Δευτέρα 28 Φεβρουαρίου 2011




Xenophon Zolotas' speeches wich mainly contain hellenic words

Annual Meeting, Boards of Governors, Washington D.C. October 2, 1959


Kyrie,

It is Zeus’ anathema on our epoch for the dynamism of our economies and the heresey of our economic methods and policies that we should agonize between the Scylla of numismatic plethora and the Charybdis of economic anemia. 

It is not my idiosyncrasy to the ironic or sarcastic but my diagnosis would be that politicians are rather cryptoplethorists. 

Althought they emphatically stigmatize numismatic plethora, they energize it through their tactics and practices. 

Our policies shoyld be based more on economic and less political criteria.Our gnomon has to be a metron between economic, strategic and philanthropic scopes. Political magic has always been antieconomic. In an epoch chararacterized by monopolies, oligopolies, monopolies, oligopolies, monopsonies, monopolistic antagonism and polymorfous inelasticities, our policies have to be more orthological. But this shoyld not be metamorphosed into plethorophobia which is endemic among academic economists.

Numismastic symmetry should not hyper-antagonize economic acme. 

A greater harmonization between the practices of the economic and numismatic archoms is basic. 

Parallel to this, we have to syncronize and harmonize more and more our economic and numismatic policies panethnically. These scopes are more practicable now, when the prognostics of the political and economic and numismatic policies panethnically. 

The history of our didimous organizations in this sphere has been didactic and their gnostic practices will always be a tonic to the polyonymous and idiomorphous ethnical economies. 

The genesis of the organization will dynamize these policies. 

Therefore, i sympathize, although not without criticism one or two themes with the apostles and the hierarchy of our organs in their zeal to program orthodox economic and nomismatic policies, although I have some logomachy with them..

I apologize for having tyranized you with my Hellenic phraseology.

In my epilogue, i emphasize my eulogy to the philoxenous aytochtons of this cosmopolitan metropolis and my encomium to you, Kyrie stenographers.



Μια από τις ιστορικές ομιλίες του Ξενοφώντα Ζολώτα στις ΗΠΑ, το 1959… άξιζε μνείας νομίζω…

Η… απόδοση στην ελληνική:


«Κύριοι,

Είναι «Διός ανάθεμα» στην εποχή μας και αίρεση της οικονομικής μας μεθόδου και της οικονομικής μας πολιτικής το ότι θα φέρναμε σε αγωνία την Σκύλλα του νομισματικού πληθωρισμού και τη Χάρυβδη της οικονομικής μας αναιμίας.

Δεν είναι στην ιδιοσυγκρασία μου να είμαι ειρωνικός ή σαρκαστικός αλλά η διάγνωσή μου θα ήταν ότι οι πολιτικοί είναι μάλλον κρυπτοπληθωριστές.

Αν και με έμφαση στιγματίζουν τον νομισματικό πληθωρισμό, τον ενεργοποιούν μέσω της τακτικής τους και των πρακτικών τους.

Η πολιτική μας θα έπρεπε να βασίζεται περισσότερο σε οικονομικά και λιγότερο σε πολιτικά κριτήρια. Γνώμων μας πρέπει να είναι ένα μέτρο μεταξύ οικονομικής, στρατηγικής και φιλανθρωπικής σκοπιάς. Σε μια εποχή που χαρακτηρίζεται από μονοπώλια, ολιγοπώλια, μονοπωλιακό ανταγωνισμό και πολύμορφες ανελαστικότητες, οι πολιτικές μας πρέπει να είναι πιο ορθολογιστικές, αλλά αυτό δεν θα έπρεπε να μεταμορφώνεται σε πληθωροφοβία, η οποία είναι ενδημική στους ακαδημαϊκούς οικονομολόγους.

Η νομισματική συμμετρία δεν θα έπρεπε να ανταγωνίζεται την οικονομική ακμή.

Μια μεγαλύτερη εναρμόνιση μεταξύ των πρακτικών των οικονομικών και νομισματικών αρχόντων είναι βασική.

Παράλληλα με αυτό, πρέπει να εκσυγχρονίσουμε και να εναρμονίσουμε όλο και περισσότερο τις οικονομικές και νομισματικές μας πρακτικές πανεθνικώς. Αυτές οι θεωρήσεις είναι πιο εφαρμόσιμες τώρα, που τα προγνωστικά του πολιτικού και οικονομικού βαρομέτρου είναι χάλκινα.

Η ιστορία της δίδυμης οργάνωσης σε αυτήν την σφαίρα είναι διδακτική και οι γνωστικές τους εφαρμογές θα είναι πάντα ένα τονωτικό στις πολυώνυμες και ιδιόμορφες εθνικές οικονομίες.

