Τρίτη 29 Ιανουαρίου 2013

Εμπεδοκλής: Αγάπη ή Α-Μάχη


ΕΜΠΕΔΟΚΛΗΣ
πιθανόν: 495/4–435/434





Φιλότητα και Νεῖκος
[=Φιλία και Έχθρα]

§1

Ποιος ήταν ο Εμπεδοκλής; Ήταν ο ποιητής-φιλόσοφος της προσωκρατικής περιόδου –αρχή του πέμπτου αιώνα π.Χ.–, ο οποίος με τον χυμώδη λόγο του και τη χαρισματική του ευστροφία επιχείρησε να κατανοήσει τα ανθρώπινα πράγματα με βάση τις αρχές της ισότητας και της αυθεντικά δημο-κρατικής ευαισθησίας. Η στοχαστική του πρόταση, βαθιά νοηματική, αγκαλιάζει το σύνολο του κοσμικού συστήματος με πολλαπλές υποτυπώσεις και υποσημάνσεις. Βασικό μοτίβο της σκέψης του, κατ’ επέκταση της διδασκαλίας του, ήταν να υπερασπίζεται με έμφαση την ανάγκη προσεκτικής παρατήρησης του περιβάλλοντος κόσμου, του καθημερινού μας περίκοσμου. Δεν αρκεί, μας λέει, να ακούμε με τα ίδια μας τα αυτιά τους δικούς του λόγους, όσο σοφοί κι αν είναι, αλλά να αναζητούμε την αλήθεια, ανασύροντας από αυτούς ή τέτοιους λόγους νοήματα που επιτρέπουν ή διασφαλίζουν την πλήρωση της ως άνω ανάγκης. Στο αβέβαιο σήμερα του δικού μας κόσμου, η πλήρωση αυτής της ανάγκης παραμένει σε γενικές γραμμές το ζητούμενο. Στο απόσπασμα Β2 (Diels-Kranz), ο Εμπεδοκλής δηλώνει με σαφήνεια ότι οι άνθρωποι, αν και έχουν εξοπλιστεί με εκπληκτική νόηση, παγιδεύονται μέσα στο καθημερινά  τυχαίο ή συμπτωματικό –το απολύτως αβέβαιο– και πιστεύουν ότι έχουν ανακαλύψει ένα ολόκληρο σύμπαν. Έτσι όμως καθιστούν τον εαυτό τους αδέξιο να παρατηρεί προσεκτικά τον κόσμο, με αποτέλεσμα να χάνονται μέσα σε αυτό που έπρεπε να ελέγχουν. Η μαγική λέξη στο εν λόγω απόσπασμα είναι:Μήτις [=νους, σοφία, ευφυία, πανουργία, φρόνηση …]. Αυτή ενσαρκώνει για τον άνθρωπο την τέχνη της βέβαιης, της σίγουρης πλοήγησης στη ζωή πάνω από εμπόδια, εξαπατήσεις και ψευδαισθήσεις.  Όταν όμως αυτή λείπει, απελπισμένοι οι θνητοί σύρονται ως άβουλα όντα πέρα–δώθε.


§2

Αλλά ποιες δυνάμεις ρυθμίζουν την κίνηση του συμπαντικού και ανθρώπινου κόσμου; Το Νεῖκος και η Φιλότης. Η πρώτη λέξη σημαίνει την έχθρα, τη διαμάχη, την έριδα, τον αγώνα· η δεύτερη τη φιλία και την αγάπη. Στο απόσπασμα Β17 (Diels-Kranz), ο Εμπεδοκλής παρουσιάζει τις δυο αυτές δυνάμεις στηναυξομειωτική τους κίνηση ή στον εναλλασσόμενο κύκλο τους: φθοράς, έχθρας, αμάχης, διαμάχης, αγώνα από τη μια και συμμετρίας, εναρμόνισης, συμφιλίωσης, αγάπης. Αυτή η κίνηση διέπει το πεπρωμένο των πάντων. Η ενεργοποίηση τηςΦιλότητας εμφανίζεται να ενώνει, να «δένει» τα όντα με την αγάπη. Η ενεργοποίηση του Νεῖκους σηματοδοτεί τη διεργασία ή διαδικασία αποχωρισμού, αποσύνθεσης, πολυδιάσπασης: δεσπόζει ο αγώνας του διαχωρισμού. Συνήθως, η πρώτη κίνηση ερμηνεύεται από διάφορους μελετητές του Εμπεδοκλή ως η θεμελιώδης, δεσπόζουσα και τελική κατάσταση, η οποία κατορθώνει να επικρατήσει επί της έχθρας, ενώ η κίνηση της τελευταίας είναι απλώς ένα ενδιάμεσο επεισόδιο μέσα στο όλον της αρμονίας. Αυτή η αντίληψη ότι όλα τα πράγματα στο τέλος τα κυβερνά η αγάπη, η συμφιλίωση και παρόμοια είναι άκρως θεολογική και εξουσιαστική. Μια τέτοια αντίληψη αποτελεί και την («ηθική») λαμπάδα της ενθάδε εξουσιαστικής μηχανής που λυσσομανά ασύστολα και ελαφρά τη καρδία στέλνει μαζικά τους ανθρώπους στην απελπισία και την αυτοκτονία. Μια προσεκτική ανάγνωση, όπως μας επιτάσσει ο ίδιος ο ποιητικός λόγος του Εμπεδοκλή, συνηγορεί υπέρ ενός περιδινούμενου κύκλου φιλότητας και έριδας, αγάπης και αγώνα, χωρίς αρχή και τέλος. Ο κοσμικός κύκλος, σύμφωνα με τον φιλόσοφο, δεν διέπεται από καμιά προοπτική να αρχίζει και να τελειώνει κάποτε είτε αίσια [=αγαπητικά, φιλικά …] είτε «απαίσια» [=εχθρικά, εριστικά, ταξικά …]. Κυβερνιέται μόνο και εσαεί από την  επικράτηση της κεραυνοβόλας κίνησης: Νείκους και Φιλότητας. Μια οποιαδήποτε παραγνώριση τούτης της κίνησης, μέσα ας πούμε από «ηθικο-πολιτικά» κηρύγματα περί κοινωνικής ειρήνης κ.λπ., επιτρέπει στους παχύσαρκους ημιβάρβαρους της εκάστοτε εξουσίας να αυτοπαρουσιάζονται ως οι επίγειοι εκπρόσωποι της θεάς που συνήθως ονομάζεται πολιτική.  


Αναδημοσίευση από: http://hegel-platon.blogspot.gr/

Κυριακή 27 Ιανουαρίου 2013

Εσείς είστε ο κόσμος...



"You are the world, the neighbour, the friend, the so-called enemy. If you would understand, you must first understand yourself, for in you is the root of all understanding. In you is the beginning and the end."
"If you are very clear, if you are inwardly a light unto yourself, you will never follow anyone"

J.K.

