Πέμπτη 3 Οκτωβρίου 2024

Τρίτη 24 Σεπτεμβρίου 2024

Ο κος Α - Ο ευέλικτος νους του μοναχικού ισορροπιστή

Καρδιές κλειστές
και δάκρυα παγωμένα
δεν θέλω να υμνώ
είναι η μοναξιά του ποιητή
μια φυλακή φτιαγμένη από όνειρα νεκρά
είναι η ψυχή του ερημίτη
μια χιονισμένη κορυφή
και απρόσιτη…

Βλέμματα ορφανών παιδιών
και προδομένα δειλινά
δεν το αντέχω να ιστορώ
είναι η μητέρα ενός στρατιώτη
κάστρο που αγναντεύει το θάνατο
είναι το κλάμα ενός περιστεριού
ό,τι απόμεινε από μια κερδισμένη μάχη…

Χέρια που αγγίζουν το κενό
και σώματα που στερεώνουν το τίποτε
κουράστηκα να τραγουδώ
είναι η ανάσα ενός εργάτη στη γη
ιερή σαν αίμα
είναι η προσευχή ενός χαμένου ασώτου
φωτιά σε έναν άδειο ουρανό…

Στο άσπρο
θα αντιστοιχώ πάντοτε το μαύρο
Κάποιες φορές
που θα είμαι γκρι
θα είμαι αθέατος
κρυφός θα είμαι απ’όλους

Στο αχανές
πάντα θ’αντιστοιχώ
εσένα

Στο μαύρο
πάντα θ’ αντιστοιχώ το άσπρο
Αν τύχει σκιές να αδράξω από γκρι
θα είμαι δόνηση
θα είμαι μουσική
και θα σωπαίνω

Στο άπειρο
θα αντιστοιχώ
πάντα εσένα

Στη νύχτα
έμαθα να αντιστοιχώ το πρωινό
μα κάποτε δεν είμαι νύχτα
ούτε αυγή
κάποτε είμαι απλά ένα φεγγάρι φωτεινό
κι άλλοτε ένας θλιμμένος ήλιος
Κι όταν χρειάζομαι κι άλλο λευκό
κι όταν μου λείπει φως για να υπάρξω
θα το δανείζομαι από σένα

Έμαθα στην αγάπη
να αντιστοιχώ
μόνο αγάπη…


Ο κος Α
γεννήθηκε απλά
χωρίς θορύβους
κι είναι γι’αυτό
αόρατος σχεδόν
και τυχερός
που δεν υπάρχει για κανέναν…

Ο κος Α
αναγνωρίζει στον ήλιο τον εαυτό του
αλλά δεν είναι ποιητής
γιατί αγνοεί πράγματα στοιχειώδη
όπως τι είναι «λέξη» και τι «πρόταση»
και τι «σημείο στίξης»

Ο κος Α
όμορφα
και συνειδητά
απλά
υπάρχει…

Ο κος Α
είναι με τη Νύχτα
αξεχώριστος
κι όμως
δεν είναι μάγος
γιατί δεν έμαθε πράγματα βασικά
όπως τι είναι «μαγεία»
και «πανσέληνος»
και «άνθος του κακού»

Ο κος Α
όμορφα
ροϊκά
πολύ απλά
υπάρχει…

Ο κ. Α είπε:
Το όνομά μου αρχίζει από Α. Για την ακρίβεια, το όνομά μου είναι το Άλφα, Και από Α αρχίζουν λέξεις που αγαπώ. Όπως η λέξη αγώνας και η λέξη άγνωστο. Όπως η λέξη απρόοπτο και η λέξη άνθρωπος. Ναι, το όνομά μου είναι το Άλφα. Και έτσι συστήνομαι.