Η γένεση μιας προγραμματισμένης οργάνωσης θα ενισχύσει αυτές τις πολιτικές.

Γι' αυτόν το λόγο αντιμετωπίζω με συμπάθεια, αλλά όχι χωρίς κριτική διάθεση, ένα ή δύο θέματα με τους αποστόλους της ιεραρχίας των οργάνων μας στον ζήλο τους να προγραμματίσουν ορθόδοξες οικονομικές και νομισματικές πολιτικές.

Απολογούμαι που σας τυράννησα με την ελληνική μου φρασεολογία.

Στον επίλογό μου δίνω έμφαση στην ευλογία μου, προς τους φιλόξενους αυτόχθονες αυτής της κοσμοπολίτικης μητρόπολης καθώς και το εγκώμιό μου προς εσάς, κύριοι στενογράφοι».

Τετάρτη 23 Φεβρουαρίου 2011





‘Τυχερέ Μάξιμε, ο αυτοκράτορας σε στέλνει στην πατρίδα του κάλλους, των τεχνών, της γεωργίας. Σ'αυτή τη μακάρια γη ο αυτοκράτορας σου παραδίδει ελεύθερες πόλεις, άνδρες ελεύθερους. Οι αρετές αυτών των ανδρών, τα έργα τους, οι συμμαχίες, οι συνθήκες, η θρησκεία απέβλεπαν πάντα στην προάσπιση της ελευθερίας που αποτελεί το μέγα φυσικό δικαίωμα των ανθρώπων. Πρέπει να κατανοήσεις το μέγεθος της αποστολής σου. Τίμησε τους ιδρυτές της πατρίδας των Αθηναίων, τίμησε το αρχαίο κλέος των ποιητών και πολεμιστών αυτού του έθνους, σεβάσου τα ιερά γερατειά των πόλεων... Μη λησμονείς ότι κυβερνάς την Αθήνα και τη Σπάρτη. Θα ήταν σκληρότητα, αμάθεια και βαρβαρότητα να εξυβρίσεις το όνομα και τη σκιά της χαμένης ελευθερίας. Να θυμάσαι τι υπήρξαν αυτές οι πόλεις και τι είναι σήμερα... να σέβεσαι την αρχαία δόξα... τα ηρωικά κατορθώματα των προγόνων, τους μύθους τους. Πρόσεξε να μην θίξεις την αξιοπρέπειά τους, την ανεξαρτησία τους, την υπερηφάνεια τους. Να θυμάσαι πως αυτή η χώρα μας έδωσε την δικαιοσύνη και τους νόμους, όχι γιατί μας κατέκτησε αλλά γιατί εμείς το ζητήσαμε... Πρόσεξε να μην είσαι σκληρός και αυταρχικός. Και μη ξεχνάς, το επαναλαμβάνω, πως δεν υπάρχει πολυτιμότερο αγαθό από την ελευθερία’

Πλίνιου του Νεότερου Epistulae VIII, 24
Απόσπασμα από τις γραπτές οδηγίες του Πλίνιου του Νεότερου,
αυτοκρατορικού συμβούλου προς τον Κόιντο Βαλέριο Μάξιμο
όταν ο τελευταίος διορίστηκε ανθύπατος της επαρχίας Αχαΐας
(νότια και κεντρική Ελλάδα)  από τον αυτοκράτορα Τραϊανό

Κυριακή 20 Φεβρουαρίου 2011

σάρωση0001σάρωση0002σάρωση0003σάρωση0004σάρωση0005

Θάνος Γιαγκόπουλος, περ. Strange, τ. 60, Νοέμβριος 2003

είπα να θυμηθώ λίγο την εποχή που τέτοια αξιόλογα άρθρα και αφιερώματα με συνήρπαζαν! Ζητώ συγνώμη για τις αγκύλες αλλά αποφάσισα να μην τις ‘διορθώσω’… φέρνουν κι αυτές τις δικές τους αναμνήσεις