Πέμπτη 24 Ιανουαρίου 2013

Το ‘ακατανόητο’ της σταυροφορίας…




Το ‘ακατανόητο’ της σταυροφορίας…


… είναι ενδιαφέρον να σημειώσουμε ότι, οπωσδήποτε και ανεξάρτητα από τα καταστροφικά αποτελέσματα που είχαν τελικά για το Βυζάντιο οι σταυροφορίες, η ίδια η ιδέα και το φαινόμενο της σταυροφορίας, όπως τα αντιλαμβανόταν η Δύση, παρέμειναν απολύτως ακατανόητα για τους Βυζαντινούς. Κι αυτό για λόγους που ανάγονταν στις πιο παλιές παραδόσεις της Εκκλησίας και του Κράτους του Βυζαντίου. Ας θυμηθούμε σχετικά ότι το Βυζάντιο, πιστός κληρονόμος της Ρώμης ως προς αυτό, θεώρησε πάντα τον πόλεμο ως έργο του πρίγκιπα, ενώ η Εκκλησία περιοριζόταν στην πνευματική εξουσία που εργαζόταν για τη σωτηρία της ανθρωπότητας και της ειρήνης. Έτσι η σταυροφορία, αν και εμφανιζόταν σαν ιερός πόλεμος που κηρύχθηκε από τον πάπα, ήταν πριν απ' όλα για τους Βυζαντινούς δείγμα σφετερισμού μιας αυτοκρατορικής εξουσίας από την πνευματική, που διέπραττε έτσι ένα σχεδόν ανοσιούργημα. Οπωσδήποτε, η σταυροφορία οδηγούσε τους οπαδούς της στο να διαπράττουν πραγματικά ανοσιουργήματα, αφού μέσα στις γραμμές των σταυροφόρων πολεμούσαν ιερείς που, αν και τα χέρια τους ήταν βαμμένα με ανθρώπινο αίμα, δεν δίσταζαν να προσφέρουν τη θεία κοινωνία.
Η έκπληξη της Άννας Κομνηνής, που έβλεπε ότι ο πάπας διαθέτει δικά του στρατεύματα, ήταν μεγάλη, ειλικρινής και τη συμμερίζονταν όλοι στο Βυζάντιο. Ο λαός και η αυτοκρατορική πριγκίπισσα ήξεραν ότι η Εκκλησία τους καταδίκαζε αυστηρά το να φέρουν όπλα οι ιερείς ή οποιοσδήποτε άλλος εκκλησιαστικός. Ίσως να είχαν υπόψη τους την περίπτωση εκείνου του φτωχού ιερέα από ένα χωριό των καπουτσίνων, που τον είχαν αφορίσει πριν από μερικούς αιώνες, γιατί είχε πάρει τα όπλα για να υπερασπιστεί την πατρίδα του εναντίον των Αράβων.
Ανεξάρτητα όμως από αυτά τα εξωτερικά γεγονότα, ο ίδιος ο σκοπός της σταυροφορίας, ο πόλεμος δηλαδή για την απελεύθερος των Αγίων Τόπων, έφερνε σε αμηχανία τους Βυζαντινούς που, και στην καλύτερη περίπτωση, έβλεπαν σε αυτόν ένα σφετερισμό του τίτλου τους (ως υπερασπιστών της χριστιανοσύνης, και στη χειρότερη, ένα πρόσχημα για να καλυφθούν ανομολόγητα επεκτατικά σχέδια της Δύσης εναντίον της Ανατολής. Θυμούνταν αναμφίβολα ότι η ρωμαϊκή Εκκλησία και οι πιστοί της δεν είχαν δείξει καμιά επιθυμία να βοηθήσουν τους Βυζαντινούς, όταν οι αυτοκράτορες τους, πριν από μερικά χρόνια, πολεμούσαν εναντίον των Φατιμιδών της Αιγύπτου που κατείχαν τους Άγιους Τόπους και κατέστρεφαν τις εκκλησίες της Ιερουσαλήμ, οι οποίες και ξαναχτίστηκαν χάρη στη δράση των βυζαντινών στρατών.
Σημειώνουμε τέλος ότι η «σωτηριολογική» πλευρά της σταυροφορίας, που βεβαίωνε την άφεση των αμαρτιών για εκείνους που συμμετείχαν σε αυτήν, πρακτική που απέρριψε πάντα η ορθόδοξη Εκκλησία, παρά την επιμονή αυτοκρατόρων με ισχυρή θέληση όπως ο Νικηφόρος Φωκάς, εξέπληττε τους Βυζαντινούς, οι οποίοι δεν συγκινήθηκαν καθόλου από το εσχατολογικό πνεύμα που βασίλευε τότε στη Δύση, οι πληθυσμοί της οποίας, όπως ξέρουμε, είχαν ζήσει με το φόβο του χιλιασμού. Ας πούμε σχετικά ότι ο θρύλος για την πάλη του Χριστού εναντίον του Αντίχριστου στην ίδια την Ιερουσαλήμ, γύρο;» από το έτος 1000, φαίνεται ότι ήταν τελείους άγνωστος στο Βυζάντιο. Εξάλλου, το Βυζάντιο, αντίθετα από τη Δύση, είχε υιοθετήσει το ημερολόγιο της χρονολογίας «από κτίσεως κόσμου» κι όχι το ημερολόγιο που άρχιζε με τη Γέννηση του Χριστού. Έτσι το Σχίσμα των Εκκλησιών, η νορμανδική επίθεση εναντίον της Αυτοκρατορίας στην Ιταλία και στα Βαλκάνια, η μη κατανόηση του φαινομένου και των αρχών της σταυροφορίας, καθώς και η ανοργανωσιά αυτής της επιχείρησης, που θύμιζε στους Βυζαντινούς τις παλιές βαρβαρικές επιδρομές — ιδιαίτερα από το γεγονός ότι οι σταυροφόροι έφταναν κατά κύματα και ότι κάθε ομάδα υπάκουε σε διαφορετικό αρχηγό— έκαναν τους Βυζαντινούς δύσπιστους απέναντι σε κάθε επιχείρηση των χριστιανών της Δύσης. Από το σημείο αυτό, μέχρι να θεωρηθεί το σύνολο των λαών και των εθνών της Δύσης ότι αποτελεί ένα μπλοκ ενιαίο και εχθρικό προς το Βυζάντιο, δεν χρειαζόταν παρά ένα βήμα, που το έκανε άλλωστε γρήγορα ο βυζαντινός λαός. Έτσι, στο μυαλό των Βυζαντινών η χριστιανική Δύση, παρά τις πολιτικές και εθνικές διαφορές, αποτέλεσε ένα σύνολο, μια ενότητα, και ακόμα περισσότερο μια συμπαγή οντότητα. Οι Βυζαντινοί απέδωσαν αυτόν το χαρακτήρα στη Δύση εξαιτίας κυρίως της πνευματικής πειθαρχίας των λαών της σε μια κοινή εξουσία, τον Πάπα. Πρέπει να πούμε, επίσης, ότι κατά την ίδια έννοια για τους Βυζαντινούς, η χριστιανική Δύση κρατούσε ακόμα, συγκεχυμένα βέβαια, τον τίτλο της ως κληρονόμου της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας της Δύσης.
Με άλλα λόγια, το Βυζάντιο, βαθιά προσκολλημένο στον συγκεντρωτικό χαρακτήρα του κράτους του, πρόβαλε τη δική του εικόνα στη Δυτική πραγματικότητα, η οποία εντούτοις, όπως ξέρουμε, δεν ανταποκρινόταν καθόλου σε αυτή την ενιαία θεώρηση του πράγματος. Έτσι, δεν υπερβάλλουμε καθόλου αν πούμε ότι η έννοια της Δύσης ως ανθρώπινης κοινότητας, που στηριζόταν στις ίδιες αξίες, γεννήθηκε στο Βυζάντιο στο τέλος του ενδέκατου αιώνα και δικαιολογείται πριν απ' όλα από την πνευματική ενότητα του Δυτικού κόσμου και, σε ένα ορισμένο βαθμό, από τις σχέσεις του με τη ρωμαϊκή αυτοκρατορία της Δύσης. Είναι ενδεικτικό ότι ο όρος «Λατίνος» χρησιμοποιούταν από τους Βυζαντινούς για να προσδιορίσει τους λαούς της Δύσης, ανεξάρτητα από το πού ανήκαν εθνικά και πολιτικά. Με άλλα λόγια, η λατινικότητα είναι στο εξής ένα είδος απάντησης στην ελληνικότητα.
Αυτοί οι όροι προσδιορίζουν τώρα δύο κόσμους, που διαφέρουν κατά τις πολιτιστικές τους παραδόσεις και τις πνευματικές τους επιδιώξεις. Και όταν ο κοινός δεσμός τους, ο χριστιανισμός, θα εξασθενήσει, αυτοί οι δύο όροι θα καταλήξουν να προσδιορίζουν δύο κόσμους αντίθετους.
Διαπιστώνουμε ότι, από το τέλος του ενδέκατου αιώνα, η ταυτότητα των ενδιαφέροντος αυτών των δύο κόσμων, που στηριζόταν στη δύναμη της ρωμαϊκής κληρονομιάς και στη δύναμη της κοινής πίστης, θα αποδειχθεί χωρίς βάρος μπροστά στις επιταγές που δημιουργήθηκαν από την εξέλιξη που είχε γνωρίσει ο καθένας κατά τη μακρά περίοδο της ιστορίας του, που τον είχε οδηγήσει από τον τέταρτο στο κατώφλι του δωδέκατου. Μπορούμε ανεπιφύλακτα να θεωρήσουμε ότι ο δωδέκατος αιώνας στάθηκε η περίοδος που, κατά τη διάρκεια της, η ταυτότητα ανάμεσα στα δύο μέρη της χριστιανοσύνης άλλαξε σε ετερότητα και διαφορισμό, που το βάθος τους μεγάλωσε με τον καιρό, ώσπου επέτρεψε το οριστικό τους διαζύγιο, το οποίο σφραγίστηκε την αυγή του δέκατου τρίτου αιώνα με την καταστροφή του Βυζαντινού Κράτους από τους στρατούς της τέταρτης σταυροφορίας το 12046. Θα έπρεπε ίσους να πούμε ότι αυτή η έκβαση δικαίωσε εκ των υστέρων όλη τη δυσπιστία των Βυζαντινών απέναντι στη Δύση; Οπωσδήποτε κατέστησε στο εξής αδύνατη κάθε πραγματική συνεννόηση ανάμεσα στα δύο τμήματα της χριστιανοσύνης εναντίον των απίστων και (ώθησε τους Βυζαντινούς σε ένα αντιλατινικό πάθος, που, όπως θα δούμε, τους οδήγησε συχνά σε ενέργειες αντίθετες ακόμα και με τα συμφέροντα του κράτους τους.
Η πηγή των αντιλατινικών αισθημάτων, που η εξέλιξη τους θα πάρει βίαιες μορφές κυρίως στον βυζαντινό λαό, δεν βρίσκεται καθόλου, όπως θα περίμενε κανείς, στο Σχίσμα του 1054 (άλλωστε, αυτό υπήρξε μια υπόθεση των εκκλησιαστικών Αρχών που πέρασε σχεδόν απαρατήρητη από το λαό), αλλά στη νορμανδική επίθεση, που θεωρήθηκε, εξαιτίας των προνομιακοί σχέσεων των Νορμανδών με τον Πάπα και εξαιτίας της σύμπτωσης της με τις σταυροφορίες, ως μία σημαντική πλευρά ενός εκτεταμένου ανομολόγητου σχεδίου της παποσύνης εναντίον του ορθόδοξου κόσμου.
Κατά τον ίδιο τρόπο, λίγο αργότερα, ο βυζαντινός κόσμος θα θεωρήσει τη σταυροφορία ως μια επιχείρηση που έκρυβε, κάτω από ευσεβείς σκοπούς, σκοτεινά σχέδια των αγροίκων στρατιωτών της Δύσης εναντίον της Αυτοκρατορίας και του πλούτου της. Ας ομολογήσουμε ότι βρισκόμαστε πολύ μακριά από τη «χριστιανική ειρήνη », που υπήρξε εντούτοις για μια μεγάλη περίοδο της ιστορίας της Ευρώπης η προέκταση της «ρωμαϊκής ειρήνης», όπου και οι δύο εκφράστηκαν, σύμφωνα με τις καλύτερες παραδόσεις του Βυζαντίου, με τα αποτελέσματα της «βυζαντινής ειρήνης», με την τάξη δηλαδή της Αυτοκρατορίας των χριστιανοί της Ανατολής …


Ελένη Γλύκατζη Αρβελέρ, Η πολιτική ιδεολογία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας
Εκδ. Ψυχογιός, 2007 (πρώτη έκδοση 1997)
Μτφ: Τούλα Δρακοπούλου

ΤΙΤΛΟΣ ΠΡΩΤΌΤΥΠΟΥ: L'IDEOLOGIE POLITIQUE DE L'EMPIRE BYZANTIN
Από τις Εκδόσεις PRESSES UNIVERSITAIRES DE FRANCE, Παρίσι 1975

Τρίτη 22 Ιανουαρίου 2013

Το πρόβλημα του κακού...






