Τετάρτη 28 Δεκεμβρίου 2016

ἐπί νάπῃ ἀδιαβάτῳ…



Η αλήθεια έκρυψε στην αγκαλιά της το Μεγάλο Φονικό και το προστάτεψε όπως η μητέρα το θηλάζον βρέφος.
Χωρίς τις λευκές ημέρες να το απειλούν.
Με αθέατο το αίμα.
Λυπόταν όμως ακόμα και τα ελάχιστα ίχνη ελπίδας είναι πολύτιμα.
Εκείνος που οφείλει να ακολουθήσει θα διαβεί το σκοτεινό δρυμό. Αφύλαχτος, απαθής, αθώος.
Και ο ερχομός του έχει την αξία του νερού στην έρημο.
Και του ασπασμού του εραστή στα διψασμένα χείλη του ερωμένου.
Ως και ο ουρανός γονατίζει για να το υποδεχθεί.
Σιωπηλός και φρόνιμος.
Εκείνος που αναμένεται θα διαβεί το σκοτεινό δρυμό και η αποστολή του είναι η δυσκολότερη που περιέχουν οι πρώτες αφηγήσεις και τα λόγια των παλαιών.
Ό,τι απέμεινε από τη σοφία τους κινδυνεύει να χαθεί μέσα στο αρχαίο δάσος αν εκείνος που αναμένεται αποκλειστεί, δεν περάσει.
Και η αλήθεια τον περιμένει.
Και θωπεύει το δόρυ που θα τον διατρήσει.
Και βρεφουργεί το βλέμμα που θα τον αλώσει.
Ο ερχόμενος θα το αναγνωρίσει.
Όμως μονάχα την ύστατη στιγμή.
Θα είναι αργά γι αυτόν.
Θα γείρει και το αίμα του θα ρεύσει από τις πρησμένες φλέβες για να δώσει ζωή ξανά στο καθεύδον σώμα.

Όμως θα απλώνεται πάντα πίσω του το δάσος.

Για ό,τι γεννιέται και πεθαίνει μέσα σ’αυτό δεν υπάρχουν αφηγήσεις.

Υπάρχει μόνο το ειναιικό όνειρο της α-νόητης καθόδου της Ύπαρξης.

Κι αυτό δεν μοιράζεται…

Σάββατο 24 Δεκεμβρίου 2016

Η Δίψα...


Ο απογευματινός περίπατός τους είχε καταλήξει στην κορυφή του λόφου, στα χαλάσματα του παλαιού κάστρου. Από δω η θέα αληθινά έκοβε την ανάσα. Μπροστά τους απλωνόταν ένας ορίζοντας γεμάτος από θαύματα. Κάτω απ’τα πόδια τους η χώρα με τα ευγενικά της σπίτια. Πιο κει το μικρό λιμανάκι με τις λιγοστές βάρκες. Πέρα η θάλασσα απλωνόταν όσο τολμούσε να την μετρήσει το βλέμμα. Κάπου στο βάθος μια σκιά. Βουνοκορφές. Ένα νησί που ίσα διαγραφόταν. Φαινόταν μακρινό, σαν ψεύτικο.

Κάθισαν σιωπηλοί στις πέτρες του ερειπωμένου κάστρου και πάλεψαν να κλείσουν στη ψυχή τους τη μαγεία της στιγμής. Δύσκολο να χωρέσεις τόση ομορφιά. Νομίζεις πως δεν την αξίζεις και μόνο που τη θαυμάζεις.

Η αύρα που ερχόταν από δυτικά ήταν ψυχρή όμως κρατούσε ακόμα η ζέστη της ημέρας. Το χώμα ήταν θερμό, χάιδευε το χέρι σαν έλαιο ακριβό.

Εκείνος πήρε στη χούφτα του λίγο και το μοιράστηκε μαζί της. Χαμογέλασαν.

«Θυμήθηκα τώρα που ανεβαίναμε το μονοπάτι για το κάστρο ένα παλιό σου κείμενο», του είπε κάποια στιγμή εκείνη. «Δεν ξέρω γιατί. Ήταν για τη Δίψα, την Ευελιξία και το Βλέμμα. Θυμάμαι πόσο πολύ με είχε κεντρίσει αυτό το κείμενο. Ήταν στις αρχές της γνωριμίας μας», συμπλήρωσε και τον κοίταξε.

«Ναι, το θυμάμαι», της απάντησε.

«Πιάσαμε τότε να το αναλύουμε όμως μείναμε μονάχα στις βασικές γραμμές. Μου είπες πως δεν έπρεπε ακόμα να εμβαθύνουμε. Πως θα το συνεχίζαμε μετά από καιρό, όταν θα ερχόταν η ώρα. Νομίζω πως είχα πειραχτεί τότε. Πίστεψα πως δεν με θεωρούσες έτοιμη να το μοιραστείς μαζί μου»

«Όχι ακριβώς. Διαφορετικά δεν θα στο έδινα. Απλά δεν είχε έρθει η κατάλληλη στιγμή να το αναπτύξουμε. Όσα θα λέγαμε θα έμοιαζαν ακατάσχετη φλυαρία. Από τότε όμως άλλαξαν πολλά»

«Άρα σήμερα μπορούμε να το ξαναπιάσουμε;», τον ρώτησε και τον κοίταξε σαν μικρό παιδί που περιμένει ανυπόμονα. Την κοίταξε κι εκείνος.