Και ο κ. Α είπε επίσης:
Κληρονόμησα τον άνθρωπο και αυτόν κληροδοτώ. Τίποτε άλλο δεν γνωρίζω εκτός από αυτό. Δεν είμαι ευτυχισμένος ούτε δυστυχισμένος. Δεν είμαι ασήμαντος ούτε σημαντικός. Δεν είμαι γεμάτος ούτε κενός. Είμαι απλά προορισμένος να είμαι. Και αυτό προσπαθώ να ανιχνεύσω σε κάθε μου βηματισμό.
Αποτελούμαι από φωτιά. Πολεμώ ό,τι με απειλεί αλλά δεν μπορώ να σκοτώσω. Θέλω να μάθω πως μπορώ να ισορροπώ ανάμεσα στο άπειρο και στη στιγμή. Θέλω να μάθω γιατί είμαι αχανής και γιατί είμαι πεπερασμένος.
Αποτελούμαι από νερό. Αγκαλιάζω το χτες με το σήμερα και είμαι ποτισμένος μονάχα από την προσδοκία του αύριο. Είμαι ροϊκός και ταυτόχρονα συμπαγής.
Αποτελούμαι από αέρα. Αλλάζω διαρκώς, κινούμαι, ελίσσομαι, μεταμορφώνομαι κι αυτό με ανανεώνει, με αναγεννά, με εμπλουτίζει.
Αποτελούμαι από γη. Στο πέρασμα των χιλιετηρίδων μαθαίνω τον εαυτό μου, στο πέρασμα των αιώνων αιχμαλωτίζω γνώση και επιβιώνω.
Είμαι τετραπλός και ενιαίος.
Μαθαίνω από εκείνα που περιέχω κι αυτά που περιέχουν εμένα.

Ο κ. Α μίλησε πάλι:
Έμαθα μικρός πως ο φόβος χαλυβδώνει την θέληση.
Έμαθα έφηβος πως το σώμα μου είναι κάτι άλλο απ'το κορμί μου.
Έμαθα νέος πως έχει γλώσσα ο νους και η καρδιά.
Έμαθα ώριμος πως ο χρόνος είναι το μοναδικό που δεν σου δανείζεται γιατί δεν μπορείς να το επιστρέψεις.
Έμαθα γέρος πως αν ζεις τη κάθε στιγμή είσαι αθάνατος.
Έμαθα να πεθαίνω για κάθε τι που τελειώνει.
Κι έμαθα να ζω για κάθε τι που αρχίζει.

Ο κ. Α είπε μετά:
Κάποτε ερωτεύτηκα βαθιά και πληγώθηκα πολύ. Επειδή πληγώθηκα γνώρισα τον πόνο. Επειδή πόνεσα πολύ γνώρισα την μοναξιά. Επειδή έμεινα μόνος αναζήτησα το Θεό.
Αναζητώντας το Θεό, ανακάλυψα τον εαυτό μου.
Μου αρέσει να εξερευνώ τις εποχές.
Τον χειμώνα γίνομαι εσωστρεφής και συρρικνώνομαι. Συσσωρεύω ενέργεια και μιλώ με τον εαυτό μου.
Την άνοιξη γίνομαι εξωστρεφής και εκδιπλώνομαι. Αγκαλιάζω την δημιουργία και ανθίζω ξανά.
Το καλοκαίρι ερωτεύομαι το φως και γίνομαι φως. Στερεώνω το βηματισμό μου και γίνομαι ακέραιη δράση.
Το φθινόπωρο υποδέχομαι τον πόθο του θανάτου και της ολοκλήρωσης. Ξέρω πως εναρμονίζομαι με την αρνητικότητα και αυτό με κάνει ακόμη δυνατότερο.
Έχω πολλά ονόματα. Έχω το όνομα του πνεύματος και το όνομα της ψυχής. Έχω το όνομα της καρδιάς και το όνομα του σώματος. Με καλούν και ακούω, με επικαλούνται και υπακούω. Το όνομά μου είναι ένας ήχος, μια μελωδία. Όποιος την γνωρίζει είμαι δικός του. Και είναι ολόκληρη η ζωή μου μια λαχτάρα να ακούσω τη μελωδία που θα έρθει σε συνήχηση με τη δική μου.

Είμαι μυστικός. Γιατί η αλήθεια δεν κατοικεί στο προφανές, όπως ο πλούτος των ωκεανών δεν είναι στην επιφάνεια. Είμαι μυστικός γιατί έχω πτυχώσεις, ρυτίδες και ασυνέχειες. Είμαι μυστικός γιατί σιωπώ όταν πρέπει να μιλήσω και μιλώ όταν πρέπει να σιωπώ.
Είμαι μυστικός γιατί είμαι ερωτευμένος με την αλήθεια.

Ο κ. Α είπε ξανά:
Είναι πολλά που οφείλω να σέβομαι.
Είναι αρκετά που αξίζει να φοβάμαι.
Είναι μερικά που είναι καλό να αποφεύγω.
Είναι λίγα που είναι αναγκαίο να αποστρέφομαι.
Δεν υπάρχει τίποτα απ'όλα αυτά που να μην περιέχω.