Το πρόβλημα του κακού

από τον Αυγουστίνο στη σύχγρονη Γενετική


του π. Ν. Λουδοβίκου



Ι. Πριν καλά - καλά τελειώσει ο δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος, ο σημαντικός Άγγλος συγγραφέας C. S. Lewis εξέδωσε, το 1944, το μυθιστόρημα του Perelandra, θέλοντας να διηγηθεί ξανά την ιστορία του Κήπου της Εδέμ. Η Perelandra είναι ένας άλλος πλανήτης του ηλιακού μας συστήματος, αυτός που οι γήινοι αποκαλούν Αφροδίτη, και είναι όμως απολύτως κατοικημένος από λογικά όντα τα οποία, όμως, μαζί με τον πλανήτη τους ζουν -ω του θαύματος- μέσα στον παράδεισο, όπως ακριβώς μας περιέγραψε τον τελευταίο ένας Αυγουστίνος ή ένας Μ. Βασίλειος: πλήρης αρμονία, γαλήνη και αφθαρσία παντού, απόλυτη απουσία πόνου, ασθένειας, θλίψεων και αγωνιών, ευτυχία απερίσταλτη και αδιατάρακτη. Ο Θεός (τον οποίο στον πλανήτη αυτό αποκαλούν Maledi) θα αποστείλει εκεί έναν γήινο σοφό (ο οποίος στο μυθιστόρημα είναι μάλιστα πανεπιστημιακός καθηγητής) ονόματι Ransom (λέξη που στα αγγλικά σημαίνει την απολύτρωση), για να πληροφορήσει τους αθώους κατοίκους για τον κίνδυνο του κακού τον οποίο στο βιβλίο αντιπροσωπεύει ο Weston, ένας δαιμόνιος γήινος, που οπλισμένος αντιμετωπίζει τους κατοίκους του πλανήτη όπως ένας άποικος τους αγαθούς ιθαγενείς, θέλοντας να τους διαφθείρει και στη συνέχεια να τους υποτάξει (δεν είναι τυχαίο δε πως το όνομά του προέρχεται από την λέξη West - την Δύση).

Ό Ransom, μόλις βρίσκεται στην Perelandra, συγκλονίζεται: διαπιστώνει αμέσως πως οι αισθήσεις του λειτουργούν διαφορετικά, πολύ βαθύτερα και καθαρότερα, ο νους του γαληνεύει απροσδόκητα, το σώμα του ελαφρώνει. Ποτέ δεν ένοιωσε τη γεύση, την ακοή του και την όραση του τόσο ζωντανές, ενώ πλήρης αφοβία τον καταλαμβάνει· τα άγρια ζώα είναι φίλοι παιγνιώδεις. Κατάπληκτος και συγκλονισμένος συναντά την Εύα της Perelandra, την Κυρία (Lady), όπως αποκαλείται στο βιβλίο, χωρίς διόλου να σοκάρεται με την γυμνότητα της. «Έρχομαι εν ειρήνη», την χαιρετά τραυλίζοντας. «Και τι θα 'πει ειρήνη;», του απαντά εκείνη. Μη έχοντας ποτέ γνωρίσει το κακό, δεν φοβάται κανέναν και τίποτα. Όπως τα πολύ μικρά παιδιά, όλη η ζωή της είναι αυτή η «ειρήνη» - τίποτε άλλο δεν γνωρίζει...

Θ' αφήσω κατά μέρος την εξέλιξη της πάλης μεταξύ καλού και κακού, που συνιστούν την συνέχεια του μυθιστορήματος (όχι φυσικά προτού σάς διαβεβαιώσω, για να μην αγωνιάτε, πως η έκβαση της υπήρξε αίσια), για να σχολιάσω αυτόν τον μικρό διάλογο λίγο περισσότερο και να εισέλθουμε έτσι στο θέμα μας.

Παρά την αναμφισβήτητη λοιπόν ευτυχία των κατοίκων της Perelandra, ο Ransom - Λυτρωτής γήινος φαίνεται να ξέρει πολύ περισσότερα από αυτούς, μ' όλα τα βάσανα και την αλλοτρίωση του. Οι ευτυχισμένοι αυτόχθονες του διαπλανητικού Παραδείσου είναι πράγματι εντελώς ανυπεράσπιστοι μπροστά στην άλλη όψη του Είναι - Αγαθού, απέναντι, εννοώ, στο Μηδέν - Κακό, το οποίο ωστόσο, παρ' όλο που δεν «είναι», είναι απολύτως πραγματικό, δρα υποδόρια και αποτελεσματικά, απειλώντας να καταστρέψει –στ' αλήθεια!- το παν. Γι' αυτό ακριβώς άλλωστε ο Θεός αποστέλλει τον Λυτρωτή - Προφήτη Ransom σ' αυτούς (και δεν διαλέγει προς τούτο έναν από δαύτους): είναι η γνώση του Μηδενός ή του Κακού, αν θέλετε, που καθιστά ικανό τον γήινο σοφό να διαφυλάξει το Είναι - Αγαθό. Αυτό σημαίνει όμως πως το κακό είναι υπαρξιακά και οντολογικά αναπόφευκτο; Πως είναι μια προϋπόθεση του Αγαθού κατ' ανάγκην; Πως ανήκει, θα ‘λέγαμε τολμηρά, στο είναι του Αγαθού (επομένως και του θεού!); Τελικά το κακό ανήκει στο Είναι των όντων, κι αν όχι που ανήκει;

Στα ερωτήματα αυτά θα προσπαθήσουμε να δώσουμε μια πρώτη απάντηση, διατρέχοντας την φιλοσοφική και την θεολογική παράδοση και καταλήγοντας στη μοντέρνα Γενετική, της οποίας οι αναζητήσεις συνδέονται παράδοξα με τις παραπάνω παραδόσεις.

ΙΙ. Δεν υπάρχει αμφιβολία πως η διάκριση Καλού και Κακού διατρέχει με πολλές μορφές την αρχαία ελληνική σκέψη. Ο φόβος του χάους, της αμετρίας, της Ύβρεως, του μη-όντος κατατρέχει βαθιά τον αρχαίο Έλληνα, γι' αυτό και ήδη στους Προσωκρατικούς όλες oι οντολογικές έννοιες περί του Όντος -και τέτοιες είναι όχι μόνον ο ηρακλείτειος Λόγος ή ο αναξαγόρειος Νους ή ο πυθαγόρειος αριθμός ή το παρμενίδειο Όν, αλλά και το Άπειρο του Αναξίμανδρου και η Φιλότης του Εμπεδοκλή και το αντίθετο του κενού φυσικό άτομο του Λεύκιππου και του Δημόκριτου (Βλ. π. Ν. Λουδοβίκου, Θεολογική Ιστορία της Αρχαίας Ελληνικής Φιλοσοφίας, Βιβλίο 1, Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 2003, σ.σ. 31-138) - αντιπαραθέτοντας σ' αυτό ακριβώς το μη Όν το οποίο με διάφορες μορφές, όπως είπαμε παραπάνω, εκφράζει στο ηθικό πεδίο το Κακό. Πολύ περισσότερο στον Πλάτωνα, στου οποίου το έργο το Κακό. συνδέεται [είτε ως άγνοια και απουσία φρονήσεως (Πρωτ. 355 e ), είτε ως νόσος της ψυχής (Σοφιστ. 228 e ), είτε ως πτώση της ψυχής απ' τον υπερουράνιο τόπο (Φαίδρος 246 e ), είτε ως κατά φύση κακότητα της ύλης στον Τίμαιο (42 e )] με την απάτη και το ξεγέλασμα αυτού του ψεύτικου κόσμου. Ο οποίος, όπως το βλέπουμε στο μύθο του Σπηλαίου «της Πολιτείας», αδυνατεί να στραφεί προς τον επουράνιο Ήλιο του Αγαθού, και τον κόσμο των Ιδεών (ό.π. σ.σ. 159-177).

Μη ον το Κακό και στον Αριστοτέλη (Μετ. VIII , 9,1051α), αφού δεν ανήκει στον κόσμο των πραγματικοτήτων, ενώ στον Πλωτίνο το Κακό ταυτίζεται εν τέλει με την ύλη (Ενν. 1,8,3), αφού αυτή είναι τόσο απομακρυσμένη από το Εν/Αγαθό, το οποίο είναι ωστόσο η μακρινή πηγή της. Ως οντολογική αρχή το Κακό θα εμφανισθεί κατ' ουσίαν μόνον στον Μανιχαϊσμό, την ιουδαιοχριστιανίζουσα αυτή ανατολική διαρχική αίρεση, η οποία θέτει δύο ακριβώς αρχές στο Σύμπαν, αντιμαχόμενες μεταξύ τους. Εδώ κομμάτια ολόκληρα του κόσμου είναι κακά, φτιαγμένα από το Κακό, ενώ άλλα -τα πιο πνευματικά- είναι φτιαγμένα από το Καλό και η μεταξύ τους συμφιλίωση είναι αδύνατη.