«Τώρα νομίζω πως μπορούμε να πιάσουμε οτιδήποτε», της απάντησε χαμογελώντας και της χάιδεψε τα μαλλιά.
«Ωραία. Ξεκινάω εγώ λοιπόν!», είπε εκείνη με ενθουσιασμό. «Ξέρω πως αναφέρεις αυτά τα τρία σαν άξονες… σαν βασικούς άξονες στην πνευματική αναζήτηση… αν το λέω σωστά… μαζί και σαν τρεις κρίκους αρμοζόμενους… κι οι τρεις δημιουργούν κάτι σαν τρίγωνο από κύκλους… κάπου αλλού τους αναφέρεις – αυτό το σχήμα με παραξένεψε περισσότερο να σου πω την αλήθεια – σαν τρεις αθλητές στη σκυταλοδρομία… ο ένας αφήνει την σκυτάλη για τον επόμενο… αλλά με μια βασική διαφορά… κι αυτή για να πω την αλήθεια, δεν μπορώ να την ανακαλέσω τώρα», είπε και δεν μίλησε άλλο»

«Καλά τα θυμάσαι», άρχισε να της λέει εκείνος. «Η διαφορά είναι πως οι αθλητές αυτοί δεν τρέχουν σε ένα στίβο, γραμμικά, ο ένας μετά τον άλλο. Τρέχουν για να παραδώσουν τη σκυτάλη και επιστρέφουν για να την παραλάβουν ξανά. Συνεργάζονται σε μια αέναη σκυταλοδρομία σε πολλαπλά επίπεδα. Δεν σταματούν ποτέ. Κι ο καθένας δεν είναι ίδιος με τους άλλους. Δεν είναι τρεις όμοιοι αθλητές. Είναι πολύ διαφορετικοί. Στο χρόνο, στο χώρο, στις ποιότητες, στη δράση. Όλη τούτη την κίνηση δεν μπορεί να την κατανοήσει εύκολα παρά μονάχα όποιος έχει διανύσει πολλά χιλιόμετρα στην Ατραπό κι έχει δοκιμαστεί σκληρά από αποτυχίες και χτυπήματα. Απογοητεύσεις και διαψεύσεις. Είναι μια σύνθετη κίνηση που ένας νέος στην περιπέτεια της Γνώσης την αισθάνεται απλά σαν συνεχή θόρυβο, σαν άσκοπη φασαρία εντός του. Γι αυτό δεν προχωρήσαμε πολύ τότε. Θα ήταν άγονο και δεν θα σε βοηθούσε καθόλου. Όλα αυτά τα χρόνια όμως διάβασες και σκέφτηκες πολύ. Μιλήσαμε πολύ και εργάστηκες περισσότερο. Τώρα ακολουθείς το δρόμο σου και δεν έχεις ανάγκη κανέναν», είπε και πήρε λίγο ακόμα χώμα στα χέρια του.

Εκείνη έμεινε για λίγο σιωπηλή.

«Όμως, όλα ξεκινούν από τη Δίψα. Σωστά;»

«Βέβαια», συμφώνησε αμέσως εκείνος. «Η Δίψα είναι η πρωτογενής ανάγκη της ύπαρξης να λάβει τις συντεταγμένες της. Όσο δεν τις έχει, τόσο εκείνη μεγαλώνει, γίνεται βασανιστική, μαρτυρική. Σε σάρκα και πνεύμα. Στο συναίσθημα και στο όνειρο. Στην αγωνία και στην καθημερινή ζωή. Στις σχέσεις και στη μοναχικότητα. Στην ποίηση και στον πόλεμο. Παντού. Η Δίψα δεν ικανοποιείται με τίποτα όσο η ύπαρξη είναι χωρίς συντεταγμένες. Οι μεγαλύτερες επιτεύξεις δεν αρκούν για να τη σβήσουν. Μοιάζει όλο τούτο με τη δίψα του σώματος αλλά είναι πολύ βαθύτερη, μεγαλύτερη, αρχαιότερη. Και φυσικά γεννά το καλό και το κακό μέσα μας. Γεννά τα πάντα. Τους θεούς και τους δαίμονες. Την ιστορία και το χρόνο. Τις μεγάλες ανακαλύψεις και τους φόνους. Τα θαύματα και τις μικρότητες. Όλα τα γεννά εκείνη και παραμένει ενεργή. Ό,τι κι αν κάνει ο άνθρωπος για να την εξευμενίσει. Αν δεν κατανοήσει κανείς τι είναι η Δίψα, δεν μπορεί να κατανοήσει τίποτε. Ή σχεδόν τίποτε. Δεν μπορεί, για παράδειγμα να κατανοήσει τη δράση των αρχέγονων εκείνων ενεργειών που οι έλληνες ονόμασαν θεούς –κι οι έλληνες δεν είχαν δώδεκα αλλά χιλιάδες θεούς. Όσα φαίνονται παράλογα και γελοία για τον αμύητο, για τον μυημένο της αρχαιότητας ήταν ξεκάθαρες δράσεις. Ενεργειακές εναντιοδρομήσεις και πολύρροπες και πολύτροπες που μοιάζουν με ωκεανό μέσα στον οποίο όλοι γεννιόμαστε και όλοι πεθαίνουμε. Ωκεανό ενεργειών και δυνάμεων που μας χτυπούν απ’όλες τις μεριές. Όπως τα κύματα. Αν φανταστεί κανείς τον εαυτό του σε μια θάλασσα και σε σημείο που το χτυπούν όλοι οι άνεμοι ταυτόχρονα, ίσως εικονίσει μέσα του το γεγονός. Όλα αυτά είναι γεννήματα της Δίψας. Κι ό,τι ακριβώς διψά στο σύμπαν, διψά και μέσα του».