Τα παιδιά είναι η απόλυτη έκφραση.
Οι έφηβοι είναι η καθαρή δράση.
Οι ενήλικες είναι η δραστηριότητα.
Οι ώριμοι είναι η δημιουργία.
Οι γέροντες είναι ο απολογισμός.

Ο κ. Α είπε πάλι:
Θέλω να γράψω αυτά που σκέπτομαι.
Θέλω να μιλήσω γι'αυτά που με πονούν.
Θέλω να εκφράσω αυτά που με πλημμυρίζουν.
Θέλω να φωνάξω γι'αυτά που με οργίζουν.
Θέλω να κραυγάσω γι'αυτά που με σκοτώνουν.

Κι έτσι ο κ. Α έμεινε σιωπηλός.

Η ευελιξία
Το σχήμα
Η κίνηση
Το βήμα
Είναι το να αποκτάς συνείδηση του χρόνου σου
Είναι το να υιοθετείς του κόσμου τον ρυθμό
Είναι το να ζηλεύεις στα άμορφα την απειροσύνη
Είναι το να ποθείς στα άχρονα την αθανασία…
Η αλήθεια
Το πρόσωπο
Το ένα
Το κανένα
Και μόνος συνεχίζεις
Μόνος εκπυρώνεσαι
Μόνος σου πολιορκείς
Μόνος σου αλώνεσαι
Η κίνηση
Η μουσική
Το έναυσμα
Το χρώμα
Είναι το να εκπλήσσεις
Κι όχι μόνο να εκπλήσσεσαι
Είναι το πληρώνεις
Κι όχι μόνο να πληρώνεσαι
Είναι ποτέ να μην σκοτώνεις
Ακόμη κι αν σκοτώνεσαι

[πρωτογραφή αρχές του αιώνα τούτου]

Τετάρτη 11 Σεπτεμβρίου 2024

Δμωή ιαχή

 




Το σώμα
ταρακουνήθηκε απ’την ερμαφρόδιτη σκέψη
του Ενός

ζεσταινόταν το θηλάζον έμβρυο
στο χώμα
κι εκεί
στερημένος από τον αγαπημένο μου
μέλανα ήλιο

σε σχημάτισα
σε υλοποίησα
σε λάτρεψα

ως την πιο απόμακρη ώρα
που στις ιαχές του ονείρου
μοιάζει άυλη
αλλά δεν είναι

ως την ιαχή
μέσα απ’την ειρκτή μου
που φιλοξενεί εμάς
κι έναν ακόμα

που σταγόνα σταγόνα
μας αφομοιώνει

εκείνος
αυξάνει

εμείς

ηδονικά
τε-λειώνουμε…



"Blue apple "

Δευτέρα 26 Αυγούστου 2024

"Κακό είναι η μη-αγάπη..."

 

«…Αν αιτιώδης αρχή του υπαρκτού είναι η ελευθερία της αγάπης τριών προσωπικών υποστάσεων. αν, επομένως, η αγάπη ιδρύει το υπαρκτικό γεγονός και συνιστά το νόημά του (την αιτία και τον σκοπό του). αν η προσωπική Αιτιώδης Αρχή του υπαρκτού είναι αυθύπαρκτη και πληρωματική υπαρκτική ολοκληρία επειδή ο τρόπος της ύπαρξής της είναι σχέσεις αγαπητικής αλληλοπεριχώρησης του είναι, του θέλειν και του ενεργείν. τότε η αγάπη, ως τρόπος του όντως υπαρκτού, είναι ό,τι στην ανθρώπινη γλώσσα και λογική χαρακτηρίζουμε αγαθό. Οπότε και θα πρέπει, λογικά, να ορίσουμε ως αντίθετο του αγαθού, δηλαδή ως κακό, ό,τι ως τρόπος υπάρξεως δεν είναι αγάπη. Με αυτά τα δεδομένα κακό είναι η μη-αγάπη, η μη αυθυπερβατική σχέση, η ύπαρξη ως ατομική αυτάρκεια, αυτονομία, αυτό-τέλεια, ιδιο-τέλεια…»

Χρ. Γιανναράς, Το Αίνιγμα του Κακού [Ίκαρος, 2009]

 

Τρίτη 13 Αυγούστου 2024

"Και η ψυχή μου είναι μια αναβρύζουσα πηγή..."