III. Όσον αφορά τώρα στη χριστιανική θεολογία, η θέση τόσο της ανατολικής - ελληνικής όσο και της δυτικής - λατινικής παράδοσης φαίνεται κατ' αρχήν ταυτόσημη και προς αυτήν της αρχαίας φιλοσοφίας. Έτσι ο Ωριγένης από τη μια μας βεβαιώνει (De Princ . II , 9, 2 · In Joh . 4, II , 17) πως ο Θεός δεν είναι ο Δημιουργός του κακού (με κ μικρό πλέον, αφού μόνον ο Θεός συνιστά το όντως Είναι) και πως αυτό δεν διαθέτει μια δική του υπόσταση ή ζωή ή ουσία -υφίσταται ως άρνηση του αγαθού, μία ιδέα που θα συναντήσουμε πολλές φορές στη Δυτική σκέψη μέχρι τον Έγελο. Ο Αυγουστίνος από την άλλη (π.χ. Conf . Ill , 7,12) μας βεβαιώνει παρομοίως ότι το κακό δεν υπάρχει ως ένα μεταξύ των όντων, αλλά συνίσταται ως άρνηση του αγαθού, privatio boni. Είναι μια απλή απουσία του αγαθού, της οποίας φυσικά δεν είναι δημιουργός ο Θεός (De quaest . 83, 24). Με τον Αυγουστίνο ωστόσο αρχίζει μια σειρά μεγάλων προβλημάτων περί το κακό, τα οποία ταλανίζουν Δύση και Ανατολή μέχρι σήμερα. Θα καταλάβετε τι εννοώ όταν σας αναφέρω πως ο Αυγουστίνος είναι αφενός εκείνος ο οποίος συνέδεσε το κακό με το περίφημο, όπως ονομάσθηκε από τον ίδιο κατά το έτος 396, «Προπατορικό Αμάρτημα», το οποίο γι' αυτόν είναι ένα ιστορικό γεγονός, όπως η άλωση της Τροίας ή oι Περσικοί πόλεμοι – πράγμα διόλου αυτονόητο για την ελληνική πατερική παράδοση ωστόσο. Τώρα λοιπόν είναι η αμαρτία που «γεννά» το κακό και όχι αντίστροφα. Για να καταλάβετε τη διαφορά, θα πω πως για τον Άγιο Μάξιμο τον Ομολογητή, για παράδειγμα, αιτία του κακού είναι η εκ του μηδενός δημιουργία του κόσμου -υφίσταται, δηλαδή, όχι μόνον μια φορά προς το Είναι αλλά επίσης και μία άλλη προς «απογένεσιν», όπως λέγει, των όντων- το κακό είναι θεμελιωδώς μια φθορά του είναι και όχι ένα «ηθικό» γεγονός. Έτσι, ενώ για τον Αγ. Μάξιμο (ή τον Μ. Αθανάσιο) είναι ακριβώς ο πρωταρχικός σπόρος του μηδενός μέσα στα σπλάγχνα του όντος που γεννά την δυνατότητα της αμαρτίας και συνεπώς του κακού, εάν και εφόσον ενεργοποιηθεί απ' την ελεύθερη προαίρεση του ανθρώπου, στον Αυγουστίνο είναι, αντίστροφα, η ηθική απόφαση δύο ανθρώπων (του Αδάμ και της Εύας) που γεννάει το κακό (μ' όλη την ένοχη του - ο Αυγουστίνος είναι ο πατέρας της ενοχής στη Δύση). Αυτό έχει μια πελώρια συνέπεια στο επίπεδο της οντολογίας. Θεωρήθηκε απ' τον Αυγουστίνο, μ' όλα αυτά, πως το κακό «εφευρέθηκε» απ' τον άνθρωπο (με την συνδρομή βεβαίως του διαβόλου, του οποίου η θέση ωστόσο δεν είναι αρκετά ισχυρή, διόλου παράδοξα στο αυγουστίνειο έργο), η δε εφεύρεση αυτή φανερώνει μια πλήρη και ηθελημένη καταστροφή της φύσης του. Με την εφεύρεση δηλαδή αυτή ο άνθρωπος έδειξε πως η φύση του, ενώ πλάστηκε αθώα και καλή απ' τον Θεό, έγινε ηθελημένα κατ' ουσίαν κακή -και μάλιστα η γυναικεία φύση. Διότι η γυναίκα, προτού ήδη συναντήσει το Φίδι - Διάβολο, είχε ήδη εντός της την δίψα της δύναμης και την αυθάδεια της εύκολης ισοθεΐας, στις οποίες παρασύρει δόλια και τον Αδάμ, αποδεικνύοντάς τον όμοιό της. Μ' απλά λόγια, κατά την αυγουστίνεια θεολογία, ο άνθρωπος δεν είναι κακός επειδή ηθελημένα ή κατόπιν απάτης μετέχει και αφήνεται στην ενεργούμενη ήδη κοσμική φθορά, αλλά εφευρίσκει αυτός ο ίδιος την φθορά στην φύση του την ίδια. (Δεν αγνοώ πως είναι δυνατόν και στους Έλληνες Πατέρες να βρούμε παρεμφερείς θέσεις, θεωρώ όμως πως αυτές δεν κυριαρχούν θεωρητικά στην πατερική παράδοση, όντας μάλλον κηρυγματικού χαρακτήρα). Έτσι γεννιέται η ιδέα της κληρονομικής ενοχής, καθώς και αυτή του απολύτου προορισμού. Καθώς η φύση του ανθρώπου είναι απολύτως πλέον διεστραμμένη, ο άνθρωπος αδυνατεί ν' αναζητήσει πράγματι τον θεό και τη Χάρη Του -αυτή η τελευταία μπορεί να είναι μόνον ένα αναγκαστικό και αναντίστατο (ο Αυγουστίνος χρησιμοποιεί εδώ, χαρακτηριστικά τη λέξη irresistible) δώρο του Θεού σ' αυτούς που Εκείνος, για άγνωστους λόγους, επιθυμεί. Οι υπόλοιποι είναι καταδικασμένη μάζα - massa damnata. Με τον τρόπο όμως αυτό ελάχιστα γίνεται λόγος περί ελευθερίας στον άνθρωπο. Πράγματι, η ανθρώπινη ελευθερία έχει ελάχιστη σημασία εδώ. 'Ή μάλλον δεν υπάρχει καν ελευθερία ως εκλογή αλλά ως αναγκαστική αποδοχή της αναντίστατης χάρης του Θεού.

IV. Ανακεφαλαιώνω: ενώ όλη η αρχαία φιλοσοφία και η χριστιανική θεολογία (πλην του Μανιχαϊσμού) συμφωνούν κατ' ουσίαν για το ότι το Κακό είναι απλώς άρνηση του Αγαθού, με τον Αυγουστίνο ο άνθρωπος γίνεται αιτία του κακού, γινόμενος έκτοτε κακός στην ίδια την φύση του -τώρα η κακότητα και η ενοχή της κληρονομούνται, μαζί φυσικά με την καταδίκη τους. Έτσι, ενώ για τον άγιο Ειρηναίο Λυώνος, για παράδειγμα, οι πρωτόπλαστοι αμαρτάνουν άθελα τους και λόγω πνευματικής ανωριμότητας, στον Αυγουστίνο η αμαρτία είναι έκφραση προϋπάρχουσας συνειδητής φυσικής διαστροφής (pervertio). Και είναι αδύνατον φυσικά στο σημείο αυτό να περιγράψω τον φόβο και την ενοχή που δημιούργησαν στους αιώνες θέσεις σαν κι αυτές, μαζί με τον συνεχή πειρασμό της κατηγορίας κατά του Θεού του ίδιου, ο Οποίος δημιούργησε μια ανθρώπινη φύση τόσο εύκολα και τόσο βαθιά και μόνιμα διαστρεφόμενη. Ο άνθρωπος λοιπόν είναι ένα «αμαρτωλό αυτόματο», είναι αδύνα­τον να μην αμαρτήσει, διότι η αμαρτία και το κακό έχουν γίνει μέρος της φύσης του. Μόνο η ανεξιχνίαστη επέμβαση του Θεού μπορεί να σταματήσει το δράμα αυτό και καμιά απολύτως αγαθή ανθρώπινη προαίρεση ή προσπάθεια. Ο Θεός συνεργάζεται ίσως με την ανθρώπινη ελευθερία, αλλά αποφασίζει μόνος Του, ανεξάρτητα απ' αυτήν. Oι θέσεις αυτές παρέμειναν στην Δυτική θεολογία ισχυρές, παρά την μεγάλη στροφή την οποία επεχείρησε ο άλλος μεγάλος της Δύσης, ο Θωμάς Ακινάτης, αποδίδοντας, όπως οι Έλληνες Πατέρες, και αυτός την αιτία του κακού στην κτιστότητα και την τρεπτότητα των όντων και όχι στο Προπατορικό Αμάρτημα. Την ίδια εποχή η Ελληνική Πατερική θεολογία έχει αποκρυ­σταλλώσει τις θέσεις της για την αιτιολόγηση του κακού, μ' έναν τρόπο τον οποίο θα μπορούσαμε σχηματικά ν' αποδώσουμε ως έξης, με βάση τα όσα ήδη είπαμε. Οι αιτίες λοιπόν του κακού είναι εδώ κυρίως τρεις: Πρώτη είναι το ίδιο το γεγονός της κτιστότητας και της εκ του μηδενός δημιουργίας, γεγονός που καθιστά τη φύση των όντων «ευόλισθον» προς το απόλυτο Μηδέν απ' το οποίο προήλθαν, ειδικά αν ο άνθρωπος θεωρεί την ύπαρξή του αυτάρκη και μη δεομένη θείας Βοηθείας και χάριτος. Δεύτερη αιτία του κακού είναι η ελεύθερη προαίρεση του ανθρώπου, ο οποίος, ως πρόσωπο, αμαρτάνει ή σφάλλει σηκώνοντας ταυτόχρονα την ευθύνη των επιλογών του: η διαστροφή ή καταστροφή της φύσης του ανθρώπου και του κόσμου είναι ένα απλό επιφαινόμενο της λαθεμένης του επιλογής, είναι ένα γεγονός συνεπώς μη μόνιμο αλλά θεραπευόμενο (ήδη σιγά-σιγα από τώρα και τελείως, στα έσχατα) με την αλλαγή και μόνο της θέλησης του ανθρώπου. Και τρίτη αιτία του κακού, συνδεόμενη μάλιστα αρκετά με τις δύο πρώτες, είναι το γεγονός πως ο κόσμος δεν συγκροτείται ως «μονόλογος» του Θεού αλλά ως «διάλογος» Του με τον άνθρωπο. Για κάθε αγαθή βούληση του θεού, λοιπόν, χρειάζεται μια εξίσου «αγαθή» απάντηση του ανθρώπου. Αν η τελευταία λείπει, η πρώτη ακυρώνεται. Ο Θεός αδυνατεί να κάνει άμεσα το καλό αν ο άνθρωπος το αρνείται. Το κάνει τότε ακριβώς έμμεσα κι αυτό σημαίνει αξιοποιώντας το παραγόμενο κακό προς υπεράσπιση και άμυνα του αγαθού, όπως ακριβώς με τον Ransom , τον μυθιστορηματικό ήρωα με τον οποίο ξεκινήσαμε. Ο Ransom παραχωρήθηκε να περάσει, αρκετά επώδυνα, απ' το κακό, είναι όμως ο καλύτερος τώρα πλέον υπερασπιστής του αγαθού -αυτός και όχι οι πανευτυχείς και ακακοποίητοι κάτοικοι της Perelandra , οι οποίοι, ακριβώς λόγω της παραδείσιας ευτυχίας τους, αδυνατούν παραδόξως να διακρίνουν το κακό πίσω απ' τη δολιότητα του πανούργου Weston, όπως ακριβώς άλλοτε συνέβη με τον Όφι και την Εύα της διήγησης της βιβλικής Γενέσεως. Το ότι ο Ransom παρά τη γνώση του Κακού επιθυμεί το Αγαθό και το υπερασπίζεται μέχρι θανάτου, σημαίνει ακριβώς πως, αντίθετα απ' τον Αυγουστίνο, το κακό δεν ανήκει στη φύση του ανθρώπου, δεν διαστρέφεται ο άνθρωπος καθ' ολοκληρίαν, αλλά ανάλογα με την ελεύθερη κλίση της προαίρεσής του μπορεί να αναδείξει όλη την έμφυτη αγαθότητα της φύσης του, η οποία εικονίζει άλλωστε την αγαθότητα του θεού του ίδιου. Για την πατερική άλλωστε παράδοση, το κακό είναι κάτι στο οποίο υπόκειται ο άνθρωπος, ακόμη και όταν το πράττει –δεν το εφευρίσκει εξ ου και η απουσία ηθικισμού ή νομικισμού στους Έλληνες Πατέρες. Ο άνθρωπος πάσχει το προκτισιακό μηδέ , όταν δεν μετέχει στη Χάρη του Θεού: αυτό είναι το μυστήριο του κακού.