«Κι εκεί ακριβώς δρα η Ευελιξία;»

«Η Ευελιξία δεν είναι απλώς η σθεναρή ‘παθητική’ αντίστασή μας για να μην μας καταπιεί η Δίψα. Είναι ολόκληρος ο οπλισμός μας. Ό,τι έχουμε και δεν έχουμε για να πολεμήσουμε κάτω απ’τα τείχη της Τροίας. Μπορεί ο πόλεμος να μοιάζει μάταιος και δέκα χρόνια τούτα τα τείχη κράτησαν απόρθητη την αρχαία πόλη, όμως εμείς ακόμα δεν είμαστε έτοιμοι για τον Δούρειο Ίππο. Κάποιοι αναρωτιούνται εύλογα γιατί οι Αχαιοί έκαναν δέκα χρόνια για να σκεφτούν το ‘στρατήγημα’ του Αλόγου που θα έμπαινε στα σωθικά της πόλης»

«Δεν ήταν έτοιμοι;»

«Δεν είναι μόνο ο βαθμός επίγνωσης που έλειψε από τον ‘Οδυσσέα’, τον άνθρωπο – αρχέτυπο της Σοφίας. Ήταν βέβαια και ο χρόνος. Ο καιρός, η ώρα. Αυτό που γίνεται όταν πρέπει να γίνει. Δεν το ξέρουμε αυτό το ‘πότε’. Δεν μπορούμε να το καθορίσουμε από πριν. Ξέρουμε όμως όταν συμβαίνει. Δεν αρκεί μονάχα ο χρόνος, χρειάζεται και τρόπος. Και η ‘αποκάλυψη’ αυτή για τον έξυπνο –αφυπνισμένο, μυημένο Οδυσσέα – ήταν δράση της Ευελιξίας. Το σημείο τομής το αποκαλύπτει το Βλέμμα. Ο Οδυσσέας, ένας άνθρωπος που γεννήθηκε δυο φορές – η δεύτερη στο στερέωμα του μαύρου ήλιου – δεν θα μπορούσε να ‘σκεφτεί’ τον Δούρειο Ίππο αν δεν είχε το Βλέμμα»

«Η δράση και των τριών αξόνων ταυτόχρονα!»

«Ακριβώς, είναι η στιγμή του απόλυτου συντονισμού. Η Δίψα – πόλεμος για την άπαρτη μυριόχρονη πόλη, η Ευελιξία με το σχέδιο του Ίππου, το Βλέμμα για την λύση του μεγάλου αινίγματος. Εάν δεν δει κανείς με μυητικές ορίζουσες την Ιλιάδα, μια κι αυτήν πιάσαμε απόψε, όλα στον Όμηρο μοιάζουν σχεδόν εξωφρενικά, παράλογα και ανόητα. Ένας ποταμός αίματος, ένα ατελείωτο μακέλεμα αναρίθμητων πολεμιστών χωρίς κανένα αντίκρισμα. Γιατί, μην ξεχνάμε, η Ιλιάδα δεν τελειώνει με το πάρσιμο της Τροίας»

«Αυτό το αφηγείται ο Οδυσσέας, ναι, στους Φαίακες»

«Η Ευελιξία είναι λοιπόν, για να επανέλθουμε στα καθ’ημάς, η διαρκής και ατελεύτητη εγρήγορση του είναι μας να ανταπεξέρχεται ικανοποιητικά στο παράλογο της Δίψας. Και το Βλέμμα είναι το πέρασμά μας από τις αλλεπάλληλες Συμπληγάδες στη διάρκεια του βίου μας. Γιατί όταν περάσουμε μια φορά μας περιμένουν κι άλλες, κι άλλες… ως το πέρας…»

Έμειναν για λίγη ώρα σιωπηλοί κάτω απ’τα ερείπια του κάστρου και ο ήλιος κόντευε πια να κάνει τη μεγάλη του βουτιά στη σκοτεινή θάλασσα. Ολόγυρά του ένα στεφάνι από πορτοκαλί φωτιά που εκπύρωνε το στερέωμα. Το θέαμα ήταν πέρα από περιγραφές.

«Χμμ…», είπε εκείνη επανερχόμενη, «κι οι αθλητές που δίνουν και παίρνουν τη σκυτάλη;» 

«Αυτό αφορά περισσότερο τη δική μας Δίψα. Αν είμαστε ‘κατ’εικόνα και ομοίωση’. Και είμαστε. Η δίψα για οτιδήποτε μικρό και καθημερινό που εκφράζεται ως βουλητική δύναμη, απόφαση για επίτευξη στόχων, η ευελιξία για να επιτυγχάνουμε τους στόχους, το βλέμμα για να έχουμε διαρκή εποπτεία… Μονάχα που όσο κατεβαίνουμε σε επίπεδα, όλα γίνονται πιο ψηλαφητά, χάνουμε τη γενική εικόνα, είμαστε ισοϋψείς με την αθλιότητα και το ευγενές και δεν διακρίνουμε καθαρά… άλλωστε και η δική μας δίψα γεννά τους δικούς μας δαίμονες, τους δικούς μας ήρωες και τις δικές μας ‘Ιλιάδες’. Μπορεί να μην έχουμε φτερά για να πετάξουμε αλλά τα δικά μας τα φτερά είναι το βλέμμα. Τότε ανασηκωνόμαστε και μπορούμε πια να δούμε…»

Του κράτησε το χέρι. Είχε σουρουπώσει πια για τα καλά και η αύρα είχε φουσκώσει. Ψύχραινε. Στη χώρα κάτω άναβαν τα φώτα στα παραθύρια των σπιτιών.

Σηκώθηκαν για το δρόμο της επιστροφής.

«Είναι δύσκολο το θέμα τούτο… χρειάζομαι δουλειά ακόμα», του είπε σφίγγοντας το κορμί της στο δικό του.