 


Το Νυχτερινό Τραγούδι

 

Είναι νύχτα: τώρα μιλούν πιο δυνατά όλες οι αναβρύζουσες ψυχές. Και η ψυχή μου είναι μια αναβρύζουσα ψυχή.

Είναι νύχτα: Τώρα μόνο ξυπνούν όλα τα τραγούδια των ερωτευμένων. Και η ψυχή μου είναι το τραγούδι ενός ερωτευμένου.

Κάτι ανειρήνευτο κι ασώπαστο είναι μέσα μου. Θέλει να ξεσπάσει. Μια λαχτάρα γι’αγάπη είναι μέσα μου, που η ίδια μιλά τη γλώσσα της αγάπης.

Είμαι φως: αχ, να ήμουν νύχτα! Μα η μοναξιά μου είναι τ’ότι είμαι περιζωσμένος από φως.

Αχ, να’μουν σκοτεινός και νυχτερινός! Πόσο θα’θελα να πιω απ’τους μαστούς του φωτός!

Ακομα και τα ίδια εσάς θα ήθελα να ευλογήσω, ω μικρά σπιθιριστά αστέρια και φωτεινά σκουλήκια εκεί πάνω! – και θα’μουν μακάριος από το φως που θα μου χαρίζατε.

Μα ζω μέσα στο δικό μου φως, καταπίνω πάλι τις φλόγες που ξεπηδούν από μέσα μου.

Δε γνωρίζω την ευτυχία εκείνου που παίρνει. Και πολλές φορές ονειρεύτηκα πως η κλεψιά θα πρέπει να είναι ευδαιμονικώτερη απ’το πάρσιμο.

Φτώχεια μου είναι το να μην ξεκουράζεται ποτέ το χέρι μου από το να δωρίζει. Φθόνος μου είναι το να βλέπω μάτια γιομάτα αναμονή και τις φωτισμένες νύχτες του πόθου.

Ω δυστυχία όλων των δωρητών! Ω σκοτείνιασμα του ήλιου μου! Ω επιθυμία της επιθυμίας! Ω ακόρεστη και μέσα στον κόρο πείνα!

Παίρνουν από μένα: μα αγγίζω και τις ψυχές τους; Μια άβυσσος είναι ανάμεσα στο Δίδω και στο Παίρνω. Και η πιο μικρή άβυσσος είναι αυτή που δυσκολότερα γεφυρώνεται.

Μια πείνα γεννιέται από την Ομορφιά μου: θα ήθελα να κάνω κακό σε κείνους που φώτισα, θα ήθελα να ληστέψω εκείνους που τους έκανα δώρα: έτσι πεινώ την κακόα.

Να τραβώ πίσω το χέρι μου, όταν μου δίνετε το χέρι σας. Να κοντοστέκομαι σαν τον καταρράκτη που κοντοστέκεται και στο πέσιμό του: έτσι πεινώ την κακία.

Τέτοιες εκδικήσεις στοχάζεται η αφθονία μου: τέτοιες δολιότητες αναβρύζουν από τη μοναξιά μου.

Η ευτυχία μου να δωρίζω πέθανε από το να δωρίζω, η αρετή μου κουράστηκε και η ίδια από την αφθονία της.

Αυτός που δωρίζει πάντα, κινδυνεύει να γίνει ξεδιάντροπος. Αυτός που μοιράζει πάντα, κάνει κάλους στα χέρια και στην καρδιά από το πολύ μοίρασμα.

Από τα μάτια μου δεν αναβρύζουν πια δάκρυα μπροστά στη ντροπή αυτών που γυρεύουν. Το χέρι μου έγινε πολύ σκληρό για το τρεμούλιασμα των γιομάτων χεριών.

Τι έγιναν τα δάκρυα των ματιών μου και το χνούδι της καρδιάς μου;  Ω μοναξιά όλων των δωρητών! Ω σιωπή κάθε φωτοδότη!

Πολλοί ήλιοι κυκλοφέρνουν στο έρημο διάστημα: σε κάθε τι που είναι σκοτεινό μιλούν με το φως τους, σε μένα δε μιλούν!

Ω τούτη δω είναι η εχθρότητα του φωτός προς κάθε τι που δίδει φως: ανήλεα ακολουθεί την τροχιά του.

Άδικος ως τα βάθη της καρδιάς του προς κάθε τι που δίδει φως, παγερός προς όλους τους ήλιους. Έτσι οδοιπορεί κάθε ήλιος.