Είναι λάθος, εξάλλου, το να θεωρείται πως η βιβλική περί του κόσμου έκφραση του Θεού, ως «καλού λίαν», αναφέρεται στην «αρχή» του κόσμου. Πρόκειται για έκφραση εσχατολογική, αναφερόμενη στην εσχατολογική τελείωση του κόσμου, κατά την πατερική τουλάχιστον παράδοση, όπως προσπάθησα να δείξω αλλού (βλ. η Ευχαριστιακή Οντολογία, Δόμος, Αθήνα 1992). Η έκφραση αυτή σημαίνει οπωσδήποτε και την τελική υπέρβαση του θανάτου, ο οποίος σαφώς φυσικά προϋπήρχε της δημιουργίας του ανθρώπου - διαφορετικά ο κόσμος και ο άνθρωπος θα ήταν, κατά φύση και αναγκαστικά, απ' την αρχή τους θεοί. Ο θάνατος προϋπήρχε, ως συνέπεια ακριβώς, όπως είπαμε, της εκ του μηδενός δημιουργίας, χωρίς φυσικά ν' ακυρώνεται η προοπτική υπέρβασης του κατά χάριν και όχι κατά φύσιν - διαφορετικά (αν ο Αδάμ δηλαδή δεν γνώριζε τίποτε περί θανάτου) δεν θα είχε νόημα η προειδοποίηση του Θεού προς αυτόν πως «θανάτω αποθανείσθε», μετά την τυχόν βρώση του απαγορευμένου καρπού.

Στον Αδάμ γίνεται η οντολογική πρόταση για υπέρβαση του θανάτου από μέρους του θεού (και όχι μια πρόταση για ηθική επιλογή)· είναι ο Αδάμ το ον το οποίο ορίζεται θα λέγαμε υπαρξιακά απ' την πρόταση ακριβώς αυτή του Θεού προς αυτό να γίνει, εν ελευθερία, δι' αυτού η είσοδος αυτή του ακτίστου στο κτιστό. Στα όρια του νεώτερου υποκειμενισμού η οντολογική αυτή υφή του διαλόγου ανθρώπου και Θεού κινδυνεύει, καθώς το κακό, είτε ηθικολογικά είτε ορθολογικά, τοποθετείται είτε εντός του ανθρώπου, ως μέρος της φύσης του, είτε εκτός του, ως «αντικειμενικό» εξωτερικό γεγονός. Έκτος του ότι καταλήγουν υποχρεωτικά σε διάφορες μορφές θεοδικίας, τα παραπάνω αποκρύπτουν το γεγονός πως το κακό δεν υφίσταται ως αυγουστίνεια φυσική διαστροφή (pervertio) λόγω της αμαρτίας, αλλά ως διακοπή, μερική ή πλήρης, του διαλόγου αυτού μεταξύ ανθρώπου και Θεού, ο οποίος ελεύθερα συνάπτει τον θάνατο με τη ζωή, το κτιστό με το άκτιστο. Και μάλιστα, αν τα παραπάνω είναι σωστά, είναι αυτός ακριβώς ο διάλογος που αποτελεί ακριβώς την διαδικασία μέσω της οποίας η εσχατολογική εξάλειψη του κακού γίνεται πιθανή, ως ενσωμάτωση δηλαδή του κτιστού Είναι στο Αναστημένο Σώμα του Χριστού εν προαιρέσει, ως «κοινωνία γνώμης», κατά την έκφραση του Αγ. Νικολάου Καβάσιλα και όχι απλώς ως υπο­χρεωτική ανάσταση των νεκρών. Με τον διάλογο, λοιπόν, αυτό ο άνθρωπος εξαλείφει απ' την κτίση κάποια κομμάτια του προκτισιακού μηδενός, κατά την προαίρεση του, μεταβάλλοντας την σε κατά χάριν άκτιστο Σώμα Χριστού. Μια τέτοια στάση επιτρέπει στον θεό να επεμβαίνει περισσότερο στον κόσμο, περιορίζοντας το κακό ακόμη και όταν ο άνθρωπος δεν επαρκεί προς τούτο - ουδέποτε όμως, ούτε στα έσχατα, το κακό, ως άρνηση του διαλόγου μετά του Θεού, θ' αφανιστεί εντελώς, παρά την υποχρεωτική αφθαρσία των όντων. Αυτό το οποίο τότε θα φανεί, όμως, είναι το ότι το κακό δεν αποτελεί μέρος της Δημιουργίας, του Είναι, της Ζωής, αλλά προαιρετική τους άρνηση.

Σε αντίθεση με τον Αυγουστίνο, ο Μάξιμος ο Ομολογητής, επιπλέον, θεωρεί μόνον την «πτώση της προαίρεσης» διαβλητή, ενώ αυτήν της φύσεως αδιάβλητη. Δεν υπάρχει «κακή φύση» λοιπόν στην πατερική παράδοση· το ίδιο το γεγονός που περιγράφεται στη διήγηση της Γενέσεως ως πτώση του ανθρώπου είναι μια προαιρετική κίνηση αναχώρησης απ' την βιωματικά αφθαρτοποιό άκτιστη Πρόνοια του Θεού και δεν μας ενδιαφέρει ως ιστορικό γεγονός.

V. Αλλά ας επιστρέψουμε και πάλι στη Δύση για να δούμε δι' ολίγων την συνέχεια και να φθάσουμε και ως τη σύγχρονη Γενετική. Οι εκτιμήσεις μου είναι φυσικά υποκειμενικές και είναι δυνατόν να συζητηθούν και διαφορετικά κάποια σημεία της σχετικής ιστορίας. Τα δύο μεγάλα προβλήματα τα οποία ανέκυψαν στη Δύση εξαιτίας της διάδοσης των θέσεων του Αυγουστίνου, που ήδη εξετάσαμε, νομίζω πως υπήρξαν το πρόβλημα καταρχήν της υπεράσπισης του Θεού και αυτό της υπεράσπισης της φύσης (του ανθρώπου και του κόσμου) στη συνέχεια. Το πρώτο έργο το ανέλαβε ο Γερμανός φιλόσοφος Leibniz και το δεύτερο ο Γάλλος φιλόσοφος Rousseau . Και ο μεν Leibniz (1646 – 1716) επιχείρησε μια ολόκληρη «θεοδικία», λέξη πλασμένη απ' τον ίδιο και τίτλος ομώνυμου βιβλίου του (1710). Ο φιλόσοφος προσπαθεί να δικαιώσει τον Θεό, υποθέτοντας πως αυτός ανέχεται το κακό με σκοπό να βγει τελικά κάποιο καλό απ' αυτό, μέσα σ' έναν κόσμο δημιουργημένο απ' τον Ίδιο, κόσμο που είναι «ο καλύτερος δυνατός απ' όσους θα μπορούσαν να δημιουργηθούν», κατά την πασίγνωστη φράση του. Το ότι οι άνθρωποι μπορούν να σκεφθούν καλύτερους κόσμους, τούτο δεν σημαίνει πως αυτοί οι κόσμοι είναι πράγματι καλύτεροι, αφού η ανθρώπινη κρίση σφάλλει, περιοριζόμενη από πάθη υποκειμενικά και την άγνοια. Ο Θεός δημιούργησε τον καλύτερο δυνατό κόσμο, λοιπόν, υπό την προϋπόθεση πως αυτό θα το δούμε στο φως των δικών του επιλογών, οι οποίες είναι κατά πολύ ανώτερες και σοφότερες των δικών μας.

