πίσω ακέραιο
αν στον απρόσβλητο κόσμο
κόσμο που διάλεξε να ζει
τεμαχισμένος σου ψελλίσει ένα πνιχτό
συγχώρεσέ με’
και μόνος
πιο μόνος απ’όσο έζησε ποτέ

στην αγκαλιά σου ξεψυχήσει…