Δεν της απάντησε μονάχα έφερε το ένα του χέρι αγκαλιά στον ώμο της και άρχισαν να κατηφορίζουν σιωπηλοί στο μονοπάτι…

Τρίτη 13 Δεκεμβρίου 2016

Η ενθύμηση της ζωής



Κ
άτι που διαφοροποιεί εντελώς την περπατησιά του ανθρώπου πάνω στον πλανήτη Γη από όλα τα υπόλοιπα έμβια όντα, είναι, βέβαια, ο στοχασμός του Τέλους… κοινότοπο αυτό, θα πει κάποιος. Σωστά. Ως και το Πέρας είναι ένα κοινό διανόημα, σε όλους τους λαούς, σε όλες τις εποχές. Άλυτο και αξεδιάλυτο, όμως κοινό, σχεδόν καθημερινό. Όπως περίπου τα ψώνια της εβδομάδας ή το ραντεβού με τον οδοντίατρο. Είναι κάτι που έρχεται, θα συμβεί, αδήριτη ανάγκη το θέτει στο καλεντάρι. 

Πιστεύω όμως πως συμβαίνει κάτι ακόμη. Ή καλύτερα, ο υπόγειος ποταμός αυτής της ‘επίγνωσης’ είναι κάτι άλλο. Κι αυτό είναι η ενθύμηση του τέλους. Πάει να πει, ο άνθρωπος όχι απλώς περιμένει το αναπότρεπτο να επισυμβεί που θα τον ρημάξει αλλά έχει και τη μνήμη του. Είναι απίστευτο αλλά τρέμει τη στιγμή αυτή όχι επειδή τη γνωρίζει ως βιολογική νομοτέλεια αλλά επειδή έχει μνήμη. Κι αυτό καμία σχέση δεν έχει με την θεωρία ή δοξασία των αναρίθμητων επαναγεννήσεων. Είναι κάτι άλλο. Στην πραγματικότητα, είναι το εντελώς αντίθετο!

Ο άνθρωπος δεν περιμένει τίποτε στην ουσία από τη ζωή του. ‘Κάνει σχέδια’, ‘βάζει στόχους’, ‘παλεύει για ένα καλύτερο αύριο’, ‘φροντίζει για το μέλλον του’ κι όλα αυτά τα κενά περιεχομένου βαρύγδουπα. Τα αναμασά από νεαρής ηλικίας όπως οι γονείς και οι παππούδες του. Κι όπως εκείνοι, έτσι κι αυτός, απλώς οικοδομεί στην άμμο. Και μάλιστα σε υδατώδες υπέδαφος στο οποίο δεν θεμελιώνεις τίποτα.

Ο άνθρωπος δεν πιστεύει στη δύναμη της ζωής γι αυτό και την δοξολογεί αενάως. Φλυαρεί ακατάσχετα για τον μαχητικό βιταλισμό που πρέπει να έχει ο κάθε υγιής νέος, για την αισιοδοξία, το βλέμμα στο αύριο κι όχι στο χθες. Ο άνθρωπος μοιάζει με κυνηγημένο θήραμα. Κρύβεται διαρκώς, παλεύει να παραμείνει αόρατος από την ειμαρμένη, πασχίζει να αποτελέσει εξαίρεση στον τραγικό κανόνα. Τελικά το βέλος θα τον χτυπήσει με ακρίβεια χιλιοστού αλλά, ποιος ξέρει, μπορεί να αστοχήσει ο θηρευτής… μπορεί να μην τον δει… μπορεί να τον ξεχάσει, να τον αγνοήσει… αυτό πίστευε και ο Αδάμ όταν κρυβόταν απ΄το Θεό… όχι τόσο πως δεν θα τον ‘δει’. Περισσότερο πως θα τον αγνοήσει… 

Όχι μόνο δεν έχει πίστη στη δύναμη της ζωής ο άνθρωπος αλλά τη συκοφαντεί διαρκώς. Την υπονομεύει, τη σαμποτάρει, βάζει δυναμίτη στα σπλάχνα της. Κρυφά και μυστικά, ο άνθρωπος συμμαχεί με αυτόν που καλά γνωρίζει πως είναι ο βέβαιος νικητής. Το θάνατο. Και από την πρώτη μέρα ως τη τελευταία, προσποιείται ότι λατρεύει τη ζωή ενώ κλείνει το μάτι πονηρά στο θάνατο. Γλεντάει, ξενυχτάει, ταξιδεύει, υμνεί τα νιάτα και την ομορφιά, ερωτεύεται δυνατά, λέει αστεία, χασκογελάει, θορυβεί. Ο θόρυβος είναι αναγκαίο συστατικό διαφυγής. Ο θάνατος είναι η σιωπή. Άρα ο θόρυβος είναι ζωή. Και η ζωή θόρυβος…

Ο άνθρωπος δεν έχει καμιά ενθύμηση ζωής και γι αυτό δεν τον απασχολεί η καταμέτρηση των ημερών του. Σπαταλάει το λιγοστό χρόνο που του αναλογεί στοχαζόμενος τις κρυψώνες του και τον Θηρευτή. Είναι στην επόμενη γωνία άραγε; Τον παρακολουθεί; Τον βλέπει; Ξέρει γι αυτόν; Μήπως ασχολείται με κάποιον άλλο; Μήπως αυτός θα αργήσει; Μήπως τον προσπεράσει; Ή μήπως πρέπει να αναζητήσει νέο καταφύγιο;

Ο άνθρωπος θυμάται το θάνατο και τον θυμάται πολύ καλά. Είναι τόσο έντονη μέσα του τούτη η ενθύμηση, είναι τόσο βαθιά τα ίχνη στην πορεία του που το παιχνίδι είναι σχεδόν λειτουργικά αψεγάδιαστο. Θα ξεκινήσει έτσι, θα συνεχιστεί έτσι, θα τελειώσει έτσι. Η ζωή δεν έχει να κάνει τίποτε με όλο αυτό. 