Οι θέσεις αυτές αποτέλεσαν προσφιλή στόχο πλήθους επιθέσεων από πλευράς των αθεϊστών, μ' όλο που δεν διαφέρουν ουσιαστικά από την πιο παρωχημένη τους επεξεργασία, αυτή του Hegel, ο οποίος στο κακό είδε, όπως ήδη είπαμε, μια αναγκαία «αρνητικότητα», την οποία το Πνεύμα-Θεός χρησιμοποιεί για μια ανώτερη σύνθεση που περιλαμβάνει μια σύντηξη των δύο (Καλού και Κακού ή Είναι και Μηδενός) μέσα στο Είναι. Νομίζω όμως πως πολύ μεγαλύτερη επίδραση στη Δύση είχε ο άλλος φιλόσοφος, ο υπερασπιστής της ανθρώπινης και κοσμικής φύσης, ο Rousseau (1712 - 1778). Η θέση του Γάλλου φιλοσόφου έχει το προσόν της εξαιρετικής απλότητας: η φύση του ανθρώπου και του κόσμου, λέγει, είναι βαθύτατα καλή και αγαθή. Ενάντια στον Αυγουστίνο (ή τον Καλβίνο) θεωρεί πως η φύση είναι ο καλύτερος δάσκαλος του καλού και η συμφωνία μαζί της κανόνας ζωής και αλήθειας. Ο θάνατος δεν είναι προϊόν συνεπώς αμαρτήματος ή πτώσης και η πολιτική ανισότητα, επιπλέον, είναι εντελώς αστήρικτη. 

Με τον Rousseau η Δύση ξαναβρίσκει την θεμελιώδη χριστιανική θέση πως η φύση ανθρώπου και κόσμου είναι έργο του Θεού αγαθό - μόνο που ξαναβρίσκει τη θέση αυτή ως εναντίωση στην επίσημη εκκλησιαστική διδασκαλία, η οποία, είτε στην καλβινική Γενεύη όπου μεγάλωσε ο Rousseau είτε στη ρωμαιοκαθολική ή λουθηρανική υπόλοιπη Ευρώπη, θέλει συνήθως με αυγουστίνειο τρόπο τη φύση πεσμένη και διεστραμμένη. Οι Ευρωπαίοι, με τον Rousseau και στη συνέχεια με τον Διαφωτισμό, ξαναβρίσκουν λοιπόν μια θεμελιώδη πατερική θέση, αλλά ως διαμαρτυρία ενάντια στην Εκκλησία ή τη θεολογία της, διαμορφώνοντας μια ανθρωπολογία την οποία θεωρούν αθεϊστική (και η Εκκλησία επίσης την θεωρεί τέτοια), ενώ είναι χριστιανικότερη της εκκλησιαστικής. Το κακό δεν σταματά εδώ όμως. Χωρίς θεολογική αναφορά, η ανατίμηση αυτή της φύσης είδε μπροστά της ν' ανοίγεται ο θεωρητικός δρόμος του De Sade . Πράγματι ο τελευταίος δεν είναι παρά ένας βίαια αντιχριστιανός μαθητής του Rousseau , που αποκαλύπτει πως η φύση δεν διδάσκει μόνον την αρμονία αλλά και τη βία και τον φόνο. Η φυσική ζωή θα σήμαινε έτσι την δεξίωση και αυτών λοιπόν των «φυσικών» επιδόσεων, «πέρα απ' το καλό και το κακό», όπως θα ‘λέγε ο Nietzsche, ο οποίος αποτελεί και την κορύφωση του δρόμου που πήρε η Δύση με τον Rousseau , αντιπαλεύοντας τον Αυγουστίνο. Η φύση υπαγορεύει εν τέλει τη θέληση για δύναμη ως ύψιστο κριτήριο ζωής· έχω δείξει σε παλαιότερο βιβλίο μου (π. Ν. Λ., Η Κλειστή Πνευματικότητα και το Νόημα του Εαυτού. Ο Μυστικισμός της ισχύος και η αλήθεια φύσεως και προσώπου, β΄ έκδ., Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 1999) πως με τον τρόπο αυτό ο Nietzsche όχι μόνον δεν απομακρύνεται από τον Αυγουστίνο, αλλά υιοθετεί το βαθύτερο σχήμα σκέψης του τελευταίου: στη θέση της πεσμένης φύσης, που στον Αυγουστίνο κυριαρχείται απ' την αθάνατη και πνευματική ψυχή, τίθεται τώρα όλη αυτή η ανυπόστατη «πνευματικότητα», κυριαρχούμενη απ' τα ζωτικά φυσικά ένστικτα.

VI.  Αυτή είναι εν συντομία η πνευματική ατμόσφαιρα μέσα στην οποία γεννιέται ο νεώτερος θεωρητικός προβληματισμός περί του κακού στο χώρο της Γενετικής. Στα νεώτερα χρόνια η ανάπτυξη της ψυχολογίας και της κοινωνιολογίας προχώρησαν σημαντικά περισσότερο όλη αυτή την ορθολογική αναζήτηση του αιτίου του κακού μέσα στα όρια τα ίδια της ανθρώπινης φύσης και ποτέ έξω της. Ακολουθεί η αποδοχή του κακού ως στοιχείου της φύσης με την κατάλληλη «επιστημονική εξήγηση», ή τουλάχιστον η μερική απενοχοποίησή του. Απ' την πλήρη εξουδένωση της φύσης ως την υπό όρους αποδοχή της όμως το οντολογικό σκηνικό παραμένει αμετάβλητο: καμμιά ουσιαστική προοπτική δεν υφίσταται για την ελευθερία ως δυνατότητα μεταμόρφωσης αυτής της φύσης και όχι απλώς ως αποδοχής ή απόρριψης της.

Θέλω στο σημείο αυτό να εξετάσουμε σύντομα τρία πρόσφατα βιβλία τα οποία θέτουν το πρόβλημα του κακού στην προοπτική της Γενετικής του εξήγησης. Το πρώτο απ' αυτά είναι το βιβλίο του Robert Wright , The Moral Animal (1994). Στο βιβλίο του ο Wright θέτει υπό συζήτηση αυτό που αποκαλεί «ψυχολογία της εξέλιξης» με βιολογικούς όρους: τα πάντα εξηγούνται ως προερχόμενα από μια επιθυμία επιβίωσης των ανθρώπων που προσδιορίζεται ούτως ή άλλως από τη φυσική επιλογή. Συνεπώς, ελάχιστη γενετική βάση έχει η διάκριση καλού και κακού, ηθικού ή μη ηθικού: όσον αφορά στη σεξουαλική συμπεριφορά των γυναικών, λόγου χάρη, «συγκρατημένες» και πιο «ηθικές» είναι απλώς οι πιο σίγουρες για τον εαυτό τους, ενώ επιθετικές οι πιο ανασφαλείς. Ο στόχος όμως παραμένει ο ίδιος. Για όλες τις συμπεριφορές ισχύει το ίδιο. Η ηθικότητα έρχεται σε αντίθεση στην πραγματικότητα με την εξελικτική λογική, η οποία προσδιορίζεται αποτελεσματικά απ' τα γονίδια και το περιβάλλον. Αν ήμασταν σε θέση να το αποδεχθούμε αυτό, ισχυρίζεται ο συγγραφέας, θα διαθέταμε πολλή περισσότερη ανοχή και συγχωρητικότητα προς αλλήλους. Βεβαίως κάθε είδους αλτρουισμός ή ανιδιοτέλεια θα έπρεπε επίσης ν' αποδοθεί σε γενετικά προσδιορισμένη ανώτερη εξελικτική ιδιοτέλεια.

Το δεύτερο βιβλίο που θα εξετάσουμε είναι αυτό του Lyall Watson, Dark Nature : a Natural History of Evil (1996). Ο Watson υποστηρίζει πως η φύση είναι βαθύτατα μη ηθική, βρίσκεται πέραν του καλού και του κακού. Αυτό ακριβώς διαφαίνεται μέσα στον κόσμο των γονιδίων, τα οποία απλώς κάνουν οτιδήποτε για επιβίωση, ακολουθώντας κυρίως τις εξής μεθόδους: 1) Είναι εχθρικά προς τους ξένους, 2) Φιλικά προς τους φίλους και 3) Εξαπατούν όσο είναι δυνατόν. Όλη η ανθρώπινη συμπεριφορά κτίζεται στην πραγματικότητα με βάση τις αρχές αυτές, ισχυρίζεται ο συγγραφέας, αν και υπάρχουν και άλλες, μη εμφανώς βιολογικές αρχές, όπως ο αλτρουισμός, το μαρτύριο, η ασκητικότητα, οι οποίες δρουν και αυτές όμως με βουλητικούς κατά βάση σκοπούς, επιτρέποντας μια μικρή απλώς ανάδυση απ' το πέλαγος της φυσικής επιλογής, μια μικρή μα ουσιώδη διαφορά του ανθρώπου απ' τα ζώα. Τελευταίο
 είναι το βιβλίο του Β. Appleyard , In Brave New Worlds. Staying Human in the Genetic Future (1998). Στο βιβλίο του αυτό ο συγγραφέας αναμετράται μ' αυτό που αποκαλεί «γονοκεντρισμό» (genocentrism) και τολμά να θέσει το ερώτημα της ανθρώπινης ελευθερίας και ευθύνης αν τα πάντα σχεδόν στη συμπεριφορά προσδιορίζονται από γονίδια. Το πραγματικό ασυνείδητο, σημειώνει, έχει να κάνει μ' αυτήν την κρυφή εσώτερη δράση των γονιδίων εντός μας, τα οποία ακολουθούν τους δικούς τους βιολογικούς δρόμους, άσχετα προς τα ήθη και τις συνειδητές μας δήθεν επιλογές. Ο Appleyard θρηνεί για την πιθανότητα μιας πλήρους επικράτησης του «γονοκεντρισμού», πράγμα που θα επέτρεπε σαφώς ολοκληρωτικές λύσεις στο μέλλον, αλλά ταυτόχρονα δεν έχει να αντιπαραθέσει τίποτε σ' αυτόν.