Πέμπτη 17 Φεβρουαρίου 2011



«….— Άκουσα τη διήγηση ενός ανθρώπου που έκανε στη φυλακή κάπου δώδεκα χρόνια. Ήταν ένας απ' τους άρρωστους του καθηγητή μου κι έκανε θεραπεία. Τον έπιαναν κρίσεις, ώρες ‐ ώρες ήταν ανήσυχος, έκλαιγε, και μια φορά μάλιστα δοκίμασε ν' αυτοκτονήσει. Η ζωή του στη φυλακή ήταν πολύ θλιβερή, σας βεβαιώ, δε θα μπορούσες όμως με κανέναν τρόπο να την πεις ζωή της πεντάρας. Όλες κι όλες οι γνωριμίες του εκεί ήταν μια αράχνη κι ένα δεντράκι που μεγάλωσε κάτω απ' το παράθυρό του... ωστόσο, καλύτερα λέω να σας διηγηθώ για μια άλλη μου συνάντηση που είχα πέρσι μ' έναν άνθρωπο. Υπήρχε κάτι παράξενο σ' όλ' αυτά, ιδιαίτερα παράξενο γιατί σπάνια τυχαίνει κάτι τέτοιο. Ο άνθρωπος αυτός έφτασε μια φορά ίσαμε τον τόπο των εκτελέσεων και του είχαν διαβάσει κιόλας την απόφαση του τουφεκισμού του για κάποιο πολιτικό έγκλημα. Κάπου είκοσι λεπτά αργότερα του διάβασαν και την απόφαση απονομής χάριτος και του ορίστηκε μια άλλη ποινή, ωστόσο όμως αυτός, στο διάστημα εκείνο, ανάμεσα στις δύο αποφάσεις, μέσα στα είκοσι κείνα λεπτά, ή τουλάχιστο στα δέκα πέντε, έζησε με την απόλυτη βεβαιότητα πως από στιγμή σε στιγμή θα πεθάνει. Τον άκουγα με τρομερή περιέργεια όταν καμιά φορά αναθυμόταν τις τοτινές του εντυπώσεις κι αρκετές φορές άρχιζα πρώτος εγώ και του 'κανα ερωτήσεις. Τα θυμόταν όλα πεντακάθαρα κι έλεγε πως ποτέ του δε θα ξεχάσει τίποτα από κείνες τις στιγμές. Κάπου είκοσι βήματα πιο δω απ' τον τόπο της εκτέλεσης —όπου στέκονταν κόσμος και στρατιώτες είχαν μπήξει στο χώμα τρεις πασσάλους γιατί οι κατάδικοι ήταν αρκετοί∙ τους τρεις πρώτους τους πήγαν στους πασσάλους, τους έδεσαν, τους φόρεσαν το ρούχο των μελλοθανάτων (άσπρες μακριές μπλούζες) και στα μάτια τους τους κατέβασαν άσπρες κουκούλες για να μη βλέπουν τα ντουφέκια. Ύστερα, απέναντι σε κάθε πάσσαλο παρατάχτηκε το εκτελεστικό απόσπασμα —αρκετοί στρατιώτες. Ο γνωστός μου στεκόταν όγδοος στη σειρά, έπρεπε λοιπόν να πάει στους πασσάλους με την τρίτη τριάδα. Ο ιερέας πέρασε μπροστά απ' όλους τους με το σταυρό. Όλα έδειχναν πως είχε να ζήσει κάπου πέντε λεπτά, όχι περισσότερο. Μου 'λεγε πως εκείνα τα πέντε λεπτά του φαίνονταν μια ατέλειωτη διορία, ένας τεράστιος θησαυρός∙ του φαινόταν πως μέσα σε κείνα τα πέντε λεπτά θα ζήσει τόσες ζωές, που προς το παρόν δεν υπάρχει κανένας λόγος να σκέφτεται την τελευταία στιγμή, τόσο μάλιστα που πήρε ορισμένες αποφάσεις: υπολόγισε το χρόνο για ν' αποχαιρετήσει τους συντρόφους του, ξεχώρισε γι' αυτό δύο λεπτά πάνω ‐ κάτω, άλλα δύο λεπτά τα ξεχώρισε να σκεφτεί για τελευταία φορά για τον εαυτό του, κι ό,τι απόμενε, είπε να κοιτάξει για στερνή φορά γύρω του. Είχε πλήρη συνείδηση πως πήρε αυτές ακριβώς τις τρεις αποφάσεις και τα 'χε έτσι ακριβώς υπολογίσει όλα. Πέθαινε είκοσι εφτά χρονώ, γερός και δυνατός∙ αποχαιρετώντας τους συντρόφους του, θυμόταν πως σ' έναν απ' αυτούς είχε κάνει μια αρκετά άσχετη ερώτηση κι ενδιαφέρθηκε μάλιστα πολύ ν' ακούσει την απάντηση. Ύστερα, όταν αποχαιρέτησε τους συντρόφους του, ήρθε η σειρά για κείνα τα δυο λεπτά που τα 'χε υπολογίσει γ ι α  ν α σ κ ε φ τ ε ί  γ ι α  τ ο ν  ε α υ τ ό  τ ο υ ∙ ήξερε απ' τα πριν τι θα σκεφτόταν: λαχταρούσε όλη την ώρα να φανταστεί όσο μπορούσε πιο γρήγορα και πιο ζωηρά τούτο δω: πώς γίνεται αλήθεια κι είναι τώρα ζωντανός και σε τρία λεπτά θα 'ναι κιόλας κάτι, κάποιος ή κάτι, —μα ποιος; Πού; Αυτά λογάριαζε να τα ξεδιαλύνει μέσα σε κείνα τα δυο λεπτά! Λίγο μακρύτερα ήταν μια εκκλησία, κι η κορφή της μητρόπολης με τον επίχρυσο τρούλο λαμποκοπούσε μες στον ήλιο. Θυμόταν πως κοίταξε με τρομερή επιμονή κείνη τη στέγη και τις αχτίδες που αντανακλούσε το χρυσάφι της∙ δεν μπορούσε να ξεκολλήσει τη ματιά του απ' τις αχτίδες: του φαινόταν πως οι αχτίδες εκείνες ήταν η καινούργια του φύση, πως σε τρία λεπτά θα γίνει κατά κάποιον τρόπο ένα μαζί τους... το άγνωστο κι η αποστροφή γι' αυτό το καινούργιο που θα γίνει και θα 'ρθει τώρ' αμέσως, ήταν κάτι το τρομερό∙ έλεγε ωστόσο πως εκείνη τη στιγμή δεν του βάραινε τίποτα τόσο την καρδιά όσο η αδιάκοπη σκέψη: «Τι θα γινόταν, αν δεν πέθαινα! Τι θα γινόταν, αν ξανακέρδιζα τη ζωή —τι αιωνιότητα! Κι όλ' αυτά θα 'ταν δικά μου! Τότε την κάθε στιγμή θα την είχα μεταβάλλει σε αιώνα, τίποτα δε θα 'χανα, την κάθε στιγμή θα την υπολόγιζα και θα τη λογάριαζα, τίποτα πια δε θα ξόδευα άσκοπα!» Έλεγε πως τελικά, η σκέψη κείνη μεταμορφώθηκε μέσα του σ' ένα τέτοιο μίσος που άρχισε να λαχταράει να τον ντουφεκίσουν μια ώρα αρχύτερα…»