Μέσα στην αρένα του Σίρκους Μάξιμους κανείς δεν σκεφτόταν τη ζωή. Όλα είχαν να κάνουν με το θάνατο.

Ενθύμηση του τέλους, με όρους εικόνας ή συμβόλων είναι να γνωρίζεις τις εκβολές του ποταμού και όχι τις πηγές του. Ο ποταμός εκβάλλει μοιραία κάπου και εκεί παύει να υφίσταται. Με μια έννοια αφομοιώνεται από το Μεγάλο Ον, με μια άλλη, ολοκληρώνει την αποστολή του και παραδίδει το βρυαρό του πνεύμα στο Άπειρο, με μια τρίτη, πεθαίνει. Απλώς πεθαίνει.

Ενθύμηση του τέλους σημαίνει πως το ποιητικό διανόημα του βίου ακυρώνεται και μετουσιώνεται στην ενθύμηση της ζωής. Και ο Μύστης, σε όλες τις εποχές, σε όλους τους κόσμους, σε όλες τις διαστάσεις, σε όλους τους ναούς, σε όλες τις Σχολές, αυτό ήταν. 

Ο άνθρωπος που θυμήθηκε τη ζωή.

Όπως ο Οδυσσέας στην Ιθάκη.
 
Ο Σωκράτης στο δεσμωτήριο πριν το κώνειο.

Ο Ιησούς στον Κήπο της Γεσθημανή.

Ο Ζακ ντε Μολέ και ο Τζορντάνο Μπρούνο στην πυρά των ιεροεξεταστών.

Ο ανώτερος εαυτός στην αγωνιώδη πάλη του να υπάρξει πέρα από την ψηλαφητή ανάμνηση της ύλης…


Igor Saffo

Παρασκευή 9 Δεκεμβρίου 2016

το αλχημικό εργαστήρι του Είναι…




Ο άνθρωπος δοκιμάζεται. Και δοκιμάζεται συνεχώς.

Είναι αυτό μια σαδιστική εκδήλωση της Ειμαρμένης ή της Μοίρας ή της Τύχης ή του Θεού; Ή απλά είναι μια διαρκής ανατροφοδότηση του ανθρώπου με την αυξημένη επίγνωση της περπατησιάς του πάνω στον πλανήτη; Μια συστηματική και διαρκής ανανέωση των συντεταγμένων και των οριζουσών του βίου;

Αυτό που λέμε βλέμμα επαναπροσδιορίζει τους ορίζοντές του και όλο τούτο δημιουργεί, έστω και ασυνείδητα τις περιοχές δοκιμασίας για τον άνθρωπο;

Τις δοκιμασίες δεν τις εύχεται κανείς. Όποιος το πει είναι ψεύτης. Όμως την αναμέτρηση με εκείνο που πάντα απειλεί να τον δηώσει, να τον κενώσει, να τον σκοτώσει ακόμα, δεν μπορεί να την αποφύγει ή να την στρογγυλέψει. Ο νους παρ’όλα αυτά έχει ένα πλήθος όρων για να ‘σερβίρει’ το γεύμα αυτό με την λιγότερο δυνατή πικρή γεύση.

Ευκαιρία
Πρόκληση
Δυνατότητα
Παιχνίδι
Τρόπος
Στοίχημα
Αλλαγή
Προσαρμογή
Εξέλιξη
Άνοιγμα
Μεταμόρφωση

Ο νους δεν θα χρησιμοποιήσει ποτέ ‘απαγορευμένες’ λέξεις όπως:

Φόβος
Πόνος
Θλίψη
Αιμάτωση
Θάνατος

Οι λέξεις αυτές αποτυπώνουν μεγαλειώδεις δράσεις του συναισθήματος και παραπέρα, του ίδιου του είναι όταν αυτό ανασαίνει την Ύπαρξη.

Την εισπνέει σε Δοκιμασία
Και την εκπνέει σε Εμπειρία
Την υποδέχεται σε Εποπτεία
Και την ξεπροβοδίζει σε Μόρφωση
Την ονειρεύεται στο Αχανές
Και την σχηματίζει στην Πραγμάτωση
Την καταναλώνει σε Θάνατο
Και την μεταβολίζει σε Ζωή

Κι αυτό είναι το θαυμαστό αλχημικό εργαστήρι του Είναι…

Τετάρτη 7 Δεκεμβρίου 2016

Δολοφόνος στο δρόμο...




Riders on the storm

Καβαλάρηδες της Καταιγίδας
Καβαλάρηδες της Καταιγίδας
Σ’ αυτό το σπίτι γεννηθήκαμε
Σ’ αυτό τον κόσμο μάς πέταξαν
Σαν σκυλιά χωρίς κόκαλο
Σαν ξοφλημένους ηθοποιούς
Καβαλάρηδες της Καταιγίδας
Είναι ένας δολοφόνος στο δρόμο
Το μυαλό του σφαδάζει σα φρύνος
Πηγαίνετε διακοπές διαρκείας
Αφήστε τα παιδιά σας να παίξουν
Αν πάρετε μαζί σας αυτόν τον άνθρωπο
Θα πεθάνουν όλες οι γλυκές σας αναμνήσεις
Δολοφόνος στο δρόμο

Τρίτη 6 Δεκεμβρίου 2016

Σχίσμα...




Τούτη τη φορά το βλέμμα της ήταν αυστηρό. Ελεγκτικό, σχεδόν θυμωμένο.

Και τα χέρια της παγωμένα.