VII.  Είναι φανερό πως μια σειρά οντολογικών και κυρίως θεολογικών ερωτημάτων εγείρονται πλέον ακόμη. Η Δύση βεβαίως παραπαίει ανάμεσα στην σύγχρονη πλήρη αποδοχή και την αρχαία της αυγουστίνεια και καλβινική πλήρη απόρριψη της φύσης, αλλά το ερώτημα στο οποίο η θεολογία δεν απαντά ακόμη είναι αυτό που αναφέρεται στην δυνατότητα μιας πραγματικής σχέσης της φύσης αυτής με τον άκτιστο Θεό. Αν ο Θεός διαθέτει άκτιστες ενέργειες δρων ως πρόσωπο και αν ο άνθρωπος επίσης ως πρόσωπο μπορεί με τις δικές του ενέργειες να δεξιωθεί τον Θεό, τότε η φύση μεταμορφώνεται, χωρίς να χάνεται, εξαφανιζόμενης κάθε αναγκαστικής φυσικής νομοτέλειας.

Τι είναι όμως το πρόσωπο; Και τι είναι η ελευθερία; Υπάρχει μια βιοχημεία της ελευθερίας; (Αν υπάρχει, δεν υπάρχει ελευθερία...). Που εδράζεται το πρόσωπο ή η ελευθερία μέσα στον άνθρωπο; Στην ψυχή του; Και τι είναι η ψυχή, όταν μάλιστα η ελληνική πατερική παράδοση έχει απορρίψει κάθε μεταφυσική έννοια της ψυχής, θεωρώντας την κατ' ουσίαν υλική; Έχουμε ακόμη πάρα πολλά πράγματι να μάθουμε ακόμη για τον άνθρωπο, ακριβώς διότι κατά την πατερική θεολογία ο άνθρωπος δεν είναι ένα δεδομένο ον αλλά ένα ον εν τω γίγνεσθαι, που δημιουργείται συνέχεια, και μόνον στα έσχατα θα μάθουμε τι τέλος πάντων είναι. Η μεγάλη συμβολή της Ορθόδοξης θεολογίας στην ανθρωπολογική αυτή απορία είναι ωστόσο πως μας έμαθε πως είναι αδύνατο να χωρίσουμε το περί ανθρώπου ερώτημα απ' το ερώτημα περί Θεού και πως μόνον η απάντηση σ' αυτό το τελευταίο προοιωνίζεται και την απάντηση στο πρώτο.

οι υπογραμμίσεις δικές μου

Πηγή: Περιοδικό "Σύναξη", τεύχος 95, Απρ - Ιουν 2005

Σάββατο 19 Ιανουαρίου 2013



άκουγε κάθε μέρα
εμβατήρια
ήθελε τον πόλεμο στη ζωή του
ήθελε το αίμα

δάγκωνε τα χείλη του
φοβόταν πως θα πέθαινε γέρος
φοβόταν πως θα τον αγαπούσαν πολύ
φοβόταν πως περιείχε φως

άκουγε κάθε μέρα
ιαχές και κρόταλα
έκλεινε στο παρεκκλήσι της καρδιάς του
όσα απέμεναν ακόμα ζωντανά
να τον κρατούν στον εαυτό του
κι ύστερα
ξεχυνόταν στους λειμώνες
των άηχων μεταμορφώσεων

άκουγε
κάθε μέρα τον εαυτό του
να του μιλά
για το βαθύ κρεβάτι του θανάτου
και μαυλιζόταν
και ριγούσε από ηδονή...

ονειρευόταν
πως δεν ονειρευόταν πια...

ένα πρωινό
στεκόταν ξανά
στην κορυφή του εαυτού του
μόνος
όπως πάντα

είδε μακριά
το αχνοφέγγισμα
μιας αλλιώτικης αυγής
ερχόταν στ'αυτιά του
μια μελωδία παράξενη
κι ένα τραγούδι
παιδικές φωνές
και γέλια
και πειράγματα
η μαρτυρική ψευδαίσθηση
της ευτυχίας...

δάκρυσε
ως τα μύχια του είναι του

και είπε
ν'αγνοήσει
τον ίλιγγο της πτώσης...




Μάι2012



Das blaue Zimmer.

Τετάρτη 16 Ιανουαρίου 2013



ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΟΛΙΤΗΣ

Σονέτο ποιητικῆς

Στὴν ποίηση ντρεπόμαστε τὴ γύμνια,
γιατὶ ξεγυμνωθήκαμε ἀπ’ τὸν ὄφι
ἅπαξ καὶ διὰ παντός. Γίνανε γνόφοι
οἱ ξαστεριὲς καὶ βέβηλα τὰ τίμια.

Κατασπαράζουμε ἔννοιες σὰν ἀγρίμια.
Στὸ βάθος στέκουν λόφοι κι ἄλλοι λόφοι,
ἐνῶ στὴ φαντασία φιλοσοφικὰ 
μπλέκει ἡ ἀρχοντιὰ μὲ τὴν ταπείνια.

Στὴν ποίηση σφραγίζουμε φακέλους,
νὰ τοὺς κληρονομήσουν οἱ ἀπογόνοι
κι ἀφοῦ τοὺς ἀπαλλάξουν ἀπ’ τὴ σκόνη,
νὰ τοὺς θαρροῦν σταλμένους ἀπ’ ἀγγέλους.

Μὰ σὰν ἰχνοπατούσαμε τὸ χιόνι,
δὲν ἤμασταν Ποιητές, ἀλλὰ δαιμόνοι.


πηγή: Τα τετράδια του Ελπήνορα, τεύχος πρώτο, χειμώνας 2009-2010

Δευτέρα 14 Ιανουαρίου 2013


Είμαστε…


-Είμαστε στα πόδια των θεών,
μέσα στην οργή και στην έκσταση γεννιόμαστε,
πονάμε μαζί,
μα λατρεύουμε χώρια.

-Είμαστε μια μνήμη του ουρανού τη στιγμή που έπεφτε,
στο γήρας της ανάσας ο πόθος,
στην κόλαση του παραδομένου η αλήθεια που βιάστηκε χαστουκίζοντας το όνειρο.

Η αγάπη ψελλίζοντας στην ανομία.
Ο θάνατος κρατώντας την υποταγή.
Το ύψος στο θαύμα καθώς σκύβει.
Η νύχτα στεγνή στην ακαμψία της μέρας.
Το βήμα μετέωρο στο άγγιγμα της πέτρας.
Στο ορατό ψέμα η αόρατή μας πραγματικότητα.

-Είμαστε αυτό που ξέβρασε η φθαρμένη όψη της εξορίας στο νεκρό ήχο,
στο πέλμα πριν απλωθεί στου γκρεμού το θάμπος,
την ώρα που το χέρι την πληγή του έρωτα άπλωνε στον ορίζοντα.

-Το σίδερο άνθισε στην παλάμη μου…


Βενετία Μακρυνώρη (Vennis Mak) Ερώτων Ύψιστη Αρχή, 2012

Τρίτη 8 Ιανουαρίου 2013

Hobbit... το ταξίδι μόλις άρχισε!





Θυμάμαι πολύ καλά εκείνη την ημέρα. Είναι από τις στιγμές που δεν μπορεί να λησμονήσει εύκολα κανείς. Γιατί υπάρχουν, ευτυχώς ή δυστυχώς και αυτές οι στιγμές. Που ξέρεις πως για κάποιο λόγο θα σε ακολουθούν για πάντα. Η μέρα που πρωτοαντάμωσα τον «Άρχοντα των Δαχτυλιδιών». Τον… κρατούσε στα χέρια του ο φίλος και συνάδελφος Δημήτρης και τον μελετούσε σχεδόν με ευλάβεια στο κυλικείο της Σχολής στην Πάτρα. Στα παλιά και ωραία –ελαφρώς εξωραϊσμένα έστω – φοιτητικά χρόνια. Ο Δημήτρης ήταν από τους ανθρώπους που μπορούσαμε να μιλήσουμε για πράγματα διαφορετικά, ‘παράξενα’, ‘αλλόκοτα’…  Θυμάμαι κάποιες αξημέρωτες βραδιές στον περίφημο μόλο, στο λιμάνι της Πάτρας, άνοιξη ή φθινόπωρο που καθισμένοι σε ένα παγκάκι ή σε δυο καρέκλες, αναλύαμε, συζητούσαμε, χανόμαστε σε άλλους κόσμους, σε άλλα στερεώματα… κι άντε μετά να προσγειωθείς το πρωί στα μπετά και τα σίδερα… αλλά ας ξαναγυρίσω στο θέμα…

Δεν είχα ιδέα τι συνέβαινε με τούτον τον Τζ.Ρ.Ρ. Τόλκιν και το σύμπαν που είχε επινοήσει και δεν το χωρούσαν ούτε οι ογκώδεις τόμοι που είχαν εκδοθεί.
-Τι διαβάζεις; τον ρώτησα και αμέσως έπεσε το μάτι μου στο πολύχρωμο εξώφυλλο.
-Κάτι που σίγουρα εσένα θα σε ενδιαφέρει, μου είπε ο Δημήτρης και αφού έκλεισε το βιβλίο, άρχισε να μου μιλάει για την Μέση Γη, τους νάνους και τα ξωτικά, τα Χόμπιτ, τον Γκάνταλφ, την Μόργκουλ και το Μάτι που δεν κοιμάται ποτέ, την Άργουεν και τον μυθικό της τόπο, την Ρίβεντελ… τις περιπέτειες μιας συντροφιάς που λίγο έλειψε να μας ξελογιάσει τόσο ώστε να χάσουμε εκείνη την ώρα του Σκυροδέματος που… δεν είχε καμιά γοητεία, καμιά άλλη διάσταση, κανέναν άλλο ορίζοντα.
Ομολογώ δεν πήρα και τόσο στα σοβαρά πάντως εκείνη την μέρα όσα μου αφηγήθηκε με την ξεχωριστή δεινότητά του ο φίλος μου. Όμως, ο σπόρος είχε πέσει σε γόνιμο έδαφος και δεν άργησα να προμηθευτώ κι εγώ τον πρώτο τόμο της θρυλικής τριλογίας. Και ύστερα… δεν μπορούσα πια να κάνω πίσω… Unexpected Journey και για μένα…

Τούτα συνέβησαν δεκαετίες πίσω, τότε που ούτε φανταζόμουν καν πως θα έρθει η στιγμή που ένας τόσο ταλαντούχος σκηνοθέτης όπως ο Peter Jackson θα αναλάμβανε το τιτάνειο έργο να μεταφέρει στη σκηνή τον γαλαξία αυτό των κόσμων του Τόλκιν. Ένα εγχείρημα που όταν το πρωτόδα με την καρδιά μου να χτυπάει έντονα καθηλωμένος στη θέση μου στο σινεμά, δεν το πίστευα! Ήταν τόσο δυνατά τα συναισθήματα και ας είχαν περάσει τόσα πολλά χρόνια από την στιγμή που είχα ανταμωθεί με τους ήρωες της κοσμο-μυθολογίας του Τόλκιν! Ηταν σα να έκανα μια εισβολή σε μια άλλη διάσταση…
Μάλλον… εκείνη έκανε έφοδο σε μένα!

