Πέμπτη 4 Ιουλίου 2019

Όχι για πολύ ακόμα


Κανένας δεν μάς περίμενε αδελφέ μου στις Σκαιές Πύλες.
Υπήρχε μια ιδιαίτερη ησυχία σε τούτο τον τόπο της αναχώρησης. Μια ησυχία που ορίζουν ο χρόνος και η απουσία χρόνου.
Ο ουρανός ήταν εχθρικός, σκοτεινός και λάβρος.
Είχες ένα βλέμμα γλυκό, παιδικό, ήρεμο. Δεν σε ενοχλούσε εσένα ποτέ ό,τι γινόταν έξω. Δεν έδωσες ποτέ σου σημασία στις μεταβολές της φύσης, στα παιχνιδίσματα του ανέμου, στα ερωτικά καλέσματα της θάλασσας. Δεν μπορούσε εύκολα να σε ξεγελάσει τίποτε που οι αισθήσεις μακαρίζουν και οι οφθαλμοί ερωτεύονται. Το παλίμβουλο της φύσης φρόνημα εσένα δεν σε άγγιξε ποτέ.
Ήξερες πως όλα βρίσκονται μέσα μας. Ήξερες πως ό,τι δεχόμαστε και ό,τι αρνιόμαστε, ό,τι ονοματίζουμε και ό,τι αποσιωπούμε, ό,τι χαρίζουμε κι ό,τι μάς δωρίζουν είναι μικρές ψηφίδες σε ένα παλίμψηστο που κάποτε θα διαβρωθεί, θα σπάσει, θα χαθεί. Για πάντα.
Σε κρατούσα από το χέρι σα να ήσουν μικρό παιδί. Κι εσύ δυσφορούσες και με άφηνες. Ήθελες να περπατήσεις μόνος σου, ήθελες να τρέξεις σε τούτα τα λιγοστά τελευταία μέτρα ως το Μεγάλο Κατώφλι. Μα εγώ δεν μπορούσα να σε αφήσω και σ’έπιανα πάλι. Αιχμάλωτο για πάντα σε ήθελα, δικό μου κι αυτό ποτέ σου δεν μού το συγχώρησες.
Και σε τούτες τις φοβερές πύλες δεν μάς περίμενε κανείς.
Ολόγυρα ένα σκληρό, αμείλιχο τοπίο. Ένα τοπίο αγέλαστο, πανάρχαιο, σιωπηλό.
Ανάσαινες βαριά τώρα κι ένιωσα την καρδιά μου να σφίγγεται. Τι ερχόταν τώρα; Τι μάς περίμενε; Μα για τα όσα άφηνες πίσω σου είχες προ πολλού αδειάσει την ψυχή σου και δεν ενδιαφερόσουν. Ούτε για μένα πια ενδιαφερόσουν καθώς το βήμα σου γινόταν ολοένα και πιο ανυπόμονο. Ήθελες να γνωρίσεις τι συμβαίνει, ήθελες να ψηλαφήσεις το αναπόδραστο, να κοινωνήσεις το αιώνιο. Η ψυχή μου ζήλεψε την αγέρωχη στάση σου, το γενναίο σου πνεύμα. Δεν ήσουν εσύ που φοβόσουν, εγώ ήμουν.
Σαν φτάσαμε κάτω απ’τις Πύλες άρχισε να πνέει ένας παράξενος, ζεστός άνεμος. Δεν έκανες καμιά κίνηση να προστατευτείς. Γύρισες μονάχα και με κοίταξες για μια στιγμή μού άφησες το χέρι και προχώρησες. Νόμιζα πως θα διαλυθώ σε όλα μου τα εκατομμύρια κύτταρα από τούτο τον αποχωρισμό μα σε κοιτούσα στέρεος ακόμα και όρθιος να διαβαίνεις θαρρετά το πιο φοβερό κατώφλι της Ύπαρξης.
Λίγο πριν σε χάσω μέσα στο στροβιλισμό αυτού του λίβα που κατέκαιε το πρόσωπό μου, γύρισες και με κοίταξες ξανά, για στερνή φορά. Δεν μού χαμογελούσες, δεν είπες τίποτα. Κι ύστερα χάθηκες μέσα στο πέρασμα που οδηγεί τα ανθρώπινα πλάσματα από το μερικό στο Όλο και από το πολλαπλό στο Εν…
Έμεινα κάμποση ώρα, δεν ξέρω πόση, ακίνητος και περίμενα… δεν ήξερα τι… πού να γυρίσω, είπα, πού να πάω… σκέφτηκα να κινήσω κι εγώ μπροστά, να σ’ακολουθήσω, να χωθώ κι εγώ μέσα στην νεκροδίνηση αυτή που μαινόταν ολόγυρα μα σιγά σιγά έπαυε.
Έκλεισα τα μάτια και με την απόφαση να πυργώνεται μέσα μου έκανα ένα βήμα μπρος… κι άξαφνα μια τρομερή δύναμη με τίναξε προς τα πίσω και βρέθηκα ξαπλωμένος πάνω σ’αυτό το ξερό, άνυδρο χώμα.
Άρχισε να βρέχει… ένα γκρίζο, βρομερό ψιλόβροχο… οι σταγόνες πέφταν στο κεφάλι και στα χέρια και με έκαιγαν…
Σηκώθηκα, γύρισα το σώμα μου αργά και πήρα το δρόμο της επιστροφής…