«Νομίζω πως είναι πολύ δυσάρεστο. Θα πρέπει να είναι», είπε με σκληρό τόνο.

Δεν της μίλησε. Την περίμενε. Άκουγε όμως προσεκτικά. Άκουγε με όλο του το είναι.

«Εννοώ να γίνει κάποιος με τα χρόνια πικρός. Να γίνει ένας πικρός άνθρωπος. Ναι… είναι δυσάρεστο… κι όχι μόνο για τον ίδιο…»

Έπεσε ξαφνικά ανάμεσά τους εκείνο το πέπλο της σιωπής που κανείς δεν τολμά εύκολα να αγγίξει. Ένα βαρύ πέπλο φορτισμένης σιωπής.

Πέρασε ώρα ώσπου να μιλήσει εκείνη ξανά.

«Πιστεύω πως όταν ένας άνθρωπος γίνεται πικρός σημαίνει πως είναι πια εντελώς άδειος… δεν ξέρω… κενός… υπάρχει ένα κενό εκεί… και πρέπει να γεμίσει…», συμπλήρωσε και περπάτησε λίγα βήματα μακριά του. 

Δεν την ακολούθησε. Την άκουγε σιωπηλός. Σε ένταση.

«Η πίκρα δεν είναι κραυγή ούτε έκκληση για βοήθεια όπως λένε κάποιοι. Είναι απλώς αυτό που είναι. Μια μουτζούρα στη ψυχή του ανθρώπου. Το να είσαι πικρός σημαίνει πως έπαψες να ακούς, πως έπαψες να συνομιλείς, πως έπαψες πια να βλέπεις. Μάλλον σημαίνει πως… πως είσαι πια νεκρός»

Εκείνος κάθισε σε ένα παγκάκι που λίγο πριν φιλοξενούσε ένα ζευγάρι. Έσκυψε το κεφάλι του ανάμεσα στις παλάμες του. Μετά από λίγο εκείνη ήρθε και κάθισε δίπλα του. Χωρίς να τον κοιτάζει.

«Το να είσαι πικρός σημαίνει πως έπαψες να ψηλαφείς, να αναζητάς, να λυπάσαι… ακόμα και να φοβάσαι… η πίκρα τα σκεπάζει όλα, τα δηώνει όλα, τα καταναλώνει… κι ίσως έτσι να γεμίζει το τεράστιο κενό…», είπε σιγανά, σχεδόν ψιθυριστά.

Έβγαλε από το παλτό της ένα πακέτο τσιγάρα και άναψε ένα. Φύσηξε με δύναμη τον καπνό μπροστά της.

«Κι ακόμα… το να είσαι πικρός σημαίνει πως δεν μπορείς πια να αγαπάς. Κι ίσως… δεν ξέρω… ίσως ακόμη χειρότερα, δεν έχεις πια καμιά ανάγκη να αγαπάς… τίποτε… και κανέναν…»

Της ζήτησε ένα τσιγάρο και του προσέφερε. Το έβαλε στο στόμα του αλλά δεν το άναψε.

«Θυμάσαι τι μου είχες πει κάποτε; Πως η αγάπη δεν είναι συναίσθημα, δεν είναι μια κατάσταση… είναι μια διάσταση. Το θυμάσαι; Κι επίσης πως έχουμε βαθιά ανάγκη να αγαπήσουμε και να αγαπηθούμε. Διαφορετικά… η ψυχή αφυδατώνεται, ο άνθρωπος συρρικνώνεται, αργοπεθαίνει… τα θυμάσαι; Εγώ τα θυμάμαι όλα… λέξη προς λέξη…»

Σηκώθηκε και περπάτησε λίγα βήματα μακριά του. Δεν την ακολούθησε. Την κοιτούσε όμως.
Γύρισε και ξανακάθισε.

«Έχει μείνει ένας υπέροχος νους και μια δηλητηριασμένη ψυχή. Αυτό συμβαίνει… όπως με τον καρκίνο… το σώμα διαλύεται όσο κι αν πασχίζει το πνεύμα να γραπωθεί στη ζωή… έρχεται ο θάνατος και τελικά τον υποδέχεται με ανακούφιση το σώμα και με κραυγή απελπισίας η ψυχή… ο απόλυτος διχασμός… ο πιο τραυματικός! Ο ένας φορέας λαχταρά να πεθάνει για να λυτρωθεί, ο άλλος λαχταρά να ζήσει… αδιέξοδο… σχίσμα…»

Οι τελευταίες της λέξεις έμοιαζαν με κοτρώνες που έπεφταν με γδούπο στο κεφάλι του. Δεν αντέδρασε. 

Έμεινε σιωπηλός ως το τέλος.

Ως τη στιγμή που την είδε να σηκώνεται και να χάνεται περπατώντας αργά μέσα στην παγωμένη νύχτα…

Σάββατο 3 Δεκεμβρίου 2016

Δεν είναι ο πλανήτης αλλόκοτος. Είσαι εσύ ο ξένος...



Περπατούσαν για λίγη ώρα ανάμεσα στα ψηλά, όμορφα δέντρα. Το στερέωμα πάνω τους ήταν βαρύ, μαγικό, ανήσυχο. Η γη κάτω απ’τα πόδια τους νοτισμένη. Έφτασαν κάποια στιγμή σε ένα ξέφωτο και κάθισαν κάτω από ένα χοντρό κορμό.

Πέρασε ώρα ώσπου να της μιλήσει.