Θύελλας όμοιοι πετούν οι ήλιοι μέσα στην τροχιά τους, αυτή’ναι η πορεία τους. Την ανηλεή θέλησή τους ακολουθούν, αυτή’ναι η παγερότητά τους.

Ω, μόνον εσείς, ω Σκοτεινοί, ω Νυχτερινοί, είστε εκείνοι που δημιουργούν θερμότητα από κάθε τι που δίδει φως! Ω, μόνον εσείς πίνετε γάλα και δροσιά απ’τους μαστούς του φωτός!

Αχ, πάγος είναι γύρω μου, το χέρι μου καίγεται αγγίζοντας στο παγερό! Αχ, μέσα μου είναι μια δίψα που λαχταρά τη δική σας!

Είναι νύχτα: μα πρέπει να’μαι φως! Και δίψα για το νυχτερινό! Και μοναξιά!

Είναι νύχτα: σαν πηγή αναβλύζει τώρα η επιθυμία μου – και διψά να μιλήσει.

Είναι νύχτα: τώρα μιλούν πιο δυνατά όλες οι αναβρύζουσες πηγές. Και η ψυχή μου είναι μια αναβρύζουσα πηγή κι αυτή.

Είναι νύχτα: τώρα μόνον ξυπνούν όλα τα τραγούδια των ερωτευμένων. Και η ψυχή μου είναι το τραγούδι ενός ερωτευμένου.

Έτσι τραγούδησεν ο Ζαρατούστρα...

 

Φρ. Νίτσε, Έτσι μίλησε ο Ζαρατούστρα

(μετ: Άρης Δικταίος)

 

Curvaceousness by Shihya Kowatari

Παρασκευή 2 Αυγούστου 2024

Ζεν (2009)

 


Η νεαρή και όμορφη Ορίν, που έσβησε ανάμεσα στα λευκά της πόδια τη σαρκική δίψα εκατοντάδων αντρών, εισέρχεται στον περίβολο του ναού με το παιδί της στην αγκαλιά και αναζητά με αγωνία έκδηλη τον διδάσκαλο. Μονάχα ο Ντογκέν, πιστεύει, μπορεί να το σώσει από το επερχόμενο τέλος. Γιατί το μωρό της είναι πολύ άρρωστο κι εκείνη απελπισμένη. Ο διδάσκαλος τη συναντά, ακούει την έκκλησή της, χαϊδεύει τρυφερά το κεφαλάκι του παιδιού.

«Μονάχα ένας τρόπος υπάρχει να σωθεί το παιδί», της λέει. «Γύρνα στο χωριό, πήγαινε από σπίτι σε σπίτι και αναζήτησε εκείνο στο οποίο δεν έχει γνωρίσει ποτέ το θάνατο. Όταν το βρεις, ζήτησε να σου δώσουν ένα φασόλι μόνο».

Το ίδιο βράδυ η Ορίν επιστρέφει στο ναό. Μονάχα που τούτη τη φορά δεν τρέχει. Τώρα σέρνει το βήμα της και το κλάμα της συνοδεύει το θρήνο της. Δεν είναι μόνο βυθισμένη στον ανείπωτο πόνο για το χαμό του παιδιού της. Είναι θυμωμένη. «Που είσαι ψεύτη μοναχέ!», φωνάζει και διακόπτει την ηρεμία του χώρου. Οι μοναχοί βγαίνουν αμέσως να την συναντήσουν. Πρώτος ο διδάσκαλος. Την κοιτάζουν σιωπηλοί. Γνωρίζουν.

«Έκανα όπως μου είπες», λέει με δάκρυα και σπασμένη φωνή η Ορίν και το βλέμμα της διαπερνά τον Ντογκέν σαν λεπίδα. «Όμως δεν βρήκα ούτε ένα σπίτι στο χωριό που να μην έχει γνωρίσει το θάνατο» και όταν αποσώνει την πρότασή της πέφτει σιωπή.

«Σωστά. Τούτο ήθελε να μάθεις ο διδάσκαλος», της λέει ήρεμα και θλιμμένα ένας από τους μαθητές και η Ορίν πέφτει στο χώμα αποκαμωμένη.

Ο διδάσκαλος κοιτάζει με άπειρη τρυφερότητα τη μητέρα και το νεκρό παιδί και δακρύζει…