Όχι για πολύ αδελφέ μου, είπα μέσα μου…
όχι για πολύ ακόμα…



Time Gate

Τετάρτη 3 Ιουλίου 2019


Περιπατητής σε δρόμους αχάρακτους
σύντροφοι τα ξωτικά της φαντασίας.
Ξέρω θα μου πείτε
τα πλουμιστά εμπορεύματά σας
φαντάζουν διαλεχτά.
Όμως στις παράγκες του κόσμου ξεθωριάζουν.
Δεν τα χρειάζομαι.
Αφήστε με ήσυχο νʼ ανησυχώ.
Αντώνης Στασινόπουλος, "Ανήσυχος".
(Ο ποιητής, αναρχικός κι επαναστάτης Αντώνης Στασινόπουλος (1957- 2015), γεννήθηκε και πέθανε στην Πάτρα, επιδιώκοντας με την κοινωνική και ποιητική του ζωή την υπέρβαση κάθε προσωπείου. Μοναχικός, παρά τη σχέση ζωής με τη σύντροφό του και τους ακλόνητους φίλους που στάθηκαν στο πλευρό του, απλός μα ασυμβίβαστος, εξέφρασε με την ποίησή του τον μόχθο του ανθρώπου απέναντι στο Tέρας του κράτους που ο ίδιος δημιούργησε. Η ιδανική πόλη είναι γιʼ αυτόν μια πόλη «αγέννητη» με «σάλπιγγες να ηχούν το τέλος του πολέμου». Μια τέτοια πόλη, όμως, δεν υφίσταται στο παρόν, αφού ο πλανήτης τυλίγεται με ένα «γκρι φόντο». Παρά τις πληγές και τη μοχθηρία του κόσμου που σήκωσε στις πλάτες του, ο ποιητής δεν είναι απαισιόδοξος. Αγκαλιάζει το σύμπαν γύρω του «φτιάχνοντας κύκλους» ζωής κι ευελπιστώντας για το «σπόρο» που θα μείνει πίσω για τις επόμενες γενεές. Αγκαλιάζοντας τα «παιδιά-ποιητές» του μέλλοντος και τους κατατρεγμένους, η ποίηση του Αντώνη Στασινόπουλου κυοφορεί το βρέφος μιας ουτοπικής αλλαγής).

Αναδημοσίευσα από: 
CHEFGUEVARA ANTINOUS
https://mewe.com/myworld 

Δευτέρα 1 Ιουλίου 2019


Έζησα κοντά στους ζωντανούς ανθρώπους
Κι αγάπησα τους ζωντανούς ανθρώπους
Όμως ή καρδιά μου ήταν πιο κοντά
Στους άγριους άρρωστους με τα φτερά
Στους μεγάλους απεριόριστους τρελλούς
Κι ακόμα στους θαυμάσια πεθαμένους


Μίλτος Σαχτούρης, "Έζησα κοντά".
(Μνήμη Γιώργου Μακρή).