«Αυτό που ανακάλυψες μόνος σου, δεν μπορείς να το μοιραστείς με κανέναν. Όχι γιατί δεν θέλεις. Αλλά γιατί δεν μπορείς. Αν το κάνεις θα μεταφέρεις λέξεις σε αυτιά. Ενώ εσύ πάλλεσαι από μιαν αποκαλυμμένη αλήθεια, μεταφέρεις μονάχα τη σκιά της. Δεν μεταφέρεις τη θεραπεία αλλά την αρρώστια. Στην ουσία, είσαι καταδικασμένος με τη γνώση ενός πράγματος που δεν γίνεται να βιωθεί από κανέναν άλλο».

«Άρα η αναζήτηση είναι μια μοναχική υπόθεση;», τον ρώτησε.

«Εάν είσαι σε ένα μεγάλο δάσος, όπως αυτό, μόνος, ζώντας μια παράξενη ζωή σε έναν παράξενο κόσμο, αυτό που θα βρεις αρμόζει στο δάσος. Γυρνώντας στην πόλη όλο αυτό δεν έχει αξία για κανέναν άλλο. Παραμένει όμως απόκτημά σου. Είναι πολύτιμο αλλά μόνο για σένα. Αν το εξομολογηθείς στο φίλο σου θα σε ακούσει με συμπάθεια αλλά θα πει: ‘ήρθε από το δάσος μισότρελος και λέει τρελά πράγματα’. Δείχνεις σαν εξωγήινος που βρέθηκε ξαφνικά σε έναν αλλόκοτο πλανήτη. Δεν είναι ο πλανήτης όμως αλλόκοτος. Είσαι εσύ ο ξένος. Οι μεγάλοι σοφοί, οι αληθινά μεγάλοι, έμειναν μόνοι γιατί ξημερώθηκαν σε ένα στερέωμα με έναν άλλο ήλιο. Αυτόν που λέμε ποιητικά ‘μαύρο ήλιο της ύπαρξης’. Μπορεί να μην είναι ολότελα ποιητική η απόδοση. Συνδέεται με πράγματα που τώρα δεν έχει σημασία να αναλυθούν. Γιατί δηλαδή αυτός ο ήλιος είναι ‘μαύρος’ ενώ ποτέ ένας ήλιος δεν είναι βέβαια σκοτεινός. Σημασία έχει όμως ότι τα όντα αυτά βυθίστηκαν στη σιωπή έκτοτε. Ό,τι είδαν δεν μπορεί να ειδωθεί από κανέναν άλλο που ζει και πεθαίνει κάτω από το συμβατικό ήλιο της ύπαρξης. Γι αυτό και δεν έγραψαν τίποτα, στην ουσία δεν είπαν τίποτα. Πέθαναν με τη γλώσσα των ανθρώπων και ξαναγεννήθηκαν με σύμβολα. Δίδαξαν σύμβολα και τα σύμβολα είναι ακατανόητα σε όλους»

«Μα, τότε, πώς θα βοηθηθεί η ανθρωπότητα;», διαμαρτυρήθηκε ήπια εκείνη. «Αν η ‘φώτιση’ είναι ατομική, μοναχική υπόθεση, είμαστε όλοι καταδικασμένοι στην άγνοια;»

«Αυτή είναι μια συζήτηση. Αυτό που κάνουμε όλοι. Είναι συζήτηση. Καμιά φορά ξεπέφτει σε κουβέντα. Δεν είναι αναζήτηση. Όταν ψάχνεις το χαμένο παιδί σου που απήχθη ή εξαφανίστηκε, όταν αναζητάς κάτι αγαπημένο που έχασες, όταν τολμήσεις να αναζητήσεις τον εαυτό σου που δεν ξέρεις, δεν έχεις κανέναν συντροφιά. Κανένας δεν δίνει δεκάρα για το παιδί σου, το σκύλο σου ή τον εαυτό σου. Μονάχα εσύ νοιάζεσαι. Κάποια στιγμή μπορεί να πάψεις ακόμα κι εσύ να νοιάζεσαι. Και τότε είναι που φωνασκείς και διαμαρτύρεσαι: ‘Τι κάνει το κράτος; Τι κάνει ο ένας ή ο άλλος; Γιατί με εγκατέλειψαν όλοι; Γιατί είμαι τόσο αδυσώπητα μόνος σ’αυτό το άγριο μονοπάτι αυτές τις άγριες ώρες;’ Θυμήσου πως αυτή την τρομερή μοναξιά τη βίωσε ως κι ο Ιησούς. Κανείς δεν τολμά να φανταστεί πώς ένιωσε εκείνες τις ώρες της αβύσσου στο σιωπηλό ελαιώνα της δικής Του ύπαρξης»

«Και η απάντηση;»

«Η απάντηση είναι η ηχώ της φωνής του ορειβάτη πάνω απ’το γκρεμό. Πάνω απ’το χάος. Πάνω απ’την άβυσσο. Αυτό που του επιστρέφεται είναι η φωνή του πολλαπλασιασμένη, αλλοιωμένη, αλλόκοτη, τρομακτική. Όμως είναι κάτι. Είναι η επιβεβαίωση πως η φωνή του ακούγεται, υπάρχει, η ψυχή του είναι ζωντανή και παλεύει»

«Διαρκής μοναξιά λοιπόν; Πώς μπορεί να ζήσει κανείς έτσι;»

«Η απάντηση είναι απλή. Δεν μπορεί. Και μ’αυτή τη γνώση συνεχίζει την περπατησιά του. Πριν δεν ήξερε. Δεν ήταν ευτυχισμένος αλλά δεν τον ένοιαζε και τόσο. Τώρα ξέρει. Τώρα τον θλίβει το φορτίο. Όχι των άλλων, μονάχα το δικό του. Και το φορτίο αυτό περιέχει την συγκλονιστική επίγνωση. Πάντα ήταν μόνος ανάμεσα στους μόνους. Κάποτε δεν το έβλεπε. Τώρα έχει μάτια και βλέπει. Γιατί βλέπει η ψυχή, βλέπει το είναι, βλέπει το Αχανές μέσα απ’αυτόν»

«Κι έτσι σιωπά…», είπε εκείνη στοχαστικά.