F y o d o r  D o s t o y e v s k y  O  η λ ί θ ι ο ς’

Τρίτη 15 Φεβρουαρίου 2011





Welcome To The Machine

Welcome, my son, welcome to the machine
Where have you been ?
It's allright we know where have you been.
You've been in the pipeline, filling in time
Provided with toys and "Scouting for Boys"
You bought a guitar to punish your ma
And you didn't like school
And you know you're nobody's fool
So welcome to the machine

Welcome my son, welcome to the machine
What did you dream ?
It's alright we told you what to dream.
You dreamed of a big star
He played mean guitar
He always ate in the Steak Bar
He loved to drive in his Jaguar
So welcome to the Machine

Pink Floyd

Κυριακή 13 Φεβρουαρίου 2011



Απλώνεται ο κόσμος εμπρός μου
όσο ένα αποτύπωμα απ’το πόδι μου
όσο ένας καρδιακός παλμός
όσο μια ανάσα νοός
κι ένα βλέμμα ξοδεμένο
όχι στο χτες
μα στο α λ λ ι ώ ς

στεφανιαίος
λυγμός
ερωτικός
μονάχα ερωτικός

πνέων τα λοίσθια
μα παραδόξως σταθερός

ίλιγγος

τόσο απέχει απ’το παράδεισο
ένας γκρεμός…

έβδομος 2010

Τρίτη 8 Φεβρουαρίου 2011

Αν οι φράχτες ξαφνικά φεύγανε...