Δεν είμαι αντικειμενικός κριτής και δεν με απασχολεί να γίνω ποτέ κάτι που δεν μπορώ. Είναι όμως πανθολογούμενο ότι η πρώτη τριλογία, αυτή του ‘Άρχοντα’ ήταν ένας θρίαμβος. Ένα αληθινό έπος, μια παγκόσμια γιορτή που συγκίνησε εκατομμύρια ανθρώπων… και ο κινηματογράφος δικαίωσε απόλυτα την αποστολή και το όραμα των όποιων δημιουργών του και εμπνευστών του, έκανε την υπέρβαση μάλιστα, καθόλου υποκειμενικό αυτό, απόλυτα πραγματικό. Γιατί ακόμη κι αν δεν σε ενθουσιάζει όλο τούτο το γιορτάσι που έχει στήσει ο Τζάκσον δεν μπορείς παρά να θαυμάσεις την τεχνική αρτιότητα, την μυθική φωτογραφία, την εκπληκτική και συνεχή δράση, την προσοχή σε κάθε λεπτομέρεια, το εσωτερικό βάθος των ηρώων, την τρυφερότητα με την οποία τους ‘αγγίζει’ η κάμερα…
Ίσως γι’αυτό και για την τεράστια εισπρακτική επιτυχία αποφασίστηκε να γυριστεί και η τριλογία του Χόμπιτ… μια τριλογία που θεματικά προηγείται του Άρχοντα και πιστεύω πως όλοι –όσοι είναι fans τουλάχιστον - είχαν την αγωνία αν και αυτό το εγχείρημα με το βάρος της επιτυχίας του πρώτου, θα δημιουργούσε ανάλογα ρίγη και θα έφτανε τον πήχη που ήταν ήδη πολύ ψηλά.

Τολμώ να πω ότι κι εγώ με τον ίδιο μικρό σκεπτικισμό ξεκίνησα να βλέπω την ταινία και πολύ γρήγορα και τα ίχνη από τα όποια σύννεφα διελύθησαν. Η ταινία του Τζάκσον, αρχή μιας νέας τριάδας, αποτελεί ξανά ένα νέο έπος. Πέρα από τα νέα τεχνικά χαρακτηριστικά που συναρπάζουν περισσότερο τους πολύ νέους θεατές, το κινηματογραφικό αποτέλεσμα είναι μεγαλειώδες, η αφήγηση ζωντανή και σπαρταριστή, τα ευρήματα και οι επινοήσεις συνεχείς, η αποτύπωση των πολλαπλών κόσμων του Τόλκιν συγκλονιστική. Έχει γίνει δουλειά ‘χειρουργική’ σε όλες τις λεπτομέρειες ενώ και οι ίδιοι οι ηθοποιοί που έχουν πια την εμπειρία της πρώτης τριλογίας κινούνται με μεγαλύτερη άνεση, αποτυπώνουν ως και τους μορφασμούς στα πρόσωπά τους με αυτοπεποίθηση. Αλλά και οι νέοι που μπήκαν στη συντροφιά στέκονται επάξια δίπλα στους παλιούς.

Διάβασα κριτικές που είναι κόντρα στον δικό μου ‘παιδιάστικο’ ενθουσιασμό και οι περισσότερες εστιάζονται ακριβώς εκεί. Πως η ταινία απευθύνεται σε 15χρονα και πως δεν προσέφερε τίποτε το καινούργιο… προσωπικά δεν έχω κανένα πρόβλημα που ο… 15χρονος –για να μην πω 12χρονος – εαυτός μου ζει και ανασαίνει ακόμα και ενθουσιάζεται και συναρπάζεται… αν πρόκειται να ενοχοποιηθεί ο Τζάκσον που δεν απευθύνεται σε κουρασμένους, πληκτικούς και καταθλιπτικούς ‘ενήλικες’, μπράβο του και συγχαρητήρια!

Η προσωπική μου ματιά και πολλοί από εσάς που μου κάνετε την μεγάλη τιμή να διαβάζετε όσα γράφω από τούτα τα ιστολόγια, μοιάζει λίγο με τη γνωστή ρήση του Αριστοτέλη για τα Ελευσίνια Μυστήρια «ου μαθειν τι αλλά παθείν και διατεθείναι»

Βλέπετε, η μαγεία δεν απευθύνεται στον δικτάτορα νου που μονίμως αντιδρά αλλά στην καρδιά που μπορεί να αφεθεί για να πάθει… και μετά ο νους να ΄μάθει’


Ένα πολύ ωραίο αφιέρωμα από τον Γιώργο Κόκουβα στο in2life

 Ενδιαφέρουσα η βιογραφία για τον Τόλκιν από τη Νέα Ακρόπολη  

Αξιόλογο και το σύντομο κείμενο για τον Τόλκιν στο ιστολόγιο Ψυχής Γρατζουνιές

(σημ: όλες οι φωτογραφίες, εκτός από την πρώτη, είναι στιγμιότυπα που επέλεξα από την ταινία The Hobbit, An Unexpected Journey)

Τόλκιν – Ο Άρχοντας της Μέσης Γης

Ντοκιμαντέρ


κλικ στην εικόνα για μετάβαση στο ντοκιμαντέρ

Δευτέρα 7 Ιανουαρίου 2013

Αποχαιρετώντας...



Δεν είναι εύκολο, καθόλου εύκολο κάτω από τα μαύρα σύννεφα ενός θανάτου να γράψει κανείς οτιδήποτε… νιώθω όμως ότι χρωστάω δυο λόγια απλά, σε αυτό τον ωραίο άνθρωπο, το Νίκο Γιαννούκο, το σύζυγο της Λίτσας Λεμπέση, που τον γνώρισα μόλις το 2010. Που ναι μεν είχε συμπληρώσει εννιά δεκαετίες ζωής αλλά το τέλος του ήταν μάλλον απρόβλεπτο και ‘άγριο’… και συντομεύτηκε, αισθάνομαι από την ελεεινή κατάσταση των ελληνικών ‘κασονομείων’ που αντιμετωπίζουν τους υπέργηρους ανθρώπους ως βάρη περιττά και ως… πορτοφόλια βέβαια που καλό είναι να ανοίξουν διάπλατα για να κάνουν Χριστούγεννα και πρωτοχρονιά οι διάφοροι… τέλος πάντων… κάποια άλλη φορά αυτά…
Το Νίκο Γιαννούκο, ‘κυρ Νίκο’ όπως τον έλεγα, τον γνώρισα μέσα από την συνεργασία που είχα για ένα διάστημα με την Λ. Λεμπέση. Ένας άνθρωπος που αμέσως έκανε αισθητή και φωτεινή την παρουσία του γιατί δεν του έλειπε ο σαρκασμός και ο αυτοσαρκασμός, τα συνεχή πειράγματα, τα αστεία και η κωμώδηση των πάντων… ακόμα και των ‘σοβαρών’ και ‘σκοτεινών’… είχαμε αναπτύξει πολλές συζητήσεις, φιλοσοφικές, πολιτικές… πάντα πρόθυμος και ευδιάθετος, μου έλεγε τις εμπειρίες του από την κατοχή και τον εμφύλιο που τον βρήκε στρατευμένο, την κατάσταση της Ελλάδας εκείνων των 'πέτρινων' χρόνων και χίλια δυο άλλα που ρουφούσα σαν σφουγγάρι. Γιατί ο τρόπος του ήταν γλυκύς και η αφήγησή του ενδιαφέρουσα και κάποιες φορές συναρπαστική.
Σκέφτηκα πολλές φορές να του ζητήσω να τον ηχογραφήσω στις αφηγήσεις του από όσα έζησε ιδιαίτερα στα χρόνια της κατοχής και λίγο μετά, με τον δικό του, ζεστό τρόπο… είχα ετοιμάσει και τον recorder στο μυαλό μου… μονάχα που η γνωστή… ακηδία αυτών των ενεργειών που έρχεται μαζί με το ‘άστο, άλλη φορά, έχουμε καιρό’ μετατρέπει την εμπειρία σε άγχος που μάλλον τελικά θέλεις να αποφύγεις… μικρή ίσως σημασία έχουν όλα αυτά… ο κυρ Νίκος έζησε μια γεμάτη ζωή, πλούσια και ενδιαφέρουσα, αυτό έχει σημασία…
Και τώρα που θα λείψει πολύ ο αγαπημένος σύντροφός της, η Λίτσα Λεμπέση θα δοκιμαστεί όσο ποτέ, είναι βέβαιο… γιατί τα χρόνια ήταν πάρα πολλά, ασύλληπτο για μένα να έχεις κλείσει μισό αιώνα ζωής πλάι σε έναν άνθρωπο… και όχι μόνο τα χρόνια ήταν πολλά… και όλα όσα βιώθηκαν, όλα όσα πλέον θα περνούν από το μυαλό της και θα την φορτίζουν…
Αποχαιρετώντας έναν ωραίο άνθρωπο δεν αρμόζουν μίζερες σκέψεις. Μονάχα το ανάστημα ορθωμένο, το βλέμμα στον ορίζοντα, η καρδιά να χτυπάει δυνατά και η σκέψη ρωμαλέα και απείθαρχη να τα γκρεμίζει όλα και να τα χτίζει απ’την αρχή…
Και να μην αφήνει ίχνη... ούτε εκκρεμότητες...