«Και μονάχα μέσα απ’τη σιωπή συμπονά βαθιά και απέραντα τους ανθρώπους και τον εαυτό του ανάμεσά τους. Και μέσα απ’αυτή την ωκεάνια συμπόνια αγαπά. Όχι πια από επιλογή αλλά από γνώση.
Όχι έναν αλλά όλους.
Όχι τώρα αλλά πάντα»

Πέρασε λίγη ώρα ακόμη. Σηκώθηκαν αργά και πήραν το δρόμο επιστροφής.


Τρίτη 29 Νοεμβρίου 2016

semper in angaria...





O Fortuna/ Ω τύχη
velut luna/ σαν το φεγγάρι
statu variabilis,/ άστατη
semper crescis/ πρώτα μεγαλώνεις
aut decrescis;/ κι ύστερα μικραίνεις
vita detestabilis/ ζωή μισητή
nunc obdurat/ πότε μας βαραίνεις
et tunc curat/ πότε μας ξαλαφρώνεις
ludo mentis aciem,/ όπως κάνεις κέφι
egestatem,/ φτώχια
potestatem/ εξουσία
dissolvit ut glaciem./ τα λιώνεις σαν πάγο.

Sors immanis/ Απάνθρωπη
et inanis,/ και κενή
rota tu volubilis,/ στρίβεις κατα πώς θέλεις
status malus,/ κακόβουλη
vana salus/ ματαιόδοξη
semper dissolubilis,/ εξατμίζεσαι
obumbrata/ μες στη σκιά
et velata/ μες στα πέλαγα
michi quoque niteris;/ κι εμένα σκιάζεις
nunc per ludum/ στα παιχνίδια σου
dorsum nudum/ γυμνή η πλάτη μου
fero tui sceleris./ υποκύπτω σ'ότι διαλέξεις.

Sors salutis/ Η Υγεια
et virtutis/ κι η αρετή
michi nunc contraria,/ είναι εναντίον μου
est affectus/ άγονται
et defectus/ και φέρονται
semper in angaria./ σκλαβωμένες
Hac in hora/ Πάμε λοιπόν
sine mora/ μην αργούμε
corde pulsum tangite;/ αγγίξτε τις χορδές
quod per sortem/ αφού κι εμάς
sternit fortem,/ η μοίρα ορίζει
mecum omnes plangite!/ όλοι μαζι μου κλάψτε!


Carl Orff - Carmina Burana


Σάββατο 26 Νοεμβρίου 2016

ο χρόνος μισεί τους αχάριστους



Η ίδια η ζωή διδάσκει πως δεν είναι δυνατόν να επιβιώσεις. Μπορείς βέβαια να παλέψεις. Το δικαιούσαι. Μεγαλώνεις με τούτη την κληρονομιά. Οι πρόγονοι πάλεψαν, οι παλαιοί πάλεψαν, οφείλεις να κάνεις το ίδιο. Είσαι έγκλειστος σε ένα πολιορκούμενο οχυρό από την πρώτη ως την τελευταία ημέρα. Και μάχεσαι, παλεύεις. Οι ορδές ατελείωτες, τα κύματα των επιτιθέμενων αναρίθμητα. Κάποιες στιγμές πιστεύεις πως ‘καθάρισες’. Πως εσύ ‘τη γλύτωσες’ ή πως τελικά, τα πράγματα δεν είναι και τόσο άσχημα όσο νόμιζες. 

Είναι οι λιακάδες, οι μεθυστικές λιακάδες της ζωής σου. Τα ερωτικά πρωινά, τα μαγικά απογεύματα, τα ονειρικά βράδια που είσαι ξέγνοιαστος… ξεγελασμένος… ας είναι…

Η ίδια η ζωή, επίσης, διδάσκει πως όταν σκέφτεσαι πολύ στοχάζεσαι λίγο και ζεις λιγότερο. Τα ξέφωτα είναι σύντομα σε διάρκεια αλλά δυνατά κι ευεργετικά αν ξέρεις να τα εκμεταλλεύεσαι. Αν ερωτευτείς να δοθείς ολόκληρος, αν είσαι χαρωπός να γελάς δυνατά, εκκωφαντικά, να μην μειδιάζεις επειδή φοβάσαι την ύβρη. Το γέλιο δεν είναι ύβρις απέναντι στην ειμαρμένη. Είναι χλευασμός του παραλόγου του βίου και οφείλεις να το υπηρετείς. Κάτι ήξεραν οι ‘σκυθρωποί’ Σπαρτιάτες. Έστω…

Κι όλα αυτά είναι λιακάδες, οφείλεις να το αναγνωρίσεις, οφείλεις να το χαρτογραφήσεις, να το ψηλαφήσεις. Όχι με τα χέρια του κορμιού σου. Με τα χέρια της ψυχής σου.

Η ίδια η ζωή διδάσκει ακόμα πως ο χρόνος μισεί τους αχάριστους. 

Γιατί όταν αρνείσαι τα δώρα των αγαπημένων φίλων σου μπορείς να αναπαύεσαι στην ευρυχωρία της ψυχής τους. Όταν αρνείσαι όμως τα δώρα των εχθρών σου, τότε χτίζεσαι μέσα στο σπήλαιο της ίδιας της αρνητικότητας και υπηρετείς μονάχα το σκοτάδι μέσα σου.

Και το Στόμα θρέφεται πάντα απ’το σκοτάδι…