«…Οι Ες-Ες κρατούσαν τις γυναίκες χώρια, μακριά απ' τους άντρες.
Οι πιο πολλές μένανε τότε σ' αντίσκηνα κοντά στο δάσος. Ανάμεσα σ' αυτές και σε μας ήταν ο ηλεκτροφόρος φράχτης που έβλεπα τώρα απ' τον πύργο. Και πιο πέρα ήταν το άλλο συρματόπλεγμα, εκείνο που κάθε εξήντα μέτρα είχε σκοπιά.
Τον καιρό εκείνο, κάθε Κυριακή που δε δουλεύαμε στέκαμε ώρες ολόκληρες και κοιτάζαμε τις γυναίκες που και κείνες βγαίναν απ' τ' αντίσκηνα και μας κοιτάζανε. Η απόσταση που μας χώριζε ήταν μεγάλη. Είναι ζήτημα αν θα μπορούσαμε να συνεννοηθούμε κι αν ακόμη φωνάζαμε. Κάτι τέτοιο φυσικά κανείς δεν ξεθάρρευε να το δοκιμάσει. Ούτε χρειαζόταν. Αυτό το σιωπηλό αλληλοκοίταγμα που περνούσε δυο φράχτες από συρματόπλεγμα δεν είχε ανάγκη από μιλιά. Ήταν οι ώρες του έρωτα στο Μαουτχάουζεν.
Όμως σκέψου... Αυτές οι γυναίκες κι αυτοί οι άντρες που αλληλοκοιτάζονταν σιωπηλά επί ώρες ατελείωτες ήταν ντυμένοι με τα ίδια ριγωτά, ξεθωριασμένα, χιλιοφορεμένα ρούχα του κάτεργου. Τα σώματά τους ήταν πετσί και κόκαλο, τα μαγουλά τους ρουφηγμένα και μαλλιαρά απ' την αβιταμίνωση. Τα μαλλιά κουρεμένα με μια λουρίδα ξυρισμένη στη μέση, απ' το κούτελο ως το σβέρκο. Μόνο τα μάτια ήταν πιο μεγάλα και πιο βαθιά από άλλοτε για να χωράει ο φόβος.
Το ηλεκτροφόρο με το ρεύμα υψηλής τάσης και το συρματόπλεγμα με τις σκοπιές δεν ήταν μια απλή τεχνική εγκατάσταση, ένας αδιάβατος φράχτης. Εδώ μια διαταγή όριζε να χωριστεί τελεσίδικα τ' αρσενικό απ' το θηλυκό. Μια διαταγή σε μέγεθος μοίρας. Μια διάσπαση του αιωνίου ζεύγους. Ένα παραφύση κόψιμο των από ουρανό και γη ταγμένων να «έσονται εις σάρκαν μίαν».
Η ζωή έσπασε, η φύση είχε δολοφονηθεί. Μέσα στο φαΐ ρίχνανε φάρμακα. Οι γυναίκες δε νιώθανε πια γυναίκες. Τα σημάδια του μήνα είχανε χαθεί. Οι άντρες είχαν σακατευτεί, ούτε στήσεις, ούτε ονειρώξεις, τα σώματα δείχνανε νεκρωμένα.
Κι όμως, αυτές οι Κυριακές ήταν οι μέρες του έρωτα στο Μαουτχάουζεν.
Το αλληλοκοίταγμα επί ώρες ατέλειωτες ανέβαζε στα μεγάλα και βαθιά μάτια την επιθυμία σ' όλη της την ιερότητα και το σπαραγμό.
Κι ένιωθες ένα τράνταγμα στα πόδια, έτσι σαν κάποιος χωμένος βαθιά μέσα στη γη να βροντούσε ένα θεόρατο ταμπούρλο.
Αν οι φράχτες ξαφνικά φεύγανε... Άντρες και γυναίκες θα χιμούσαν για μια λυσσασμένη αλληλαρπαγή.
Τα μισοπεθαμένα κοκαλιάρικα σώματα θα κυλιούνταν αγκαλιασμένα πάνω στα χόρτα και στα χώματα, θα πονούσανε, θα σκούζανε, θα πεθαίνανε, όπως... ‘Μια χιονισμένη μέρα ο κρατούμενος που όρμησε μέσα στην κουζίνα των Ες-Ες. Αγκάλιασε ένα βρασμένο βωδινό μερί κι έτρωγε, έτρωγε. Τον χτυπούσαν κι εκείνος έτρωγε, τον πληγώσανε θανάσιμα κι εκείνος συνέχιζε να τρώει, τον σκοτώσανε κι εκείνος ακόμη έτρωγε’…»

Ιάκωβος Καμπανέλης Μαουτχάουζεν

Κυριακή 6 Φεβρουαρίου 2011


ρητορική ένδεια

Μοιάζουν οι λέξεις μου παιδιά ορφανά
Η μάνα τους σκοτώθηκε ευθύς μετά τη γέννα
Αυτόχειρας σε μια στιγμή γνήσιας ηδονής.

Δεν καταδέχτηκε
Από το χέρι να τα πάρει
Με πουτανιά τον κόσμο να γνωρίσουν.

Φευγάτε μόνα σας
Κραυγάζει
Ξυπόλητα λιγνά και τρομαγμένα
Γυρέψετε να σας ανοίξουν πόρτες.

από http://wwwpareisakth.blogspot.com/